Η Ευρώπη ζει μέσα στην άρνηση. Ακόμη και μετά τη μεγάλη κρίση, που έχει βγάλει στην επιφάνεια τα εγγενή προβλήματα της ευρωζώνης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν απεγνωσμένα να διατηρήσουν το status quo.
Όπως όμως όλα δείχνουν, μερικά κράτη μέλη θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το ευρώ μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Οι πολιτικοί ηγέτες επιμένουν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει. Δεν υπάρχει, λένε, ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο. Η κατάρρευση όμως του νομίσματος είναι απλή αριθμητική. Μόλις η αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ πιάσει κάποιο όριο, γίνεται αδύνατο να βρεθούν έσοδα ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη και οι τόκοι.
Ο μόνος τρόπος εξόδου από ένα τέτοιο αδιέξοδο είναι η χρεοκοπία και η έξοδος από την ΟΝΕ, με παράλληλη έκδοση εθνικού νομίσματος. Αν λοιπόν η αριθμητική λέει κάτι, και η νομοθεσία κάτι άλλο, αυτό που θα αλλάξει θα είναι η νομοθεσία. Τα κράτη που κινδυνεύουν να ακολουθήσουν αυτή την οδό, δεν είναι μόνο τα μικρά «περιφερειακά», αλλά και η Ιταλία, η Ισπανία, και η Γαλλία. Είναι πολύ πιθανό, πως οι χώρες αυτές δεν θα είναι μέλη της ευρωζώνης το 2013.
Η Ελλάδα είναι στη κορυφή αυτής της λίστας, υποψηφίων προς αποχώρηση, κρατών. Σε λίγο θα έχει δημόσιο χρέος μεγαλύτερο του 150% του ΑΕΠ της, με μια οικονομία που συρρικνώθηκε κατά 4% μέσα στο 2010. Πάσχει εδώ και πολύ καιρό από διαφθορά, και έχει τη μεγαλύτερη παραοικονομία στην ΕΕ. Η συμμετοχή των εργαζομένων είναι μικρή, και τα ασφαλιστικά της συστήματα από τα πιο γενναιόδωρα. Τέλος, έχει έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες κατανάλωσης στην Ευρώπη. Οι Έλληνες κάνουν ηρωικές προσπάθειες εδώ και 6 μήνες για να διορθώσουν τα δημοσιονομικά τους, όμως αυτό δεν αρκεί για να καλύψουν τα ανυπέρβλητα χρέη τους.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη με την Ιρλανδία, και τώρα έχει σειρά και η Ισπανία, η οποία ωθείται από τους Ευρωπαίους εταίρους της στο να κάνει τα ίδια μοιραία λάθη με την Ιρλανδία. Η άνθηση των ακινήτων της είχε χρηματοδοτηθεί κυρίως από ξένους επενδυτές. Το καλό είναι πως οι μεγάλοι οικονομικοί θεσμοί της δείχνουν υγιείς. Αν η Ισπανία χειριστεί κατάλληλα το τραπεζικό της σύστημα, μπορεί και να αποφύγει τη χρεοκοπία.
Στην Ιταλία, η αναλογία χρέους ΑΕΠ είναι κοντά στο 125%. Αν και μια σοβαρή προσπάθεια μείωσης των δαπανών σε συνδυασμό με αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία μπορεί να διορθώσει τα πράγματα, κάτι τέτοιο φαντάζει πολιτικά αδύνατο. Είναι πολύ δύσκολο για τη κυβέρνηση της Ιταλίας να αντιμετωπίσει τις πολλές προκλήσεις.
Η ίδια πολιτική αδυναμία χαρακτηρίζει τη Γαλλία, το Βέλγιο, και την Πορτογαλία. Οι Γάλλοι ήδη απέδειξαν πως εξεγείρονται ακόμη και για μια μικρή αύξηση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης. Όμως θα πρέπει να συμβιβαστούν με πολύ σκληρότερα μέτρα, αν όντως θέλουν να ελέγξουν τη χαοτική δημοσιονομική τους πραγματικότητα.
Η μερική κατάρρευση του ευρώ είναι αναπόφευκτη, και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να εστιάσουν στο επόμενο βήμα. Η πρόκληση θα είναι να σχεδιάσουν τα πλαίσια για μια μελλοντική πιο βιώσιμη νομισματική ένωση, έτσι ώστε να λειτουργεί μόλις τα αποχωρήσαντα κράτη ανακάμψουν αρκετά ώστε να επανέλθουν. Η νέα ένωση θα πρέπει να είναι πολύ πιο ισχυρή από ότι η τρέχουσα.
Η Ευρώπη πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα ώστε να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες που πυροδοτούν τα τεράστια ελλείμματα. Και θα πρέπει επιτέλους να μπορεί να παίρνει μέτρα εναντίον εκείνων των χωρών που εκμεταλλεύονται τη παρουσία τους στην ευρωζώνη, συμπεριφερόμενες ανεύθυνα. Ένας από τους λόγους που η Ιταλία και η Ελλάδα δαπάνησαν τόσα πολλά, και τόσο αλόγιστα, είναι το γεγονός ότι τα επιτόκια μειώθηκαν δραματικά μόλις μπήκαν στην ΟΝΕ, κάνοντας την ελλειμματική δημοσιονομική πολιτική πιο ελκυστική. Μια νομισματική ένωση όμως, δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν είναι παράλληλα και δημοσιονομική ένωση.
Όμως, η δημοσιονομική μεταρρύθμιση δεν είναι από μόνη της αρκετή, χωρίς μέτρα που θα ενδυναμώσουν την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού Νότου. Κάποιες χώρες όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, και η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες στον διεθνή ανταγωνιστικό εμπορικό στίβο, αποτέλεσμα των δεσμευτικών συμβάσεων εργασίας, και της περιοριστικής εργασιακής τους νομοθεσίας. Για αυτό και σήμερα πάσχουν από μεγάλη ανεργία και λογιστικά ελλείμματα. Αν όλα αυτά δεν τεθούν υπό έλεγχο, θα προκαλέσουν μια μεγάλη πολιτική πυριτιδαποθήκη με μεγάλα οικονομικά χάσματα μεταξύ περιοχών της ΕΕ, που θα οδηγήσουν στην αποσύνθεση της Ένωσης.
Ο μόνος τρόπος για να διορθωθεί το πρόβλημα είναι να μετατραπεί η Νότιος Ευρώπη σε μια περιοχή που θα είναι φιλική προς την επιχειρηματικότητα (business-friendly). Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να μπορούν να απολύονται πιο εύκολα οι εργαζόμενοι, και επίσης να μπορούν ελεύθερα να μειώνονται τα ημερομίσθια. Επιπλέον, χρειάζεται να υπάρχουν λιγότερο γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα, αλλά και γνήσιες προσπάθειες καταπολέμησης της διαφθοράς, σε συνδυασμό με τη διευκόλυνση εισόδου διεθνών ανταγωνιστών. Μια νέα ευρωζώνη θα πρέπει να έχει τα παραπάνω ως απαραίτητους όρους προκειμένου κάποια χώρα να μπορεί να ενταχθεί σε αυτήν.
Ο ευρωπαϊκός χρηματοοικονομικός τομέας χρειάζεται αλλαγή. Πρέπει να εισαχθεί ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο, που θα δυσκολεύει τη κατάρρευση τραπεζών, μέσα από μια μέθοδο αξιόπιστης εκτίμησης των τραπεζικών ρίσκων που θα απαιτεί την ύπαρξη κεφαλαίων και ρευστότητας ανάλογων των όποιων ρίσκων. Αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες πολιτικές αντιμετώπισης των τραπεζικών κρίσεων, τότε οι πολιτικοί πάντα θα προτιμούν την εύκολη λύση της διάσωσης τους προκειμένου να αποφεύγεται το πλήρες και απρόβλεπτο οικονομικό χάος.
Σήμερα, οι πολιτικοί φοβούνται τη διαφάνεια στις τραπεζικές ζημιές, και συνήθως αποφεύγουν να κλείσουν χρεοκοπημένες τράπεζες για το φόβο δημιουργίας μιας συστημικής κρίσης. Τα προβλήματα της ευρωζώνης δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Η εξέλιξη εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη. Τα καλά νέα είναι ότι η ΕΕ διαθέτει τη πολιτική και οικονομική τεχνογνωσία για να θέσει τα θεμέλια μιας υγιούς και σταθερής ένωσης, το μεγάλο ερώτημα όμως παραμένει, αν η Ευρώπη διαθέτει την ανάλογη πολιτική θέληση για να το κάνει.