Η δημοσίευση των ευρημάτων της «ξεχασμένης» ανασκαφής των τάφων του Δερβενίου στη Μακεδονία. Η χρονολόγησή τους στα τέλη του 4ου αιώνα ή στις αρχές του 3ου π.Χ. συμπαρασύρει και όλα τα άλλα ευρήματα της περιοχής.
Είναι γνωστή η δυστοκία που υπάρχει στη δημοσίευση ανασκαφών. Ετσι η εμφάνιση του βιβλίου αυτού, που αφορά μια ανασκαφή που έγινε πριν από 35 ολόκληρα χρόνια, δεν μπορεί παρά να χαροποιεί τους αρχαιολόγους και ιδιαίτερα αυτούς της Κλασικής Αρχαιολογίας. Πολύ περισσότερο που αυτή σχετίζεται με μια σημαντική περίοδο της ιστορίας της Μακεδονίας, στα χρόνια αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν η Πέλλα ήταν η πρωτεύουσα μιας κοσμοκρατορίας. Στις αρχές του 1962 εργασίες διαπλάτυνσης της οδού Θεσσαλονίκης – Λαγκαδά, 9,5 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, έφεραν στο φως επτά τάφους, πέντε κιβωτιόσχημους, έναν λακκοειδή και έναν μονοθάλαμο, μακεδονικού τύπου. Οι τάφοι αυτοί πρέπει να σχετίζονται με μια σημαντική αρχαία πόλη, τη Λητή, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Δερβένι και η οποία από τα αρχαϊκά χρόνια συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς οικισμούς της περιοχής. Ορισμένοι από τους τάφους αυτούς ήταν πλουσιότατα κτερισμένοι ενώ δύο είχαν ήδη εντοπιστεί από αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι και αφαίρεσαν τα πολυτιμότερα κτερίσματά τους. Τα πιο σημαντικά αντικείμενα από το εύρημα αυτό, όπως μεταλλικά αγγεία και σκεύη, εκτίθενται από καιρό στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ωστόσο στην αρχαιολογική επιστήμη ήταν πλημμελώς γνωστά, κυρίως από καταλόγους εκθέσεων που έγιναν κατά καιρούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μόνον ένας κατάκοσμος, με ανάγλυφες διονυσιακές παραστάσεις, μπρούντζινος κρατήρας, ένα πραγματικά αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής τορευτικής, είχε δημοσιευτεί το 1978 από την Ε. Γιούρη. Στους περισσότερους από τους τάφους οι νεκροί είχαν καεί ενώ μόνον σε έναν είχαμε με βεβαιότητα ενταφιασμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νεκροί ανήκαν στην ανώτερη τάξη των ευπόρων γαιοκτημόνων, δηλαδή στη μακεδονική αριστοκρατία.
Τα κτερίσματα, σε ορισμένους τουλάχιστον από τους τάφους αυτούς, ήταν πάρα πολλά και μερικά ήταν κατασκευασμένα και από πολύτιμα υλικά, όπως π.χ. από χρυσό, ασήμι και ελεφαντοστό. Είχαμε και ένα σπάνιο για τον ελληνικό χώρο εύρημα, έναν πάπυρο, στον οποίο διασώζεται το παλιότερο ίσως δείγμα ελληνικής γραφής που γνωρίζουμε ως σήμερα πάνω σε ένα τέτοιο υλικό. Δικαίως λοιπόν η ανασκαφή αυτή απασχόλησε όχι μόνον τον ελληνικό αλλά και τον διεθνή Τύπο. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η αρχαιολογική έρευνα του βορειοελλαδικού χώρου ήταν ως την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας από τον αείμνηστο Μαν. Ανδρόνικο το 1977 εντελώς περιορισμένη και επομένως ευρήματα όπως τα παραπάνω ήταν για την εποχή τους εντελώς πρωτόγνωρα για τη μακεδονική γη.
Στην αρχή του βιβλίου, μετά από έναν σύντομο χαιρετισμό του υπουργού Πολιτισμού και έναν πρόλογο, έχουμε το ιστορικό της ανασκαφής. Μια ανασκαφή που χρωματίστηκε και από ένα δυσάρεστο γεγονός, όταν εργάτης έχασε τη ζωή του καθώς καταπλακώθηκε από τις ογκώδεις καλυπτήριες λιθόπλινθους ενός τάφου. Ακολουθεί η παρουσίαση των τάφων και του περιεχομένου τους με μορφή καταλόγων. Για τους καταλόγους αυτούς, όπου εκτός από τις περιγραφές των κτερισμάτων έχουμε παράθεση βιβλιογραφίας και αναφορών σε παράλληλα ευρήματα, εργάστηκαν η Δ. Ακτσελή (για τα αλάβαστρα), η Δ. Ιγνατιάδου (για τα γυάλινα), η Αικ. Ρωμιοπούλου (για τα ασημένια) και ο Γ. Τουράτσογλου (για την κεραμική, τον οπλισμό, την ιπποσκευή, τα κοσμήματα ενδυμασίας, τα έπιπλα, τις πήλινες προτομές, τα νομίσματα και τα διάφορα μικροαντικείμενα). Για τα χρυσά και τα χάλκινα συνεργάστηκαν οι Γ. Τουράτσογλου και Π. Θέμελης, οι οποίοι ανέλαβαν και τον συντονισμό της όλης προσπάθειας. Ακολουθεί η πραγμάτευση της αρχιτεκτονικής των τάφων, των ταφικών εθίμων, των ίδιων των κτερισμάτων, των εργαστηρίων της τορευτικής από τα οποία προήλθαν τα ευρεθέντα μεταλλικά αγγεία και σκεύη, της χρονολόγησης των τάφων και τέλος έχουμε ένα κεφάλαιο όπου επιχειρείται η ένταξη του όλου ευρήματος στην εποχή του. Το συνθετικό αυτό μέρος του βιβλίου, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Π. Θέμελη. Μόνο το κεφάλαιο το σχετικό με τα ευρήματα και την εποχή τους το έχει γράψει ο Γ. Τουράτσογλου, διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου, ο οποίος μαζί με τον Π. Θέμελη έχουν συνεργαστεί και στο κεφάλαιο της χρονολόγησης. Η περίληψη στα αγγλικά που ακολουθεί είναι στην πραγματικότητα η μετάφραση όλου του συνθετικού τμήματος του βιβλίου. Τέλος έχουμε τα ευρετήρια και μια πλούσια εικονογράφηση.
Είναι, θα έλεγα, αυτονόητο ότι η δημοσίευση μιας ανασκαφής, αν δεν γίνει από τον ανασκαφέα της, είναι ελλιπής και στερεί από την επιστήμη πολλές πληροφορίες. Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα κάπως διορθώνονται καθώς ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου αυτού, ο Π. Θέμελης, έτυχε να πάρει μέρος στη σημαντική αυτή ανασκαφή πριν από 35 χρόνια, ως έκτακτος επιστημονικός βοηθός. Σε δικά του ημερολόγια και σχέδια, όπως και σε ανάλογα των Γ. Μάντζιου και Ε. Μαυρομμάτη, που επίσης συμμετείχαν στην ανασκαφική έρευνα, βασίστηκε η δημοσίευση αυτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με το βιβλίο αυτό οι πληροφορίες μας για τη Μακεδονία στους χρόνους αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου έγιναν πιο πλούσιες. Ιδιαίτερα εμπλουτίστηκαν οι γνώσεις μας για τα εργαστήρια της τορευτικής που παρήγαγαν τα θαυμάσια μεταλλικά αγγεία και σκεύη των τάφων. Τα περισσότερα από τα εργαστήρια αυτά, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να εργάζονταν στην ίδια την πρωτεύουσα των Μακεδόνων, την Πέλλα, της οποίας ο Γ. Οικονόμος, σχεδόν αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό, άρχισε την ανασκαφική έρευνα.
Σίγουρα μεγάλη συζήτηση θα προκαλέσει η άποψη των συγγραφέων ότι η χρονολόγηση των τάφων του Δερβενίου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια δηλαδή του Κασσάνδρου, συμπαρασύρει και όλα τα ανάλογα ευρήματα που γνωρίζουμε από τον χώρο της Μακεδονίας ως προς τη χρονολόγησή τους. Και ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγουν και τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, στις αρχαίες Αιγές. Πράγματι «ρευστό χρήμα (αλλά και πολύτιμα σκεύη, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή) εισέρρευσε στη Μακεδονία από την ασιατική περιπέτεια μόνο στο διάστημα από τα μέσα της δεκαετίας του 330/20 π.Χ. ως το πολύ και το τέλος της πρώτης πενταετίας μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου». Ωστόσο η χρονολόγηση όλων των μακεδονικών τάφων στη μετά τον Αλέξανδρο εποχή, με βάση τις ως τώρα γνώσεις μας, είναι κάτι που ξαφνιάζει. Οπωσδήποτε στο σημείο αυτό απαιτείται μια πιο τεκμηριωμένη έρευνα.
Με το φροντισμένο, από εκδοτική άποψη, αυτό βιβλίο, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων συμμετείχε στον εορτασμό της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997. Οσοι συνέβαλαν ώστε αυτό να δει το φως της δημοσιότητας και κυρίως οι συγγραφείς πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι για το έργο που επετέλεσαν. Οι τελευταίοι ανέλαβαν να βγάλουν «τα κάστανα από τη φωτιά» και το έκαναν με επιτυχία. Εκαναν προσιτό στην αρχαιολογική επιστήμη ένα ιδιαίτερα σημαντικό, όσο και ξεχασμένο, υλικό και με σαφήνεια μας έδωσαν όλες σχεδόν τις πληροφορίες που μπορούσαν να μας δώσουν. Η δημοσίευση αυτή, χωρίς αμφιβολία, με τις συζητήσεις που θα προκαλέσει, θα συμβάλει σημαντικά στην προώθηση της αρχαιολογικής και γενικότερα ιστορικής έρευνας στον χώρο της Μακεδονίας των τελευταίων δεκαετιών του 4ου αι. π.Χ.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.