Γράφει η Αναστασία Καλλιοντζή / συγγραφέας
Μόλις σήμερα, τώρα που γράφω τούτες εδώ τις σκέψεις, συνειδητοποίησα πόσο καιρό έχω να πιάσω μολύβι στα χέρια μου-εντάξει, για να είμαστε και απολύτως ακριβείς κι επειδή η τεχνολογία τρέχει, μας προλαβαίνει και δη, ενίοτε, μας ξεπερνάει, έχω καιρό να γράψω συντεταγμένη σκέψη σε υ π ο λ ο γ ι σ τ ή. Τον τελευταίο καιρό, πιο συγκεκριμένα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011 που σε λίγες μέρες μας αφήνει χρόνους και στο καλό ας πάει, δεν είχα καμία όρεξη να γράψω. Ίσως γιατί… φοβόμουν ότι η σκέψη μου θα αποτυπωθεί ολιγόν τι ανερμάτιστη και χαώδης, όσο ακριβώς ανερμάτιστες και χαώδεις είναι οι καταστάσεις που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό, σαν έθνος, σαν κράτος, σα λαός, σαν άνθρωποι…
Ναι. Για την κρίση μιλάω.
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω πολλές και διάφορες λέξεις, προσπαθώντας να περιγράψω αυτό που ζούμε. Δόξα τω Θεώ, η γλώσσα μας δεν υπολείπεται σε πλούτο από τις άλλες γλώσσες του κόσμου, πολλώ δε μάλλον θα έλεγα ότι στη δική μας τη λαλιά ο πλούτος περισσεύει. Έχουμε και λέμε. «Απώλεια». «Καταβύθιση». «Διολίσθηση». «Καταβαράθρωση». «Κατηφόρα». «Κάθοδος».
Κοινή συνισταμένη και κατάληξη όλων των ανωτέρω-«χάος».
Τούτα τα Χριστούγεννα δεν μοιάζουν με κανένα απ’ όσα πρόλαβε να ζήσει η γενιά μου. Απευθυνόμενη στους μεγαλύτερους, ρώτησα πώς ήταν άραγε τα Χριστούγεννα της Κατοχής, τότε, το 1941 και εντεύθεν. Παραδόξως πώς, όλοι μου αποκρίθηκαν με τον ίδιο τρόπο: πανευτυχή ήταν τα Χριστούγεννά τους εκείνα. Ήταν μεν βυθισμένα στη φτώχεια, την πείνα και τον πόλεμο, αλλά φλεγόντουσαν από το όνειρο της Λευτεριάς. Εκείνα τα Χριστούγεννα του τότε ήταν Χριστούγεννα με έναν σ κ ο π ό.
Στο θλιβερό σήμερα, του 2011, εβδομήντα χρόνια μετά, το να συναντήσεις έναν άνθρωπο που να είναι χαρούμενος κι ευτυχισμένος και πάνω απ’ όλα να έχει ελπίδα στην καρδιά, είναι φαινόμενο τόσο σπάνιο όσο και το να συναντήσεις ένα λιοντάρι να χασμουριέται νωχελικά στην Πλατεία Ομονοίας, ούτως ειπείν.
Είναι ίσως η πρώτη και μοναδική φορά στην ελληνική ιστορία που κανένας μας δεν είναι σίγουρος για το τι θα ξημερώσει το αύριο στον ίδιο και στην πατρίδα μας. Όλοι μας βιώνουμε μια μακρά και παρατεταμένη περίοδο ανασφάλειας και φόβου για το αύριο, με το μέλλον να φαντάζει αβέβαιο και σκοτεινό και την απαισιοδοξία να έχει γίνει μόνιμος συνοδοιπόρος μας και η κατάθλιψη έχει αναγαγεί σε εθνικό σπορ. Ίσως γιατί είναι η πρώτη φορά που… δεν ξέρουμε ακριβώς με τι έχουμε να παλέψουμε. Τη θέση του κατακτητή του πάλαι ποτέ, που ήρθε με τα όπλα και τα τανκς και τους στρατιώτες να κατακτήσει τα χώματά μας, σήμερα την έχουν πάρει άγνωστα κι απρόσωπα πράγματα με περίεργα ονόματα: «Αγορές». «Ξένοι επενδυτές». «Δανειστές». «ΔΝΤ». «Τρόικα». «Εurogroup». «Συντεταγμένη χρεωκοπία». «Κούρεμα». Βάλε και μια μεζούρα από πολλές και επάλληλες θεωρίες συνωμοσίας κάθε προέλευσης και προς πάσα κατεύθυνση, κι έχεις με ασφάλεια αποκτήσει έναν ολόκληρο λαό έτοιμο για το ψυχιατρείο.
Φανταστείτε τι κάζο πάθαμε από τότε που μπλέξαμε με όλα αυτά και χάσαμε την ησυχία μας άπαξ και διαπαντός…
Κάθε άνθρωπος και μια ιστορία. Επειδή έχω ακούσει πολλές από δαύτες-και μάλιστα ζω κι εγώ τη δική μου, εννοείται-έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιλεγόμενοι «άνθρωποι της κρίσης», δηλαδή όλοι εμείς, χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες. Κάποιοι από εμάς κοχλάζουν από τα νεύρα τους γιατί κλήθηκαν, αθώοι όντες, να πληρώσουν μια κρίση που δ ε ν δημιούργησαν. Μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, χαράτσια, φόροι επί φόρων, δουλειές που φθίνουν…οι αθώοι, που καλούνται να πληρώσουν τις συνέπειες από τις πράξεις και τις παραλείψεις αλλωνών. Κάποιοι άλλοι, πάλι, τρέμουν σύγκορμοι απ΄ το φόβο τους, φοβούμενοι ότι, με τη δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων τους, οι τράπεζες θα τους πάρουν τα σπίτια και τα υπάρχοντα και θα τους πετάξουν στο δρόμο, οι δε «ρυθμίσεις» στις οποίες ευαγγελίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα ότι μπορούν να προχωρήσουν οι δανειολήπτες, είναι τρίχες κατσαρές και τελικά το απευκταίο, η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός, δεν πρόκειται να αποφευχθεί. Κάποιοι παράλλοι, οι οποίοι αρέσκονται στο να ερμηνεύουν τη ζωή με το θεολογείν, προχωρούν τη σκέψη τους προς άλλα, πιο αναβαθμισμένα επίπεδα και διατείνονται τήδε κακείσαι ότι αυτοί εδώ είναι οι πολυαναμενόμενοι Έσχατοι Καιροί οι περιγεγραμμένοι με τόση ενάργεια στας Γραφάς, οπότε ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, οπότε καθόμαστε και περιμένουμε, κάνοντας και κανα σταυρό να μας λυπηθεί ο Θεός, διότι ως γνωστόν η ζωή των ανθρώπων γίνεται μακράν ευκολότερη όταν τα Θεία αποφασίζουν να συνεργαστούν. Κάποιοι άλλοι παράλλοι, πάλι, που αρέσκονται στις θεωρίες συνωμοσίας, ισχυρίζονται ότι αυτό που ζούμε είναι ένα μυστικό σχέδιο καταστροφής της Ελλάδας και του γένους εν γένει, ένα σκοτεινό σχέδιο επεξεργασμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια από ύποπτα και σκοτεινά κέντρα με πολλά ονόματα κι ακόμα περισσότερα κεφάλια, οπότε το καλύτερο που θα είχαμε να κάνουμε, λένε, είναι να ζωστούμε με τίποτα φυσεκλίκια, να πάρουμε τα βουνά και ν’ αρχίσουμε τον πόλεμο…άραγε εναντίον ποιού; Ποιος ξέρει;
Υπάρχει και μια ξεχωριστή κατηγορία, των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την κρίση ως «ευκαιρία». Ευκαιρία να αγοράσουν κοψοχρονιά το σπίτι ενός απελπισμένου, που το πουλάει όσο όσο πριν προλάβει να του το κατασχέσει η τράπεζα. Ευκαιρία να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας την πραμάτεια ενός εμπόρου που ξεπουλάει το εμπόρευμά του όσο όσο, για να μην αναγκαστεί να κλείσει το μαγαζί του και βρεθεί κι αυτός στο δρόμο. Ευκαιρία να συσσωρεύσουν κι άλλο πλούτο, απομυζώντας την απελπισία που στις μέρες μας περισσεύει.
Είναι άραγε τυχαίο ότι τα ενεχυροδανειστήρια έχουν γίνει πιο πολλά κι από τα σουβλατζίδικα σ’ αυτή τη χώρα;
Δεν θέλω να ασχοληθώ με α υ τ ή την κατηγορία.
Όλες οι προηγούμενες κατηγορίες, όμως κατά κάποιον τρόπο αλληλοπεριχωρούνται, γιατί έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Φοβούνται. Νιώθουν ανασφάλεια. Αγωνιούν. Απελπίζονται.
Όλοι ρωτάμε ο ένας τον άλλον «τι θα κάνουμε;» και πρώτη φορά σε τούτους τους καιρούς το ερώτημα αυτό κατέστη ιστορικό, μη επιδεκτικό απάντησης. Κανείς μας δεν ξέρει «τι θα κάνουμε». Κανείς μας δεν ξέρει τι του γίνεται, τι τον περιμένει, τι θα συμβεί. Πολλές φορές έχω ακούσει ανθρώπους να παρακαλούν να πτωχεύσουμε επισήμως και να ησυχάσουμε-ένα κομμάτι του εαυτού μου θεωρεί την ιδέα και τη σκέψη αυτή βλάσφημη. Ένα άλλο κομμάτι, όμως, το οποίο μεγαλώνει κάθε μέρα που περνάει κι εμείς βουλιάζουμε όλο και πιο βαθιά σ’ αυτό το άγνωστο αλλά τόσο οδυνηρό «τίποτα», βρίσκει την ιδέα και τη σκέψη αυτή ανακουφιστική, σχεδόν λυτρωτική…
Ζω στο κέντρο της Αθήνας. Δεν αντέχω άλλο να περπατώ στο πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ και να βλέπω τα μαγαζιά να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Δεν αντέχω να βλέπω ανθρώπους να περιμένουν να κλείσει η Βαρβάκειος για να πάνε να μαζέψουν τα αποφάγια που οι χασάπηδες δεν καταδέχονται ούτε στα σκυλιά να πετάξουν. Δεν αντέχω να βλέπω συνταξιούχους να αναγκάζονται να πληρώσουν τα φάρμακά τους απ’ την τσέπη τους, απ΄την κουτσουρεμένη τους σύνταξη. Δεν αντέχω να ακούω ότι ο τάδε έμπορος κρεμάστηκε ή ο δείνα φούνταρε απ’ το μπαλκόνι «γιατί τον έπνιξαν τα χρέη και οι τράπεζες αρνούντο πλέον να τον συνδράμουν». Δεν αντέχω να βλέπω σκυθρωπά πρόσωπα, αγέλαστα, ανθρώπους να περπατούν στο δρόμο και να παραμιλάνε…
Δεν αντέχονται όλ’ αυτά.
Θα ήθελα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να γράψω εδώ και τώρα ένα ολόκληρο κατεβατό με τις σκέψεις μου πάνω στο ποιος και κατά πόσο φταίει για την κρίση και για το πώς φτάσαμε ως εδώ, αλλά φοβάμαι πως δεν θα έφτανε μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια. Ακροθιγώς, θα έλεγα ότι φταίει ο κακός μας ο καιρός. Χρόνια ολόκληρα ζούσαμε βυθισμένοι σε καπιταλιστικές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό σε μια ψευδεπίψευδη ευμάρεια που βασιζόταν σε δανεικά, και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Φταίνε και οι τράπεζες, που τροφοδοτούσαν τη φανφάρα μας με ζεστό χρήμα, αλόγιστα κι αφρόντιστα, ώσπου μια μέρα των ημερών έκλεισαν οι στρόφιγγες και βρεθήκαμε να χάσκουμε πάνω απ’ το βάραθρο. Φταίνε και αυτοί που πηγαίναμε ελαφρά τη καρδία και τους ψηφίζαμε σαν ηλίθιοι, για να κατασπαταλούν το δημόσιο χρήμα δίχως να ελέγχονται από κανέναν, ώστε να έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε τώρα πάνω στα κεφάλια μας μπάστακες τους ξένους τεχνοκράτες να τα κάνουν όλα φύλλο και φτερό και να γινόμαστε διεθνώς ρεζίλι των σκυλιών απ’ τους λαγούς που βγαίνουν απ’ τους περίφημους «ελέγχους της Τρόικας»… Φταίμε σε κάποιον βαθμό κι εμείς, κάθε φορά που μας δινόταν η ευκαιρία να κλέψουμε το κράτος και την Εφορία κι εμείς το κάναμε ανερυθρίαστα, ανεμίζοντας σαν παντιέρα το επιχείρημα «αφού πρώτο το κράτος κλέβει, γιατί όχι κι εγώ;» και παραγνωρίζοντας έναν σοφό νόμο της ζωής που λέει «δεν έχει σημασία τι κάνουν οι άλλοι, αλλά τι κάνουμε ε μ ε ί ς»… Το ποιος φταίει και πόσο φταίει είναι μια μεγάλη ιστορία που θα την αποδείξει η Ιστορία, κάποτε.
Το μοναδικό θεμελιώδες αξίωμα είναι ότι την πατήσαμε, κύριοι. Την πάθαμε σαν ηλίθιοι. Κι όχι τίποτα, αλλά δεν διαφαίνεται διέξοδος από πουθενά. Πάνω εκεί που λέμε ότι ξεμπλέξαμε από το Μνημόνιο ένα, ξεπετάγεται το Μνημόνιο δύο. Πάνω εκεί που πήραμε την δόση έξι, αναφύεται η ανάγκη για τη δόση εφτά, και δώστου φτου κι απ’ την αρχή νέα μέτρα, και να συμπίεση, και να να την πληρώνουν οι συνήθεις ύποπτοι, μισθωτοί και συνταξιούχοι, και να να συρρικνώνεται το εισόδημα όλων, και να η αγορά να βουλιάζει, και λεφτά στα ταμεία του κράτους να μην μπαίνουν από πουθενά και τα κλεμμένα να μην επιστρέφονται, φυλακή από τους Μεγάλους Κλέφτες να μην έχει πάει ακόμη κανείς, και η οργή και η απελπισία του λαού να αυξάνονται και να κοχλάζουν και να τσιτσιρίζουν…και ο κύκλος να παραμένει για πάντα φαύλος μέχρι τον αιώνα τον άπαντα ή… ή μέχρι να συμβεί μια έκρηξη που θα κάνει ακόμα και το Μπιγκ Μπανγκ να θυμίζει κινούμενο σχέδιο για παιδιά του νηπιαγωγείου.
Είναι σαφές ότι αυτή η ανώμαλη κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές, παρά τις όποιες καλές προθέσεις απαξαπάντων των εμπλεκομένων. Φαντάζομαι ότι όλοι θα θέλαμε να γινόταν ένα θαύμα κι ό,τι γίνεται τα τελευταία τρία χρόνια να ξεγίνει και να επιστρέψουμε εκεί ακριβώς που ήμασταν πριν ξεσπάσουν όλα α υ τ ά, αλλά αυτό δυστυχώς δεν γίνεται-κι ίσως να μην ήταν και σωστό να γίνει, ακόμα κι αν μπορούσε. Απ’ την άλλη, όμως…
Είναι τραγικό να μην ξέρει κανείς τι του ξημερώνει.
Είναι τραγικό να έχουμε μετατραπεί όλοι μας σε σκύλους που κυνηγάνε την ουρά τους-την οποία φυσικά δεν πρόκειται να πιάσουμε, ποτέ.
Είναι τραγικό να φθίνουμε, σαν άτομα και σα σύνολο.
Είναι τραγικό να μην υπάρχει ένας ιθύνων νους, ένας επαϊων, κάποιος τέλος πάντων απ’ αυτούς που νομίζουν πως κρατούν τις τύχες μας στα χέρια τους, που να πει κάτι σαφές, κάτι αληθινό, όσο οδυνηρό κι αν είναι. «Κύριοι, θα βγούμε από την κρίση σε διακόσια χρόνια. Ως τότε, ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αλλά σε διακόσια χρόνια θα βγούμε-σίγουρα πράγματα».
Είναι τραγικό να φτάνουμε στο σημείο να τρώμε ο ένας τον άλλο, λόγοις τε και έργοις, μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούμε να ξεσπάσουμε τη δεδικαιολογημένη οργή και αγανάκτησή μας στους σωστούς της αποδέκτες.
Να, είδες; Χριστούγεννα είναι, κι αντί να σκεφτόμαστε χαρούμενα και αισιόδοξα πράγματα, όσο αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο είναι το μήνυμα του ερχομού του Χριστού σε τούτο τον παράξενο κόσμο, εμείς…
Αποσιωπητικά.
Κι όμως, εξακολουθώ να πιστεύω βαθιά στο κουράγιο και στην αντοχή της ράτσας μας. Βλέπω αλληλεγγύη και ευφραίνομαι. Τα σούπερ μάρκετ, τούτες τις άγιες μέρες, μαζεύουν τρόφιμα για τους άπορους σε ειδικούς χώρους των καταστημάτων, και παρά την κρίση και την οικονομική δυσπραγία, οι ειδικοί χώροι γεμίζουν σακούλες με προϊόντα-η έμπρακτη ένδειξη της αγάπης και της αλληλεγγύης των ανθρώπων προς τους αγνώστους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους. Τα συσσίτια στις Εκκλησίες και στους Δήμους έχουν πάντα φαγητό να μοιράσουν-από τις προσφορές των απλών ανθρώπων, ανωνύμων δωρητών. Μπορεί να μην έχουμε πια κάποιο ιδιαίτερο τρελό κέφι να συναντήσουμε τους φίλους μας και να πάμε να γλεντοκοπήσουμε σε τίποτα καπηλειά ή κλαμπ, όπως κάναμε παλιά, όμως αν μάθουμε ότι κάποια συμφορά βρήκε το φίλο μας θα σπεύσουμε κοντά του να τον βοηθήσουμε όπως μπορούμε.
Ναι, τελικά η κρίση δίνει και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, τη μοναδική από τις «ευκαιρίες» που δεν έχει καμιά σχέση με αγοραπωλησίες και λεφτά: να μετρήσουμε πόσο Άνθρωποι είμαστε-και πόσους Ανθρώπους έχουμε κοντά μας.
Τούτα τα Χριστούγεννα δεν μοιάζουν με τ’ άλλα-ωστόσο το μήνυμα παραμένει ες αεί το ίδιο, και δεν το ακουμπάει η κρίση. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήρθε στον κόσμο ο Χριστός: ο Άνθρωπος.
Μπορεί να χάσαμε τα πάντα, η κρίση μπορεί να μας έκλεψε υλικά αγαθά που να θεωρούσαμε πολύτιμα, όμως υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς: την ψυχή μας.
Σε πείσμα των κακών μας των καιρών αλλά και των δελτίων ειδήσεων που όλα τα παρουσιάζουν άραχνα και μαύρα σαν κατράμι και μας μεγαλώνουν τη δυστυχία μας, ας ξεχάσουμε τα βάσανά μας έστω και για μέρα, ας αφήσουμε πίσω το βραχνά των εισπρακτικών εταιρειών που παίρνουν και μας ζαλίζουν για το πότε θα πληρώσουμε τις ληξιπρόθεσμές οφειλές μας-οι εταιρείες αυτές αργούν, χριστουγεννιάτικα-κι ας φωνάξουμε δυνατά, να μας ακούσουμε…
Καλά Χριστούγεννα κόσμεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!!!