Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ο άνδρας είχε το δικαίωμα να άρχει εξ αιτίας «της φυσικής και διανοητικής του υπεροχής», ενώ η γυναίκα, έχοντας την αίσθηση της «τάξης» και το προσόν της «ομορφιάς», υποχρεωνόταν να υπακούει στις εντολές των αρσενικών και να συμμορφώνεται στους νόμους και τα ήθη, που επέβαλλε η ανδρική κοινωνία.
Στην Αθήνα της κλασικής εποχής υπήρχαν «γυναικονόμοι», κρατικοί επιστάτες, που επέβλεπαν και παρακολουθούσαν τις γυναίκες κατά την έξοδο τους από τον οίκο. Η ειδική αυτή υπηρεσία είχε καθιερωθεί από το πολίτευμα του Σόλωνος: Ακόμα και για τον περίπατο των γυναικών, για τα πένθη και τις εορτές επέβαλε νόμο, που απέτρεπε την αταξία και την απρέπεια. Απαγορευόταν η νυκτερινή έξοδος των γυναικών. «Έπρεπε να επιβαίνουν σε άμαξα μ΄ ένα λύχνο να φέγγει μπροστά»! (Πλούταρχος, Σόλων, 21). Κατά τον Αριστοτέλη οι «γυναικονόμοι» προορίζονταν αποκλειστικά για την τάξη των αριστοκρατών, «γιατί πώς είναι δυνατό να εμποδίζονται οι γυναίκες των φτωχών να βγαίνουν». (Πολιτικά, 1300 d).
|
Στην κλασική Αθήνα, οι γυναίκες των πολιτών δεν είχαν περισσότερα πολιτικά και δικαστικά δικαιώματα από τους δούλους. Είχαν χάσει τον σπουδαίο ρόλο, που έπαιζαν στη μινωική κοινωνία και που εν μέρει είχαν, φαίνεται, διατηρήσει και κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Στην παραπλεύρως εικόνα τερρακόττας από την Τανάγρα του τέλους του στ΄ αι. π.Χ. (μουσείο Λούβρου) φαίνεται γυναίκα να ζυμώνει Παρατηρείστε το ευπρεπές μακρύ φόρεμα και τον κότσο στα μαλλιά. (Robert Flacelière, «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων ελλήνων».) |
Ολότελα διαφορετικές η ανατροφή και η διαβίωση των θηλυκών στην κοινωνία της Σπάρτης. Το καθεστώς των λακεδαιμονίων θεμελιωνόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική ισχύ και η επιβίωση του σπαρτιατικού πληθυσμού εξασφαλιζόταν από τους πολέμους και τις διαρπαγές. Χρειαζόταν επομένως ένα δυναμικό στρατοκρατικό σύστημα. Οι άρρενες λακεδαιμόνιοι εκγυμνάζονταν από την παιδική τους ηλικία και εκπαιδεύονταν στα πλαίσια μιας βάναυσης πολεμοχαρούς πολιτικής. Καμμιά παιδεία, καμμιά πνευματική καλλιέργεια, καμμιά διδασκαλία σχετική με τα γράμματα, τις τέχνες, την ηθική. Για τη γεωργική παραγωγή καί τα τεχνικά έργα χρησιμοποιούσαν τους είλωτες.
Το στρατοκρατικό αυτό σύστημα επέβαλε και τη συστηματική εκγύμναση των κοριτσιών στους αθλητικούς χώρους, πλάι στους άρρενες συνομίληκούς τους, στο τρέξιμο, στη δισκοβολία, στο ακόντιο, στην πάλη. Σκοπός η ανάπτυξη εύρωστων σωμάτων, που θα εξασφάλιζαν τη γέννηση αντάξιων τέκνων, μελλοντικών ρωμαλέων στρατιωτικών. Η άσκηση αυτή και η σωματική ενδυνάμωση συντελούσαν επίσης στην αντοχή κατά τις ώδινες του τοκετού.
Για να κινούνται άνετα φορούσαν κοντούς χιτώνες, ανοιχτούς στο πλάι, που ανέμιζαν αποκαλύπτοντας τους μηρούς. Γι΄ αυτό τίς αποκαλούσαν, όπως γράφει ο Πλούταρχος, «φαινομηρίδες». Συμμετείχαν μισόγυμνες στις πομπές, και στους ναούς τραγουδούσαν και χόρευαν μπροστά στους νέους. Τις συνήθειες αυτές, που καθιερώθηκαν στη Σπάρτη για λόγους ευγονίας -για τη γέννηση άξιων πολεμιστών- στιγματίζει ο Ευριπίδης: «Κόρη της Σπάρτης φρόνιμη δεν γίνεται κι αν θέλει ακόμα. Αυτές, τα σπίτια αφήνοντας σε στάδια καί παλαίστρες τρέχουν με τους νιους με πέπλα ανεμισμένα καί γυμνά μεριά». (Ανδρομάχη, 597-598).
Οι ελευθεριότητες των κοριτσιών απέβλεπαν στον αισθησιακό ερεθισμό των νέων, που έσπευδαν να νυμφευθούν. Ήταν μια παρόρμηση του καθεστώτος για πληθυσμιακή διεύρυνση και απόκτηση νέων στρατιωτών. Η γαμήλια, ωστόσο, μεταχείριση των γυναικών ήταν βάναυση και απάνθρωπη, στυγνή βία, πραγματικός εξευτελισμός. Γράφει ο Πλούταρχος: «Στη Σπάρτη ό γάμος γινόταν με απαγωγή της νύφης. H λεγόμενη “νυμφεύτρια” της έκοβε σύρριζα τα μαλλιά, την έντυνε με ανδρικό ιμάτιο και την έκλεινε σε ένα σκοτεινό χώρο μ΄ ένα στρώμα από καλάμια. Ο γαμπρός, αφού δειπνούσε στα “συσσίτια”, ερχόταν, πλάγιαζε λίγο μαζί της κι υστέρα έφευγε, για να κοιμηθεί στο υπνωτήριο με τους συνομίληκούς του. Η συνάντηση γινόταν πάντοτε στο σκοτάδι, κλεφτά, κι ο τοκετός πραγματοποιόταν πριν ο σύζυγος αντικρύσει τη γυναίκα του στο φως της μέρας»! (Πλούταρχος, Λυκούργος, 15).
Κατά τη νομοθεσία του Λυκούργου τα παιδιά δεν ανήκαν στους γονείς, αλλά στην πόλη καί εκείνο, που είχε σημασία για τη σπαρτιατική εξουσία ήταν να γεννηθούν τέκνα κατάλληλα για πόλεμο, όπως κατά την περίοδο του χιτλερικού φασισμού στη Γερμανία. Επέτρεπε γι αυτό στους άνδρες να οδηγούν στη συζυγική κλίνη κάποιον άλλο που θαύμαζαν καί να συνευρεθεί με τη γυναίκα του, με σκοπό την καλύτερη παιδοποιία. Θεωρούσε ανοησία καί ελαφρότητα -«αβελτηρίαν και τύφον»- ο Λυκούργος την επιμονή του συζυγικού ζεύγους να αποκτούν δικά τους παιδιά και να αξιώνουν αμοιβαία πίστη καί αφοσίωση. Και υπενθύμιζε, ότι τις σκύλες και τις φοράδες τις οδηγούν στους καλύτερους επιβήτορες! (Πλούταρχος, Λυκούργος, 15).
Οι έλληνες της Ιωνίας, ιστορεί ο γερμανός Βeloch, υπό την επίδραση των γειτονικών λαών της Μ. Ασίας, εγκαινίασαν τον αποκλεισμό των γυναικών από τον δημόσιο βίο και τον εγκλεισμό τους στον «οίκο». Οι αθηναίοι υιοθέτησαν την πρακτική των ιώνων. Ωστόσο, στίς μη ιωνικές περιοχές, οι γυναίκες διατηρούσαν τις ελευθερίες της ομηρικής εποχής. (Griechische Geschichte, 1893, τ. Α΄, σ. 406 κ.ε.)
Χαρακτηριστικό της ανδροκρατικής συμπεριφοράς απέναντι στη γυναίκα είναι η φράση του ποιητή εκ Μεγάρων Θέογνι (στ΄ αι. π.Χ.): «Μισώ τις γυναίκες, που τριγυρίζουν και παραμελούν το νοικοκυριό». Κατά τον Μένανδρο η «επικράτεια» των γυναικών φτάνει ως την εξώπορτα του σπιτιού!
Ο περιορισμός των γυναικών καθιερώθηκε στην Αθήνα κατά τον ε΄ αι. π.Χ. παράλληλα με τη θεμελίωση των δημοκρατικών ιδεωδών και της ελευθερίας. Οι αθηναίοι άνδρες στρέφονταν προς τις «εταίρες», πού είχαν τις δυνατότητες για μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια, κάτι εντελώς άγνωστο στίς έγκλειστες γυναίκες. Οι εταίρες έπαιζαν σημαντικό ρολό στην αθηναϊκή κοινωνία, καθώς αποτελούσαν ερωτικές συντρόφους των ανδρών της εξουσίας.
Οι γυναίκες τού αρχαίου ελληνικού κόσμου αντιμετωπίζονταν ως αναγκαίο κακό και ο έρωτας είχε στόχο αποκλειστικά τις εταίρες. Μόνο εκείνες είχαν προσβάσεις στην παιδεία, ενώ οι άλλες γυναίκες ζούσαν στον «γυναικωνίτη», όπως τα μεταγενέστερα θηλυκά της Ανατολής στη δουλεία των χαρεμιών. Στον αρχαίο κόσμο η γυναίκα θεωρείται κατώτερο όν, από φυσικού της, παραμελημένη σε όλους τους τομείς, ανίκανη για ανάμιξη στα κοινά, με έμφυτη τάση προς το κακό και προορισμένη αποκλειστικά για την αναπαραγωγή και τις ανδρικές απολαύσεις. Κατά την επικρατούσα αντίληψη, από πλευράς ικανοτήτων, ταυτιζόταν σχεδόν με τους δούλους. Η εκπαίδευση των κοριτσιών γινόταν από τις μητέρες και τις τροφούς καί περιοριζόταν αποκλειστικά στο νοικοκυριό, στο γνέσιμο, στο πλέξιμο, στον αργαλειό και τις άλλες γυναικείες απασχολήσεις. Δεν υπήρχαν γι΄ αυτό γυναίκες εγγράμματες και πεπαιδευμένες, εκτός από μερικές εταίρες. Ο «γυναικωνίτης», μπορεί να μην ήταν φυλακή ή εφτασφράγιστο χαρέμι, αποτελούσε όμως, ένα χώρο ισόβιου περιορισμού των θηλυκών σε ένα τμήμα της οικογενειακής κατοικίας.
Οι γυναίκες ασχολούνταν με τις οικιακές εργασίες. Δύσκολα περνούσαν το κατώφλι της εξωτερικής πόρτας του σπιτιού τους. Ζούσαν μακρυά από τα βλέμματα των ανδρών περιορισμένες στο γυναικωνίτη. Στην εικόνα φαίνεται γυναίκα (με ευπρεπή ένδυση και κόμμωση) να βάζει ρούχα σε ιματιοθήκη. (Τερρακόττα, 470 - 450 π.Χ., μουσείο Τάραντα). | |
Στις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες προβάλλονται με τον άλφα ή βήτα τρόπο και γυναίκες, αλλά από άνδρες συγγραφείς και οι θεατρικές παραστάσεις απευθύνονταν στο ανδρικό κοινό. Παντού κυριαρχούσε η ιδεολογία του αρσενικού. Ο Αριστοφάνης εμφανίζει στα έργα του μια διαφορετική εικόνα των γυναικών της Αθήνας, άσχετη συνήθως με την πραγματικότητα. Γενικά, οι κωμωδίες και τα άλλα θεατρικά και λογοτεχνικά έργα δεν εξεικονίζουν με εγκυρότητα την κοινωνική ζωή, ούτε αποτελούν έγκυρες ιστορικές πηγές.
Οι γυναίκες αποκλείονταν από τίς συνελεύσεις και τη λήψη αποφάσεων. Ήταν περιορισμένες στον οίκο και υποταγμένες στον άνδρα. Ιδού οι απόψεις των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, ποιητών και στοχαστών για το γυναικείο φύλο. Κατά τον Αριστοτέλη τα ήμερα ζώα είναι ανώτερα των αγρίων, αφού δέχονται να κυριαρχούνται από τους ανθρώπους, γιατί έτσι προστατεύουν τη ζωή τους. Το ίδιο ισχύει και στις σχέσεις ανδρών καί γυναικών. Το αρσενικό είναι ανώτερο όν και το θηλυκό κατώτερο, το πρώτο είναι αυθέντης, το δεύτερο υποτελής. (Πολιτικά, 1254 b).
Κατά τον Ευριπίδη, η γυναίκα δεν γίνεται καλή με τη μόρφωση. Πρέπει να ασχολείται με χειρωνακτικές αποκλειστικά εργασίες, να μαγειρεύει φαγητά, ν΄ ασχολείται με το πλέξιμο, τον αργαλειό, το κέντημα.
Πολυάριθμες οι ιερόδουλες του ναού της Αφροδίτης στον Ακροκόρινθο. Κατά τον Στράβωνα πάνω από χίλιες ιερόδουλες εκδίδονταν στον ναο-πορνείο. Σημαντική πηγή πλούτου για την Κόρινθο η έκπορνευσή τους, γιατί στην πόλη κατέφευγαν πλήθη επισκεπτών με αναρίθμητα πλοία, που κατέπλεαν στα δύο λιμάνια. Η γνωστή αρχαία παροιμία «ου παντός πλείν εις Κόρινθον» αναφέρεται στις μεγάλες αμοιβές, που αξίωναν οι ιερόδουλες από τους επισκέπτες, κυρίως ναυτικούς. (Στράβων, Γεωγραφικά, Η΄ 378).
Μερικές ήταν προσφορές ιδιωτών προς τη θεά. Η λατρεία της Αφροδίτης κυριαρχούσε στην Κόρινθο. Ο Πίνδαρος, στον 13ο «Ολυμπιακό» του, αναφέρεται σε κάποιον Κορίνθιο αθλητή -Ξενοφών το όνομα του- που ύστερα από τη νίκη του στο πένταθλο, χάρισε στο ναό της Αφροδίτης ένα κοπάδι από πενήντα ιερόδουλες! Το είχε υποσχεθεί στη θεά πριν από τους αγώνες. Κατά τον Αθήναιο, μετά τη νίκη του, οδήγησε στο ναό του Ακροκορίνθου εκατό πόρνες λέγοντας στη θεά: «Βασίλισσα της Κύπρου! Ο Ξενοφών έφερε στο άλσος σου εκατό φοράδες να βοσκήσουν, εκπληρώνοντας το τάμα του». (ΧΙΙΙ, 573 f - 574 a).
Κατά τον Αθήναιο, η Κόρινθος συναγωνιζόταν την Αθήνα στον αριθμό των πόρνων. O Σόλων αγόρασε πλήθος γυναικών, άνοιξε στην πόλη δημόσια πορνεία και αφιέρωσε ένα ναό στην Πάνδημο Αφροδίτη. Σ΄ αυτά τα πορνεία -«επί τοίσι πορνείοισιν»- γράφει ο ποιητής Ξέναρχος στο έργο του «Πένταθλον», οι γυναίκες περίμεναν τους εφήβους γυμνόστηθες. Οι δαπάνες του ναού της Πανδήμου Αφροδίτης και τα έξοδα συντήρησης καλύπτονταν από τις εισπράξεις των πόρνων στους κακόφημους οίκους. Θρησκεία και πορνεία συμπορεύονταν - κοινά συμφέροντα, κοινά κέρδη...
Και η εταίρα Ασπασία του Περικλέους, πρωτοστατούσε στη διάδοση της πορνείας. Φρόντιζε για την εισαγωγή πολυάριθμων όμορφων θηλυκών, έτσι που η Ελλάδα πλημμύρισε από πόρνες. (Αθήναιος, XIII, 569 f). Εξ αιτίας μάλιστα του πορνοεμπορίου της Ασπασίας ξέσπασε o πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Μεγαρέων. Μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι έκλεψαν μια πόρνη από τα Μέγαρα, τη Σιμαίθα. Oργίσθηκαν οι Μεγαρίτες κι έκλεψαν, με τη σειρά τους, δύο πόρνες της Ασπασίας. (Αριστοφάνης, Αχαρνής, 524 κ.ε.). Θύμωσε ο Περικλής κι έλαβε καταστροφικά μέτρα κατά των Μεγαρέων. Αυτή θεωρείται και η πραγματική αιτία του πελοποννησιακού πολέμου.
Η έξοδος των γυναικών από την κατοικία - φυλακή γινόταν μόνο για συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές, για προσκύνημα σε ναό ή σε κάποια κηδεία συγγενικού προσώπου. Τα κορίτσια έπρεπε να συνοδεύονται από τους γονείς ή από ηλικιωμένους. Οι γυναίκες προσέρχονταν κυρίως στα θεσμοφόρια, όπου έκλαιγαν για την αρπαγή της Περσεφόνης από τον θεό του Άδη και για το πένθος τής μητέρας της, τής Δήμητρας κι έπειτα εόρταζαν την επιστροφή της στη γη. Για την έξοδο των γυναικών έλεγε ο Αθηναίος ρήτορας Υπερείδης: «Η γυναίκα πού βγαίνει στο δρόμο πρέπει να έχει τέτοια ηλικία, που οι διαβάτες να μη ρωτάνε τίνος σύζυγος είναι αυτή, αλλά τίνος είναι μητέρα!» (Στοβαίος, ΟΔ΄ 33). Η μοίρα της γυναίκας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν να γίνει σύζυγος, εταίρα ή δούλη.
Τη λατρεία των θεαινών καί τις σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις φρόντιζαν στην αρχαία Ελλάδα αποκλειστικά οι ιέρειες. Στη Ρώμη, οι αντίστοιχες ιέρειες ονομάζονταν Εστιάδες (Vestales). Έπρεπε να είναι καi να παραμείνουν παρθένες σ΄ ολόκληρο τον ιερατικό τους βίο. Κάθε αμάρτημα τούς οδηγούσε σε άγριο ξυλοδαρμό από τον pontifex maximus, τον αρχιερέα. Όποια Εστίας έχανε την παρθενία της ενταφιαζόταν ζωντανή. Κατασκεύαζαν μια υπόγεια κάμαρα με κλίνη καi αναμμένο λύχνο, κατέβαζαν την αμαρτωλή δεμένη με λουριά στην κρύπτη του θανάτου, αφαιρούσαν την κλίμακα καi κάλυπταν την είσοδο με πέτρες καί χώματα. Έτσι, γράφει o Πλούταρχος, τιμωρούνται όσες παραβιάζουν την ιερή παρθενία. (Bίοι Παράλληλοι, Νουμάς, 10). Υπάρχουν αρχαίοι συγγραφείς, που αναφέρονται σε γυναικείες προσωπικότητες. Όλες όμως οι προβαλλόμενες και υμνολογούμενες ανήκαν στους κύκλους της εξουσίας.
|
Αρχαίες ελληνίδες με μαντήλα. |
Η υβριστική, καταφρονητική και εμπαικτική συμπεριφορά απέναντι στο γυναικείο φύλο κυριαρχεί στα περισσότερα αρχαία κείμενα. Ακολουθεί μια επιλογή αποφθεγμάτων μισογυνισμού και χλεύης.
Ο Όμηρος ορίζει ποιές πρέπει να είναι οι γυναικείες απασχολήσεις:
«Και συ στην κάμαρα σου πήγαινε και τις δουλειές του κοίτα,
τον αργαλειό, τη ρόκα, πρόσταξε τις βάγιες να δουλεύουν
τα πολλά λόγια δεν ταιριάζουνε παρά στους άνδρες μόνο». (Οδύσσεια, α΄ 356-359).
Ο μισογυνισμός κυριαρχεί στα ποιητικά έργα του Ησιόδου:
«Πρώτα - πρώτα σπίτι ν΄ αποχτήσεις, γυναίκα και δυό καματερά. Γυναίκα ν΄ αγοράσεις κι όχι να την παντρευτείς, έτσι που να μπορεί ν΄ ακολουθήσει τα βόδια». (Έργα και Ημέραι, 405 - 406).
«Και μη σου πάρει τα μυαλά καμμιά γυναίκα, που κουνάει τα πισινά της. Η κολακεία της η γλυκειά σ΄ άλλο από το βίος σου δεν αποβλέπει. Γιατί όποιος γυναίκα εμπιστευθεί σε κλέφτη εμπιστεύεται». (Έργα και Ημέραι, 373 - 375).
«Φριχτή είναι των γυναικών η ρίζα κι η φάρα τους μεγάλη συμφορά για τους ανθρώπους». (Θεογονία, 591 - 592).
«Ο ψυχοπομπός Ερμής, ο Αργειοφόντης, έβαλε την ψευτιά στο στήθος της γυναίκας και τα γλυκόλογα και την κατεργαριά».(Έργα και Ημέραι, 78 - 79).
«Δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο απ΄ την κακή γυναίκα, που όλο στο φαΐ έχει το νου της και τον άντρα της σιγοκαίει χωρίς δαυλί και σε άραχλα γεράματα τον ρίχνει». (Έργα και Ημέραι, 703 - 705).
«Μ΄ αν μπλέξεις με κανένα τρελλοκόριτσο γυναίκας, όσο θα ζεις θα φέρνεις μέσα σου μια πίκρα, που στιγμή απ΄ την καρδιά κι απ΄ την ψυχή σου δεν θα ξεκολλάει και, να το ξέρεις, πως γιατρειά στη συμφορά την τέτοια δεν υπάρχει.» (Θεογονία, 607 - 612).
|
Νεαρή κοπέλα εκπαιδευόμενη για ιέρεια της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα: Ευπρεπές μακρύ φόρεμα, μαζεμένα μαλλιά, χαμηλοβλεπούσα με ευσεβές ύφος. Ολόιδια με τις σημερινές χριστιανές θεούσες. (Μουσείο Βραυρώνας). |
Ο ποιητής Σιμωνίδης ο Αμοργίνος, ο ιαμβογράφος του ζ΄ αι. π.Χ., ήταν ο δεύτερος μετά τον Ησίοδο πολέμιος του γένους των γυναικών. Στον περίφημο «Ίαμβο κατά γυναικών» απαριθμεί δέκα τύπους γυναικών. Οι οκτώ προέρχονται από ζώα (γουρούνα, αλεπού, σκύλα, γαϊδάρα, νυφίτσα, φοράδα, μαϊμού και μέλισσα) και οι δύο από γη και θάλασσα. Μόνο η μέλισσα αποτελεί ευνοϊκή και επαινετική παραδοχή. Τα υπόλοιπα αποτελούν υβριστικούς και βάναυσους ισχυρισμούς, ότι η γυναίκα είναι συμφορά, μέγα δεινόν. Βρωμιάρα, πανούργα, κατεργάρα, χαζή, ανεμοδούρα, φαγού, αμαρτωλή, λάγνα και γελοία.
Κατά τον Ησίοδο η Πανδώρα πλάσθηκε από γη καί νερό, ενώ κατά τον Σιμωνίδη μιά ξεφύτρωσε από τη γη και μιά από τη θάλασσα. Η γήινη δεν αποτελεί απλώς κακόν, αλλά καί «πηρόν», πνευματική σακάτισσα. Ηλίθια και αναίσθητη, όπως η Πανδώρα, ξέρει μόνο να χάφτει.
Μάστιγα και συμφορά και η γυναίκα που βγήκε από τη θάλασσα -ειρωνεύεται τη γέννηση της Αφροδίτης. Τα χαρακτηριστικά αυτού του θηλυκού είναι η «φιλότης», το πάθος για σμίξιμο με αρσενικό και «η απάτη, που συνοδεύει τον αφρό». Η γυναίκα είναι πλασμένη με μορφή θεάς, αλλά με μυαλό σκύλας. Έχει όμορφη όψη, αλλά αλλοίμονο σε κείνον πού τη συντροφεύει.
Κατά το Σιμωνίδη είναι γυναίκα - γουρούνα πού κυλιέται στη λάσπη. Η πρώτη γυναίκα, καθισμένη πλάι στις βρωμιές, παχαίνει, η άλλη κάθεται κι όλο τρώει. Η γυναίκα του Ησίοδου είναι «πυγοστόλος», -κουνάει τα πισινά της- (Έργα και Ημέραι, 373), του Σιμωνίδη είναι μαϊμού - χωρίς πισινά. Από τη γουρούνα ως τη μαϊμού το θηλυκό εξεικονίζεται σε διάφορα «φύλα», καταραμένες ράτσες, πού ζουν ανάμεσα στους άνδρες.
Ο Πιττακός ο Μυτιληναίος, ένας από τους επτά σοφούς (ζ΄- στ.΄ αι. π.Χ.): Ρώτησε κάποιος τον Πιττακό, γιατί δεν ήθελε να νυμφευθεί. Κι εκείνος απάντησε: «Αν πάρω όμορφη θα την έχω με τους άλλους, αν πάρω άσχημη θα την έχω ως τιμωρία».
Ο αθηναίος νομοθέτης Σόλων (ζ΄ - στ΄ αι. π. Χ.): «Κάποιος συμβούλευσε τον Σόλωνα να επιβάλει πρόστιμο στους άγαμους. Κι εκείνος απάντησε: “Άνθρωπέ μου, είναι βαρύ φορτίο ή γυναίκα». (Στοβαίος, ΞΗ΄ 33).
Ο σάμιος φιλόσοφος Πυθαγόρας (στ΄ αι. π.Χ.): «Κακό πράμα οι γυναίκες. Αλλά, συμπατριώτες μου, δεν υπάρχει σπίτι χωρίς κακό». «Ο γάμος είναι αναγκαίο κακό. Χαρούμενη η ζωή χωρίς γάμο».
Ο εφέσιος ποιητής Ιππώναξ (στ΄ αι. π.Χ.): «Δύο μέρες της γυναίκας είναι οι πιό γλυκειές, του γάμου η μία και η άλλη της κηδείας της». (Στοβαίος, ΞΗ΄ 8).
Ο αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης (ε΄ αι. π.Χ.):
«Οι άνδρες πρέπει να πειθαρχούν στους νόμους της πόλης και οι γυναίκες στα ήθη των συζύγων τους».
«Προτιμότερο να ζεί κανείς με δράκο, παρά με γυναίκα. Και πρέπει να φοβόμαστε πολύ περισσότερο τον έρωτα της γυναίκας, παρά το μίσος του άνδρα».
«Πρέπει να παντρεύεται ο άνδρας; Ό,τι και να κάνει, θα μετανοιώσει». (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι και γνώμαι των εν Φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, κεφ. Σωκράτης, 33).
Ο αβδηρίτης σοφιστής Πρωταγόρας (ε΄ αι. π.Χ.):
«Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη γυναίκα, ούτε από την καλή γυναίκα».
Ο Ιπποκράτης, ο μέγας πρωτοπόρος της Ιατρικής (ε΄ αι. π.Χ.):
«Τη γυναίκα πρέπει να τη συγκρατεί κανείς στη φρονιμάδα. Γιατί από φυσικού της έχει κάτι ακόλαστο μέσα της, που αν δεν κλαδεύεται καθημερινά, θρασομανάει σαν τα κλαδιά των δέντρων».
Ο ποιητής Επίχαρμος (ε΄ αι. π.Χ.):
«Στην ένδοξη τη γη μας τίποτα πιο επαχθές από τη γυναίκα. Το ξέρει ο παθός· καλότυχος αυτός, που δεν το ξέρει».(Στοβαίος, ΞΗ΄ 9).
Ο ιστορικός Ηρόδοτος (ε΄ αι. π.Χ.):
«Βγάζοντας το μισοφόρι της η γυναίκα γδύνεται κι από τη ντροπή».
Ο ιστορικός Θουκυδίδης (ε΄ αι. π.Χ.). Απόσπασμα από τον Επιτάφιο του Περικλέους (απευθύνεται στις χήρες του πελοποννησιακού πολέμου):
«Για σας μεγάλη δόξα θα είναι να μη φανείτε κατώτερες του προορισμού σας -της σιωπηλής και αθόρυβης οικιακής εργασίας- καί να γίνεται όσο πιο λιγότερο λόγος για την αρετή καί τα ελαττώματά σας ανάμεσα στους άνδρες». (Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 45).
Ο φιλόσοφος Δημόκριτος (ε΄ αι. π.Χ.):
«Τα λίγα λόγια είναι το στολίδι της γυναίκας».
«Η γυναίκα είναι ικανότερη από τον άνδρα στο κακό».
Κατά τον Ξενοφώντα, τον ιστορικό του ε΄ αι. π.Χ., οι άνδρες ασχολούνται με τα εκτός του οίκου και οι γυναίκες αποκλειστικά με τα νοικοκυριά. Και τονίζει, ότι αποτελεί καταισχύνη να παραμένει στο σπίτι ο άνδρας. (Οικονομικός, Ζ΄ 30.)
Και για την αγωγή του κοριτσιού:
«Να βλέπει όσο γίνεται λιγότερα, να ακούει όσο το δυνατόν λιγότερα και να θέτει όσο πιό λιγότερες ερωτήσεις. Αποστολή του: Να φροντίζει για το σπίτι και να υπηρετεί τον άντρα του.» (Οικονομικός, Ζ΄ 6.)
Ο Πλάτων συμμερίζεται την ιδέα ενός αποκλειστικά αρσενικού κόσμου. Υποστηρίζει, ότι η Φιλοσοφία είναι έργο αποκλειστικά των ανδρών.
Ο Ευριπίδης, ο τραγικός ποιητής του ε΄ αι. π.Χ. ξεχωρίζει γιά τη σκληρότητα τού μισογυνισμού του και τις πολυάριθμες επιθετικές, υβριστικές και καταφρονητικές αναφορές στο θήλυ γένος. Θεωρεί παράλογη την ύπαρξη γυναικών στον κόσμο: «Δία, γιατί έβγαλες στο φώς του ήλιου αυτό το κίβδηλο κακό, τις γυναίκες;» (Ιππόλυτος, 616 - 617).
«Πάντα αφορμή για συμφορές είναι οι γυναίκες, γιά να ρίχνουν τους άνδρες σε μαύρη δυστυχία». (Ορέστης, 605 - 606).
«Η φρόνιμη γυναίκα είναι πάντοτε δούλα του άντρα της.» (Οιδίπους, Στοβαίος, ΞΘ΄ 18.)
«Οι γυναίκες είναι τα πιό ανίκανα για το καλό πλάσματα, ενώ γιά όλα τα κακά είναι τα πιό ικανά και σοφά». (Μήδεια, 408 - 409).
Την τάση των γυναικών να ρέπουν προς τη μεταφυσική και τη θεοκρατία στηλιτεύει ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Επτά επί Θήβας», όπου ο Ετεοκλής απευθυνόμενος προς τις γυναίκες του παλατιού, που θρηνούν κατά την πολιορκία, λέει: «Εσάς ρωτάω, ζωντόβολα ανυπόφορα... Στων θεών τα αγάλματα γονατίζετε, σκούζετε και χουγιάζετε σαν παλαβές». (Στο εικονιζόμενο ανάγλυφο μαντηλοφορούσα ευσεβής γυναίκα καίει θυμίαμα). | |
Η σειρά του Σοφοκλή: «Η σιωπή είναι το κόσμημα για τις γυναίκες». (Αίας, 293).
«Η ζωή ενός άνδρα αξίζει περισσότερο από τη ζωή χιλίων γυναικών». «Της γυναίκας ο όρκος γραμμένος πάνω στο νερό». (Σοφοκλής, Αποσπάσματα, 742).
«Άλλη χειρότερη απ΄ τη γυναίκα δεν υπάρχει στους ανθρώπους συμφορά, ούτε θα υπάρξει». (Σοφοκλής, Αποσπάσματα, Στοβαίος, 51).
Και ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του βάλλει με περιφρονητικά και σκωπτικά σχόλια κατά του γυναικείου φύλου, π.χ.: «Δεν υπάρχει στον κόσμο πιό ακαταμάχητο θεριό από τη γυναίκα». (Λυσιστράτη).
Επιθετικός και βάναυσος κατά των γυναικών και ο κωμωδιογράφος Μένανδρος (γ΄ αι. π.Χ.): «Η γυναίκα πρέπει να είναι πάντα δεύτερη και νάχει σ΄ όλα αρχηγό τον άνδρα. Σπίτι, που κυβερνάει γυναίκα, χάνεται». (Υποβολιμαίος, απόσπ., 422, Στοβαίος, ΟΔ΄ 51.)
«Θάλασσα και φωτιά δυό κακά και τρίτο η γυναίκα». (Γνώμαι μονόστιχοι, 231).
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης: «Ο άνδρας είναι πιό δίκαιος, πιό γενναίος και σε όλα καλύτερος από τη γυναίκα». (Φυσιογνωμικά, 841 α).
Παρά το καταιγιστικό υβρεολόγιο, τις λοιδωρίες και τους προπηλακισμούς κατά των γυναικών στον αρχαιοελληνικό κόσμο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα, υπήρξαν και μερικές γενναίες φωνές, που υποστήριζαν την ισοτιμία και τον αλληλοσεβασμό των δύο φύλων. Κατά τον Αριστοτέλη η ισοτιμία πρέπει να νομοθετηθεί και να κατοχυρωθεί σε όλες τις πόλεις (αναφέρεται στους σπαρτιάτες και τις λάκαινες). «Όπως το σπίτι απαρτίζεται από δύο μέρη, τον άνδρα και τη γυναίκα, έτσι και η πόλη πρέπει να θεωρείται χωρισμένη σε δύο, στον πληθυσμό των ανδρών και στον πληθυσμό των γυναικών. Επομένως, στις πόλεις, όπου υιοθετούν εχθρική στάση απέναντι των γυναικών, ο νομοθέτης αδιαφορεί για τον μισό πληθυσμό». Και προβάλλει ως παράδειγμα τη Σπάρτη, όπου οι γυναίκες, εξ αιτίας των συνεχών εκστρατειώ, εκτροχιάζονται. «Ρέπουν στην ανηθικότητα και διάγουν βίο τρυφηλό και ακόλαστο». Γράφει επίσης, ότι στους λακεδαιμόνιους επικρατεί γυναικοκρατία. Και αναρωτιέται: Τί σημασία έχει άν κυβερνούν οι γυναίκες ή οι άνδρες; Και στις δύο περιπτώσεις τα ίδια συμβαίνουν». (Πολιτικά, 1269 b).
Υπήρχαν και φανατικοί πολέμιοι του μισογυνισμού, οι πυθαγόρειοι, που υποστήριζαν, ότι η γυναίκα είναι το θεμέλιο του οίκου. Κατά τον Ιάμβλιχο, ο Πυθαγόρας χαρακτήριζε τις γυναίκες «δίκαιες», γιατί είναι πρόθυμες να μοιράσουν τα αγαθά τους με γενναιοδωρία. Κατά την πυθαγόρεια φιλόσοφο Περικτυόνη, η γυναίκα δεν είναι μόνον δίκαιη, αλλά και γενναία.
Ένας άλλος πυθαγόρειος, ο Φιντίας, μιλούσε για τη σωφροσύνη των γυναικών. Κατά τους πυθαγόρειους η κυριότερη αρετή της γυναίκας είναι η μετριοφροσύνη. Υπάρχουν επίσης αρετές κοινές και στα δύο φύλα. (Στοβαίος, Εκλογαί, 2, 123).
Στο ελληνικό πολυθεϊστικό σύστημα κυριαρχεί το αρσενικό, που ελέγχει τα πάντα -στον ουρανό ο Δίας, στη γη οι άνδρες. Καμμιά εκδοχή για ισότητα των δύο φύλων. Ωστόσο, η ελληνική κοινωνία, παρά το μισογυνισμό που επικρατούσε, αποδέχθηκε την παντοδυναμία της θηλυκής θεότητας, της Δήμητρας, θεάς της γονιμότητας. Στα Ελευσίνια μυστήρια, όπου λατρευόταν η Δήμητρα και η Περσεφόνη, συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες, ακόμα και δούλοι. Ήταν το στοιχείο της γεωργικής παραγωγής, που κυριαρχούσε. Στα Θεσμοφόρια όμως, έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες. Συμβόλιζαν τη δύναμη των θηλυκών στην επιβίωση της πόλης με την παραγωγή τροφίμων και τη γέννηση νόμιμων κληρονόμων.
|
Σημείωση
To παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα του βιβλίου του Κυριάκου Σιμόπουλου: «Διδάγματα κοινωνικοπολιτικά των παροιμιών όλων των εθνών» (Αθήνα, 1996). Οι φωτογραφίες, ο τίτλος και οι υπ
|