To ενδεδειγμένο λοιπόν άκρο αποτελεί ουσιαστικά το τριπλό κομβικό σημείο επαφής των ΑΟΖ Ελλάδος (ΝΑ), Κύπρου (Δ) και Αιγύπτου (Β) και προκύπτει εφ’ όσον συμπεριληφθεί στην ελληνική ΑΟΖ, όχι μόνο το Καστελλόριζο, αλλά το σύνολο του νησιωτικού συμπλέγματος και κυρίως η νήσος Στρογγύλη. Για να αντιληφθούμε την βαρύτητα που έχει ακόμα και η μικρότερη νησίδα-κατοικημένη ή κατοικήσιμη-του Αιγαίου Πελάγους, η μικρή αυτή νήσος ασκεί επιρροή σε μία θαλάσσια έκταση 5.855 km2(!), η οποία επιδιώκεται να αφαιρεθεί πάσει θυσία από την ελληνική ΑΟΖ, με απώτερο στόχο την διάσπαση του φύσει ενιαίου ελλαδοκυπριακού χώρου και την αυθαίρετη οριοθέτηση τουρκικής ΑΟΖ, που θα εφάπτεται με την αντίστοιχη της Αιγύπτου. Με πολύ απλά λόγια η ύπαρξη του τριπλού σημείου εξασφαλίζει για την Ελλάδα κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία οι ίδιες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν απεμπολήσει, και αποδεικνύει πως το Καστελλόριζο δεν είναι «κάπου στην Μεσόγειο» (Α. Νταβούτογλου), ούτε ανήκει σε κάποιο «ασαφές τοπίο ή διακεκαυμένη ζώνη» (Γ. Μανιάτης).
6. Ως γνωστόν, εξασκεί την απαρέγκλιτη επιδίωξή της για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μία επιδίωξη που εκδηλώνεται με την πάγια πρόθεσή της για εγκαθίδρυση διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας (=διχοτόμηση της Μεγαλονήσου μας και έμμεση τουρκοποίηση), με την αρωγή τόσο του Ο.Η.Ε., όσο και της ανεκδιήγητης ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Επίσης, προωθεί προκλητικά και απροκάλυπτα, από κοινού με την παράνομη τουρκοκυπριακή ηγεσία, ενέργειες για έρευνα και εντοπισμό υδρογονανθράκων στα «οικόπεδα» που αυθαιρέτως έχει ορίσει.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν συνοπτικά το ψηφιδωτό της επεκτατικής στρατηγικής των γειτόνων, την οποία είτε την αποκαλέσουμε νεο-οθωμανική, είτε κεμαλική, είτε απλά τουρκική, είναι η ίδια, διαχρονική και αμετακίνητη στρατηγική. Στην Ελλάδα εκφράζεται κατά κύριο λόγο από το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής, από τον εμποτισμένο με ανθελληνικό μένος ψευδομουφτή Ξάνθης Αχμέτ Μέτε(εκτουρκισμένος Πομάκος με καταγωγή από το πομακοχώρι Ωραίον Ξάνθης) και από τις καθ’ όλα αντισυνταγματικές οργανώσεις «Τουρκική Ένωση Ξάνθης (ΤΕΞ)», «Συμβουλευτική Επιτροπή Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης», «Σύλλογος Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης» και πολλές άλλες. Αξίζει να σημειωθεί πως οι πολυάριθμοι πράκτορες και εγκάθετοι αυτού του ιδιότυπου κράτους εν κράτει, που έχει εγκαθιδρύσει το εν λόγω προξενείο, δεν περιορίζουν την δράση τους αποκλειστικώς στην περιοχή της Θράκης, αλλά δραστηριοποιούνται ανεξέλεγκτοι σε όλες τις περιοχές ενδιαφέροντος της Τουρκίας.
β)Πρόταση για ανάληψη προσωπικής δράσεως κατά της τουρκικής επεκτατικότητος
Η αναφορά στις δράσεις της Τουρκίας ήταν αναγκαία για να κατανοήσουμε απόλυτα πως οι τουρκικές διεκδικήσεις στην Θράκη, στο Αιγαίο και στην «κατά την καθ’ ημάς θάλασσαν ευρισκομένη, Μεγαλόνησο» (Αγαθήμερος) είναι ζητήματα αρρήκτως συνδεδεμένα και μόνο ως τέτοια είμαστε υποχρεωμένοι να τα αντιμετωπίζουμε και να τα εξετάζουμε. Ο εξ ανατολών κίνδυνος συνεχίζει ακάθεκτος και απροκάλυπτα το έργο του για την επέκτασή του επί του ανατολικού τμήματος του ελλαδικού χώρου, σε συνδυασμό με την προσάρτηση της Ελληνικής Θράκης (της «τουρκικής Θράκης του Αιγαίου», σύμφωνα με τους γείτονες) και την τουρκοποίηση της Κύπρου μας.
Η ιστορία μάς έχει διδάξει πως η γεωγραφική θέση και η γεωπολιτική σημασία του σημερινού ελλαδικού χώρου, σε συνδυασμό με τα κατεχόμενα εδάφη της Μικράς Ασίας και την Κύπρο, έχει προκαλέσει στο παρελθόν μεγάλες γεωπολιτικές συγκρούσεις μεταξύ του Ελληνισμού και της Ανατολής. Θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο πως η Τουρκία, διατηρώντας τα αυτοκρατορικά αντανακλάστικά της, δεν θα αρκεστεί μόνο σε μία διχοτόμηση του ανατολικού ελλαδικού χώρου, αλλά όταν θα είναι γόνιμες για αυτήν οι συνθήκες θα επιδιώξει μία καθ’ ολοκληρίαν επέκτασή της στην αντίπερα όχθη του. Κατά αυτόν τον τρόπο θα έχει ολοκληρωθεί «το μεγάλο όραμα της ελληνοτουρκικής φιλίας».
Για να είμαστε ρεαλιστές, ο χώρος αυτός δύναται να «φιλοξενήσει» μόνο έναν: Είτε την Ελλάδα, είτε την Τουρκία. Αυτός ο «γίγας» με τα γυάλινα πόδια, η χώρα με την επίπλαστη και ανύπαρκτη εθνική ταυτότητα και συνοχή δεν ανήκει σε αυτή την γεωγραφική περιοχή. Αντιθέτως, αυτή η γη ήταν ανέκαθεν ελληνική και για να παραμείνει ελληνική οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε το ταχύτερο δυνατόν.
Έχουμε χρέος να πράξουμε τόσο την προσωπική όσο και την εθνική αυτοκρίτική μας και να αντιληφθούμε τις ιστορικές ευθύνες που αντιστοιχούν σε κάθε έναν από εμάς. Δεν υπάρχει πλέον κανένα απολύτως περιθώριο σιωπής και αδιαφορίας ενώπιον των εθνικών κινδύνων. Αν δεν ληφθεί αμέσως προσωπική δράση, ο Ελληνισμός κινδυνεύει με μία ακόμα μεγάλη συρρίκνωση, ως συνέπεια ενδεχομένου εκτόπισμού του από την γη και την θάλασσα που τον γέννησαν, την κοιτίδα του παναρχαίου πολίτισμού του.
Πρέπει να κατανοήσουμε άμεσα πως ήρθε η στιγμή που πρέπει να διεκδικήσουμε τα νομίμως καθορισμένα δίκαιά μας. Είμαστε υποχρεωμένοι ως απόγονοι ενδόξων ηρώων να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τόσο των προγόνων μας, όσο και των αγέννητων ψυχών των μελλοντικών γενεών, αφυπνίζοντας την αιωνίως παρούσα, ακατάβλητη και αδούλωτη ελληνική ψυχή και αναζωπυρώνοντας εντός μας το αθάνατο πυρ του αδογμάτιστου ελλανίου πνεύματος. Επαφίεται πλέον στην πατριωτική συνείδηση όλων ημών, η απαλλαγή μας από το αίσθημα υποταγής και νεοραγιαδισμού που μας έχει επιβληθεί, η αφύπνιση μας και η συνειδητοποίηση πως, ως πολιτικά όντα, εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να αποτρέψουμε την πορεία καταστροφής, να ανακτήσουμε της εθνική μας αξιοπρέπεια, να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και να αποκαταστήσουμε την εθνική υπόσταση της πατρίδος μας, προσδίδοντας της τον ρόλο που της αρμόζει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Η προσωπική μου πρόταση είναι απλή στην σκέψη, αλλά πολύ πιθανόν να εγείρει ενστάσεις και να θεωρηθεί δύσκολη στην εφαρμογή, λόγω της οικονομικής δυσχερείας. Πολλοί από εμάς ομολογουμένως, έχουμε ακόμη την πολυτέλεια να διαθέτουμε ή και να σπαταλάμε χρήματα και χρόνο σε υλικές απολαύσεις που προσφέρουν προσωπική ικανοποίηση, την ίδια στιγμή που η ελληνική κοινωνία βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ανέχεια και στην απελπισία. Ας αρχίσουμε πλέον να διαθέτουμε χρήμα και χρόνο σε εθνικά επωφελείς δραστηριότητες. Η δυσκολία σε αυτή την περίπτωση έγκειται στο γεγονός πως απαραίτητη προϋπόθεση για να εφαρμοστεί η παρακάτω πρόταση είναι η δική μας εσωτερική πνευματική ανάπλαση και αναγέννηση, η απέκδυση της προβιάς του (υπερ)καταναλωτή, η επίστροφή μας στη δωρική-ορθόδοξη προσέγγιση του λιτού και εναρέτου βίου, η αναβίωση εντός μας του επαναστατικού πνεύματος του Ρήγα Φεραίου, του Παύλου Μελά, του Ευαγόρα Παλληκαρίδη και η υιοθέτηση πνεύματος αυτοθυσίας και ανιδιοτελούς εθνικής προσφοράς. Όλα τα παραπάνω έχουν ως κοινή συνισταμένη την συνειδητοποίηση των εννοιών ΕΛΛΑΣ και ΕΛΛΗΝ και της τεραστίας ευθύνης που τις συνοδεύουν.
Ο αντίπαλος δρα συλλογικά και μεθοδικά, με αποκλειστικό γνώμονα την απόλυτη επιτυχία της απόστολής του. Θα τον αφήσουμε να αποδομεί δολίως την ιερή μας πατρίδα; Ποιός μπορεί φερ’ ειπείν να αποκλείσει την πιθανότητα οργανωμένης και μαζικής αποβάσεως Τούρκων πρακτόρων, ακόμη και λαθρομεταναστών, στην στρατηγικής σημασίας Μεγίστη, με σκοπό μία αναίμακτη κατάληψή της; Ας απαντήσουμε λοιπόν κι εμείς το ίδιο συλλογικά, μεθοδικά και προληπτικά και ας αποβάλλουμε επιτέλους αντιλήψεις που περιορίζουν το ένδιαφέρον μας αποκλειστικώς στα στενά γεωγραφικά όρια της περιοχής κατοικίας μας ή της ιδιαιτέρας πατρίδος μας. Έχουμε χρέος να επανενώσουμε εντός μας την ήδη κατακερματισμένη στον ίδιο μας τον νού ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ και κάθε κομμάτι της να το βιώσουμε σαν την ιδιαίτερή μας πατρίδα, σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής μας.
Προτείνεται λοιπόν, ως μία καλή αρχή, να επισκεφθούμε τις νευραλγικές περιοχές της ελληνικής επικρατείας και συγκεκριμένα τους τρεις νομούς της Θράκης μας, τις πανέμορφες και υπό διαδικασία τουρκοποιήσεως ορεινές πέριοχές της με τα λησμονημένα χριστιανικά χωριά (ναι υπάρχουν και αυτά!) και τα πομακοχώρια, καθώς και τα νησιά των Δωδεκανήσων (Κω, Τήλο, Χάλκη κλπ.), με προτεραιότητα φυσικά την Μεγίστη. Οι επαναστάσεις απαιτούν επαγρύπνηση και φυσική παρουσία. Οι εξ αποστάσεως δράσεις είναι σαφώς θετικές, ίσως όμως συχνά να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για την αναπαυμένη συνείδησή μας.
Όσοι έχουμε την δυνατότητα και τα μέσα να μεταβούμε σε αυτά τα μέρη, οφείλουμε να το πράξουμε. Μόνο με την φυσική μας παρουσία θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε αυτούς τους τόπους, να αφουγκραστούμε το υπέροχο φυσικό τους περιβάλλον, να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν και να διακηρύξουμε απλώς και μόνο με την πάρουσία μας την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητά τους. Οι ιδιωτικές επισκέψεις, ιδιαιτέρως την τρέχουσα περίοδο, είναι από μόνες τους μία επαναστατική κίνηση, η οποία θα δηλώσει πως είμαστε όντως διατεθειμένοι να μετουσιώσουμε σε πράξη τις σκέψεις, την θέληση και τον πόθο μας για υπεράσπιση της εθνικής μας κυριαρχίας.
Επιπροσθέτως, επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις η ζήτηση διαμορφώνει την προσφορά, θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε συλλογικά από τα ταξειδιωτικά πρακτορεία να εντάξουν το ταχύτερο δυνατόν στο πρόγραμμά τους οικονομικά προσιτές προς όλους επισκέψεις στις προαναφερθείσες περιοχές, προσελκύοντας και τους Έλληνες της ομογένειας, έτσι ώστε η προσέλευσή μας σε αυτές να αποκτήσει έναν πιο οργανωμένο και πανελλήνιο χαρακτήρα. Ειδικά στην περίπτωση της Μεγίστης θα αυξηθούν τόσο τα αεροπορικά όσο και τα ναυτικά δρομολόγια, θα επιλυθούν σταδιακώς τα μεγάλα προβλήματα στην τροφοδοσία και στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και θα πάψει πλέον η νήσος μας να βιώνει το καθεστώς της άγονης γραμμής.
Καλούνται επίσης οι Έλληνες άδερφοί μας από την Κύπρο να προσέλθουν οργανωμένα, σε συνεργασία με τα σωματεία και τις φοιτητικές οργανώσεις των εντός Ελλάδος Κυπρίων, τόσο στην Θράκη, όσο και στην Μεγίστη. Ο κυπριακός Ελληνισμός, έχοντας βιώσει την πιο πρόσφατη εμπειρία τουρκικής βαρβαρότητος, μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα-και ήδη το πράττει-στην ενεργοποίηση και δραστηριοποίηση εκείνης της μερίδας των μονίμων κατοίκων, η οποία είτε διατηρεί φοβικά σύνδρομα απέναντι στην Τουρκία, είτε έχει επαναπαυτεί και αδιαφορεί για τις διαχρονικές και δόλιες μεθοδεύσεις του τουρκικού επεκτατισμού, που επιδιώκει να επαναλάβει τα όσα έπραξε στην Κύπρο.
Η εθνική αλληλεγγύη, αν συνδυαστεί και με την παροχή κοινωνικής αλληλεγγύης και εθελοντικής προσφοράς, όπου ο καθένας θεωρεί πως έχει την δυνατότητα να συνεισφέρει, θα αναπτερώσει το ηθικό των μονίμων κατοίκων, ενώ εμείς θα γνωρίζουμε πλέον πως σε αυτά τα μέρη ζουν συμπάτριώτες μας, οι οποίοι δεν επέλεξαν την ασφάλεια και τις υλικές απολαύσεις ενός αστικού κέντρου ή γενικώς μία περιοχή μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αλλά αντιθέτως φυλάττουν Θερμοπύλες, συμφιλιωμένοι με την ιδέα μίας πιθανής τουρκικής επιθετικής κινήσεως. Επί καθημερινής βάσεως στερούνται πολλά από αυτά που θεωρούνται αναγκαία και δεδομένα για έναν κάτοικο που ζει μακριά από τις ακριτικές περιοχές, ώστε να διατηρείται η ελληνίς φωνή και οι γαλανόλευκες γραμμές με τον Σταυρό σε κάθε χιλιοστό της Ελλάδος. Ας τους αποδείξουμε πως υπάρχουν ακόμη Έλληνες πίσω από τα βουνά και πέρα από το πέλαγος. Σκεφτείτε πως θα μπορούσε στην θέση τους να βρισκόταν κάθε ένας από εμάς. Πάνω απ’ όλα όμως, αυτού του είδους η αντιμετώπιση εκ μέρους μας θα αποδείξει την ομόνοια και την αδιάσπαστη συνοχή που χαρακτηρίζει το ελληνικό έθνος ενώπιον των εθνικών κινδύνων και θα δοθεί η πιο ενδεδειγμένη απάντηση στις δόλιες μεθοδεύσεις της Τουρκίας.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν όλοι μας, με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε την εθνική αλληλεγγύη. Η παραπάνω πρόταση είναι ενδεικτική και θα αποτελούσε μία ιδανική αρχή. Δεν είναι ούτε ουτοπική, ούτε ανέφικτη. Οφείλουμε πάντοτε να έχουμε κατά νου τους ήρωες πρόγονούς μας, οι οποίοι ως γνήσιοι αδούλωτοι Έλληνες μετέτρεπαν το αδιανόητο σε ουτοπία, την ουτοπία σε όραμα και το όραμα σε πράξη. Αναμφίβολα, η έμφαση πάντων αυτές τις ζοφερές ημέρες δίδεται στην οικονομική διάσταση της κρίσεως. Οι εθνικοί κίνδυνοι όμως δεν πρέπει να παραβλέπονται και έχουμε χρέος να τους αναδεικνύουμε συνεχώς, γιατί δίχως πατρίδα και δη ελεύθερη, δεν νοείται για τον Έλληνα ζωή. Είναι στην ευχέρειά μας να αποδείξουμε πως είμαστε μία κοινωνία συνειδητοποιημένων πολιτών που θα αγωνιστεί για την διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και όχι μία καθοδηγούμενη και καθεύδουσα μάζα επιλησμόνων, εθελόδουλων και ριψάσπιδων που θα καταδικαστεί από την ιστορία του μέλλοντος, επειδή απουσίαζε την κρίσιμη ώρα της μάχης.