Του Γιάγκου Ανδρεάδη *
Διορθώνοντας εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες εκατοντάδες γραπτά φοιτητών και φοιτητριών κάθε εξάμηνο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο παρακολουθούσα αποκαρδιωμένος την όλο και μεγαλύτερη υποβάθμιση του γλωσσικού τους οργάνου. Τα συμπτώματα ήταν αρκετά και δεν είχαν πάντοτε να κάνουν μόνο με την μορφολογία, δηλαδή την γραμματική και το συντακτικό και το λεξιλόγιο. οι εξεταζόμενοι υποτίθεται ότι έγραφαν και γράφουν στο μονοτονικό. Στην πραγματικότητα ο τόνος σε πολλά γραπτά είχε υποκατασταθεί από μια τελίτσα, ενώ σε αρκετά το μονοτονικό είχε γίνει… ατονάλ, καθώς απουσίαζε κάθε τονισμός. Το ποσοστό των απλοϊκων εκφράσεων και των ακυρολεξιών αυξάνονταν συνεχώς, και αυτό που συνέβαινε δεν οφειλόταν απλώς στο φαινόμενο που αποκαλούμε λεξιπενία, φτώχια δηλαδή του λεξιλογίου. Το είδος των λαθών έδειχνε ότι η -προβληματική- επαφή που είχαν όσοι…
έκαναν αυτά τα λάθη με τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν ήταν περισσότερο ακουστική παρά οπτική. Η συνήθης έκφραση «οσαναναφορά αυτό το ζήτημα», (αντί για όσον αφορά) είναι ένα κλασικό τέτοιο παράδειγμα όπου ο γράφων καταφεύγει σε κάτι που έχει αρπάξει λανθασμένα το αυτί του, κάτι που συνήθως συμβαίνει με τις ξένες γλώσσες. Επιπλέον, τα ορθογραφικά λάθη ήταν τόσα και τόσο εξωφρενικά, ώστε επέμενα στους φοιτητές, ιδίως σε αυτούς που δίδασκα το μάθημα Δημιουργική γραφή, να χρησιμοποιούν ορθογραφικό λεξικό, τόσο στις ασκήσεις στην τάξη όσο και στις εξετάσεις. Ακόμη, κάτι πιο ανησυχαστικό, αυτό που χανόταν και χάνεται όλο και παραπάνω είναι η ικανότηταυπόταξης, σωστής δηλαδή σύνδεσης κύριων και δευτερευουσών, αιτιολογικών, συμπερασματικών κ.λ.π. φράσεων, δηλαδή η ικανότητα να συνδέονται μεταξύ τους τα διάφορα νοήματα. Τέλος τα γραπτά έφεραν και φέρουν την σφραγίδα του φροντιστηρίου. Πομπώδεις σοβαροφανείς εκφράσεις του τύπου «από την πρώτη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος» έστω και αν το ζήτημα αφορούσε την ηλεκτρική κουζίνα ή «αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό ότι» ακόμα και αν επρόκειτο για κάτι το τόσο αποδείξιμο όσο είναι η διαφορά του φύλου των σεραφείμ από αυτό των χερουβείμ. Εννοείται ότι το τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου είχε και γλωσσικά μαθήματα, όπου μάλιστα δίδασκαν ικανοί φιλόλογοι. Όσο όμως γνωρίζω, οι διδάσκοντες αυτοί δίδασκαν μια πιο προχωρημένη ύλη που είχε να κάνει με γλωσσολογικές, υφολογικές κ.λ.π. προσεγγίσεις, πιθανότατα θεωρώντας ότι ένας απόφοιτος λυκείου έχει ήδη κατακτήσει από την μέση εκπαίδευση τον στοιχειώδη έλεγχο των γλωσσικών του μέσων. Όσο για μένα, καθώς πιστεύω ότι η δημιουργική γραφή προϋποθέτει την ανάγνωση δημιουργών, επέμενα στο να διαβάζουν οι φοιτητές πολλές σελίδες έργων του Θερβάντες, του Μπαλζάκ, του Ντοστογιέφσκι ή του Βιζυηνού, κάτι που εννοείται ότι έκανε πολύ καλό μόνο στο ποσοστό εκείνο των φοιτητών που είχαν έρθει στο Πανεπιστήμιο πραγματικά για να σπουδάσουν και να εκφραστούν δημιουργικά.
Αυτό που ωστόσο δεν είχα αντιληφθεί όσο καθαρά θα όφειλα ήταν το πόσο οργανωμένη ήταν και είναι, στα πλαίσια της Μέσης εκπαίδευσης, η γλωσσική αποδιοργάνωση των εφήβων που δολοφονούνται πνευματικά με την επιείκεια. Το καλοκαίρι του 2011 και ενώ παράλληλα διόρθωνα για μια ακόμη φορά πανεπιστημιακά γραπτά, έτυχε να μου αποκαλυφθεί, κάτι που αγνοούσα και που με διαφώτισε σε ένα βαθμό σχετικά με τους λόγους της γλωσσικής αδυναμίας (που ένιωθα ότι πάει να μεταβληθεί σε αναπηρία) που διαπίστωνα ότι γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Το παιδί μιας φιλικής μου οικογένειας, που είχε γενικά πολύ καλούς βαθμούς στο σχολείο, ένιωθε ότι υστερεί στο μάθημα της έκθεσης. Πέρα λοιπόν από τις άλλες προσπάθειές του συμφωνήσαμε να του κάνω λίγα μαθήματα που θα περιλάμβαναν εκτός από αναλύσεις έργων που θα του σύστηνα να διαβάσει και την συγγραφή κάποιων γραπτών. Όταν μου παρουσίασε το πρώτο γραπτό με περίμενε η έκπληξη: Τα ορθογραφικά λάθη ήταν περίπου σε αναλογία ένα κάθε δέκα ή δεκαπέντε το πολύ λέξεις. Ξαναρώτησα τον γενικό βαθμό και τον βαθμό του μαθήματος της έκθεσης και έμαθα ότι κυμαίνονταν στο δεκαεννέα. Επέμεινα να μάθω τι συμβαίνει με το ζήτημα της ορθογραφίας και έλαβα μια καταπληκτική για μένα απάντηση, που όμως γνωρίζουν όλοι οι διδάσκοντες στην στοιχειώδη και στην μέση εκπαίδευση: Όπως λοιπόν πληροφορήθηκα σύμφωνα με τις εγκυκλίους του υπουργείου, τα λάθη των μαθητών κατ’ απόλυτο σχεδόν κανόνα δεν πρέπει να διορθώνονται, διότι αλλιώς τα παιδιά κινδυνεύουν να πάθουν ψυχικό πρόβλημα. Απειθαρχώντας σε αυτή την οδηγία κατέφυγα σε μια απλή λύση για να σώσω κάτι από το κύρος της ελληνικής ορθογραφίας: Αυτοσχεδίασα ένα πρόχειρο κατάλογο λέξεων που ηχούσαν όμοια αλλά είχαν εντελώς διαφορετική σημασία με στόχο να εξηγήσω ότι το να αδιαφορείς για τον τρόπο γραφής σημαίνει τελικά να αδιαφορείς για το νόημα και που ήταν κάπως έτσι:
χέρι (το) και χαίρει ( εκτιμήσεως)
μέλι (το) , μέλη (τα) και μέλει ( δεν με)
λήθη (η λησμονιά) και λίθοι (οι πέτρες)
το γράμμα ήτα και η ήττα
πάλη (η ελληνορωμαϊκή) και πάλι
δείγμα και δήγμα (δάγκωμα του σκύλου)
λιμός ( η πείνα) και λοιμός (η επιδημία)
ευρέων ( στρωμάτων) και εβραίων ιερέων κ.λ.π.
Φαίνεται ότι η προσπάθειά μου είχε θετικά αποτελέσματα, διότι στα επόμενα γραπτά που μου παρουσίασε ο μαθητής και φίλος μου τα λάθη, με την βοήθεια του μικρού λεξικού που φρόντισε να αγοράσει, μειώθηκαν δραστικά. Αυτό που μου έμεινε από την εμπειρία μου αυτή είναι η αίσθηση ότι οι μαθητές της Μέσης εκπαίδευσης καταστρέφονται μέσα από αυτό που μοιάζει με κατανόηση και επιείκεια που όμως δεν είναι το έργο των επί μέρους καθηγητών που, όπως σε κάθε βαθμίδα, μπορεί κατά περίπτωση να είναι κακοί ή καλοί. Όπως αποδεικνύεται από τις εγκυκλίους που παραθέτω σε παράρτημα εμπνευστής αυτής της φονικής επιείκειας και οργανωτής της επιβολής της είναι το κράτος, μέσα από το υπουργείο παιδείας και το παιδαγωγικό ινστιτούτο. Και, εννοείται ότι δεν περιορίζεται στη γλώσσα: Ο μελλοντικός φοιτητής έχει μια εντελώς θολή εικόνα για οτιδήποτε έχει να κάνει με μια σειρά από «άχρηστα» μαθήματα όπως η λογοτεχνία, η ιστορία, η γεωγραφία ( δηλαδή τα μαθήματα που συμβάλλουν στην συλλογική μνήμη και ταυτότητα) των οποίων ο ρόλος στο πρόγραμμα σταθερά υποβαθμίζεται.
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί σωστά, αν δεν την αξιολογήσουμε μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Αυτό της θέσης που έχει η ελληνική γλώσσα όχι μόνο στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και στον λόγο των Μέσων και των πολιτικών. Αρχίζω από τα δύο τελευταία: Η πλειοψηφία της κοινωνίας μας πιστεύει ίσως ακόμη ότι η παιδεία ασκείται κατά κύριο λόγο από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αν όμως συλλάβουμε ότι παιδεία δεν είναι μόνον ένα σύστημα παροχής πληροφοριών και τεχνικών γνώσεων, αλλά και ένας δίαυλος μετάδοσης και δημιουργίας αξιών, τρόπων έκφρασης, αισθητικής, ηθικής κ.λ.π., εύκολα μάλλον θα δεχτούμε ότι ο πραγματικός παιδαγωγός της κοινωνίας μας βρίσκεται αλλού: Είναι τα τηλεοπτικά κανάλια και σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό το διαδίκτυο. Η παρουσία ενός τηλεοπτικού αστέρα σίγουρα θα γέμιζε με πολύ πιο ασφαλή τρόπο τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα από ότι αυτή ενός σπουδαίου επιστήμονα, συγγραφέα, ηθοποιού που δεν χαίρει της ευνοίας του γυαλιού και τα τηλεδικεία όπως και τα τοκ- σόου παράγουν κοινωνικό και πολιτικό ήθος περισσότερο και από τα κόμματα. Αν όμως, για να περιοριστούμε στο ζήτημα της γλώσσας, παρακολουθήσουμε τα προγράμματα της τηλεόρασης, θα αντιληφθούμε ότι η κακομεταχείριση της ελληνικής, είτε πρόκειται για την έκφραση, είτε για την μορφολογία, είτε για την εκφορά, φτάνει σε απίστευτα σημεία. Το ΕΣΡ που υποτίθεται ότι προστατεύει τον τηλεθεατή , και άρα και την γλώσσα του, σίγουρα δεν έχασε ποτέ τον καιρό του καταγράφοντας τους απίστευτους σολοικισμούς που διαπράττουν οι διάφοροι και διάφορες «άνκορμεν» και «άνκοργουίμεν», καθώς και την κακοποίηση της γλώσσας στις μεταγλωττίσεις των ξένων ταινιών και άλλων προγραμμάτων. Οι σολοικισμοί όμως και η κακοποίηση αυτή είναι δυστυχώς το μέγιστο γλωσσικό μάθημα, τουλάχιστο για το μέρος εκείνο της νεολαίας που μένει πιστό στο γυαλί. Όσο για εκείνους που έχουν ήδη στραφεί στο διαδίκτυο, αυτοί πλέουν ήδη με ανοιχτά τα πανιά στον ωκεανό των γκρήγκλις που, όπως θα δούμε σε λίγο, είναι και η γλωσσική πραγματικότητα που από καιρό σχεδιάζεται από την ηγεσία του υπουργείου πολιτισμού ή από αυτούς που σκέφτονται για λογαριασμό της.
Ο πολιτικός ή μάλλον κομματικός λόγος έχει χωρίς αμφιβολία το δικό του μεγάλο μέρος της ευθύνης για την γλωσσική εξαχρείωση. Συνήθως, όσοι απαξιώνουν τον «πολιτικό» αυτό – και στην ουσία πλήρως απολιτικό- λόγο, τον χαρακτηρίζουν, μεταφράζοντας το γαλλικό langage de bois, ως «ξύλινο». Η μεταφορά αυτή εκ της γαλλικής εκφράζει εν πολλοίς την κατάσταση (ΣΗΜ.1 Βλ. Γιάννη Καλλιόρη Η ξύλινη γλώσσα, Αθήνα, 1992. Για τις παρατηρήσεις του που προανήγειλλαν με οξυδέρκεια την σημερινή κατάσταση βλ. και του ίδιου, Γλωσσικός αφελληνισμός, Αθήνα , 1985 κα contra Άννα Φραγκουδάκη, Γλώσσα και επικοινωνία, Αθήνα, 1987, όπου καταγγέλλεται «ο μύθος για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας». Εννοείται ότι η γλώσσα δεν είναι κάποιος αυτόνομος από την κοινωνία οργανισμός ο οποίος παρακμάζει από μόνος του. Αυτό δεν εμποδίζει να χάνονται συνεχώς ομιλούμενες γλώσσες ή/και να διαλύονται οι ομάδες που τις μιλούν). Ξύλινος είναι ένας λόγος αποστεωμένος και αρτηριοσκληρωτικός λόγω ιδεολογίας. Όμως στην ελληνική περίπτωση το πράγμα είναι πολύ πιο σύνθετο και βαθύ. Έχει να κάνει από την μια με την φύση της συγκεκριμένης γλώσσας για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω και από την άλλη με τις ιστορικές συγκυρίες που διαμόρφωσαν το σημερινό γλωσσικό, πολιτισμικό και πολιτικό σκηνικό. Αφετηρία υπήρξε η Χούντα που υφαρπάζοντας και πλαστογραφώντας ιδέες σχετικές με την παράδοση του τόπου κατέστησε για μεγάλη μερίδα της κοινωνίας ύποπτη και σχεδόν απεχθή κάθε αναφορά σε μνήμη και σε ταυτότητα. Η Μεταπολίτευση που την διαδέχθηκε θεμελιώθηκε εσκεμμένα και προγραμματισμένα στην ψευδαίσθηση ότι η δικτατορία κατέρρευσε λόγω της περίπου καθολικής αντίστασης του λαού και για να στηρίξει την άποψη αυτή κατέφυγε σε ένα είδος γενικευμένηςπαρένδυσης (τραβεστί) ιδεών, ρητορικών, έως και τρόπων ενδύσεως και συμπεριφοράς. Ο χτεσινός τρομαγμένος ανθρωπάκος που βολευόταν με την δικτατορία ή εκτονωνόταν με ανέκδοτα για τον Πατακό, άφησε μούσι, φόρεσε τζην και άρχισε να συχνάζει σε αντιαμερικανικές διαδηλώσεις. Κάμποσοι συνοδοιπόροι των συνταγματαρχών που δεν είχαν εκτεθεί ανεπανόρθωτα έσπευσαν να χωθούν σε δημοκρατικά κόμματα, που δεν είχαν πάντα την βούληση ή την ικανότητα να ελέγξουν ποιους στρατολογούσαν. Για να μείνουμε στο γλωσσικό επίπεδο οι διανοούμενοι και οι δημοσιογράφοι άλλαξαν την κουτσο- καθαρεύουσα που έγραφαν κατά χουντική επιταγή κρατώντας την ίδια δομή και τον ίδιο ακαταλαβίστικό και στην ουσία τρομοκρατικό λόγο, μεταμφιεσμένο χάρη στην υποκατάσταση των παλιών καταλήξεων με άλλες υποτίθεται «δημοτικές».
Στην κατάσταση αυτή προστέθηκε και ένα ακόμη ένα άλλο φαινόμενο: Αυτό του διανοουμενίστικου νέο- καθαρευουσιανισμού. Στην διάρκεια της δικτατορίας η Ελλάδα είχε εν πολλοίς αποκοπεί από την Ευρώπη. Το ρεύμα των μεταφράσεων ξένων λίγο- πολύ αριστερών έργων που βαφτιζόταν για καλύτερη κατανάλωση και μαρξιστικά (σημ. βλ. την περίπτωση του Pierre Vidal Naquetαμέσως μετά την Χούντα) μεταβλήθηκε σε ένα μεταφραστικό χείμαρρο στην μεταπολίτευση. Οι εντυπωσιακά πολυάριθμοι εκδοτικοί οίκοι που δημιουργήθηκαν ευνόησαν εσκεμμένα ή μη όχι την αυθεντική έκφραση ιδεών και μορφών, αλλά την μπροσούρα ή την μετάφραση που ήταν στην ουσία και μάλιστα κακή ακόμα και όταν ήταν τραβεστί (Μεταμφιεσμένη σε )πρωτότυπο. Το ρεύμα αυτό γέμισε την ελληνική πνευματική αγορά με χιλιάδες ακαταλαβίστικα, ακαλαίσθητα και ανελλήνιστα σκουπίδια που συνέβαλαν σε μια κυριαρχική σύγχυση όπου, στον αστερισμό του μεταμοντέρνου όλοι είχαν δίκιο και άδικο, έτσι που τελικά να έχει πάντα δίκιο η κάθε λογής εξουσία.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν μια πολύ σαφή έκφραση στον χώρο της γλώσσας στην εκπαίδευση μέσα από τις αλλεπάλληλες «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις», όρο που αναπαρήγαγε έκτοτε μέχρι τελικής πτώσεως την πραγματικότητα της μεταρρυθμίσεως Παπανούτσου/ Κακριδή επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου πριν από την δικτατορία της 21ης Απριλίου 67. Πριν προχωρήσω στο τι σήμαιναν οι μεταρρυθμίσεις αυτές για την γλώσσα θα πρέπει να θυμίσω μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Ήδη από την προδικτατορική εποχή, ο Τύπος και κατά κύριο λόγο το συγκρότημα Λαμπράκη είχε έναν εντελώς ιδιαίτερο ρόλο: Δεν επικροτούσε απλώς τις μεταρρυθμίσεις αυτές. Σε πολύ σημαντικό βαθμό μετείχε στο σχεδιασμό τους, πράγμα που συνεχίστηκε και με τις μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης. Το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνον αν κατανοήσουμε δύο πράγματα: α) Ότι αιχμή των μεταρρυθμίσεων ήταν το καλούμενο γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή η διαμάχη δημοτική/καθαρεύουσα, όπου στα πλαίσια μιας κατάστασης που ο Ζήσιμος Λορεντζάτος πολύ εύστοχα αποκάλεσε δικέφαλο γλωσσαμυντορισμό, η μορφολογική διαμάχη για τις καταλήξεις των λέξεων (γιατί όλα τα άλλα βασικά έμεναν ίδια) είχε υποκλέψει τη θέση της ουσίας. Και β) ότι ο ιδεολογικός ορίζοντας στα πλαίσια του οποίου διεξαγόταν η συζήτηση αυτή ήταν ένας θολός προοδευτισμός, που για τους πιο συνειδητούς αστούς διανοουμένους σήμαινε την ολοκλήρωση του καπιταλιστικού μετασχηματισμού με όρους αποδοτικότητας μιας κοινωνίας ανθρώπων/εργαλείων, την ίδια ώρα που η παραζαλισμένη αριστερά συρόταν από πίσω νομίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδηγούσαν σε κάποιο φαντασιακό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Η σύνδεση εκσυγχρονισμού, εκβιομηχάνισης, τεχνολογικής προόδου και επανάστασης ήταν τόσο ριζωμένη στην μαρξιστική και την κομμουνιστική ιδεολογία, που χρειάστηκε η κατάρρευση των υπαρκτών σοσιαλισμών για να τολμήσουν κάποιοι που ανήκουν στην ευρωπαϊκή κομμουνιστική αριστερά να δηλώσουν ευθαρσώς ότι κάθε εκσυγχρονισμός δεν είναι υποχρεωτικά για το καλό της δημοκρατίας και των εργαζομένων. Ωστόσο, στα πρώτα ιδίως χρόνια της μεταπολίτευσης το είδος αυτού του θολού προοδευτισμού έθρεψε με επιτυχία την ρητορική της Νέας Δημοκρατίας καθώς και μεγάλου μέρους της Αριστεράς και πολύ περισσότερο του ΠΑΣΟΚ αλλά και αυτήν του συγκροτήματος, δημιουργώντας μια κατάσταση πλειοδοσίας άκριτων αλλαγών, τόσο στο γλωσσικό όσο και σε όλα τα άλλα πεδία. Μια από τις παράπλευρές απώλειες της ιστορίας αυτής ήταν η δημιουργία μιας «κρίσιμης μάζας» νεοαγράμματων που όπως παραδέχθηκε κάποτε ο (χωρίς εισαγωγικά) λόγιος αρχισυντάκτης των Νεων, Λέων Καραπαναγιώτης συνέβαλε όχι απλώς την στροφή των εφημερίδων στην «τηλεοπτική» μορφή των τάμπλοϊντ, αλλά και σε μια προϊούσα θεαματική συρρίκνωση του δημοσιογραφικού κειμένου για χάρη της εικόνας.
Αν αναρωτηθούμε ποιο είναι το κομβικό σημείο στις κρατικές πολιτικές για την γλώσσα η απάντηση είναι: η επιβολή του μονοτονικού από το ΠΑΣΟΚ τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του. Η Νέα Δημοκρατία είχε ήδη προηγουμένως αναγάγει την δημοτική σε επίσημη γλώσσα του κράτους, κάτι που ήταν ταυτόχρονα ένα από τα μέτρα εκτόνωσης ( σαν την νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την έξοδο από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ) και μια απάντηση στον κούφιο καθαρευουσιανισμό της Χούντας. Αυτό ωστόσο δεν αποτελούσε κάποια δραματική τομή: στην πραγματικότητα η ελληνική γλώσσα είχε από καιρό προχωρήσει σε μια ευέλικτη σύνθεση λόγιων και λαϊκών στοιχείων που εκφράστηκε με τον νεοδημοτικισμό της ομάδας Δελμούζου και με την τότε γλώσσα των εφημερίδων. Επίσης, στο θέατρο, η γλώσσα των μεταφράσεων αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας είχε από- ιδεολογικοποιηθεί και στην θέση της μαχόμενης λαϊκίζουσας δημοτικής άρχισε- από τον Μίνωα Βολανάκη και πέρα- να επιβάλλεται μια μικτή γλώσσα που ζητούσε να υπηρετήσει όχι τις απόψεις για το γλωσσικό ζήτημα αλλά την σκηνική αποτελεσματικότητα.
Με το μονοτονικό αντίθετα έρχεται μια κάθετη τομή καθώς αλλάζει ο τρόπος γραφής που είχαν υιοθετήσει οι Έλληνες από το 300 περίπου π.χ. : Καταργείται δηλαδή η χρήση των τόνων και των πνευμάτων που επέτρεπε στις πάνω από τριάντα γενιές των ελλήνων και των ελληνόφωνων που διαδέχτηκαν η μια την άλλη μετά τους πρώτους αλεξανδρινούς φιλολόγους και ποιητές, να καταλαβαίνουν την ελληνική γραμματεία από τον Όμηρο μέχρι και τον Ελύτη. Αυτό τον τρόπο γραφής υιοθέτησαν οι γενιές των ποιητών που, όπως παρατήρησε ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης (ΣΗΜ.2 Βλ. την εισαγωγή του στο Penguin Book of Greek Verse, 1988) είναι από τότε αδιάλειπτα παρόντες σε κάθε γενιά και αυτός είναι ο τρόπος γραφής Ρωμανού του Μελωδού, του Κορνάρου, του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη, που δεν μπορούν να διαβαστούν σε μονοτονικό καθώς η παρουσία είτε η απουσία τόνων και πνευμάτων ( ας πούμε στις λέξεις ου (φονεύσεις)= μη και εξ ου( διαπιστώνεται) =από το οποίο) διαφοροποιεί το νόημα. Με λίγα λόγια η απόφαση ήταν κυριολεκτικά κοσμοϊστορική: Καθιστούσε το σύνολο της ελληνικής μέχρι το 1981 όχι μόνο άμεσα νεκρή γλώσσα αλλά επίσης και προοπτικά ξένη γλώσσα και επίσης δυσκόλευε τους ξένους γνώστες των αρχαίων ελληνικών- και δυνάμει φιλέλληνες- να επικοινωνούν με τα σύγχρονα ελληνικά. Αξίζει να σημειωθούν ο τρόπος που αποφασίστηκε η μεταρρύθμιση, το πρόσωπο που συνδέθηκε μ’ αυτήν και το τεχνολογικό/οικονομικό ντεσού της υπόθεσης. Η απόφαση – η πρώτη μείζων κίνηση από την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία- πάρθηκε κυριολεκτικά νύχτα από τριάντα (!) βουλευτές χωρίς την συζήτηση που θα είχε κανονικά αφιερωθεί για την κατασκευή μιας πρόχειρής γέφυρας έξω από κάποιο χωριό. Ο υπουργός που την χρεώθηκε ήταν ο κ. Βερυβάκης, θαρραλέος αγωνιστής κατά της Χούντας, αλλά παντελώς άσχετος με τα γλωσσικά ζητήματα. Και ακόμη, η απόφαση βόλευε τις εταιρείες των υπολογιστών που στην πρωτόγονη εκεί η φάση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας δεν μπορούσαν να λανσάρουν στην αγορά πολυτονικά προγράμματα (ΣΗΜ.3 Για ενδιαφέροντα αποσπάσματα από τα πρακτικά της βουλής της 11/1ου/1982 και από τα κείμενα κάποιων από τις προσωπικότητες που αναφέρονται αμέσως πιο κάτω βλ. πρόχειρα τον ιστότοπο «Αντίβαρο», http/antibaro).
Υπάρχει σε σχέση με την υπόθεση αυτή ένα συλλογικό απωθημένο της κοινωνίας μας , θαμμένο από ένα συνδυασμό αδιαφορίας και πρόθεσης : Πρόκειται για μια πληθώρα κειμένων που, μεταξύ άλλων, υπογράφουν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Νίκος Σβορώνος, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Τάσος Λιγνάδης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Στέλος Ράμφος, ο Γιάννης Καλεώδης, ο Άγγελος Ελεφάντης και ο δικαστής της Χούντας Γιάννης Ντεγιάννης. Τα επιχειρήματά τους, πε΄ρα από τις διαφορές της σκοπιάς και του ύφους επικεντρώνονταν στο ότι η κατάργηση των τόνων δεν αποτελούσε απλώς απόφαση για την μορφή της γραφής, αλλά συνιστούσε πολιτισμικό πλήγμα με βαρύτατες επιπτώσεις στην μνήμη και την ταυτότητα του ελληνισμού και, όπως παρατήρησε σοφά η Jaqueline de Romilly, στην σύνδεση της Ελλάδας με το πολύτιμο εθνικά «λόμπυ» των ελληνιστών του εξωτερικού. Το ότι η παρέμβαση ανθρώπων αυτού του αναστήματος αγνοήθηκε τότε και στη συνέχεια λησμονήθηκε έχει να κάνει με μια σημαντικότατη στροφή της κοινωνίας μας: Η γλώσσα από υπόθεση των ποιητών, των λογοτεχνών, των στοχαστών και των ανθρώπων που συνδύαζαν επιστημοσύνη και πολιτική προσφορά, δηλαδή από υπόθεση των με την ευρεία έννοια δημιουργών) κατάντησε, όπως και το κάθε τι σήμερα από την οικονομία ως και την παιδοφιλία, υπόθεση των ανειδίκευτων «ειδικών»: Μιας ομάδας γλωσσολόγων που αποφάσιζαν με βάση εργαλεία φτιαγμένα για εντελώς άλλες από την ελληνική γλωσσικές πραγματικότητες και που ουσιαστικά έβλεπαν την γλώσσα ως ένα «δομικά» αυτορυθμιζόμενο σύστημα ικανό να προσαρμοστεί, σε πείσμα οποιασδήποτε αλλαγής είτε επέμβασης. Άποψη μυωπική, αντιιστορική και απολιτική, αφού «αγνοούσε» ότι κάθε χρόνο καταγράφεται παγκοσμίως ο θάνατος πολλών γλωσσών.
Για να εξηγήσω για τι μιλώ, θα δώσω τον λόγο στην ποίηση: Θα σκιαγραφήσω δηλαδή την γλωσσική ( και ταυτόχρονα πνευματική και πολιτική) θέση του Ελύτη, όπως αυτή αναφαίνεται μέσα από την δημιουργία του με αποκορύφωμα το Άξιον έστι. Το έργο αυτό είναι χωρίς αμφιβολία το αριστούργημά του, το ποίημα που βοηθούσης και της εκπληκτικής μελοποίησης του Θεοδωράκη κατέστησε την ποίησή του κτήμα ευρέων λαϊκών στρωμάτων, αποτελώντας από την άλλη πλευρά και την αιχμή του δόρατος για την κατάκτηση του βραβείου Νόμπελ ένα μόνον χρόνο πριν από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Πέρα όμως από αυτό, η φόρμα του, τα μηνύματα αλλά και η ίδια η γλώσσα του το καθιστούν ένα καλλιτέχνημα/ μανιφέστο υπέρ της πολιτισμικής και γλωσσικής συνέχειας του ελληνισμού. Μέσα στο Άξιον Εστί δεν συναντώνται μόνον ο Όμηρος, οι προσωκρατικοί, ο Μελωδός , ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης και ο Τσιτσάνης. Επιπλέον, κατά το παράδειγμα του Κάλβου, ποιητικού δασκάλου του Ελύτη, η ποιητική γλώσσα παράγεται από μια ελεύθερη αλλά έγκυρη σύνθεση λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής, από τα αρχαία έπη μέχρι και το ρεμπέτικο πράγμα, που δεν θα γινόταν αν η γλώσσα αυτή, όπως ίσως μόνον τα κινεζικά και τα αρμένικά, δεν ήταν «συντηρητική», δηλαδή με μια ιδιαίτερη συνοχή και συνέχεια από γενιά σε γενιά και εξαιρετικά αργή- ακριβώς διότι ήταν επαρκής- στην εξέλιξή της. Καταγγέλλοντας την κατάργηση των τόνων από το ΠΑΣΟΚ όσοι ήδη ανέφερα αλλά και πολλοί άλλοι (ΣΗΜ.4 Από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί μια συνάντηση που διοργανώθηκε από το τότε Κ.Κ.Ε. εσωτερικού στο γήπεδο του Μίλωνα στις . Η παρουσία και η επιχειρηματολογία όσων ήτα κριτικοί προς τον νόμο του ΠΑΣΟΚ ήταν εντυπωσιακή , αλλά, χάρη και στα Μέσα που υποβάθμισαν το θέμα τα αποτελέσματα και αυτής της πρωτοβουλίας υπήρξαν αμελητέα) εξέπεμπαν σήμα κινδύνου που απειλούσε την συνέχεια αυτή την οποία έβλεπαν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον σύνολο πολιτισμό της χώρας. Εννοείται ότι, επειδή η γλώσσα δεν κολυμπά σε κάποιο νεφέλωμα εκτός της υπόλοιπης πραγματικότητας, η γλωσσική αυτή αλλαγή συνδυάστηκε με άλλες που αφορούσαν στο περιεχόμενο. Τα αρχαία ελληνικά, ως νεκρή αλλά και σχεδόν ως ξένη πλέον γλώσσα, υποβαθμίστηκαν δραματικά στο διδακτικό πρόγραμμα της μέσης εκπαίδευσης και στη συνέχεια, καθώς κυριαρχούσε όλο και πιο πολύ μια εργαλειακή οπτική για τους σκοπούς της παιδείας, τον δρόμο τους ακολούθησαν γενικότερα οι επιστήμες της μνήμης όπως η Ιστορία και γενικότερα οι «άχρηστες» πλην απολύτως ουσιώδεις ανθρωπιστικές σπουδές.
Οι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν δεν άλλαξαν αυτή την κατάσταση (ΣΗΜ.5 Η διατριβή που υποστήριξε στο Τμήμα ΕΜΕΠ του Παντείου Πανεπιστημίου το 2011 ο Άγγελος Γιουβρέκας,Τύπος και εκπαίδευση, η υποδοχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Αρσένη στον ημερήσιο Τύπο, περιέχει μια σαδρομερή καταγραφή όλων των μεταρρυθμίσεων της Μεταπολίτευσης και αντίστοιχες συνεντεύξεις με τους πολιτικούς που τις ανέλαβαν, καθώς και μια κατατοπιστική βιβλιογραφία) . Αυτή του Αντώνη Τρίτση, που πρέπει αρχικά να είχε την κάλυψη του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν μια ειλικρινής αλλά αδέξια και σπασμωδική προσπάθεια, να επανέλθουν τα πράγματα σχετικά με την γλώσσα και τους στόχους παιδείας. Η προσπάθεια αυτή καταβαραθρώθηκε εκ των έσω, με παρεμβάσεις όχι μόνον της αριστεράς, ιδίως της «ανανεωτικής», σταθερά και άκριτα γοητευμένης από κάθε εισαγόμενο ή μη νεωτερισμό, αλλά και στελεχών του ΠΑΣΟΚ, όπως ο αθεράπευτα προοδευτικός κύριος Καστανίδης. Η Μεταρρύθμιση Κακλαμάνη υπήρξε μάλλον διαχειριστική και παρά ταύτα επίσης αναποτελεσματική, ενώ αυτή του Γεράσιμου Αρσένη, που επίσης δυναμιτίστηκε από το ΠΑΣΟΚ και τον «προσκείμενο» στο ΠΑΣΟΚ Τύπο, διαμορφώθηκε ως άποψη πριν ο εμπνευστής της προλάβει να αντιληφθεί τα πραγματικά εκπαιδευτικά προβλήματα, που ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ζητήματα αξόνων και αξιών. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι από την εποχή Αρσένη και πέρα, το να συζητώνται ουσιαστικά ζητήματα κατεύθυνσης της εκπαίδευσης κατέστη, για διαφορετικούς ίσως κάθε φορά λόγους, αδιάφορο τόσο για τους εμπνευστές των αλλεπάλληλων μεταρρυθμίσεων όσο και για την πλειονότητα των υποτιθέμενων ιδεολογικών και πολιτικών τους αντιπάλων.
Η δεύτερη καταστροφική τομή, συνέχεια αυτής του 1981, αν και μάλλον οι πρωτεργάτες της αγνοούν τα πάντα για την περίοδο εκείνη, είναι η σημερινή εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για την πολλαπλή επιβολή της αγγλικής όχι ως «δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους» όπως την ήθελε πριν ακόμη αναλάβει τα καθήκοντά της η κα Υπουργός Παιδείας, που κατά το επίσημο βιογραφικό της ανακάλυψε τα τρωτά της ελληνικής φυλής (sic), αλλά ουσιαστικά ως πρώτης και κυρίαρχης. Τα μέτρα της σημερινής κυβέρνησης που αφορούν στο Πανεπιστήμιο έγιναν ήδη νόμος με την συνέργεια και της Νέας Δημοκρατίας ενάντια στις υποτιθέμενες ευαισθησίες του κόμματος αυτού, και πρόσφατα εκφρασμένες δια στόματος του αρχηγού του, για την ελληνική παράδοση, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό κτλ. ,κτλ. Σύμφωνα με την πολιτική της κας Διαμαντοπούλου τα ελληνόπουλα, που όπως είπαμε δεν διδάσκονται την ορθογραφία της γλώσσας τους, διδάσκονται από την πρώτη δημοτικού αγγλικά ( άραγε χωρίς ορθογραφία;) και κομπιούτερ, των οποίων η χρήση είναι αδύνατη, αν δεν χρησιμοποιεί κανείς το προκρούστειο και αποτυπωμένο στην λατινική γραφή, μόρφωμα των αγγλοελληνικών γκρήγκλις. Περιττό να προσθέσουμε ότι τα εύπλαστα νεαρά πλάσματα που θα υποβληθούν σε αυτή την πλύση εγκεφάλου δεν θα κατορθώσουν να μάθουν καμία απολύτως γλώσσα διότι χάνοντας μέσα σε αυτό το αλαλούμ την μητρική τους θα καταστούν αφασικά σε όλες. Η καταστροφή μάλιστα αυτή σε ένα μόνο βαθμό οφείλεται σε γενικότερες εξελίξεις όπως έχουν μελαγχολικά και εσφαλμένα υπαινιχθεί κάποιοι. Η προσπάθεια επιβολής της αγγλικής ως lingua franca, οικουμενικής κοινής γλώσσας είναι όντως διαπιστωμένη και σχολιασμένη αν και δεν αποτελεί αυτονόητο νόμο, αφού η αγγλική απειλείται από τα ισπανικά στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν όμως η επιβολή της αγγλικής είναι παγκόσμιο φαινόμενο, η εθελοντική και συστηματική υπόσκαψη της ελληνικής για χάρη των αγγλικών είναι μια πρωτοβουλία που ίσως να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, όπου πρωτοστατεί η σημερινή υπουργός Παιδείας.
Μήπως όμως είναι άδικο το να συνδέουμε τα μέτρα του ΠΑΣΟΚ για το Πανεπιστήμιο με το γλωσσικό βάραθρο στο οποίο είναι έτοιμη να ολοκληρώσει την πτώση της η Ελλάδα; Οπωσδήποτε όχι. Αν δούμε τον Νόμο Διαμαντοπούλου όχι απλώς ως εκτός τόπου και χρόνο, αλλά μέσα στο πολιτικό και διοικητικό συγκείμενό του, γίνεται σαφές ότι αποτελεί την ταφόπλακα στην υπόθεση του γλωσσικού αφελληνισμού. Τα σχέδια που υποβάλλουν οι πανεπιστημιακοί για να πάρουν τα περίφημα ευρωπαϊκά προγράμματα έρευνας κρίνονται από ξένους κριτές από περιλήψεις τους στα αγγλικά (προσοχή ας πούμε στα γερμανικά, τα κινεζικά είτε τα ινδικά). Προφανώς μοναδική επιστήμη στον κόσμο είναι η αγγλόφωνη και μοναδικοί επιστήμονες οι ομιλούντες και γράφοντες αγγλιστί. Τα μοντέλα επίσης αξιολόγησης που σήμερα επιβάλλονται από το Υπουργείο παιδείας για να κρίνονται οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι αγγλοσαξωνικά. Δέκα εκτενή βιβλία στα ελληνικά είναι σύμφωνα με τα μοντέλα αυτά λιγότερο σημαντικά από ισάριθμες σύντομες- ακόμα και μη προσωπικές αλλά ομαδικές όπου είναι άγνωστο τι έχει γράψει ο καθένας- αγγλόφωνες συνήθως διεθνείς ανακοινώσεις και η αξιολογική κλίμακα των ανά τον κόσμο Πανεπιστημίων είναι Αμερικανική, έτσι που η Σορβόννη, η Χαϊλδελβέργη, η Σαλαμάνκα, η Μπολόνια να βρίσκονται στον πάτο της κατάταξης σε σχέση με άλλα απίθανα ιδρύματα που είτε είναι δευτεροκλασάτα αμερικανικά είτε απλώς τα αντιγράφουν και συνδέονται μαζί τους με οικονομικά συμφέροντα.
Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο, η ύποπτη επιείκεια που επιβάλλουν οι εγκύκλιοι του υπουργείου στο θέμα της εκμάθησης της ορθογραφίας της γλώσσας από τους μαθητές της στοιχειώδους και της μέσης εκπαίδευσης παίρνει όλη την ζοφερή της σημασία. Το επόμενο και ήδη προβλέψιμο βήμα θα πραγματοποιηθεί όταν κάποιοι άλλοι τριάντα ή λιγότεροι βουλευτές θα ψηφίσουν, επίσης νύχτα, το να γράφουν , όσοι Έλληνες έχουν απομείνει χρησιμοποιώντας το λατινικό αλφάβητο. Η πορεία αυτή είναι κάθε άλλο παρά αναπόδραστη. Εδώ και καιρό η ίδια η τεχνολογία των υπολογιστών επιτρέπει όχι μόνον να διορθώνουμε τα λάθη αλλά και αν το θέλουμε – με την χρήση του προγράμματος πολυτονιστή- να επανέλθουμε στ πολυτονικό και δι’ αυτού στην επανασύνδεση στην γραμματεία που αποτελεί την ραχοκοκαλιά μιας ταυτότητας, που μέσα στον σημερινό Αρμαγεδόνα, πρέπει να γίνει το κεντρικό μας στήριγμα για να αντέξουμε και να αντιδράσουμε. Το πρόβλημα όμως δεν είναι τεχνολογικό αλλά πολιτικό με την ουσιαστική έννοια της λέξης και συνεπώς πολιτισμικό. Μόνο την ώρα που θα βιώσουμε βαθιά ότι η ίδια η κρίση είναι πρωτίστως πολιτισμική, θα αποφασίσουμε να ξαναποκτήσουμε τα πνευματικά όπλα που θα μας επιτρέψουν να την ξεπεράσουμε. Αν δεν καταφέρουμε να επανασυνδεθούμε με αυτό το πατημένο πνευματικό οπλοστάσιο, στην καλύτερη περίπτωση, εφόσον δηλαδή θα θέλουμε ακόμα να αντισταθούμε, η φωνή μας θα είναι μόνο κραυγή η μουγκρητό και η πράξη μας μια σπασμωδική εκτόνωση.
* O Γιάγκος Ανδρεάδης είναι Καθηγητής Ιστορίας Πολιτισμού και Θεάτρου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο