H Ιλιάδα είναι η ποιητική περιγραφή της πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ του στρατού των Αχαιών και των υπερασπιστών της Τροίας. Είναι μια σύγκρουση που προσωποποιείται στην πάλη των δύο μεγάλων πολεμιστών ηρώων: του Αχιλλέα και του Έκτορα , και γίνεται κάτω από το βλέμμα και την παρότρυνση των θεών. Οι τεχνολογικές αναφορές είναι συνεπώς πολεμικές, ηρωικές, θεϊκές.
Αυτόματες πύλες του ουρανού
Όταν η Ήρα αποφάσισε να πάρει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό των Ελλήνων , έτρεξε και ετοίμασε το θεϊκό της άρμα, έζεψε τα γρήγορα άλογά της, χτύπησε το μαστίγιο και τότε
«αυτόματα (από μόνες τους) άνοιξαν τρίζοντας οι πύλες του ουρανού, που τις κρατούσαν οι Ώρες. Γιατί αυτές είχαν το χρέος ν’ ανοίγουν και να σκεπάζουν με σύννεφο πυκνό τον μέγα ουρανό και τον Όλυμπο» (Ε749).
Η φανταστική αυτή ποιητική εικόνα των αυτόματων πυλών τον ουρανού, που με το χτύπημα του μαστίγιου της Ήρας ανοίγουν από μόνες τους, εισάγει την έννοια της αυτόματης κίνησης, εκφράζει ίσως μια ασαφή τεχνική πρόθεση, ένα φανταστικό τεχνικό όραμα και ανοίγει το δρόμο για λεπτομερέστερες περιγραφές αυτόματων μηχανών, που αποδίδονται στον μεγάλο μάστορα του Ολύμπου, τον Ήφαιστο.
Αυτόματοι τρίποδες
Στη Ραψωδία Σ της Ιλιάδας, ο Όμηρος μπαίνει στο εργαστήρι του ξακουστού για την τέχνη του Ηφαίστου, περιγράφοντας το θεό την ώρα της δουλειάς του περιστοιχισμένο από τα εργαλεία, τις μηχανές και τα έργα του. Και εκεί στα άδυτα της μυθικής τεχνολογίας ο ποιητής περιγράφει με τη φαντασία του έργα θαυμαστά, θαυματουργά, θαύμα να τα βλέπεις. Θαύμα τόσο με την έννοια του θαυμασμού που προκαλεί η τελειότητα της κατασκευής τους, όσο και με την έννοια του υπερφυσικού, του απραγματοποίητου, της ακατόρθωτης τεχνικής επιθυμίας, που η ολοκλήρωσή της αποδίδεται στους Θεούς.
Περιγράφει, λοιπόν, ο Όμηρος τη Θέτιδα, μητέρα του Αχιλλέα, να εισέρχεται στο εργαστήρι του φημισμένου οπλουργού για να του ζητήσει να φτιάξει όπλα για το γιο της, ο οποίος αποφάσισε να συμμετάσχει στον πόλεμο των Αχαιών. Σαν φτάνει η Θέτιδα στον Όλυμπο, βρίσκει τον Ήφαιστο
μες τον ιδρώτα να στριφογυρνά γύρω από τα φυσερά του γιατί βιαζότανε. Είκοσι όλους κι όλους μαστόρευε τρίποδες, για να στέκουν γύρω-γύρω στην αίθουσα την στεριοκάμωτη κατά μήκος των τοίχων. Και κάτω υπό τη βάση του καθενός άρμοζε ρόδες χρυσές για να μπορούν αυτόματα, από μόνοι τους, αυτοκινούμενοι, να μπαίνουν στων θεών τη σύναξη και πάλι μόνοι τους να γυρνούν στο οίκημα. Ένα θαύμα να τους βλέπει κανείς» (Σ372-377).
Οι τρίποδες είναι πολύτιμα σκεύη, σταθερά ή κινητά, με ρόδες από κάτω, που χρησίμευαν είτε για την προσφορά οίνου ή νερού στους φιλοξενούμενους είτε ακόμη σαν τελετουργικά σκεύη στις θυσίες και στις Θρησκευτικές τελετές.
Τέτοιους κινητούς τρίποδες έφτιαχνε ο Ήφαιστος, προσαρμόζοντας ρόδες στη βάση τους. Κι ήταν η ανάγκη προφανής τα σκεύη αυτά να μπορούν να κινούνται. Από μόνα τους όμως; Αυτό που ο Ήρων ο Αλεξανδρινός κατασκευάζει και περιγράφει με λεπτομέρειες μερικούς αιώνες αργότερα στα κινητά του αυτόματα ο Όμηρος, το νιώθει σαν ανάγκη, το προβλέπει και φαντάζεται ότι είναι δυνατόν να γίνει, το παρουσιάζει και το αποδίδει στο μεγάλο μάστορα.
Αυτορυθμιζόμενα φυσερά
Λίγο πιο κάτω, στην ίδια Ραψωδία, ο ποιητής περιγράφει τον ‘Ηφαιστο να δουλεύει με τα φυσερά του.
Πήγε (ο Ήφαιστος) στα φυσερά του, τα έστρεψε προς την φωτιά και τα πρόσταξε (τα κέλευσε) ν’ αρχίσουν να δουλεύουν. Και τα φυσερά, είκοσι όλα μαζί, φυσούσανε μες στα καμίνια βγάζοντας κάθε λογής δυνατόν αέρα, άλλοτε γρήγορα σαν να βιαζότανε κι άλλοτε αργά, όπως ήθελε ο Ήφαιστος κι όπως το ζήταγε η δουλειά του.
Και μέσα στη φωτιά βάζει αλύγιστο χαλκό και κασσίτερο και πολύτιμο χρυσό και ασήμι. Κατόπιν βάζει στη θέση του ένα αμόνι θεόρατο και παίρνει στο ένα χέρι του σφυρί και μια μασιά στο άλλο» (Σ468-477).
Αυτή είναι η περιγραφή του Θεϊκού χυτηρίου, όπου ο χαλκιάς δουλεύει στη φωτιά χαλκό και κασσίτερο, χρυσό και ασήμι, μέταλλα δηλαδή με υψηλό σημείο τήξης.
Χρειάζεται γι’ αυτό είκοσι συνολικά φυσερά, για να ανεβάσει τη θερμοκρασία στο καμίνι, να πυρώσει και να λιώσει τα μέταλλα..
Ο Ήφαιστος βρίσκεται μόνος του στο εργαστήρι του, χωρίς βοηθούς, και αρκεί να προστάξει είκοσι μαζί φυσερά για να αρχίσουν να δουλεύουν. Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά τα φυσερά αυτορυθμίζονται και αυξομειώνουν την ταχύτητα λειτουργίας τους ανάλογα με τις ανάγκες της δουλειάς.
Σύλληψη μεγαλοφυής -Τεχνικό όραμα –Εργαστήρι θεϊκό , που ξεχώριζε από το κοινό εργαστήρι , χάρη στην τεχνολογία, την εφευρετικότητα ,την πρωτοτυπία.
Χρυσές θεραπαίνιδες
Και ο Ήφαιστος δεν σταματά εκεί. Πρέπει να φτιάξει μηχανές όμοιες με ζωντανά όντα.
«Είπε κι από τη θέση του αμονιού σηκώθηκε ο πελώριος όγκος αγκομαχώντας και κουτσαίνοντας. Και κάτω κινούνταν γρήγορα οι αδύναμες κνήμες του. Βάζει μακριά από τη φωτιά τα φυσερά του και όλα τα σύνεργα της δουλειάς του τα συνάζει σε ένα κιβώτιο από άργυρο φτιαγμένο και με σφουγγάρι εσφόγγισε από τα δυο μέρη το πρόσωπο και τα δυο του χέρια και το γερό του λαιμό και τα δασύτριχα του στήθη. Και φόρεσε χιτώνα πάνω του, πήρε και σκήπτρο χοντρό και βγήκε κουτσαίνοντας από την πόρτα. Από το πλάι τον κράταγαν χρυσές θεραπαινίδες, γυναίκες χρυσές, σκλάβες από χρυσό που έμοιαζαν με ζωντανές κοπέλες. Μέσα τους είχαν λογικό, είχαν φωνή και δύναμη και τους αθάνατους θεούς έμαθαν κάθε τέχνη. Αυτές πλάι στον αφέντη τους βάδιζαν γοργά και τον υποβάσταζαν. Κι αυτός με κόπο πλησιάζοντας τη Θέτιδα πάνω σε θρόνο λαμπρό καθίζει» (Σ410-422).
Τα θαυμαστά επιτεύγματα του τεχνολόγου θεού ολοκληρώνονται με την κατασκευή δυο ανθρωπόμορφων μηχανών , δύο ρομπότ , που έχουν λογικό ,φωνή και δύναμη και είναι σε θέση να κουβαλάνε τον κουτσό Ήφαιστο στα χέρια. Η φαντασία του ποιητή δίνει ζωή στις μηχανές. Κι αν ο τεχνολόγος Θεός μπορεί να δώσει κίνηση σε μηχανές, μπορεί να φτιάξει αυτορυθμιζόμενα συστήματα, τότε γιατί να μην ολοκληρώσει το τεχνολογικό όραμα ο ποιητής, δημιουργώντας μηχανές όμοιες με ζωντανές κοπέλες, σαν όντα αληθινά. Τα Αυτόματα της Οδύσσειας
Αν η Ιλιάδα είναι το έπος τον πολέμου, η Οδύσσεια είναι το έπος για την τέχνη της θάλασσας. Η Οδύσσεια είναι ένας ύμνος στην ευστροφία και την εφευρετικότητα τον πολυμήχανου Οδυσσέα. Και αν στην Ιλιάδα τα τεχνικά επιτεύγματα του ανθρώπου αποδίδονται στους Θεούς, στην Οδύσσεια θεωρούνται κυρίως σαν έργα ανθρώπινα, επώνυμων ή και συχνά ανωνύμων μαστόρων, ή σαν έργα μακρινών και ανεπτυγμένων πολιτισμών σαν αυτόν των Φαιάκων.
Το παλάτι και τα σκυλιά του Αλκίνοου
O Όμηρος περιγράφει με θαυμασμό τον πολιτισμό ενός μυθικού λαού, του λαού των Φαιάκων, που κατοικεί στη Σχερία, στην άκρη της γης, όπου οι άντρες κατέχουν άριστα τη θαλασσινή τέχνη και οι γυναίκες είναι φημισμένες για τα υφαντά τους. Τα έργα αυτού του λαού στη ναυπηγική, στην οδήγηση των πλοίων, στην αρχιτεκτονική, στη γεωπονία, στην άρδευση και ύδρευση των κήπων είναι μοναδικά.
Η ομηρική περιγραφή ξεκινά με το παλάτι του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου και ξεπερνά τις περιγραφές στην Ιλιάδα για τα παλάτια των θεών.
Πρόκειται για ένα παλάτι με μπρούντζινα κατώφλια, μπρούντζινους τοίχους και χρυσές πόρτες με ασημένιους παραστάτες (η81-90).
Ένα θαύμα αρχιτεκτονικής και μεταλλοτεχνίας. Αλλά όχι μόνο αυτό. Μπροστά στην πόρτα του παλατιού στέκονται δύο σκυλιά ρομπότ, από χρυσάφικαι ασήμι, που άγρυπνα φυλάνε το αρχοντικό στου Αλκίνοου στους αιώνες.
«Από το ένα κι από το άλλο μέρος (της πόρτας) ήσαν χρυσοί κι ασημένιοισκύλοι, που ο Ήφαιστος τους έφτιαξε με το πολύτεχνο μυαλό του. Κι ήταν αθάνατοι κι αγέραστοι στους αιώνες, για να φυλάνε του Αλκίνοου τα παλάτια» (η91-94).
Τα πλοία των Φαιάκων
Τα πλοία των Φαιάκων είναι αυτόματα. Ξέρουν από μόνα τους να ταξιδεύουν, να προσανατολίζονται, να κατευθύνονται στον προορισμό τους, χωρίς κυβερνήτες και χωρίς πηδάλιο. Ακολουθούν τη σωστή κατεύθυνση ακόμη και με συννεφιά ή τη νύχτα. Είναι ταχύτατα και ασφαλή, φτιαγμένα με τέτοιο τρόπο ,ώστε να μην παθαίνουν βλάβη και να μη βουλιάζουν. Την περιγραφή των εξαίσιων αυτών πλοίων την κάνει ο ίδιος ο βασιλιάς Αλκίνοος, όταν ζητά από τον Οδυσσέα να του πει τη χώρα του και τον προορισμό του.
«Πες μου για τη χώρα σου και το λαό σου και την πόλη σου για να σε
πάνε εκεί τα πλοία μας τα κατασκευασμένα με σκέψη. Γιατί δεν υπάρχουν κυβερνήτες στα πλοία των Φαιάκων, ούτε πηδάλια σαν αυτά που έχουν τα άλλα καράβια. Παρά τα πλοία των Φαιάκων ξέρουν τις διαθέσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων και γνωρίζουν τις πατρίδες όλων, και με εξαιρετική ταχύτητα διανύουν τις θαλασσινές αποστάσεις, ακόμη κι όταν έχει σκοτάδι και συννεφιά. Και ποτέ δεν υπάρχει φόβος να πάθουν καμιά βλάβη» (θ555-563)
Ο δούρειος ίππος
Το έπος της Οδύσσειας εκφράζει από μόνο του ένα θρίαμβο της τεχνολογίας. H λύση του Τρωικού πολέμου καταχτιέται με ένα ξύλινο έργο τέχνης, έργο του τεχνίτη Επειού, γιγάντιο, κινητό, με μυστικές κρύπτες, έργο του νου, της ευστροφίας αλλά και της δεξιοτεχνίας, της τεχνικής, της εμπειρίας από την κατασκευή των ξύλινων πλοίων, των ξύλινων ικριωμάτων και των πολεμικών μηχανών ,το δούρειο ίππο.
Τον ίδιο τον κατασκευαστή του δούρειου ίππου, τον Επειό, η θεά Αθηνά τον ορίζει υπεύθυνο για την ολοκλήρωση του πελώριου σύνθετου αυτού τεχνικού έργου.
«Κι ύστερα (ο Οδυσσέας) επινόησε την κατασκευή του δούρειου ίππου και την ανάθεσε στον Επειό, που ήταν αρχιτέκτονας. Από την Ίδη αυτός ξύλα έκοψε και κατασκεύασε άλογο, κούφιο στο εσωτερικό του, με πόρτες στα πλευρά. Σ’ αυτό ο Οδυσσέας έπεισε πενήντα απ’ τους καλύτερους άντρες του να μπουν, ή, όπως λέει ο συγγραφέας της μικρής Ιλιάδας τρεις χιλιάδες»(Απολλόδωρος Επιτομή Γ14)
Τα Αυτόματα στην Αργοναυτική Εκστρατεία
H εκστρατεία του Ιάσονα και των Αργοναυτών από τη Θεσσαλική Ιωλκό στη μακρινή Κολχίδα, όπου βασίλευε ο βασιλιάς Αιήτης, είναι κι αυτή ένας παλιός ναυτικός μύθος, στολισμένος με τεχνολογικά επιτεύγματα, γοργοτάξιδα καράβια, παλάτια περίφημα, έργα αναπτυγμένης αρχιτεκτονικής και χάλκινα ρομπότ της αρχαιότητας.
Το χρυσόμαλλο δέρας
O στόχος της μεγάλης Αργοναυτικής εκστρατείας φαίνεται ότι ήταν κι αυτός τεχνολογικός. Οι Αργοναύτες έπρεπε
“παίρνοντας το χρυσό δέρας του Αιήτη να το φέρουν στην Ελλάδα” (Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά 3, 12).
Αλλά το χρυσόμαλλο αυτό δέρας, η χρυσή προβιά της Κολχίδας , έχει την τεχνολογική ερμηνεία του. Στη χρυσοφόρα εκείνη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ο ποταμός Φάσις φέρνει από τα ριζά του Καυκάσου άφθονα ψήγματα χρυσού. Τα μαλλιαρά, δασύτριχα δέρματα κριαριών, απλωμένα στην κοίτη του ποταμού, λειτουργούσαν σαν φίλτρα, σχάρες, διηθητήρες του χρυσού. Στο πυκνό τρίχωμα τούς κατακρατούσαν το βαρύ πολύτιμο μέταλλο. Και οι χρυσωρύχοι έπαιρναν μετά τα λαμπερά, φορτωμένα με χρυσό δέρματα, τα κρέμαγαν, τα στέγνωναν, τα τίναζαν και μάζευαν έτσι την πλούσια χρυσόσκονη. O Στράβωνας αναφέρει στα Γεωγραφικά του:
«Από τους λαούς της Κολχίδας, οι λεγόμενοι Σοάνες (…) κατέχουν όλη την περιοχή και τις κορφές του Καυκάσου πάνω απ’ των Διόσκουρων τη χώρα. (…) Λέγεται μάλιστα ότι στα μέρη τους οι χείμαρροι κατεβάζουν το χρυσάφι. Και οι βάρβαροι το συλλέγουν με τρυπητές λεκάνες (φάτναις κατατετρημέναις) και μαλλιαρές προβιές (μαλλωταίς δοραίς). Από δω βγήκε και ο μύθος για το χρυσόμαλλο δέρας. Τους ανθρώπους αυτούς τους λένε ακόμα και Ίβηρες, όπως και τους δυτικούς λαούς, γιατί και οι δυο έχουν χρυσωρυχεία» (Στράβων, Γεωγραφικά,11,2,19).
Το παλάτι και οι βρύσες του Αιήτη
Φθάνοντας στη μακρινή Κολχίδα ο Ιάσων ,επισκέπτεται με τους άντρες του το αξιοθαύμαστο παλάτι του βασιλιά Αιήτη, το στολισμένο με αυτόματα έργα του Ηφαίστου, υδραυλικά συστήματα που δουλεύουν ασταμάτητα, βρύσες με διάφορα υγρά να αναβλύζουν, ζεστά και κρύα, που προϋποθέτουν πολύπλοκους υδραυλικούς μηχανισμούς. Στα Αργοναυτικά του ο Απολλώνιος ο Ρόδιος εξιστορεί την είσοδο του Ιάσονα στο βασιλικό παλάτι.
«Στην είσοδο στεκόντουσαν και θαύμαζαν το τείχος το βασιλικό και τις φαρδιές τις πόρτες και τις κολώνες, που στη σειρά ορθώνονταν γύρω στους τοίχους. Πέτρινο στέγαστρο σκέπαζε από πάνω το παλάτι, στερεωμένο πάνω σε χάλκινες γλυφίδες. Σιωπηλοί αυτοί πέρασαν το κατώφλι και δίπλα φύτρωναν ψηλές κληματαριές, γεμάτες φύλλα χλωρά. Και από κάτω τους έρεαν αδιάκοπα τέσσερις βρύσες, που ο ίδιος ο Ήφαιστος τις σκάλισε. Από την πρώτη ανάβλυζε γάλα, από την άλλη κρασί, από την τρίτη λάδι αρωματικό. Και η τέταρτη έβγαζε νερό, που ζεστό έτρεχε σαν έδυαν οι Πλειάδες και παγωμένο κρύσταλλο μέσα από τον κούφιο βράχο πήδαγε σαν οι Πλειάδες στον ουρανό ανέβαιναν. Τέτοια αξιοθαύμαστα έργα μες στο βράχο. Τέτοια αξιοθαύμαστα έργα μες στο παλάτι του Κυταίου Αιήτη ο επιδέξιος Ήφαιστος εδούλεψε» (Απολλώνιος ο Ρόδιος Αργοναυτικά 3,215-229)
Τάλως ο μπρούτζινος γίγαντας
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αρχαία ελληνικά μυθικά αυτόματα είναι ο χάλκινος γίγαντας και φρουρός της Κρήτης Τάλως. Πρόκειται για ένα τεράστιο μηχανικό σύστημα, μια μηχανή άτρωτη με ανθρώπινη μορφή, κινούμενη με σύστημα υδραυλικό στο εσωτερικό της. Μια φλέβα, μια σύριγγα, ένας σωλήνας έκρυβε μέσα στο γίγαντα τη δύναμη της ζωής του, το τεχνητό του αίμα, το υγρό ιχώρ, όμοιο με λιωμένο μολύβι. Με το υγρό αυτό, υδραυλικά δηλαδή, έμπαιναν σε κίνηση τα μεταλλικά μέρη της θεόρατης ανθρωπομηχανής. Το υδραυλικό αυτό σύστημα ήταν η ζωή της μηχανής. Κι αρκούσε να χυθεί το υγρό για να σωριαστεί ο γίγαντας κάτω σαν ένας σωρός παλιοσίδερα. Περιγραφές αυτού του μυθικού αυτόματου έρχονται σε μας από τον
Απολλώνιο το Ρόδιο (Αργοναυτικά, 4, 1638-1688), τον Απολλόδωρο (Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη, 1, 9, 26), καθώς και το Σοφοκλή (Δαίδαλος, απόσπασμα 161).
O Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά περιγράφει του Αργοναύτες στο δρόμο του γυρισμού να περνούν από την Κρήτη και να πασχίζουν στο λιμάνια της να αγκυροβολήσουν:
«Αυτούς όμως δεν τους άφηνε ο μπρούντζινος γίγαντας ο Τάλως, απ’ το γερό το βράχο πέτρες ρίχνοντας, να δέσουν παλαμάρια στη στερεά, στον όρμο της Δικταίης σαν ήθελαν να αράξουν. Αυτόν που είχε τη ρίζα του στο χάλκινο γένος των ανθρώπων και μόνος απ’ τους ημίθεους έμεινε, ο γιος του Κρόνου στην Ευρώπη τον έδωσε, φύλακας της Κρήτης να ‘ναι και να γυρίζει το νησί τρεις φορές τη μέρα με τα μπρούντζινα τα πόδια του. Αλλά το σώμα του όλο και τα μέλη του ήταν από μπρούντζο χυτό και ήταν άτρωτα. Κάτω από τον τένοντα όμως, στη φτέρνα, είχε σωλήνα με αίμα,που τον σκέπαζε λεπτή μεμβράνη. Κι ήταν υπόθεση ζωής και θανάτου γι’ αυτόν».
Και ο μυθογράφος των Αργοναυτικών περιγράφει το τέλος του μυθικού αυτού συμβόλου της τεχνολογίας, που υποκύπτει κάτω από την οργή, τα ξόρκια και τις κατάρες της μάγισσας Μήδειας ,συμβόλου της δεισιδαιμονίας και της φανατικής εχθρότητας προς την τεχνολογία.
(Απολλώνιος Αργοναυτικά 4, 1638-1688)
O Απολλώνιος μιλάει για ένα υδραυλικό σύστημα λειτουργίας του χάλκινου Τάλου. Θεωρεί ότι το υγρό ιχώρ κυκλοφορεί μέσα σε μια σύριγγα, έναν υδραυλικό σωλήνα, που στην άκρη του ήταν κλειστός με λεπτή μεμβράνη. Μια άλλη παραλλαγή για τη λειτουργία τον μηχανικού αυτού γίγαντα δίνεται από τον Απολλόδωρο. Εδώ ο μυθογράφος ονομάζει φλέβα τη σωληνωτή δίοδο του υγρού ιχώρ και τη θεωρεί κλεισμένη με καρφί, με ήλο κι όχι με μεμβράνη.
<<Από κει ανοίγονται στο πέλαγος αλλά εμποδίζονται να προσεγγίσουν την Κρήτη από τον Τάλω. Γι’ αυτόν άλλοι λένε ότι καταγόταν από το χάλκινο γένος κι άλλοι ότι τον χάρισε στον Μίνωα ο Ήφαιστος. O Τάλως ήταν ένας χάλκινος γίγας, μερικοί όμως λένε πως ήταν ταύρος. Κι είχε μια φλέβα που κατέβαινε από τον τράχηλο μέχρι τους αστραγάλους. Στην άκρη της η φλέβα ήταν καρφωμένη με χάλκινο καρφί. Αυτός λοιπόν ο Τάλως έκανε τρεις γύρους την ημέρα στο νησί και το επιτηρούσε.Έτσι είδε και τότε την Αργώ να πλησιάζει και άρχισε να τη λιθοβολεί. Αλλά πέθανε ,αφού εξαπατήθηκε από τη Μήδεια. Όπως λένε μερικοί, τον χτύπησε τρέλα από τα φάρμακα που του ‘δωσε. Άλλοι πάλι λένε ότι του υποσχέθηκε να τον κάνει αθάνατο και την άφησε να του βγάλει το καρφί. τότε έτρεξε όλος ο ιχώρ και πέθανε» (Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη, 1, 9, 26).
«Αν τα όργανα επιτελούσαν τη δουλειά τους μόνα τους, δεν θα ‘χαν οι δεσπότες ανάγκη από δούλους» – ΑριστοτέληςΠηγές-Βιβλιογραφία
Συνοπτική ιστορία των τεχνικών, bruno Jacomy ., μετάφ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Πολιτισττκό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1995
Αυτοματοποιητική, Ήρωνος τον Αλεξανδρινού Καλλιγερόπουλος Λ., , Αθήνα 1996
Ιστορία της τεχνολογίας και των αυτομάτων Καλλιγερόπουλος Λ , Αθήνα 2005
Μηχανική και Τεχνολογία στην Αρχαία Ελλάδα, Χ.Δ. Λάζος ΕκδόσειςΑΙΟΛΟΣ
Η Περιπέτεια της Τεχνολογίας στην Αρχαία Ελλάδα, Χ.Δ. Λάζος ΕκδόσειςΑΙΟΛΟΣ
Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Επτά Ημέρες 4-1-1998
Η τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Ιστορικά 30-1-2003