Το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας, η πλαστικότητά της, αποκαλύπτεται ήδη από την τάση των Αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι, ενώ δεν έδιναν στους ανθρώπους ονόματα θεών, τους καλούσαν πάντως με σύνθετα, όπως Απολλόδωρος, Ζηνόδοτος, Διοτίμα, που ήταν πάντοτε νοηματοφόρα. Στα νεότερα χρόνια, θεματοφύλακες της ελληνικότητας, οι Μικρασιάτες Έλληνες αντλούσαν από αυτόν τον θησαυρό και ονομάτιζαν τις γυναίκες με ονόματα-σήματα, όπως Ευδοκία, Τιμοθέα, Ελπινίκη, Πολυξένη, Ευθυμία, Αλεξάνδρα, Ανθίππη, Δωροθέα, Ευπραξία, Ανδρονίκη, Νικομάχη, Φερενίκη, Θεοδώρα, Χαρίκλεια, Ευθαλία, Καλλιόπη, Ευφροσύνη, Πολύμνια κ.ά. (βλ. Άννα Κελεσίδου, Ένα σεντούκι λέξεις, Αθήνα: εκδ. Eunomia Verlag, 2004, σελ. 9).
Και ο Νεοέλληνας ποιητής, κι αυτός, όπως γενικώς οι ποιητές-ιεροφάντες της γλώσσας, ονόμαζε την μέρα «λιόχαρη και λιοπερίχυτη», ενώ η ίδια η νεο-ελληνική κράτησε το προνόμιο να μετατρέπει εκφράσεις σε κύρια ονόματα, να λέει για παράδειγμα το «με-γάλη η χάρη της» «Μεγαλόχαρη»...
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας, η διάρκειά της, θα μπορούσε να δειχθεί σύντομα με δύο φράσεις, ανάμεσα στις τόσες, που λέγονται ακόμη και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας: η πρώτη, μιας απλής αγρότισσας κοντά στο Ρέθυμνο, η οποία, για να βεβαιώσει τις αλήθειες της, έλεγε: «Νη Δία, λέγω σου»· η δεύτερη, ενός βοσκού της Ικαρίας που «ρουρτούσε» τον σύντροφό του: «Εώρακας τας φαιάς αίγας;»
Στην σύντομη αυτή αναφορά («καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια»), θα περιοριστώ σε δύο επισημάνσεις που στοιχειοθετούν τους λόγους της θεώρησης της ελληνικής γλώσσας ως παλινάγρετου θησαυρού.
Το θέμα σχετίζεται με την κατανόηση της ελληνικότητας, η οποία, όπως επανειλημμένα έχουμε αναφέρει, είναι η ελληνικότητα της ουσίας. Με άλλα λόγια, είναι οι πανανθρώπινες αξίες που καθιστούν την ζωή βίον, δηλαδή ποιοτικό μέγεθος, όπως τον όρισαν οι Τραγικοί, ο Πλάτων, ο Δημόκριτος, ο Αριστοτέλης, τρόπο ανάληψης της ζωής από τον άνθρωπο, επιδίωξη της ανόδου από το ζην στο ευ ζην μέσα από την ανάπτυξη της γλώσσας, των γνώσεων, του ήθους. Ο ελληνικός όρος παιδεία, συνώνυμος, κατά τον Γέγκερ, με την «μόρφωση του Έλληνος ανθρώπου» και περιεκτικός πολλών άλλων περιοριστικών ονομασιών, όπως του πολιτισμού, της παράδοσης, της εκπαίδευσης, της «κουλτούρας», δηλώνει την τέχνη της πολιτειακής όρθωσης, αφού στον αρχαιοελληνικό στοχασμό παιδαγωγική, πολιτική, επιστήμη και αρετή είναι ομόλογα. Ελληνικά πεπαιδευμένος είναι εκείνος που θεωρεί την παιδεία τρόπο αυθυπέρβασης με αντικειμενικές αξίες, οι οποίες ισχύουν για όλα τα έλλογα όντα και προάγουν την ζωή της έλλογης κοινωνίας σε βίον καλοκαγαθίας.
Μέσα στην διαδρομή της Ιστορίας, συνέλληνες υπήρξαν «οι της –ελληνικής– παιδείας μετέχοντες», όσοι θεωρούσαν την ελληνική ως ακριβή και σαφή τρόπο απόδοσης υψηλών νοημάτων. Για τον λόγο αυτόν, η ελληνικότητα είναι ο σεβασμός της ελληνικής γλώσσας ως ενιαίου θησαυρού επικοινωνίας, ως μέσου απόδοσης όχι μόνο των συμβαινόντων, αλλά, κυρίως, των νοημάτων τους. Τούτο αποδεικνύεται από την διάρκεια ελληνικών «σημάτων» στις γλώσσες του σύγχρονου κόσμου, όπως: Λόγος (λόγος, λογική, ομιλία, μέτρον κ.ά.), κόσμος (φύσις που φύει και αυξάνει, αλλά και κόσμημα), φιλοσοφία (σοφία και φρόνηση), δημοκρατία.
Για την δυναμική της αρχαίας ελληνικής θα αρκούσαν δύο παραδείγματα από τα πάμπολλα που υπάρχουν: ο Πλάτων ονομάζει οικειοπραγία την ενασχόληση με το οικείο έργο και την αντιδιαστέλλει από την πολυπραγμοσύνη· ο Πλωτίνος δηλώνει την σχέση της ψυχής με τον θεό με το εκπληκτικό ρήμα αμφαγαπάζεσθαι (αυτό το αγνοούν όσοι κάνουν λόγο για άγνοια του όρου «αγάπη» από την αρχαιο-ελληνική πραγματικότητα). Τα δύο αυτά σήματα θα μπο-ρούσαν να είναι παραδείγματα για τον χαρακτηρισμό της γλώσσας από τον Σιμωνίδη ως ζωγραφικής που μιλάει ή των λέξεων από τον Δημόκριτο ως αγαλμάτων φωνηέντων.
Αν ελληνικότητα είναι η ανύψωση του κάλλους σε αισθητό ιδανικό και δέον, με την σύλληψη του ωραίου ως ήθους, η ελληνική είναι ηθοποιητική και εκπολιτιστική – ως ιδεοποιητική, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του οποίου το επίθετο έπλασε ένας μεγάλος θεατράνθρωπος για τον εαυτό του γιατί στοχεύει στο υψηλόν μέσα από την σύζευξη μορφής και περιεχομένου. Αυτό διατυπώνει ο συγγραφέας του Περί ύψους με την προσταγή: «επιτηδεύοντας παρ' όλον τον βίον θαυμαστόν και του παντός αιώνος εξενεγκείν άριστον».
1 comments:
Αξία γενικά για τη γλώσσα δεν έχει...?
Δημοσίευση σχολίου