ΕΧΟΥΝ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΠΛΕΟΝ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΝΑ ΣΩΣΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΕΒΑΙΩΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ.
ΤΕΛΙΚΑ ΜΑΛΛΟΝ ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ.
ΚΑΤΑΛΑΒΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΤΙ Η ΚΑΘΕ ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΥΝΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ.
Ο ΚΟΜΠΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΧΤΕΝΙ ΜΑΛΛΟΝ ΟΔΕΥΟΥΜΕ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ Ε.Ε ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ . ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΣΤΟΝ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
>Tου Ηλία Ηλιόπουλου*
Η Ευρώπη υποτίμησε τα προβλήματα που θα έφερνε η εισαγωγή εργατών απο ξένες πολυπολιτισμικές ζώνες και ειδικά απο την Τουρκία στη δεκαετία του '60. Τα αποτελέσματα τα βιώνουμε σήμερα, με την κρίση να ξεκινάει απο τα προάστια του Παρισιού και να απλώνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης με ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο.
Ο Νέστωρ της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, Helmut Schmidt, διατελέσας Καγκελλάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εξέπληξε προσφάτως την κοινή γνώμη ομολογώντας δημοσίως ότι ήταν μοιραίο λάθος, από τη δεκαετία του ’60 και εντεύθεν, η εισαγωγή στη Γερμανία (και στην Ευρώπη εν γένει) εργατών από ξένες πολιτισμικές ζώνες και δή από την Τουρκία. Τα προβλήματα που θα επέφερε αυτή η πολιτική υποτιμήθηκαν και στη Γερμανία και στην Ευρώπη, επεσήμανε ο τέως Καγκελλάριος και εξήγησε ότι «πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες μπορούν να υπάρξουν ειρηνικώς μόνο υπό συνθήκες αυταρχικών καθεστώτων». Ως παράδειγμα έφερε την περίπτωση της Σιγκαπούρης.1
Επί της ουσίας, ο Helmut Schmidt είχε απόλυτο δίκαιο: Το ιδεολόγημα της "πολυπολιτισμικής κοινωνίας" -που τεχνηέντως και επιμόνως επιχειρούν να επιβάλουν ορισμένοι στα ιστορικά έθνη-κράτη της Ευρώπης- και φενάκη αποτελεί και επ’ ουδενί συμβαδίζει με τη δυτικού τύπου δημοκρατία, η οποία προϋποθέτει έναν κοινό εθνοπολιτισμικό παρονομαστή, έναν υπαρκτό «βαθμό εθνολογικής και πολιτισμικής συνοχής», όπως μας υπενθύμισε μόλις προσφάτως ο Peter Brimelow στο πολύκροτο βιβλίο του «Alien Nation».2 Άλλωστε, εάν θέλουμε να ακριβολογήσουμε μέχρι κεραίας, ακόμη και ο όρος «πολυπολιτισμική κοινωνία» είναι, από τη σκοπιά της Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας και της Εθνολογίας, contradictio in adjecto, καθ’όσον μία κοινωνία δεν μπορεί να διέπεται ει μη μόνον από έναν πολιτισμό: Στο Κοινωνιολογικό Λεξικό, η «κοινωνία» ορίζεται ως «μία ομάδα ατόμων, η οποία διακρίνεται μέσω ενός ιδιαιτέρου πολιτισμού (αξιακό σύστημα, παράδοση) και είναι ανεξάρτητη από άλλες ομαδοποιήσεις (και όχι υπο-ομάδα μίας άλλης ομάδας)», ενώ τα μέλη της περί ης ο λόγος ομάδας3 συνδέονται μεταξύ τους με «συνείδηση του "εμείς"»(Wir-Bewusstsein), «συνεκτικό σύστημα συμβόλων» κ.τ.λ. Ο πολιτισμός (νοούμενος πάντοτε υπό τη γερμανική έννοια της Kultur) είναι, κατά τη διατύπωση του Wilhelm E. Mühlmann, ένας δεύτερος «συμβολικός κόσμος» (symbolische Welt), ο οποίος επικάθηται του πραγματικού κατά τρόπον, ώστε η εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου πρόσληψη της «ούσης πραγματικότητος» να γίνεται μόνο μέσω αυτής της ιστορικώς προϋπαρχούσης «συμβολικής πραγματικότητος».4 Συνεπώς, μόνον καταχρηστικώς δύναται να γίνεται λόγος περί πολυπολιτισμικών κοινωνιών, προκειμένου να υποδηλωθούν περιπτώσεις παραλλήλων κοινωνιών διαβιουσών εντός της αυτής κρατικής επικρατείας (κατά κανόνα Αυτοκρατορίας, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως).
Με όσα είπε ο ιστορικός ηγέτης της γερμανικής και ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς δεν ήλθε μόνο σε διαμετρική αντίθεση προς τη γραμμή που σήμερα επικρατεί στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά και Αριστερά (και όχι μόνο). Συγχρόνως, προξένησε -ως εμφαίνεται και εκ των αντιδράσεων- σοβαρή ρωγμή σε αυτό το οποίο η ιστορικός Bat Ye’or έχει αποκαλέσει «Κουλτούρα Θανασίμων Ψευδών» (culture of deadly lies) των ευρωπαϊκών κοινωνιών, εννοώντας ως τοιαύτην τη συρραφή από πρόδηλα ψεύδη και μισές αλήθειες που, ελέω μίας πρωτοφανούς ιδεολογικής τρομοκρατίας5, επικρατούν σήμερα καταθλιπτικά σε ευρύτατα στρώματα της διανόησης, των Μ.Μ.Ε., των Πανεπιστημίων και των εν γένει Ιδεολογικών Μηχανισμών των ευρωπαϊκών κρατών.
Σημειωτέον ότι εξαίρεση δεν αποτελούν ούτε καν αυτές οι Η.Π.Α.7 Εν αντιθέσει προς μία ευρέως διαδεδομένη σήμερα πλάνη, οφειλόμενη στην κολοσσιαία, όσο και ασύγγνωστη, άγνοια των Νεοελλήνων για την Πολιτική Ιστορία και την Ιστορία των Ιδεών της υπερατλαντικής Δυνάμεως, η θαυμαστή εκείνη Δημοκρατία των Founding Fathers του 18ου και 19ου αι. οικοδομήθηκε επί σαφούς και διακριτής εθνο-πολιτισμικής βάσεως, ήτοι ευρωπογενούς («λευκής»)/ιουδαιοχριστιανικής (ο αφρικανικής καταγωγής πληθυσμός, που ευρίσκετο ήδη στο έδαφος των Πολιτειών, όταν αυτές προχώρησαν στην ανεξαρτητοποίησή τους, δε δύναται να θεωρηθεί ως ιδρυτική συνιστώσα της νεοπαγούς Δημοκρατίας, καθ’ όσον εστερείτο τότε πολιτικών δικαιωμάτων).8 Και επί ενάμισι αιώνα περίπου, η μετανάστευση στις Η.Π.Α. παρέμεινε και αυστηρώς ελεγχόμενη (κατά μακρές περιόδους μάλιστα, απολύτως απαγορευμένη, προκειμένου η κοινωνία υποδοχής να «χωνέψει» τους νεοαφιχθέντες!), αλλά και αυστηρώς μονο-πολιτισμική υπόθεση. Ακόμη και αυτή η περίφημη φλογερή φράση του εθνικού συγγραφέως και εκ των Ιδρυτών Πατέρων της Δημοκρατίας, Θωμά Παίην, για την Αμερική ως πολιτικό «άσυλο της ανθρωπότητος» έχει τύχει αθλίας παραποιήσεως και νοηματικής διαστρεβλώσεως εκ μέρους της «προοδευτικής πολυπολιτισμικήςδιανόησης», κατά παγίαν άλλωστε πρακτική της τελευταίας: Στο περίφημο έργο του «Κοινός Νους», ο πολύς Thomas Paine είχε καταστήσει απολύτως σαφές ότι αντιλαμβανόταν τη νεοπαγή δημοκρατία ως άσυλο των εξ Ευρώπης διωκομένων («we claim brotherhood with every European Christian»).9
Η υπόθεση της «πολυπολιτισμικότητος» είναι και για τις Η.Π.Α. σχετικά πρόσφατη: Ανάγεται στο μοιραίο εκείνο Μεταναστευτικό Νόμο του 1965, βάσει του οποίου, για πρώτη φορά, αντικαθίστατο το μέχρι τότε ισχύσαν επί δύο αιώνες ποιοτικό κριτήριο (εθνοπολιτισμικό και επαγγελματικό) με το κριτήριο της οικογενειακής επανενώσεως (family reunification), γεγονός το οποίο έμελλε να έχει έκτοτε δεινές επιπτώσεις, καθώς επέφερε κατακόρυφη πτώση του επιπέδου των μεταναστών, αθρόα εισαγωγή τριτοκοσμικών μαζών, μη αφομοιωσίμων, καταχρηστική εκμετάλλευση των συστημάτων δημοσίας προνοίας και παιδείας και ευρύτατη γκετοποίηση, με την εμφάνιση πολλαπλών παραλλήλων κοινωνιών.10 Ο George Βοrjas, Καθηγητής Δημοσίας Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, γράφει σχετικώς: «Οι σημερινοί μετανάστες είναι λιγότερο ικανοί από τους προκατόχους τους. Είναι σήμερα πολύ περισσότερο πιθανόν να ζητούν κοινωνική προστασία και βοήθεια και πολύ περισσότερο πιθανόν να έχουν παιδιά ή να αποκτήσουν παιδιά, τα οποία θα παραμείνουν σε πτωχές περιοχές- «γκέτο» - κεχωρισμένες από την υπόλοιπη κοινωνία».11
Έτσι και ενώ μέχρι της εποχής εκείνης η ελεγχόμενη, λελογισμένη και εθνοπολιτισμικώς προσδιορισμένη μετανάστευση ήταν ευεργετική για τη μεγάλη αυτή δημοκρατία, η θέσπιση ως απολύτου κριτηρίου της οικογενειακής επανενώσεως -καταργηθέντος μάλιστα του εθνοπολιτισμικού κριτηρίου- ευθύνεται, καθ’ ομολογίαν των Αμερικανών ρεαλιστών αναλυτών, για τη σοβαρότερη απειλή εναντίον της εθνοπολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής και της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στις Η.Π.Α., από της εποχής του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ήδη δε εκφράζεται έντονη ανησυχία μήπως, εν τέλει, η εναπομείνασα υπερδύναμη έχει την τύχη της Ρώμης, αλωθείσης έσωθεν υπό των «βαρβαρικών» στιφών!12
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τυχαίο το ότι αυτό που σήμερα αποκαλείται «πολυ-πολιτισμική κοινωνία», ιστορικά, εμφανίζεται στην αχανή πολυεθνική/ πολυθρησκευτική/πολυγλωσσική Περσική Αυτοκρατορία, στην ύστερη Ρώμη (την Ρώμη της Αυτοκρατορίας και της Παρακμής) ή, για να έλθουμε στους Νεωτέρους Χρόνους, στις αυταρχικές Αυτοκρατορίες, όπως εκείνη των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη (Αυστρία /Αυστροουγγαρία), ή εκείνη των Ρομανώφ στην τσαρική Ρωσσία. Και βεβαίως, κατ’ εξοχήν «πολυπολιτισμική κοινωνία» ήταν το Οσμανικό/Οθωμανικό δεσποτικό Κράτος.13
Προσέτι, οι κορυφαίοι θεωρητικοί του Φιλελευθερισμού, οι οποίοι – εν αντιθέσει προς τρέχουσες εσφαλμένες παραστάσεις – δεν διακρίνονταν από μονοδιάστατη οικονομιστική αντίληψη των πραγμάτων, αλλά διέθεταν σαφώς αυτό που στην Ιστορία των Πολιτικών Θεωριών αποκαλούμε «normative background», θεωρούσαν αδιανόητη την ιδέα ότι μπορεί να συμβαδίσει η οικοδόμηση αστικής δημοκρατίας με ένα ανάλογο πολυ-αξιακό πλαίσιο, πιστεύοντας απεναντίας ότι ένας ικανοποιητικός βαθμός εθνολογικής και πολιτισμικής συνοχής είναι απολύτως αναγκαία προϋπόθεση υπάρξεως και ομαλής λειτουργίας και των δημοκρατικών θεσμών, αλλά (ενδιαφέρον!) και της ελευθέρας οικονομίας. Την πίστη αυτή εκφράζουν, μεταξύ άλλων, στα γραπτά τους ο August Friedrich von Hayek και ο Μurray Rothbard. Αλλά και μόλις προσφάτως μας υπενθύμισε τα ανωτέρω ο διαπρεπής Βρετανός συγγραφεύς, David Conway, στο θαυμάσιο έργο του «In Defence of the Realm. The Place of Nations in Classical Liberalism».14
Τόσον ο προαναφερθείς, όσον και ο Brimelow καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας τα αδιέξοδα της μεταναστευτικής πολιτικής των Η.Π.Α., αλλά και των εν γένει δυτικών κρατών, κατά τις τελευταίες τρεις-τέσσερεις δεκαετίες. Κυρίως καταδεικνύεται πόσο ολέθριο σφάλμα, ιστορικών διαστάσεων, υπήρξε η απομάκρυνση από την παραδοσιακή αρχή της αφομοιώσεως (assimilation) των μεταναστών και η αντικατάστασή της από το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητος, το οποίο στην πράξη δεν οδήγησε ει μη στη δημιουργία παραλλήλων μικροκόσμων, χωρίς καμία ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους και αποτελούντων, ipso facto, δεξαμενές ενός τεραστίου συγκρουσιακού δυναμικού. Εξαίρουν δε την ανάγκη να υπάρξει ένας καθορισμένος βαθμός εθνολογικής και πολιτισμικής συνοχής σε μία δυτική δημοκρατική κοινωνία, παραλλήλως προς την (εξ ίσου επιβεβλημένη) ανάγκη αυστηρού επανακαθορισμού και επαναπροσδιορισμού της μεταναστευτικής πολιτικής επί τη βάσει συγκεκριμένων ποιοτικών και εθνοπολιτισμικών κριτηρίων. Σημειωτέον εν προκειμένω ότι οι λοιπές δυτικές χώρες είχαν επίσης εισαγάγει, στο «πνεύμα του ’68», αυτήν τη ρήτρα-παγίδα: Η Γαλλία, επί παραδείγματι, τη θέσπισε εν έτει 1974. Εν τω μεταξύ βεβαίως μετανόησε πικρώς και έσπευσε και αυτή, όπως και η Μ. Βρετανία και η Γερμανία και η Ολλανδία και τα Σκανδιναβικά Κράτη, εν όψει των επιπτώσεων, να αναθεωρήσει τη μεταναστευτική πολιτική επί το αυστηρότερον (παραδόξως, όμως, οι ιθύνοντες εν Ελλάδι έκριναν σκόπιμο να εισαγάγουν εφέτος, εν έτει 2005, στο πλαίσιο του λεγομένου «Μεταναστευτικού Νόμου», αυτήν ακριβώς τη διάταξη που -διαπιστωμένα- τόσα αδιέξοδα επέφερε στις προηγμένες δημοκρατίες!)
Η «κουλτούρα θανασίμων ψευδών» συγκαλύπτει την αμείλικτη κοινωνική πραγματικότητα της σύγχρονης Ευρώπης -μία πραγματικότητα διαρκούς εθνοπολιτισμικής συγκρούσεως χαμηλής εντάσεως- πίσω από τις ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις των πολιτικών ιθυνόντων και γνωμηγητόρων, αλλά και πίσω από τους αυστηρότατους, απαράδεκτους για τη δυτική φιλελεύθερη παράδοση, φραγμούς σκέψεως και εκφράσεως που έχουν επιβάλλει (σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο) οι εκπρόσωποι του ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού, χρησιμοποιώντας ως «ιεροεξεταστικό τροχό» το ιδεολόγημα του «Αντιρατσισμού», περί του οποίου γνωρίζουμε, το αργότερο από τον Taguieff, ότι δεν είναι παρά ρατσισμός με αντεστραμμένο πρόσημο.15 Ταυτοχρόνως, οι ζηλωτές αυτής της Νέας, Μετα-Εθνικής, «Πολυπολιτισμικής/Αντιρατσιστικής» Αριστεράς (με μισσιοναρικό/χιλιαστικό ζήλο που θυμίζει τις καλβινιστικές/μεσσιανικές ρίζες της και προδίδει ότι κατά βάθος δεν είναι παρά μία εκκοσμικευμένη, «πολιτική» θεολογία – secularized eschatology) προβαίνουν σε ακόμη απηνέστερη αστυνόμευση της γλώσσας, κατά το υπόδειγμα της οργουελλιανής Καινογλώσσας (New Speak): Όπως σημειώνει και ο Jean-Francois Mattei16, η Διακίνηση Ναρκωτικών και το εν γένει Οργανωμένο Έγκλημα, που ακμάζει στις ζώνες ελέγχου του μεταναστευτικού/μουσουλμανικού στοιχείου, αποδίδεται στα Μ.Μ.Ε. ως «παράλληλη οικονομία». Οι «γκρίζες ζώνες» εκτός νόμου και ελέγχου των οργάνων της Πολιτείας αναφέρονται από τους ευρωδίαιτους «αντιρατσιστές»/«ψυχοθεραπευτές» ως «ευαίσθητες γειτονιές». Η ωμή, ενίοτε ειδεχθής, βία εναντίον ανυπεράσπιστων κοινών ανθρώπων αποσιωπάται ή αποδίδεται ως «βλακεία των παιδιών» και, πάντως, δεν είναι παρά «αντίδραση στην πρόκληση» της αστυνομίας. Θαρρεί κανείς ότι επέστρεψε στην προ Βολταίρου εποχή, στον καιρό της καλβινιστικής «Tugend-Diktatur». Ο παραλληλισμός του Αrthur G. Gish, «The New Left and Christian Radicalism», δεν ήταν, ίσως, ποτέ άλλοτε τόσο επίκαιρος!
Εν τούτοις -παρ’ όλην την ολοκληρωτικής συλλήψεως και πρακτικής αστυνόμευση σκέψεως και εκφράσεως- η πραγματικότητα δεν αποκρύπτεται από το «γηγενή» πληθυσμό, τους «κοινούς πολίτες», δεδομένου ότι οι τελευταίοι, που συναπαρτίζουν (ακόμη) την πλειονότητα του πληθυσμού των ευρωπαϊκών χωρών, έρχονται, nolentes volentes, καθημερινώς σε επαφή με αυτήν, εν αντιθέσει προς τους μανδαρίνους της Υπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ και των Ιδεολογικών Μηχανισμών της, οι οποίοι κηρύσσουν μετά πάθους την πολυπολιτισμική συνύπαρξη από το σαλόνι των υπερπολυτελών κατοικιών τους, σε απροσπέλαστα για τους πληβείους προάστια. Προσφάτως, προκάλεσε αίσθηση στη μετα-εθνικώς αυτοπροσδιοριζόμενη προοδευτική ιντελλιγκέντσια της Γερμανίας η φυγή του εκλεκτού μέλους της Gerhard Seyfried από την τουρκοκρατούμενη, πλέον, συνοικία Kreuzberg του Βερολίνου προς το αριστοκρατικό Solothurn της Ελβετίας! Ο περί ου ο λόγος συγκαταλέγεται από τη δεκαετία του ’70 στις «ιερές αγελάδες» του κινήματος για μία «πολυπολιτισμική κοινωνία», με πύρινους λόγους και μαχητικές διαδηλώσεις (μεταξύ άλλων εθεωρείτο, στο γερμανικό προοδευτικό milieu, και ένα είδος «πάτρωνα» της φυλής των Χερέρο, λόγω ενός βιβλίου του για την «εθνοκάθαρση», την οποία επεφύλαξαν στους ατυχείς εκείνους ιθαγενείς τα γερμανικά αποικιακά στρατεύματα προ αιώνος, κατά τη -βραχύβια- αποικιακή περιπέτεια του Δευτέρου Ράϊχ στη ΝΔ. Αφρική, σημερινή Ναμίμπια). Ο διαπρύσιος κήρυξ της πολυπολιτισμικότητος, λοιπόν, ο οποίος, με τους ομοίους του, μέχρι χθες κατακεραύνωνε όποιον τολμούσε να ψελλίσει ο,τιδήποτε για την εγκληματικότητα ή την όλη τριτοκοσμική κατάσταση που επικρατεί στο τουρκοκρατούμενο Κρώϋτσμπεργκ, στην καρδιά της Γερμανίας, εγκατέλειψε τον «πολυπολιτισμικό παράδεισο» για τη μικρή, ασφαλή και, κυρίως, μονο-πολιτισμική πόλη της Ελβετίας. Ερωτηθείς δε υπό των ομογαλάκτων του σχετικώς, απήντησε ότι δεν αποκλείει την επιστροφή του στο Βερολίνο, αλλά οπωσδήποτε σε μία «πολιτισμένη» συνοικία (zivilisiert), όπως π.χ. το Schöneberg!17
Πράγματι, είναι πολύ συνήθης αυτή η μορφή «Αντιρατσισμού» που περιγράφει ο Alain Finkielkraut: «Εκείνοι που ευνοούνται από την Παγκοσμιοποίηση, κάνουν κήρυγμα σε όλους τους άλλους, που μένουν στο δρόμο, αναγορεύοντας τα προβλήματα των τελευταίων σε άνευ ουσίας»!18
Από το Σκανδιναβικό Βορρά μέχρι τη Μεσόγειο, αυτοί οι λησμονημένοι από όλους «απλοί πολίτες», που δεν ανήκουν σε κάποιο από τα «victim groups», αλλά στη σιωπηλή πλειονότητα των «αυτοχθόνων», φορολογουμένων, στρατευομένων, νομοταγών πολιτών, συναντούν στρατιές νέων, μουσουλμανικής κυρίως καταγωγής, οι οποίοι είναι έμπλεοι μίσους ενάντια σε οτιδήποτε Δυτικό, ζητούν δε «αυτονοήτως» τα πάντα τώρα (χωρίς να έχουν καμιάν απολύτως διάθεση να καταβάλουν το ένα δέκατο των προσπαθειών που κατέβαλαν κάποτε οι πατέρες τους ή οι παππούδες τους) και πρωτίστως: ουδεμία πρόθεση έχουν να ενσωματωθούν στη φιλοξενούσα κοινωνία. Και αν θέλουμε να είμεθα απολύτως ειλικρινείς, οι άνθρωποι αυτοί -οι οποίοι είναι, εξ ίσου, θύματα ολεθρίων ασκηθεισών πολιτικών- δεν μπορούν (πλην ολίγων αξιολόγων εξαιρέσεων) να ενσωματωθούν, όσο και αν η εκφορά αυτής της ανομολογήτου αληθείας ενοχλεί τα ιδεολογικά Τάγματα Εφόδου του «πολυπολιτισμικού» Προοδευτισμού. Διότι είναι αυτόδηλον ότι το Ισλάμ αποτελεί ένα σοβαρότατο ανασταλτικό στοιχείο σε σχέση με τη δυνατότητα ενσωματώσεως του ατόμου σε ένα διάφορο πολιτισμικό πλαίσιο.
Αυτός είναι ο μείζων και ουσιωδέστατος λόγος που εξηγεί γιατί, επί παραδείγματι, η μήτρα του Νεωτέρου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Γαλλία, η Grande Nation («το εργαστήρι όλων των σπουδαίων πολιτιστικών πειραμάτων της νεωτέρας Ευρώπης», κατά την εύστοχη διατύπωση του διακεκριμένου αναλυτού Σταύρου Λυγερού) μπόρεσε κατά καιρούς να ενσωματώσει όχι έναν και δύο, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες διωκομένων Αρμενίων, Πολωνών, Ούγγρων, Τσέχων, Ρώσων, Γερμανών, Ισπανών, Πορτογάλων, Ιουδαίων και πολλών άλλων λαών- και γιατί, αντιστρόφως, παραμένει απολύτως ανέφικτη, μετά δύο και τρεις γενεές, η ενσωμάτωση των Αράβων, των Τούρκων και των Αφρικανών Μουσουλμάνων.
Τουναντίον, παρατηρούνται, στη δεύτερη και τρίτη γενεά μεταναστών, από μουσουλμανικές χώρες, οι λεγόμενες τάσεις «επανεθνικοποίησης» αυτό που Γερμανοί αναλυτές ονομάζουν «Re-Εthnisierungstendenzen». Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του τουρκικού και του αλβανικού στοιχείου, η ηυξημένη αυτοπεποίθηση οφείλεται πρωτίστως όχι στην ισλαμική πίστη, αλλά στην εξαιρετικά ανεπτυγμένη εθνικιστική ιδεολογία τους. Και εδώ, ωστόσο, παρατηρείται στις μεταγενέστερες γενεές το ενδιαφέρον φαινόμενο της ισλαμο-εθνικιστικής συζεύξεως. Λίαν εύγλωττο το ακόλουθο παράδειγμα: Σε έρευνα του έτους 1997, το 60% των τουρκικής καταγωγής νέων, μεταξύ 15 και 21 ετών, που ζούσαν στη Γερμανία συνεφώνησε με την άποψη «ο Τουρκισμός είναι το κεφάλι μας, η ψυχή μας είναι το Ισλάμ»! Σε ορισμένα αστικά κέντρα της Γερμανίας έχουν σχηματισθεί «παράλληλες κοινωνίες», όπως στην τουρκοκρατούμενη συνοικία Kreuzberg του Βερολίνου, η οποία, όπως είδαμε, έχει καταστεί απαγορευτική για τους Γερμανούς και, γενικώς, τους μη Μουσουλμάνους.19
Οι Γερμανοί παρακολουθούν με έκδηλη ανησυχία την εθνοπολιτισμική σύγκρουση στη γείτονα Γαλλία. Γνωρίζουν ότι, όπως σημειώνει ένας αρθρογράφος, «το ότι στους δικούς μας δρόμους επικρατεί, προς ώρας, ησυχία, οφείλεται σε διαφορά φάσεως. Η χωροταξική απόσχιση δεν έχει προχωρήσει ακόμη τόσο πολύ (όσο στη Γαλλία), οι μετανάστες προέρχονται από τα πέρατα της υφηλίου και όχι μόνον από το Μαγκρέμπ και τις πρώην αποικίες (…) Κυρίως, όμως, η Γερμανία διαθέτει ένα ακριβοπληρωμένο κοινωνικό δίκτυο προστασίας, το οποίο επιτρέπει σε μετανάστες που δεν έχουν, στην πραγματικότητα, καμία τύχη να ζουν με σχετική άνεση και έτσι τους κατευνάζει.»20
Πλην όμως, η εικόνα θα έχει αλλάξει άρδην σε δέκα χρόνια: Ο συριακής καταγωγής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Bassam Tibi, προειδοποίησε προ καιρού: «Μέχρι το 2014, ο αριθμός των μουσουλμάνων θα έχει αγγίξει τα δέκα εκατομμύρια, συνεπεία του υψηλού δείκτη γεννήσεων και της συνεχιζομένης λαθρομεταναστεύσεως. Η ισλαμική θρησκευτικότητα και η νοοτροπία του γκέτο θα ενισχυθούν, γεγονός που θα καθιστά ακόμη δυσχερέστερη την ενσωμάτωση. Από τις παράλληλες κοινωνίες τους, οι μετανάστες θα βλέπουν τη γερμανική κοινωνία ως εχθρικό έδαφος.»
Οπότε, πλέον, δε θα χρειασθεί παρά το άναμμα του φυτιλιού: Και το φυτίλι θα έχει ανάψει μέχρι το 2014, εκτιμά ο αραβικής καταγωγής Γερμανός Καθηγητής. Γιατί; Απλούστατα, διότι μέχρι το 2014 θα έχουν δραστικώς περικοπεί οι κοινωνικές παροχές21 (κοινό μυστικό μεταξύ των γραφειοκρατών των Βρυξελλών και των πολιτικών ιθυνόντων). Οπότε η έκρηξη των νεαρών γόνων του μουσουλμανικού/ μεταναστευτικού στοιχείου («no-future-kids») δε θα δύναται να συγκρατηθεί, κατά τον Bassam Tibi.
Τα ανωτέρω ισχύουν, βεβαίως, και για τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη. Ήδη, πριν από δώδεκα χρόνια (1994), η Bat Ye’or σημείωνε:
«Δε βλέπω πουθενά σοβαρά σημάδια ενός κάποιου "εξευρωπαϊσμού" του Ισλάμ. Δε βλέπω πουθενά μία κίνηση προς την κατεύθυνση της σχετικοποιήσεως της θρησκείας, μία αυτοκριτική ματιά απέναντι στην ιστορία της ισλαμικής θρησκείας. Απέχουμε έτη φωτός από μία τέτοια εξέλιξη. Αντιθέτως, νομίζω ότι παριστάμεθα μάρτυρες ενός εξισλαμισμού της Ευρώπης αναφορικά τόσο με τα πραγματικά περιστατικά, όσο και με τον τρόπο του σκέπτεσθαι».
Συνεπώς, καθίσταται κατανοητή η πραγματική αιτία της «γαλλικής Ιntifada»:
• η κατασκευή μίας υπερμεγέθους -πέρα από κάθε (λογικώς και πολιτικώς) επιτρεπτό και συγγνωστό όριο- μάζας συγκειμένης εκ στοιχείων, τα οποία εθνοπολιτισμικώς δεν έχουν καμιάν απολύτως σχέση με τον πλειοψηφικό πληθυσμό της Ευρώπης, ο οποίος παραμένει (τουλάχιστον μέχρι τούδε) ευρωπαϊκής/ιουδαιοχριστιανικής προελεύσεως και κουλτούρας,
• η αλαζονική αυτοπεποίθηση και συνακόλουθη μαχητικότητα που διακατέχει την τρίτη ιδίως γενεά μεταναστών στη Γαλλία (αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη καθ’ όσον αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται ευρέως και μεταξύ των νεαρών Τούρκων της Γερμανίας),
• η δημογραφική παρακμή του φιλοξενούντος έθνους (αλλά και η πολιτισμική παρακμή του, τουλάχιστον στα όμματα των γεμάτων αυτοπεποίθηση και φανατισμό γόνων του μεταναστευτικού /μουσουλμανικού στοιχείου).
Το μείγμα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Ενδεικτικό του πού οδηγεί είναι αυτό που δηλώνει ο Τariq Ramadan, Καθηγητής Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Φρίμπουργκ Ελβετίας, εγγονός του Hasan al-Banna, ιδρυτού εν έτει 1928 στην πόλη της Ισμαηλίας (Αίγυπτος) της περίφημης Μουσουλμανικής Αδελφότητος (Muslim Brotherhood/ Al Ikhwan al Muslimin).22 Ο Ramadan, χαρακτηριστικό δείγμα μουσουλμάνου γεννηθέντος και ανατραφέντος εν Ευρώπη, με πλείστα όσα πλεονεκτήματα (κοινωνικά, εκπαιδευτικά, οικονομικά, πολιτικά) εν συγκρίσει προς τον ομόθρησκό του σε κάποια από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αυτός λοιπόν ο δυτικοτραφής Καθηγητής γράφει:
«Οι Μουσουλμάνοι των δυτικών χωρών σήμερα δεν επιτρέπεται, πλέον, να συμπεριφέρονται ως οι «παραγιοί» και να αρκούνται στο να ζουν σύμφωνα με τις «κοινές αξίες» των δυτικών χωρών, αλλά θα πρέπει να συμπεριφέρονται ωσάν να ζούσαν ήδη σε μία πλειοψηφικά μουσουλμανική κοινωνία και να μην κάνουν καμιάν απολύτως παραχώρηση ή έκπτωση της πίστεώς τους υπέρ των άλλων.»23
Ένας Πακιστανός ερευνητής, αγγλικανικού θρησκεύματος, ο οποίος είχε γεννηθεί και ανατραφεί ως μουσουλμάνος και εν συνεχεία απέρριψε την οικογενειακή πίστη, εξηγεί ότι το δυτικό νομικό και ιδεολογικό πλαίσιο μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε μία θρησκεία, όπως το Ισλάμ, το οποίο ποτέ δεν έμαθε να ζει ως μειονότητα και, για το λόγο αυτό, αδυνατεί να αναπαράγει τον εαυτό του εντός μίας δυτικής κοινωνίας προσαρμοζόμενο ταυτοχρόνως στις αξίες της τελευταίας. Πράγματι, ο Ραμαντάν καλεί τους Μουσουλμάνους τους διαβιούντες εντός μη μουσουλμανικών, δυτικών χωρών να αισθάνονται ότι έχουν τον απόλυτο δικαιϊκό τίτλο να ζουν σύμφωνα με τους δικούς τους όρους.24 Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, δεν πρέπει να παύσουν να ζητούν (προφανώς δολίως και παραπλανητικώς!) από τη φιλοξενούσα χώρα και από τον πληθυσμό που (ακόμα) παραμένει πλειοψηφικός να σέβεται αυτήν τους τη «διαφορετικότητα» εν ονόματι της Δυτικής «ανοχής».
Δεν είναι ανεξήγητη, υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων, και η ολοένα και συχνέστερη εμφάνιση του όρου «Ευραβία» (Eurabia), εσχάτως σε άρθρο του Niall Ferguson.25 Για την ιστορία του πράγματος, να αναφέρουμε ότι ο όρος «Ευραβία», εννοώντας μία πολιτισμική και πολιτική ένωση της Ευρώπης και του Μουσουλμανικού Κόσμου, εμφανίζεται για πρώτη φορά περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μάλιστα κατά τρόπο θετικό/προγραμματικό, ως τίτλος του περιοδικού που εξέδιδε την εποχή εκείνη ο Lucien Bitterlin, Πρόεδρος της Ενώσεως για τη Γαλλο-Αραβική Aλληλεγγύη.26 Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, η δημιουργία της Ευραβίας, καίτοι όχι δημοσίως ομολογημένη, αποτελεί, από δεκαετιών, απώτατο στρατηγικό στόχο της άρχουσας, οικονομικής, υπερεθνικής ελίτ της Ε.Ε.27 Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται, σύμφωνα με αυτήν τη συλλογιστική, και το όντως αξιοπερίεργο γεγονός της εμμονής και της μεθοδικότητας, με την οποία η υπερεθνική και μετα-εθνική γραφειοκρατία των Βρυξελλών -εις πείσμα της επανειλημμένως εκπεφρασμένης αντιθέτου βουλήσεως των κυριάρχων Λαών των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και μακράν αυτών και εξασκώντας διαρκή και έντονη πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις -προωθεί την υπόθεση της εθνοπολιτισμικής μεταλλάξεως της Ευρώπης και της δημιουργίας ενός πολιτισμικώς ασυναρτήτου ευρωμεσογειακού μορφώματος, στερουμένου ιστορικής συνειδήσεως και συναισθήσεως πεπρωμένου. Πώς άλλως να ερμηνεύσει κανείς π.χ. το λίαν οξύμωρο γεγονός που επισημαίνουν αμήχανοι Γάλλοι δημοτικοί άρχοντες, ότι όλα τα τελευταία χρόνια εξακολούθησε να επιτρέπεται η είσοδος στη χώρα περίπου 130.000 έως 160.000 ατόμων, ετησίως, ατόμων κατά βάσιν ανειδικεύτων, «όταν είναι από μακρού γνωστό ότι όλες οι θέσεις ανειδίκευτης εργασίας έχουν μεταφερθεί πλέον στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ή, ακόμη χειρότερα, στην Κίνα;»28
Ακόμη και αν δεν προσυπογράψει κανείς την ανωτέρω συλλογιστική αφετηρία, δε δύναται να αγνοήσει τη διαπίστωση των Charles-Emmanuel Dufourcq, Alexander Del Valle κ.ά., ότι τις τελευταίες δεκαετίες παριστάμεθα μάρτυρες ενός «ιστορικού αναθεωρητισμού» από πλευράς του πολιτικού Ισλάμ και των συμμάχων του, ούτε να παραβλέψει το γεγονός ότι διεξάγεται ένας διαρκής Ψυχολογικός Πόλεμος εναντίον όλων αυτών, που άπαντες οι Κορυφαίοι του ευρωπαϊκού πνεύματος (συμπεριλαμβανομένου του ημετέρου, αειμνήστου Παναγιώτη Κανελλοπούλου) είχαν προσδιορίσει με σαφήνεια και πέραν πάσης αμφισβητήσεως ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού: Ελληνο-Ρωμαϊκό πνεύμα, Ιουδαιο-Χριστιανική παράδοση και Διαφωτισμό.
Πράγματι, βοηθούσης και της διαβόητης δυτικής «πολιτισμικής παθολογίας ενοχής» που διακατέχει τις δυτικές ελίτ -αυτού που έχει καταστεί παγκοίνως γνωστό με το γερμανικό όρο «σύνδρομο αυτομαστιγώσεως» (Selbstpeitschungssyndrom)- έχουμε φθάσει στο θλιβερό σημείο, η επίσημη Ευρώπη, όπως αυτή εκφράζεται από τις Βρυξέλλες και τους πάσης αποχρώσεως και επιρροής Ιδεολογικούς Μηχανισμούς (πνευματικά ιδρύματα, Μ.Μ.Ε., «Μη Κυβερνητικές» Οργανώσεις, πολιτιστικά κέντρα κ.τ.λ.), να αρνείται τις ρίζες της, να απορρίπτει την Ιστορία της και κάθε αναφορά σε αυτό το οποίο την έκαμε ιστορικά αυτό που είναι, διαφοροποιώντας την από άλλες περιοχές και πολιτισμικές ζώνες του πλανήτη (όρα και την περίπτωση του προοιμίου της λεγομένης Συνταγματικής Συνθήκης!).
Αρνούμενη, όμως, τις ρίζες της και, παραλλήλως, επιτρέποντας τη μετάλλαξη των εθνολογικών και πολιτισμικών της βάσεων, η Ευρώπη υπονομεύει και την ίδια την εσωτερική ασφάλειά της. Και αντιμετωπίζει σήμερα, υπό συνθήκας οικονομικής υφέσεως, ένα πολυπληθέστατο υποπρολεταριάτο, διακρινόμενο από εξαιρετική αυτοπεποίθηση αναφορικά με την (ισλαμική) παράδοση εκ της οποίας προέρχεται και αρνούμενο κατηγορηματικώς να ενσωματωθεί σε αυτό το οποίο θεωρεί -και διδάσκεται να θεωρεί- από τους ιμάμηδες ως «εκφυλισμένη κοινωνία των Απίστων» -ένα εξαγριωμένο υποπρολεταριάτο, το οποίο ζητεί όχι πολιτικές ελευθερίες (τις οποίες έχει στα πλαίσια των δημοκρατικών συστημάτων της Δύσεως), ούτε πρόσβαση στο κράτος πρόνοιας (την οποία επίσης είχε και έχει), αλλά απαιτεί, ουσιαστικά, να αναγνωρισθεί και επισήμως ως αυτόνομο «κράτος εν κράτει» και να επιβάλει στις περιοχές που έχει καταλάβει τους δικούς του όρους, το δικό του αξιακό κώδικα, τη δική του κοσμοαντίληψη και βιοθεωρία. Ας θυμηθούμε, εν προκειμένω, ότι ο Raphael Israeli είχε από το 1993 προειδοποιήσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι οι μουσουλμανικές κοινότητες θα απαιτήσουν, θάττον ή βράδιον, αυτονομία.29
Στο πλαίσιο αυτής της -δυναμικής πλέον- διεκδικήσεως, από πλευράς της νέας γενεάς Μουσουλμάνων της Ευρώπης, χώρων ή ζωνών, οι οποίες δε θα υπόκεινται στον έλεγχο του συνταγματικού/δημοκρατικού/νεωτερικού Έθνους-Κράτους, αλλά στο Εθιμικό Δίκαιο του μουσουλμανικού/μεταναστευτικού «millet», εξηγείται και η ψυχολογική, αλλά και φυσική βία, την οποία ασκούν οι νέοι Μουσουλμάνοι απέναντι σε εκείνα τα μέλη του μεταναστευτικού στοιχείου που «αποτολμούν» να υιοθετήσουν κώδικες συμπεριφοράς και αξίες της φιλοξενούσης κοινωνίας. Είναι πολύ χαρακτηριστική, εν προκειμένω, η φραστική, ψυχολογική και σωματική βία, την οποία υφίστανται οι γυναίκες μουσουλμανικής προελεύσεως, οι οποίες αποτολμούν να πράξουν αυτό που, λογικώς, θα έπρεπε να είναι το αυτονόητο: δηλαδή να ενσωματωθούν στην κοινωνία υποδοχής.30
Αυτό ισχύει, κατ’ αρχήν, για όλες τις εν λόγω γυναίκες, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσεως, για τη μαθήτρια, την εργάτρια ή τη νοικοκυρά του «γκέτο», όπως και για τη συγγραφέα, τη συνοικιακή σύμβουλο ή τη βουλευτή. Ωστόσο, είναι πρόδηλο ότι ιδιαιτέρως σκληρή μοίρα επιφυλάσσεται στις πλέον ανίσχυρες και ευάλωτες: τη μεγάλη πλειοψηφία των ανωνύμων. Οι γυναίκες αυτές υφίστανται την «τιμωρία» που προβλέπει το «εθιμικό δίκαιο» στα ισλαμοκρατούμενα προάστια των γαλλικών πόλεων, δηλαδή το «χαμόγελο» και τον ομαδικό βιασμό -στον δρόμο, το μετρό, το σχολείο κ.τ.λ. Επιδεικνύοντας την αυταρχική, δεσποτική και σεξιστική ιδεολογία τους, τα μέλη των μουσουλμανικών συμμοριών χαράσσουν το λεγόμενο «χαμόγελο» στο πρόσωπο εκείνης της μουσουλμάνας μαθήτριας ή φοιτήτριας, η οποία εθεάθη να κυκλοφορεί χωρίς την ισλαμική μαντίλα. «Χαμόγελο» αποκαλείται, στην αργκώ των μουσουλμανικών συμμοριών των γαλλικών προαστίων, το σχίσιμο που προξενεί ο σουγιάς από το στόμα μέχρι το αυτί της άτυχης κοπέλας. Έπεται, προς ολοκλήρωσιν της προβλεπομένης «ποινής», ο ομαδικός βιασμός. Και βεβαίως, ούτε καν διανοούνται τα θύματα να καταγγείλουν τα περιστατικά αυτά, δοθέντος ότι τούτο σημαίνει τον κοινωνικό θάνατο όχι μόνο των ιδίων, αλλά και των οικογενειών τους, στο πλαίσιο αυτών των ιδιότυπων και αυτονομημένων από τη γαλλική κοινωνία μεταναστευτικών «territories».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίφημη Samira Bellil, συγγραφέας, γόνος μεταναστευτικής οικογένειας από την Αλγερία, τρίτης γενεάς μετανάστρια στη Γαλλία, η οποία υπέστη τη βία των μουσουλμανικών συμμοριών στα «γκέτο» των προαστίων. Ακολουθώντας την τύχη πολλών άλλων κοριτσιών, η Samira Bellil υπέστη και αυτή ομαδικό βιασμό ως μαθήτρια, επειδή δεν φορούσε την παραδοσιακή μουσουλμανική μαντίλα (hijab). Στο σημείο αυτό πρέπει να εξηγήσουμε ότι, κατά τον άγραφο νόμο που διέπει τα ισλαμοκρατούμενα προάστια των γαλλικών πόλεων, όταν μία κοπέλλα προερχόμενη από το μουσουλμανικό μεταναστευτικό milieu δε φέρει τη μαντίλα, αυτό εκλαμβάνεται από τους συνομηλίκους της, γείτονες και συμμαθητές της, ως, πρώτον, ευθεία πρόκληση εναντίον της ισλαμικής πίστεως και, δεύτερον, ως σαφής πρόσκληση προς διάπραξη του εγκλήματος του βιασμού. Είναι αναρίθμητες οι ανάλογες περιπτώσεις -η Bellil γράφει στο βιβλίο της πως αυτό είναι «το τίμημα της ειρήνης μέσα στα γκέτο». Στο σημείο αυτό, δεν μπορεί κανείς να μη στηλιτεύσει τη σκανδαλώδη σιωπή της λεγομένης «προοδευτικής διανόησης» και όλων εκείνων, οι οποίοι κόπτονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, πλην όμως για λόγους «political correctness» αποσιωπούν αυτήν τη φρικώδη καθημερινότητα, την οποία βιώνουν διαρκώς χιλιάδες κοπέλες στα αυτονομημένα μουσουλμανικά «γκέτο». Εδώ ισχύει η θέση του διαπρεπούς Ολλανδού κοινωνιολόγου, Paul Scheffer, ότι «η αδυναμία έναντι της μη ανοχής είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της ανοχής».
Εξάλλου, το φαινόμενο της «τελετουργικής» διαπράξεως του εγκλήματος του ομαδικού βιασμού προς επίδειξη της ηυξημένης αυτοπεποιθήσεως των μεταναστευτικής/μουσουλμανικής προελεύσεως νεαρών και προβολή ισχύος έναντι του θεωρουμένου ως εκφυλισμένου χριστιανικού στοιχείου (power projectiοn/Machtprojektion) παρατηρείται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαιτέρως όμως έχει συνταράξει τις αρχές των Σκανδιναβικών Χωρών.
Σαρωτική έκρηξη μέσα σε 20 χρόνια
Μέχρι πριν από μία μόλις γενεά, οι εν λόγω χώρες εθεωρούντο οι ασφαλέστερες περιοχές του πλανήτου. Οργανωμένο έγκλημα, φόνος, ληστεία μετά φόνου, βιασμός, έτι δ’ ολιγώτερον ομαδικός βιασμός, ήσαν πράγματα σχεδόν ανύπαρκτα και, αν για κάποιο λόγο εμφανίζονταν οι χώρες αυτές στις διεθνείς εγκληματολογικές ή κοινωνιολογικές στατιστικές, αυτός ήταν το υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών, συνεπεία καταθλίψεως. Ομοίως αδιανόητες ήσαν, στις παραδοσιακά φιλελεύθερες και ανεκτικές βόρειες κοινωνίες, οι λεγόμενες «no go areas», ζώνες δηλαδή, όπου δεν μπορεί να εισέλθει και να κινηθεί εν ασφαλεία ο οιοσδήποτε πολίτης, παρά μόνον εκείνος που πληροί συγκεκριμένα κοινωνιολογικά/εθνοπολιτισμικά κριτήρια.
Όλα αυτά, όμως, μετεβλήθησαν ραγδαίως εντός των τελευταίων δύο δεκαετιών. Η άλλοτε ανθούσα πόλη του Malmö (Σουηδία), αφ’ ενός, έχει υποστεί εθνοπολιτισμική μετάλλαξη, ενώ, εφ’ ετέρου, γνωρίζει πρωτοφανή έξαρση εγκληματικότητας, συνεπεία της μαζικής μεταναστεύσεως εθνοπολιτισμικώς αλλοτρίου/μη αφομοιωσίμου στοιχείου.31 Οι αρχές δηλώνουν, ανεπισήμως, ανίκανες να αντιμετωπίσουν το δομικό πρόβλημα της ανομίας του μουσουλμανικού/μεταναστευτικού στοιχείου, το οποίο αριθμεί ήδη 250.000 ανθρώπους, εξαιρετικά υψηλός αριθμός για τα δεδομένα των μικρών σκανδιναβικών πόλεων. Και βέβαια αντιστρόφως ανάλογη είναι η «έξοδος» του ιθαγενούς στοιχείου, το οποίο εγκαταλείπει τις εστίες του και αναζητεί αλλού καλύτερη -και κυρίως ασφαλέστερη- τύχη. Στο σχολείο του Ρόζενγκραντ δύο μόνο μεταξύ των χιλίων περίπου μαθητών είναι Σουηδοί. Η εγκληματικότητα θάλλει, πράγμα το οποίο εκτός των άλλων θέτει σε σοβαρή αμφιβολία και την αφόρητη κοινοτυπία που διάφοροι δοκησίσοφοι επαναλαμβάνουν στα ελληνικά Μ.Μ.Ε., ότι δηλαδή για όλα ευθύνεται ο «κοινωνικός αποκλεισμός» και η «οικονομική καχεξία» του μουσουλμανικού/μεταναστευτικού στοιχείου. Διότι η Σουηδία, όπως και οι λοιπές Σκανδιναβικές χώρες, είχαν, όπως είναι πασίγνωστο, ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο κοινωνικής προνοίας, το οποίο μάλιστα με περισσή γενναιοδωρία προσέφεραν και στους μετανάστες.
Γενναιοδωρία ή δειλία;
Θα ανέμενε κανείς ότι αυτή η εξαιρετική γενναιοδωρία, σε συνδυασμό με την επίσης γενναιόδωρη παροχή πολιτικών δικαιωμάτων, θα ενεθάρρυνε την τάση ενσωματώσεως παράλληλα με ένα ανθρωπίνως εύλογο αίσθημα ευγνωμοσύνης. Κάθε άλλο! Η γενναιοδωρία εκλαμβάνεται από τους γεμάτους αυτοπεποίθηση για την πίστη και την καταγωγή τους μουσουλμανόπαιδες ως ένδειξη δειλίας, υποχωρητικότητας και εκφυλισμού της φιλοξενούσης κοινωνίας. Τα Μ.Μ.Ε. ακολουθούν, βεβαίως, όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη, εσκεμμένη πολιτική αποσιωπήσεως των στοιχείων και ο μη έχων προσωπική εμπειρία χρειάζεται να ανατρέξει σε ερευνητικές και πανεπιστημιακές μελέτες που εγένοντο επί τούτου και περιορισμένης κυκλοφορίας επιστημονικά έντυπα, για να αντιληφθεί την έκταση του προβλήματος: Οι κλοπές και διαρρήξεις αυξήθηκαν το 2004 κατά 50% στην περιοχή του Malmö, ενώ οι βιασμοί μη μουσουλμανίδων από μουσουλμανόπαιδες έχει προσλάβει διαστάσεις επιδημίας κατά τις εκτιμήσεις της αστυνομίας. Ο Τhomas Anderberg, Προϊστάμενος Στατιστικής της Αστυνομίας του Malmö, ανέφερε διπλασιασμό των βιασμών το παρελθόν έτος 2004.32
Αντίστοιχα είναι τα δεδομένα και στη γειτονική Νορβηγία. Τα δύο τρίτα των ανδρών που συνελήφθησαν για βιασμό από την αστυνομία του Όσλο είναι μουσουλμάνοι ή, όπως επιβάλλει η politically correct διάλεκτος των νέων ιεροεξεταστών («προοδευτική/αντιρατσιστική διανόηση»), «μη δυτικής εθνοτικής καταγωγής» (non-western ethnic origin), όρος που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά προκειμένου περί Μουσουλμάνων. Αντίστοιχη είναι η εξέλιξη και στη Δανία, όπου το μουσουλμανικό στοιχείο, καίτοι ανέρχεται στο 5% του πληθυσμού, εισπράττει το 40% των δαπανών της Κοινωνικής Προνοίας -και, εν τούτοις, αυτή η αθρόα κατάχρηση των μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης, που με πολύ κόπο οικοδόμησαν επί δεκαετίες οι πολίτες αυτής της υποδειγματικής σκανδιναβικής δημοκρατίας, δεν τους αποτρέπει από το να είναι οι πρώτοι σε όλες τις εγκληματολογικές στατιστικές. Με 68,3% οι μουσουλμάνοι μετανάστες κατέχουν τα πρωτεία και σε σχέση με τους βιασμούς. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι το σύνολο των ομαδικών βιασμών που σημειώνονται στις σκανδιναβικές χώρες έχουν ως θύτες μουσουλμάνους δευτέρας ή τρίτης γενεάς και ως θύματα μη μουσουλμάνες γυναίκες ή ενίοτε μουσουλμάνες, οι οποίες αποτολμούν να προσαρμοσθούν στα πρότυπα της φιλοξενούσης χώρας.
Άκρως ανησυχητική είναι η εξέλιξη στην Ολλανδία, η οποία παρουσιάζει την ακόλουθη πολλαπλώς ενδιαφέρουσα ιδιομορφία:33
Έχει καταστεί διαδεδομένη η άσκηση βίας ή η απειλή ασκήσεως βίας εναντίον όσων μη Μουσουλμάνων (αλλά και κριτικά σκεπτομένων Μουσουλμάνων) εκφέρουν ή αποτολμούν να εκφέρουν δημόσιο λόγο επικριτικό του Ισλάμ.
Το φαινόμενο είναι κατά τούτο ιδιαιτέρως ανησυχητικό, καθ’ όσον η Ολλανδία εθεωρείτο παραδοσιακώς υπόδειγμα θρησκευτικής, ιδεολογικής και πολιτικής ανοχής, είχε δε να βιώσει ανάλογες καταστάσεις από της εποχής των Θρησκευτικών Πολέμων του 17ου αιώνος. Οι δολοφονίες του καλλιτέχνη Theo van Gogh και του πολιτικού Pim Fortuyn συνετάραξαν, ως γνωστόν, την ολλανδική κοινωνία, δοθέντος μάλιστα ότι αμφότεροι πόρρω απείχαν του να ανταποκρίνονται στα προπαγανδιστικά στερεότυπα που κατά κόρον επιστρατεύουν οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού, για να απαγορεύσουν στους αντιφρονούντες να ομιλούν («ρατσιστές», «ναζιστές» και τα τοιαύτα φαιδρά). Ορμώμενοι από την κλασική φιλελεύθερη παράδοση της Ευρώπης, οι δολοφονηθέντες είχαν καταγγείλει δριμύτατα το ιδεολόγημα της «πολυπολιτισμικότητος» ως Δούρειο Ίππο για τον εξισλαμισμό της Ευρώπης και την κατάλυση αυτής ακριβώς της φιλελεύθερης παραδόσεως και της δημοκρατικής τάξεως.
Περαιτέρω, μία πλειάδα επιφανών πολιτικών, καθηγητών, καλλιτεχνών, αρθρογράφων κ.τ.λ. είναι εξαναγκασμένη να ζει υπό καθεστώς διαρκούς απειλής κατά της σωματικής των ακεραιότητος:34
Η Στρατηγική των ισλαμιστών/μεταναστών (και των ιθαγενών συμμάχων τους από τα εξτρεμιστικά «αντιρατσιστικά κινήματα») είναι πρόδηλη, κατά τον Καθηγητή Ellian: «Φοβούνται ότι, εάν η Ολλανδία αποτελέσει ένα ασφαλές λιμάνι για ένα δημόσιο διάλογο περί του πολιτικού Ισλάμ, τότε τα πράγματα θα είναι λίαν επικίνδυνα γι’ αυτούς.» Σκοπός τους είναι ακριβώς η παρεμπόδιση της διεξαγωγής αυτής της ιδεολογικής αντιπαραθέσεως, που τόσον επείγει στις δυτικές κοινωνίες. Και βεβαίως, «θεωρούν υποχρέωσή τους να δολοφονούν ανθρώπους που συγκαταλέγουν στους εχθρούς του Ισλάμ». Πρόκειται, συνεχίζει ο προαναφερθείς, «για μία συμπεριφορά φυσιολογική μεν στη Μέση Ανατολή, αλλά όχι στην Ευρώπη!»35
Ευλόγως ο επικεφαλής της Κ.Ο. των Φιλελευθέρων, Jozias van Aartsen, ομολογεί: «Από το 1940 δεν αντιμετωπίσαμε πιο επικίνδυνο εχθρό της κοινωνικής υπάρξεώς μας.» Εξάλλου, αναφορικά με τη νέα μεταναστευτική πολιτική της χώρας της και, συνακολούθως, τη στάση των αρχών έναντι της εγκληματικότητος και παραβατικότητος των μεταναστών, η υπουργός Μεταναστεύσεως της (σοσιαλδημοκρατικής) κυβερνήσεως, Rita Verdonk, διακηρύσσει προς πάσαν κατεύθυνσιν: «Υπήρξαμε πολύ μαλθακοί. Απαιτούνται καθαρά λόγια! Η ώρα της τεϊοποσίας τελείωσε!»36 Καθ’όσον αφορά, εξάλλου, στο ζήτημα της ενσωματώσεως, η Ολλανδή υπουργός υπογραμμίζει με έμφαση: «Δεν είναι υποχρέωση της χώρας υποδοχής να ενσωματώσει τους μετανάστες! Ο μετανάστης οφείλει να ενσωματωθεί, εάν θέλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που του παρέχεται. Αν δεν το πράξει, πρέπει να φύγει!»37
Ανάλογη κατάσταση ιδεολογικής και φυσικής βίας επικρατεί και στο Βέλγιο. H συγγραφεύς και πολιτικός Mimount Bousakla, 32 ετών, μαροκινής καταγωγής η ιδία, εκλεγείσα δημοτική σύμβουλος το 2000 στην Αμβέρσα και μέλος της τοπικής Βουλής των Βρυξελλών με τη σημαία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 2003, τελεί υπό διαρκή απειλή κατά της σωματικής της ακεραιότητος, επειδή κατήγγειλε, προφορικώς και γραπτώς, ως ρίζα του προβλήματος τον κοινωνικό αυτο-αποκλεισμό του μουσουλμανικού/ μεταναστευτικού στοιχείου, καθώς επίσης και την κακομεταχείριση των γυναικών εντός του μουσουλμανικού/μεταναστευτικού milieu.38
H Mimount Bousakla κατηγόρησε το Εκτελεστικό Συμβούλιο των Μουσουλμάνων του Βελγίου (EMB) ότι, επίτηδες, συντηρεί τον κοινωνικό αυτοαποκλεισμό και παρεμποδίζει την ομαλή ένταξη των μεταναστών και μεταναστριών στη φιλοξενούσα κοινωνία. Όπως παρατηρεί ο Joel Naber, η εν λόγω συγγραφέας «εξεφράσθη μαχητικότατα υπέρ της πλήρους εντάξεως των ετεροχθόνων στο κράτος», ερχόμενη έτσι σε διαμετρική αντίθεση τόσον προς τους Ισλαμιστές, όσον και προς την «αντιρατσιστική/πολυπολιτισμική» Αριστερά. Έκτοτε αποτελεί «στόχο» αμφοτέρων!
Ανάλογη μοίρα βιώνουν η υπουργός Δικαιοσύνης, Laurette Onkelix, ο δήμαρχος του Molenbeek, Philippe Moureaux, και άλλοι Βέλγοι πολιτικοί, οι οποίοι, ανταποκρινόμενοι στην αγωνία και ανησυχία των συμπολιτών και ψηφοφόρων τους, δηλαδή πράττοντες το καθήκον τους, έλαβαν θέση έναντι του ζητήματος της προϊούσης εθνοπολιτισμικής μεταλλάξεως της βελγικής κοινωνίας, αλλά και της απειλής κατά της εθνικής ασφαλείας. Ευδιάκριτη είναι μία διττή στρατηγική: Από τη μία πλευρά, η λυσσώδης φραστική επίθεση, η ιδεολογική τρομοκρατία της «αντιρατσιστικής/προοδευτικής διανόησης», σπεύδει να καταγγείλει κάθε κριτική, ελεύθερη φωνή ως «στιγματισμό του Ισλάμ» και «ρατσισμό», προετοιμάζοντας όμως, ταυτοχρόνως, το έδαφος και νομιμοποιώντας ιδεολογικά την επακολουθούσα φυσική/σωματική επίθεση, εκ μέρους «θιγέντων Μουσουλμάνων» ή «ευαισθήτων ακτιβιστών».
Η εθνοπολιτισμική σύγκρουση στο Βέλγιο είχε τη σοβαρότερη μέχρι τούδε κορύφωση για τη συνοχή και ασφάλεια του κράτους, όταν η υπουργός Δικαιοσύνης, Laurette Onkelix, ηρνήθη να αναγνωρίσει το εκλεγέν (1998) «Κοινοβούλιο» των Μουσουλμάνων του Βελγίου.39
Σημειωτέον ότι η υπουργός Δικαιοσύνης ηρνήθη την αναγνώριση μόνον της μερίδος εκείνης των μουσουλμάνων εκπροσώπων σε αυτό το ιδιότυπο «Όργανο», οι οποίοι, κατά τις αρχές ασφαλείας, ανήκαν στη γνωστή τουρκική ισλαμιστική οργάνωση «Milli Görüs». H διαμάχη μεταξύ βελγικής κυβερνήσεως και «Μουσουλμανικού Κοινοβουλίου» συνεχίζεται έκτοτε και μέχρι σήμερα. Οι πολιτικοί, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, αποφεύγουν να λάβουν θέση δημοσίως, αφ’ ενός υπό το κράτος της φραστικής, ιδεολογικής αλλά και φυσικής βίας (ή απειλής χρήσεως βίας), αφ’ ετέρου επειδή φοβούνται την εκλογική τιμωρία τους από το μουσουλμανικό/ μεταναστευτικό στοιχείο (200 έως 300 χιλ. άτομα), στο οποίο είχαν χορηγήσει δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές/κοινοτικές/περιφερειακές (και ενίοτε και στις εθνικές) εκλογές. Ιδιαιτέρως στις αυτοδιοικητικές εκλογές αποβαίνει καθοριστικό το ποιαν γραμμή θα δώσει ο ιμάμης.
Η αγωνιώδης προσπάθεια κατευνασμού του ισλαμικού εξτρεμισμού και των «πολυπολιτισμικών» συμμάχων του (την οποία περιγράφουν στα πονήματά τους οι J. Naber, Irka Mohr και Joel Kotek) είναι εμφανής έως τα ανώτατα κλιμάκια της κυβερνήσεως. Ο πρωθυπουργός, Guy Verhofstadt (Φλαμανδοί Φιλελεύθεροι/VLD), δήλωνε προ ενός έτους ακριβώς ότι «τίποτε δε δύναται να δικαιολογήσει ένα κλίμα ανασφαλείας ή φόβου και οι απειλές εναντίον μεμονωμένων πολιτικών προσωπικοτήτων δεν επιτρέπεται να οδηγήσουν σε στιγματισμό μίας ομάδος προσώπων ή μιας θρησκείας».40 Η κατακλείδα του Βέλγου πρωθ/γού, ότι «πρέπει να συνεχίσουμε να πράττουμε ό,τι μπορούμε για να συμβιώνουμε», μάλλον ως ενδεικτική της αμηχανίας δύναται να εκληφθεί, με την οποία η σημερινή φιλελεύθερη πολιτική ελίτ καλείται, αίφνης, να αντιμετωπίσει ζητήματα, τα οποία είχε μάθει να υποτιμά και να αγνοεί ως ανήκοντα στο αρχαϊκό, προ-νεωτερικό παρελθόν
Υπερβάλλοντα ζήλο στις επιθέσεις επιδεικνύουν επίσης και οι εξωμότες, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονται από το χώρο της «πολυπολιτισμικής/αντιρατσιστικής/αντιϊμπεριαλιστικής» Αριστεράς.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρομοκράτηση της υπουργού Δικαιοσύνης ανέλαβε ο εξωμότης Jean-Francois Bastin (μετονομασθείς το 1972 σε Abdullah Abu Abdulaziz), θεωρούμενος ως ένας εκ των εγκεφάλων της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Συναφώς, ο Dyab Abou Jahjah, επικεφαλής της «Αραβο-Ευρωπαϊκής Λίγκας» (AEL) και αγαπημένο παιδί της «προοδευτικής διανόησης», διακηρύσσει από την επίσημη ιστοσελίδα της οργανώσεώς του ότι «η Αμβέρσα είναι το οχυρό του ευρωπαϊκού Σιωνισμού -εμείς θα τη μετατρέψουμε σε Μέκκα της φιλοαραβικής δράσεως».41
Από τακτικής και προπαγανδιστικής απόψεως, επιτυχής υπήρξε μέχρι τούδε και η μέθοδος των Ισλαμιστών και των συνοδοιπόρων τους, απολογητών της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας», να ενοχοποιούν όποιον τολμήσει να εκφρασθεί κριτικά έναντι των ιδεολογημάτων της «πολυπολιτισμικότητος» και της «Ευραβίας» ως «ρατσιστή», «φασίστα» και τα τοιαύτα και να τον ταυτίζουν με το («ακροδεξιό») Φλαμανδικό Μέτωπο (Vlaams Blok). Η μέθοδος αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μη διανοείται κανείς εκ των πολιτικών των «μεγάλων κομμάτων» να θίξει το υπαρκτό (και φλέγον) ζήτημα, στο πλαίσιο μίας ιδιότυπης «κουλτούρας σιωπής/συνενοχής» εδώ και δεκαετίες. Η πολιτική δειλία όμως της Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς επέφερε, με τη σειρά της, την ακόλουθη -λίαν αξιοσημείωτη- συνέπεια: μερίδα του ιουδαϊκού στοιχείου των βελγικών μητροπόλεων κατευθύνθηκε προς την πλευρά της «Άκρας Δεξιάς». Ιδίως, στις συνοικίες και στα προάστια της Αμβέρσας, όπου υπάρχει παραδοσιακά ισχυρή παρουσία του εβραϊκού στοιχείου και σημειώνεται το 80% περίπου των επιθέσεων των Μουσουλμάνων μεταναστών εναντίον Εβραίων, κατεγράφη, στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, μία εμφανής στροφή των νομιμοφρόνων Βέλγων πολιτών εβραϊκού θρησκεύματος προς το Φλαμανδικό Μέτωπο, ως τη μόνη πολιτική δύναμη που ασχολείται με το υπ’αριθμόν ένα πρόβλημά τους. Η εντυπωσιακή αυτή εξέλιξη εξέπληξε τα «παλαιά πολιτικά κόμματα» και τη διανόηση,42 ενώ οδηγεί σε θεαματικές ανακατατάξεις του πολιτικού σκηνικού του Βελγίου: Το Φλαμανδικό Μέτωπο (το οποίο ανεδείχθη σε πρώτη δύναμη στην Αμβέρσα και μία σειρά ακόμη αστικών κέντρων, αλλά δεν ηδυνήθη να αναλάβει την τοπική εξουσία λόγω της αντισυσπειρώσεως όλων ανεξαιρέτως των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων εναντίον του), άλλαξε ονομασία -από το φθινόπωρο του 2004 ονομάζεται Φλαμανδικό Συμφέρον (Vlaams Belang)- απέκλεισε τα αντισημιτικά, νεοναζιστικά, φιλοϊσλαμικά, μισογυνικά και ομοφυλοφοβικά στοιχεία από τις τάξεις του και επιχειρεί να εγκαθιδρυθεί κοινωνικά και εκλογικά ως πολιτικό σχήμα της ευρυτέρας Δεξιάς.
Κλείνοντας, κατ’ ανάγκην, αυτήν την «περιήγησή» μας στις ευρωπαϊκές χώρες, επιστρέφουμε στη Γαλλία. Η πολιτική ελίτ των Παρισίων αναζητεί εναγωνίως μία διέξοδο σε στρατηγικό-πολιτικό επίπεδο -πέραν της καταστολής, για την οποία, ευτυχώς, όλοι συνεφώνησαν ότι αποτελεί απαράβατη προϋπόθεση κάθε περαιτέρω στρατηγικής43 και η οποία κατά τα φαινόμενα επέτυχε και οδηγεί στην εκτόνωση της παρούσης συγκρούσεως (εν προκειμένω, οφείλει να λεχθεί ότι οι άνδρες των σωμάτων ασφαλείας επέδειξαν, κατά κανόνα, υψηλό επαγγελματισμό και εξαιρετική ψυχραιμία, υπό λίαν αντίξοες -πραγματικές και ψυχολογικές- συνθήκες, υπερασπιζόμενοι την ασφάλεια των συμπολιτών τους και τη δημοκρατία).
Στο στρατηγικό-πολιτικό πεδίο, όμως, οι ιθύνοντες ασφαλώς γνωρίζουν ότι, εδώ που έφθασαν (ή άφησαν να φθάσουν) τα πράγματα, είναι εξαιρετικά δύσκολη η εξεύρεση της δεούσης στρατηγικής. Και αυτό, βεβαίως, δεν αφορά μόνον την παρούσα κυβέρνηση, αλλά το πολιτικό σύστημα εν συνόλω (όπως προσωποποιείται στο γηρασμένο Πρόεδρο Chirac), καθώς και την ιδεολογική γραφειοκρατία (Μ.Μ.Ε., Μ.Κ.Ο., ακαδημαϊκή διανόηση) και βεβαίως την άρχουσα οικονομική ελίτ: Όλοι ενέχονται στο διαρκές έγκλημα εις βάρος του Γαλλικού Λαού: η άρχουσα οικονομική ελίτ λόγω δόλου και αισχροκερδείας, η πολιτική ελίτ λόγω συνεργείας (είτε εκ προθέσεως, είτε τουλάχιστον εξ αμελείας, και η κατ’ ευφημισμόν «πνευματική» ηγεσία λόγω ιδεοληψίας. Η απάντηση του θυμωμένου Λαού θα δοθεί το 2007, έτος προεδρικών εκλογών. Και θα είναι συντριπτική. «Πολιτικό σεισμό» στη Γαλλία είχε προφητεύσει ο καλός συντάκτης της γερμανικής «Rheinischer Merkur» την επομένη της ενάρξεως ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε.- Τουρκίας (Οκτώβριος 2005), εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο οι ιθύνουσες ελίτ αντιμετώπισαν την εκπεφρασμένη απόλυτη και καθολική εναντίωσή του (κατ’ όνομα κυριάρχου) Γαλλικού Λαού στο μείζον αυτό ζήτημα για την επιβίωση της Ευρώπης. Μετά και την τωρινή έκρηξη της εθνοπολιτισμικής συγκρούσεως, ακόμη και η έκφραση «σεισμός» φαντάζει βεβαίως εξαιρετικά ήπια!
Μέχρι τότε, οι πολιτικοί διαχειριστές θα αναζητούν τη δέουσα λύση στο πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Οι πεπατημένες οδοί απεδείχθησαν αδιέξοδες και έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Φυσικά, θα δοθεί έμφαση, το επόμενο διάστημα, αμέσως μετά την καταστολή, στις συνήθεις «ενέσεις» (κοινωνικά επιδόματα κ.τ.λ) προς «εξαγορά της ενσωματώσεως»44 και της νομιμοφροσύνης της τεράστιας μάζας του (κατοικοεδρεύοντος πλέον εντός των πυλών) ξένου εθνοπολιτισμικού στοιχείου. Εν τούτοις, είναι διάχυτη στον ορίζοντα η αίσθηση ότι όλα αυτά ίσως επιβραδύνουν, αλλά δεν πρόκειται να αποσοβήσουν την επόμενη έκρηξη. Οπότε παραμένει έκδηλη η απορία, όπως τη διατυπώνουν άπαντες, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού (δοθέντος ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνον τη Γαλλία) και τη συνόψισε η «Le Journal du Dimanche»: «Πώς θα βγούμε;» (εννοεί: από την κρίση ή το αδιέξοδο).45
Οι ρεαλιστές αναλυτές, που λειτουργούν με γνώμονα τη λογική κρίση και την εμπειρικοϊστορική γνώση και δεν ασπάζονται τα μεταφυσικά δόγματα της Πολιτικής Θεολογίας (Paul Gottfried) του «Πολυπολιτισμικού» Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού, γνωρίζουν ότι οι συνταγές του «κράτους-ψυχοθεραπευτού» θα αποδειχθούν, στην καλύτερη περίπτωση, ημίμετρα. Άλλωστε, με το γνώριμο βρετανικό φλέγμα το έθεσε και ο Timothy Garton Ash: «Έξι χιλιάδες πυρπολημένα αυτοκίνητα δε θα φαίνονται τίποτε περισσότερο παρά ορεκτικά» («hors-d’oeuvre»)46 εν όψει όσων επέρχονται, δεδομένου ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα βαίνει αυξανόμενος, προϊόντος του χρόνου, ένεκα του υψηλού δείκτου γεννήσεων, ενώ, καθ’ όλες τις ενδείξεις, θα συνεχισθεί και η μετανάστευση προς την Ευρώπη.
Το ζήτημα που εγείρεται, πλέον, αφορά στον εξισλαμισμό της Ευρώπης! Και εννοούμε με αυτόν τον (εσκεμμένως προκλητικό) όρο την τεράστια εθνολογική, κοινωνική και πολιτισμική μεταβολή που συντελείται τα τελευταία 30-40 χρόνια στη Γηραιά Ήπειρο. Ήταν ο μέγας Γάλλος θεράπων της Μεσαιωνικής Ιστορίας (και της Ιστορίας του Ισλάμ), ο πολύς Charles- Emmanuel Dufourcq, ο οποίος, βραχύ διάστημα προ του θανάτου του (1982), είχε πει τα εξής συνταρακτικά, άμα δε και προφητικά:
«Είναι πιθανόν να ζήσουμε και πάλι στην ήπειρό μας εκείνη την αναστάτωση, την οποία ζήσαμε εξαιτίας της ισλαμικής διεισδύσεως, πριν από χίλια περίπου χρόνια, αυτήν τη φορά με άλλες μεθόδους».47
Διαφαίνεται πλέον ορατό το ενδεχόμενο να δικαιώσουν οι εξελίξεις στην Ευρώπη το Νέστορα της γερμανικής δημοσιογραφίας, Peter Scholl-Latour.
Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος, διατελέσας επί σειρά δεκαετιών ανταποκριτής του Δευτέρου Κρατικού Τηλεοπτικού Διαύλου (ZDF) και Δ/ντής της Δυτικογερμανικής Κρατικής Ραδιοφωνίας (WDR), αλλά και συγγραφεύς και ανατολιστής, ευρέθη την τελευταία δεκαπενταετία λοιδορούμενος από τους επαγγελματίες «αντιρατσιστές», λόγω της εναντιώσεώς του στη μαζική μετανάστευση μουσουλμανικών μαζών προς τη γηραιά ήπειρο (είχε δε χαρακτηρίσει το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητος ως «βλακώδη νεολογισμό του συρμού»). Ο Peter Scholl-Latour, λοιπόν, είχε προειδοποιήσει ότι το μείγμα της ακολουθούμενης μεταναστευτικής πολιτικής σε συνδυασμό με τη δυναμική της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας θα οδηγήσει σε «bosnische Verhältnisse» (ήγουν: Συνθήκες Βοσνίας) και στη Δυτική Ευρώπη!48
Με την τελευταία αυτή διαπίστωση καθίσταται αντιληπτή η οικτρά αποτυχία της εφαρμοσθείσης μεταναστευτικής πολιτικής των ευρωπαϊκών χωρών και η κατεπείγουσα ανάγκης επαναχαράξεώς της σε ευθεία συνάρτηση προς την Εσωτερική Ασφάλεια. Αμφότερα ισχύουν καθ’ ολοκληρίαν και για την Ελλάδα -ιδιαιτέρως δε σε συνάρτηση με την από ετών προϊούσα επαναβαλκανιοποίηση της Βαλκανικής (Re-Balkanization of the Balkans), τη συνακόλουθη τάση επανεξισλαμισμού της Χερσονήσου, αλλά και -ιδιατέρως- τη μείζονα απειλή για την Εθνική μας Ασφάλεια, την οποία θα αποτελέσει ο Αλβανικός Αναθεωρητισμός εντός της προσεχούς δεκαπενταετίας.
Εν προκειμένω, πρέπει ευθαρσώς να λεχθεί ότι ξενίζει το γεγονός ότι οι εξελίξεις αυτές δε φαίνεται να ανησυχούν τους Έλληνες πολιτικούς, ακόμη ολιγώτερο δε τους γνωμηγήτορες στα έντυπα και ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. (ιδιαιτέρως απαράδεκτη, και από δημοκρατικής απόψεως, είναι η εικόνα της Κρατικής Τηλεοράσεως, τα δυσβάστακτη βάρη της οποίας φέρουν ως υποζύγια όλοι οι φορολογούμενοι Έλληνες πολίτες) και τη «διανόηση», που πλέει κυριολεκτικώς σε πελάγη «πολυπολιτισμικής» μακαριότητος (με μόνη, και λίαν αξιέπαινη, εξαίρεση τις εμπεριστατωμένες αναλύσεις του Περικλή Νεάρχου στο «Παρόν της Κυριακής», του Κωνσταντίνου Κόλμερ στην αυτή εφημερίδα και του Γιώργου Κύρτσου στη «City Press», καθώς και ορισμένα κριτικά άρθρα των Γιώργου Παπαγιαννόπουλου επίσης στο «Παρόν της Κυριακής», Χρυσάνθου Λαζαρίδη στον «Τύπο της Κυριακής» και Κωνσταντίνου Ιορδανίδη στην «Καθημερινή»).
Από δεκαπενταετίας βιώνουμε τη ραγδαία και βίαιη μετατροπή της Ελλάδος, που μέχρι το 1989 αποτελούσε θαυμαστή περίπτωση εθνικώς ομοιογενούς χώρας, σε «πολυπολιτισμική» (ήγουν: τριτοκοσμική) κοινωνία. Εν τω μεταξύ, φαίνεται ότι το πράγμα έχει τόσο προχωρήσει, ώστε ανοικτά πλέον να εξαγγέλλεται η ιστορικών διαστάσεων αλλαγή της συνθέσεως του «Πολιτικού Έθνους» αυτής της χώρας, με την παροχή εκλογικών δικαιωμάτων σε ένα τεράστιο μέγεθος αλλογενών (την οποία μετά πάθους υποστηρίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως -μετά τη μετάλλαξή του- και αποδέχεται, κατ’ αρχήν, και το κυβερνών κόμμα, διά των δηλώσεων του αρμοδίου υπουργού σε προσφάτως διοργανωθέν συνέδριο του Δήμου Ζωγράφου -ερήμην της βουλήσεως του Κυριάρχου Λαού, ο οποίος ουδέποτε ηρωτήθη σχετικώς!). Ομοίως, συνεχίζεται και η κατασκευή, εκ του μη όντος, μίας συμπαγούς και διακριτής εθνοπολιτισμικής μειονότητας εντός της εθνικής επικράτειας, εμφορούμενης μάλιστα από εξόχως ανεπτυγμένη εθνική αυτοσυνειδησία και αλυτρωτική εθνικιστική ιδεολογία, και της οποίας μειονότητας το εθνικό κέντρο συνορεύει με την Ελλάδα. Και όμως, αυτά τα κρίσιμα για την ίδια την επιβίωση του Ελληνισμού ως ιστορικού συλλογικού υποκειμένου και πολιτικού έθνους ζητήματα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με εκπλήσσουσα αδιαφορία και πάντοτε εντός του (απαγορευτικού για κάθε επί της ουσίας συζήτηση) πλαισίου της «political correctness».
Σε αυτό, βεβαίως, συμβάλλει και η θεσμοθετημένη από το πολιτικό σύστημα απαγόρευση άμεσης, γνήσιας και ανόθευτης συμμετοχής του Λαού στη διαδικασία λήψεως ad hoc αποφάσεων επί μειζόνων ζητημάτων. Πρόκειται για μία άκρως απαράδεκτη, από δημοκρατικής απόψεως, κατάσταση, την οποία τεχνηέντως συντηρούν η ιθύνουσα πολιτική ελίτ (καλυπτόμενη πίσω από το εφεύρημα της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας»), αλλά και η Μετα-Εθνική, Δημοφοβική Αριστερά, η οποία έχει εξαπολύσει (παντού στην Ευρώπη, αλλά με ιδιαίτερο πείσμα στην Ελλάδα) απηνή πολεμική κατά της αμεσοδημοκρατικής ιδέας και πρακτικής (δημοψηφίσματα) και αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, τη γνήσια, άμεση και άνευ διαμεσολαβητών έκφραση της volonté generale, όχι μόνο λόγω των παραδοσιακών ελιτιστικών συνδρόμων της, αλλά και επειδή προδήλως φοβάται την κρίση της σιωπηλής πλειονότητας (silent majority) του Λαού, γνωρίζουσα ότι έχει πλήρως αποκοπεί από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα (έχοντας καταστεί η οργανική διανόηση και ιδεολογική γραφειοκρατία της νέας παγκοσμιοποιημένης υπερεθνικής ελίτ).
Έτσι -ενώ σε χώρες, όπου γίνεται σεβαστή η Λαϊκή Βούληση, εκφραζόμενη σε ad hoc δημοψηφίσματα, οι πολιτικοί ιθύνοντες υποχρεούνται, έστω και υπό το κράτος της λαϊκής αντιστάσεως, να αναθεωρήσουν άρδην τη μέχρι τούδε ασκηθείσα πολιτική τους (ακόμη και σε χώρες παραδοσιακώς θεωρούμενες ως λαμπρά υποδείγματα ανοχής και ιδιαιτέρως επιρρεπείς σε τολμηρούς κοινωνικούς πειραματισμούς, όπως η Ολλανδία)- απεναντίας, στην Ελλάδα του αποκλεισμού του Λαού από την άμεση και ανόθευτη λήψη αποφάσεων (που έχει επιβάλει θεσμικώς η πολιτική ελίτ και αστυνομεύει ιδεολογικώς η Μετα-Εθνική, Δημοφοβική Αριστερά) ο σχετικός δημόσιος διάλογος απλώς δε διεξάγεται -ή, όταν επιτέλους διεξάγεται, στο ελάχιστο μέτρο και υπό τις συνθήκες ιδεολογικού τρόμου που διεξάγεται, εξαντλείται στη μυωπική θέαση των ευκαιριακών κερδών (για τους Ολίγους) από την εκμετάλλευση φθηνής και ανασφάλιστης εργασίας (και την ανθούσα παρα-βιομηχανία εκδόσεως πιστοποιητικών και παροχής νομικής υποστηρίξεως) ή στην πρόσκαιρη μόνον, όπως έδειξε η διεθνής εμπειρία,49 ανακούφιση των ασφαλιστικών ταμείων από τις εισφορές των νομιμοποιηθέντων μεταναστών.
Nα ελπίσει κανείς ότι θα αναθεωρήσουν οι ιθύνοντες και θα υπάρξουν, κάποια έστω, βήματα προς την ορθή κατεύθυνση; Π.χ. στο ακανθώδες ζήτημα περί την ανέγερση «Ισλαμικού Κέντρου» (και όχι απλώς «θρησκευτικού τεμένους») και δη στην πύλη εισόδου της χώρας; Υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων και της όλης ευρωπαϊκής εμπειρίας είναι σκόπιμο και επιβεβλημένο να αντισταθούν οι πολιτικοί ιθύνοντες σε δογματικές απόψεις, οι οποίες ενδεχομένως ικανοποιούν κάποιους ακραίους ιδεοληπτικούς διεθνιστικούς κύκλους (με δημόσια επιρροή και οχλαγωγία εξαιρετικά δυσανάλογη προς την πραγματική τους απήχηση στους νομοταγείς πολίτες της χώρας μας), αλλά δε συνάδουν προς την αμείλικτη πραγματικότητα.
Όταν από την Αγγλία έως την Ολλανδία -χώρες που εθεωρούντο κοιτίδες της θρησκευτικής και εν γένει πολιτισμικής ανοχής- απαγορεύουν τη διδασκαλία Σαουδαράβων (για τους γνωστούς σε όλους λόγους) και όταν η Ευρώπη φλέγεται, τότε είναι τουλάχιστον άτοπο και επικίνδυνο εδώ -στην Ελλάδα- να καλπάζουμε με απερισκεψία προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση! Εάν το κράτος θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη -και προφανώς υπάρχει- ικανοποιήσεως των (καθ’ όλα σεβαστών) θρησκευτικών αναγκών των Μουσουλμάνων που διαβιούν εν Ελλάδι, οφείλει το ίδιο (το κράτος) να αναλάβει και να φέρει και την πλήρη ευθύνη και εποπτεία του σχετικού ιδρύματος και του προσωπικού του, σε όλες τις φάσεις και πτυχές της λειτουργίας του. Ειδάλλως, διακινδυνεύουμε να έχουμε εξαιρετικά αρνητικές εξελίξεις στο μέλλον. Καλόν είναι να είμεθα Προμηθείς και όχι Επιμηθείς!
«Δεν είναι δώδεκα παρά πέντε, αλλά δώδεκα και μισή», κατά την αγωνιώδη ύστατη προειδοποίηση της ανωτέρω αναφερθείσης Βελγίδας πολιτικού και συγγραφέως, μουσουλμανικής/μεταναστευτικής καταγωγής.
Πρέπει, έστω και τώρα, να το αντιληφθούμε και να αναλογισθούμε σοβαρά όχι μόνον το ευρύτερο κοινωνικό κόστος, αλλά πολύ περισσότερο το κόστος στην Εθνική Ασφάλεια, το οποίο μπορεί να επιφέρει -σε μία προοπτική δεκαπενταετίας και υπό ορισμένες γεωπολιτικές και διεθνοπολιτικές συνθήκες- η βεβιασμένη και άνευ σαφούς και συγκροτημένου «corpus» κριτηρίων ένταξη αλλοτρίων εθνοπολιτισμικών μορφωμάτων στον εθνικό χώρο (και στο εκλογικό σώμα).