ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ,ΙΣΤΟΡΙΑΙ 2.10.1–2.24.2: Η εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική
Παραινέσεις του Περικλή – Πολεμική προετοιμασία των Αθηναίων
[2.13.1] Ενώ μαζεύονταν ακόμα οι Πελοποννήσιοι στον Ισθμό και βρίσκονταν στο δρόμο, πριν ακόμα εισβάλουνε στην Αττική, ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου, που ήταν ένας από τους δέκα στρατηγούς, βλέποντας πως θα γίνει εξάπαντος η εισβολή, υποψιάστηκε μήπως ο Αρχίδαμος που συνδεόταν μαζί του με δεσμούς φιλοξενίας, είτε από δική του πρωτοβουλία θέλοντας να του κάνει χάρη, αφήσει τα δικά του χτήματα απείραχτα και δεν τα ρημάξει, είτε το κάνει κατά προσταγή των Λακεδαιμονίων για να του δημιουργήσουν ραδιουργίες ανάμεσα στον Αθηναϊκό λαό, όπως είχαν προτήτερα μηνύσει να διώξουν τους μολεμένους από το άγος μόνο και μόνο γι' αυτόν, προειδοποίησε από τα πριν τη σύναξη των Αθηναίων πως ο Αρχίδαμος είχε το δεσμόν αυτό μαζί του, αλλά πως δε έβγαινε τούτο σε κακό της πολιτείας, και πως τα χωράφια και τα σπίτια του, αν τυχόν και δεν τα καταστρέψουν οι εχτροί, τα παραχωρεί να γίνουνε δημόσια, και να μη δημιουργηθεί καμιά υποψία ενάντιά του απ' αυτό το λόγο. [2.13.2] Τους ορμήνεψε ακόμα τα ίδια όπως και προτήτερα σχετικά με την κατάσταση, να εξακολουθούν να ετοιμάζονται για τον πόλεμο, και να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία από την ύπαιθρο· επίσης να μη θελήσουν να βγουν και να δώσουνε μάχη, αλλά, αφού μπούνε μεσ' από τα τείχη, να φρουρούν την πολιτεία, και ν' αρματώνουν το ναυτικό, τη δύναμη που μ' αυτήν υπερισχύουν, και να κρατούν τους συμμάχους με γερό χέρι, γιατί απ' αυτούς πηγάζει η δύναμή τους, κι αν τα κάνουν αυτά, θα βγούνε σε καλό, γιατί τελικά εξαρτώνται από τη φρόνιμη στόχαση και τα περίσσια χρήματα.
[2.13.3] Για το τελευταίο τούτο, να 'χουν πεποίθηση στη νίκη, γιατί έχει η πολιτεία κατά μέσον όρο εξακόσια τάλαντα το χρόνο από το φόρο των συμμάχων, χώρια τ' άλλα της εισοδήματα, και είχαν τότε στην Ακρόπολη νομίσματα αξίας έξη χιλιάδων ταλάντων (το ανώτατο όριο του θησαυρού είχε φτάσει τα 9.700 τάλαντα, αλλά είχε ξοδευτεί το υπόλοιπο για να χτιστούν τα Προπύλαια και οι άλλες οικοδομές στην Ακρόπολη, καθώς και στην Ποτείδαια) [2.13.4] και χώρια πάλι απ' αυτά είχαν χρυσό και ασήμι άκοπο στ' αφιερώματα τα ιδιωτικά και τα δημόσια και στα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσαν στις πομπές και στους αγώνες, και στα λάφυρα από τους Μήδους και σ' άλλα πράματα τέτοιας λογής, που όλα μαζί δεν άξιζαν λιγότερο από πεντακόσια τάλαντα. [2.13.5] Και πρόσθεσε σ' αυτά ο Περικλής τα χρήματα που είχαν καταθέσει σε άλλα ιερά, και που δεν ήταν λίγα θα τα μεταχειρίζονταν κι αυτά, κι αν τους απόκλειναν οι εχτροί απ' ολ' αυτά, θα έβγαζαν το χρυσάφι που ήταν ντυμένη η ίδια η θεά· και τους φανέρωσε πως το άγαλμα είχε απάνω του ζυγιασμένο αμάλαγο χρυσάφι που άξιζε σαράντα τάλαντα και μπορούσε όλο ν' αφαιρεθεί. Κι αφού το χρησιμοποιούσαν για να σωθούν, θα 'πρεπε είπε να το αντικαταστήσουν με όχι λιγότερο πολύτιμο στόλισμα.
[2.13.6] Με τέτοια λοιπόν έκθεση για τα οικονομικά τούς έδωσε κουράγιο. Από την άλλη μεριά, είχαν δέκα τρεις χιλιάδες στρατιώτες, χωρίς να λογαριάσει κανείς όσους υπηρετούσαν στα διάφορα φρούρια και φύλαγαν τα τείχη, κι αυτοί ήταν κάπου δεκάξη χιλιάδες. [2.13.7] Τόσοι δηλαδή ήταν εκείνοι που τα φύλαγαν στην αρχή, την πρώτη φορά που έγινε εισβολή στην Αττική, και ήταν στρατολογημένοι από τους πιο νέους και τους πιο ηλικιωμένους καθώς κι απ' τους μετοίκους, όσοι είχαν την οικονομική κατάσταση να είναι οπλίτες. Γιατί το μάκρος του Φαληρικού τείχους ήταν κάπου τριάντα πέντε στάδια, από την πόλη ως τον κόλπο και το μάκρος του ίδιου του κόλπου που φυλάγονταν σαράντα τρία (ήταν και μέρη αφρούρητα, ανάμεσα στα μακρά τείχη)· τα μακρά τείχη πάλι προς τον Πειραιά είχαν μάκρος σαράντα στάδια και φρουρούσαν μόνο το εξωτερικό, και όλη η περιφέρεια του Πειραϊκού τείχους μαζί με τη Μουνυχία ήταν εξήντα στάδια κι απ' αυτά μόνο το μισό μάκρος είχε φρουρούς. [2.13.8] Ανακοίνωσε επίσης ο Περικλής πως είχαν χίλιους διακόσιους καβαλλάρηδες μαζί με τους ιπποτοξότες, κι άλλους χίλιους εξακόσιους πεζούς τοξότες, καθώς και τριακόσια πολεμικά πλοία τέλεια εξοπλισμένα. [2.13.9] Αυτά είχαν λοιπόν οι Αθηναίοι, κι όχι λιγότερα, σε κάθε κατηγορία, όταν ετοιμαζόταν να γίνει η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων και βρέθηκαν μπασμένοι στον πόλεμο. Κι άλλα πολλά τους είπε ο Περικλής απ' αυτά που συνείθιζε για να τους αποδείξει πως θα νικούσανε στον πόλεμο.
[2.14.1] Τον άκουσαν οι Αθηναίοι και πείστηκαν στα λόγια του, κ' έφεραν μέσα στην πολιτεία από τα χωριά τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κι όλα τα εφόδια και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν μέσα στο σπίτι, ξηλώνοντας και την ξυλεία ακόμη από τα σπίτια τους· αλλά τα πρόβατα και τα μεγαλύτερα ζώα τα έστειλαν έξω από την Αττική στην Εύβοια, και τα κοντινά νησιά. [2.14.2] Με βαρειά καρδιά όμως ξεσηκώθηκαν, γιατί οι περισσότεροί τους είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στις αγροτικές περιοχές.
[2.15.1] Κι από τα πολύ παλιά χρόνια είχε επικρατήσει ο τρόπος αυτός της ζωής στους Αθηναίους περισσότερο παρά σε οποιονδήποτε άλλον τόπο. Γιατί η Αττική από τον καιρό του Κέκροπα και των πρώτων βασιλιάδων ήταν κατοικημένη σε πολλές μικρές πολιτείες, η καθεμιά με δικό της διοικητικό κέντρο και δικούς της άρχοντες, κι όταν δε φοβούνταν από εξωτερικό κίντυνο δε μαζεύονταν να κάνουνε συμβούλια με το βασιλέα, αλλά έλυνε τα πολιτικά της ζητήματα κ' έκανε τις συσκέψεις της η κάθε μια πολιτεία χωριστά· κ' έτυχε να πολεμήσουνε μερικές την Αθήνα, όπως η Ελευσίνα με τον Εύμολπο ενάντια στον Ερεχθέα. [2.15.2] Όταν όμως έγινε βασιλιάς Θησέας, που ήταν πολύ μυαλωμένος κ' είχε μεγάλη εξουσία, αναδιοργάνωσε όχι μόνο τις άλλες υποθέσεις του τόπου, αλλά κατάργησε και τις βουλές και τις διοικήσεις των άλλων πόλεων, και τους έφερε όλους μαζί στη σημερινή πολιτεία, κι ανέδειξε μια βουλή κ' ένα διοικητικό κέντρο ώστε ενώθηκαν όλοι μαζί, κ' ενώ τους άφησε να ζουν και να νέμονται τα χτήματά τους όπως και πριν, τους ανάγκασε όμως να 'χουνε μια πολιτεία, τούτη την Αθήνα, κι αυτή, αφού τώρα πια σ' αυτή πλήρωναν όλοι φόρους την παρέδωσε ο Θησέας στους διαδόχους του μεγάλη και τρανή· κι από τότε ως τώρα ακόμη κάνουν οι Αθηναίοι γιορτή της Αθηνάς, που τη λένε «συνοίκια» με δημόσια δαπάνη.
[2.15.3] Προτήτερα, αυτό που λέγεται σήμερα «Ακρόπολη» ήταν η ίδια η πολιτεία, μαζί με τον τόπο κάτωθέ της προς το νοτιά. [2.15.4] Κι απόδειξη είναι το εξής: ότι δηλαδή οι ναοί απάνω στην ίδια την Ακρόπολη είναι και άλλων θεών, κι οι άλλοι έξω ναοί είναι χτισμένοι προς αυτό το μέρος, και του Διός του Ολυμπίου και το Πύθιον, και της Γης και του Διονύσου στις Λίμνες, όπου γιορτάζονται τα παλιότερα Διονυσία το μήνα Ανθεστηριώνα, όπως το 'χουν συνήθιο να τα γιορτάζουν ακόμα και σήμερα οι Ίωνες που κατάγονται από τους Αθηναίους. Και σ' αυτό το μέρος είναι χτισμένα και τ' άλλα αρχαία ιερά. [2.15.5] Και τη βρύση, που αφού τη διαρρύθμισαν και την εστόλισαν έτσι oι τύραννοι, τη λένε σήμερα Εννεάκρουνο, τα παλιά όμως χρόνια, που φαίνονταν οι πηγές, την έλεγαν Καλλιρρόη· κ' εκείνοι επειδή ήταν κοντά τους, τη χρησιμοποιούσαν για τα πιο σπουδαία πράματα, και σήμερα ακόμα εξακολουθεί η συνήθεια να χρησιμοποιούν το νερό της πριν από τις τελετές του γάμου και σε άλλες ιερές στιγμές. [2.15.6] Κ' επειδή άλλοτε την κατοικούσαν, οι Αθηναίοι, λένε την Ακρόπολη ακόμα ως τα σήμερα Πόλη.
[2.16.1] Επειδή λοιπόν τόσους αιώνες κατοικούσαν οι Αθηναίοι αυτόνομοι στις αγροτικές περιοχές, κι αφού ακόμα ενώθηκαν σε μια πολιτεία, όμως πάλι από συνήθεια οι περισσότεροι από τους παλιούς κατοίκους, κ' οι απόγονοί τους αργότερα, συνέχεια ως τον πόλεμο έμεναν στ' αγροχτήματα, δεν τους ήταν εύκολο να ξεσηκωθούνε μ' όλη τους τη φαμελιά και την κατάσταση, και γι' άλλους λόγους, και γιατί δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που χαίρονταν πάλι τις εγκαταστάσεις τους μετά τα Μηδικά. [2.16.2] Τους ενοχλούσε επίσης πάρα πολύ που άφηναν τα σπίτια τους και τα πατρογονικά τους ιερά που ανήκαν στη γενιά τους από το καθεστώς που είχαν τα παλιά χρόνια, και που θ' άλλαζαν τον τρόπο της ζωής τους, και μ' ένα λόγο, νόμιζε ο καθένας πως άφηνε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, την πολιτεία του.
[2.17.1] Κι όταν έφτασαν στην πόλη, λίγοι απ' αυτούς είχαν κατοικίες ή μπορούσαν να μείνουν σε σπίτια φίλων ή συγγενών, οι περισσότεροι όμως κατασκήνωσαν σε έρημα μέρη της πολιτείας, και σ' όλους τους ναούς και τα ηρώα εξόν από την Ακρόπολη κι από το Ελευσίνιο κι αν κανένα άλλο ήταν ασφαλισμένο με κλειδαριές· καθώς και το μέρος που λεγόταν Πελασγικό κάτω από την Ακρόπολη, που υπήρχε παλιά κατάρα να μην το κατοικήσουν ποτέ κ' εμπόδιζε την κατοίκησή του κ' ένα τέλος στίχου ενός παλιού χρησμού, που έλεγε «… καλύτερα να 'ναι αδειανό το Πελασγικό», κι όμως από την πίεση της άμεσης ανάγκης γέμισε κι αυτό πρόχειρες κατοικίες. [2.17.2] Εμένα όμως μου φαίνεται πως ο χρησμός βγήκε σωστός με αντίθετο τρόπο απ' ό,τι περίμεναν, πως δηλαδή δεν έπεσαν οι συμφορές στην πολιτεία επειδή κατοικήθηκε το μέρος παράνομα, αλλά πως αναγκάστηκαν να το κατοικήσουν εξ αιτίας του πολέμου· το μαντείο δεν ανέφερε τον πόλεμο ρητά, αλλά τραγουδούσε από τα παλιά χρόνια πως δε θα κατοικηθεί ποτέ για καλό. [2.17.3] Χτίστηκαν ακόμα παράγκες και μέσα στους πύργους των τειχών, κι όπως κι όπου μπορούσε ο καθένας· γιατί δεν τους χωρούσε όλους η πολιτεία όταν μαζεύτηκαν, και ύστερα χώρισαν σε είδος οικόπεδα και το μέρος ανάμεσα στα δυο μακρά τείχη, κ' εγκαταστάθηκαν εκεί, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος από τα τείχη του Πειραιά. [2.17.4] Συγχρόνως άρχιζαν κ' οι καθαυτό πολεμικές επιχειρήσεις, και στρατολόγησαν άντρες από τους συμμάχους, κι αρμάτωσαν εκατό καράβια για να εκστρατεύσουν από τη θάλασσα ενάντια στην Πελοπόννησο. Σ' αυτό λοιπόν το σημείο της πολεμικής τους προετοιμασίας βρίσκονταν οι Αθηναίοι