α. αποτελεί η φοινικική γραφή "αλφάβητο";
Κατά τη Γλωσσολογία ως "αλφβάβητο" ορίζεται το «σύνολο συμβόλων με ωρισμένη σειρά και τάξη, που χρησιμεύουν για να αποδίδονται οι στοιχειώδεις φθόγγοι μιάς γλώσσας, με τον περιορισμό ο κάθε φθόγγος ν' αντιστοιχή σ' ένα μόνο σύμβολο και αντίστροφα». Στην αλφαβητική γραφή επομένως (δηλαδή τη γραφή των λαών της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας αλλά και άλλων περιοχών του πλανήτη) κάθε γράμμα αποδίδει ένα στοιχειώδη ήχο.
Τούτο δεν ισχύει στις ατελέστερες της αλφαβητικής συλλαβικές γραφές, στις οποίες κάθε σύμβολο αποδίδει μία συλλαβή (δύο ή και περισσότερους ήχους-φθόγγους), όπως π.χ. στις συλλαβικές ελληνικές γραφές Γραμμική Α και Β ένα σύμβολο αποδίδει τη συλλαβή κο (κ+ο), άλλο σύμβολο τη συλλαβή πο (π+ο) κ.ο.κ. Στη φοινικική γραφή (που διαθέτει μόνο σύμφωνα και κανένα φωνήεν), στα ελάχιστα διασωθέντα δείγματά της, η κατάσταση είναι ακόμα "χειρότερη", δεδομένου ότι κάθε σύμβολό της δεν αποδίδει ούτε κάν μία συγκεκριμένη συλλαβή, αλλά διαφορετικές, που το διάβασμά τους αφήνεται στην "έμπνευση" του αναγνώστη. Ετσι π.χ. ένα σύμφωνο μπορεί να διαβαστή ως μπα, μπου, μπε, μπι, μπο κ.ο.κ., ή κάποιο άλλο ως γκου, γκα, γκε, γκο κ.λπ. Επομένως, η φοινικική γραφή όχι μόνο δεν αποτελεί αλφάβητο, αλλά δεν είναι ούτε καν εξελιγμένη συλλαβική γραφή, του βαθμού τελειότητας των αντιστοίχων ελληνικών συλλαβαρίων.
Και είναι πράγματι καταπληκτικό το γεγονός, ότι έχει καθιερωθεί στην επιστήμη κατά τα τελευταία 150 χρόνια περίπου ο αντιφατικός όρος "φοινικικό αλφάβητο", προκειμένου για μία γραφή που δεν έχει καμμία σχέση με την αλφαβητική. Και είναι ακόμη πιο απίστευτη η επιβολή του επιστημονικού δόγματος, ότι το ελληνικό αλφάβητο προήλθε από το φοινικικό, το οποίο όχι μόνο δεν είναι αλφάβητο, αλλά είναι μία ατελέστερη γραφή από τις ελληνικές Γραμμικές Γραφές Α και Β. Για τους λόγους αυτούς κατά τον προσφάτως εκλιπόντα πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων Παν. Γεωργούντζο ο χαρακτηρισμός που έδωσε ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης στη φοινικική γραφή "οιονεί συλλαβικό αλφάβητο" (;!) απορρίπτεται και πρέπει να αντικατασταθή με το ορθό "καθαρώς συνεπτυγμένο συλλαβικό" σύστημα γραφής (βλέπε Παν. Γεωργούντζου, Το Αλφάβητον Εφεύρεσις Ελληνική: άρθρο του στο περιοδικό Δαυλός, τεύχος 142,Οκτώβριος 1993,σ 8242).
β. η ελληνικότητα του αλφαβήτου
α) Οι αρχαιολογικές αποδείξεις
Η θεωρία ότι το Αλφάβητο είναι εφεύρεση των Φοινίκων συντηρήθηκε εκτός των άλλων με το επιχείρημα ότι ωρισμένα σύμβολα της φοινικικής γραφής μοιάζουν με τα αλφαβητικά γράμματα, π.χ. το άλεφ είναι αντεστραμμένο ή πλαγιαστό το ελληνικό Α κλπ. Το επιχείρημα αυτό φαινόταν ισχυρό μέχρι προ 100 ετών περίπου, όταν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ισχυρίζονταν ακόμη ότι οι Ελληνες δεν εγνώριζαν γραφή προ του 800 π.Χ.! Γύρω στο 1900 όμως ο Αρθούρος Εβανς ανέσκαψε την ελληνική Μινωική Κρήτη και ανεκάλυψε τις ελληνικές Γραμμικές Γραφές, των οποίων σύμβολα ήταν ως σχήματα πανομοιότυπα προς τα 17 τουλάχιστον εκ των 24 γραμμάτων του ελληνικού Αλφαβήτου. Με δεδομένα α) ότι τα αρχαιότερα δείγματα των ελληνικών αυτών γραφών (Γραμμική Α και Β), που στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα, αλλά και βορειότερα, μέχρι τη γραμμή του Δούναβη και χρονολογήθηκαν τότε πριν από το 1500 π.Χ. και β) ότι οι Φοίνικες και η γραφή τους εμφανίζονται στην ιστορία όχι πριν το 1300 π.Χ. Ο Εβανς στο έργο του Scripta Minoa διετύπωσε, πρώτος αυτός, αμφιβολίες για την αλήθεια της θεωρίας ότι οι Ελληνες έλαβαν τη γραφή από τους Φοίνικες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική υποψία ότι μάλλον συνέβη το αντίθετο.
Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ον,1989,σελ.2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ. Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE. Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Έλληνες έγραφαν και μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία.
Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελληνικό χώρο την τελευταία 12ετία απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6000π.Χ. Πράγματι στο Δισπηλιό, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμοφωταύγειας στο 5250 π.Χ. Τρία χρόνια αργότερα ο έφορος Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Ν. Σάμψων, ανασκάπτοντας το "Σπήλαιο του Κύκλωπα" της ερημονησίδας Γιούρα Αλοννήσου (Βόρειες Σποράδες), ανακάλυψε θραύσματα αγγείων ("όστρακα") με γράμματα πανομοιότυπα με εκείνα του σημερινού ελληνικού Αλφαβήτου, τα οποία χρονολογήθηκαν με τις ίδιες μεθόδους στο 5500-6000π.Χ. Ο ίδιος αρχαιολόγος διενεργώντας το 1995 ανασκαφές στη Μήλο, ανεκάλυψε "πρωτοκυκλαδικά αγγεία" των μέσων της 3ης χιλιετίας π.Χ., που έφεραν πανομοιότυπα τα γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου Χ,Ν,Μ,Κ,Ξ,Π,Ο,Ε. Είναι πρόδηλο, ότι οι αρχαιολογικές αυτές ανακαλύψεις όχι απλώς προσέδωσαν ήδη το χαρακτήρα του κωμικού στη λεγόμενη "Φοινικική Θεωρία" περί ανακαλύψεως της γραφής, αλλά ανατρέπουν εκ βάθρων ολόκληρη την επίσημη χρονολόγηση της ελληνικής Ιστορίας, όπως αυτή διδάσκεται, αλλά και την επίσημη παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού.
β) Η οιονεί μαθηματική απόδειξη
Αλλά παράλληλα προς την κατεδάφιση του χάρτινου οικοδομήματος του "Φοινικικού" αλφαβήτου με τη βοήθεια της αρχαιολογικής σκαπάνης, προέκυψε κι ένα νέο συντριπτικό στοιχείο, που μας το πρόσφερε η επί 20 χρόνια σεμνή και αθόρυβη μελέτη της ελληνικής Γλώσσας και Γραφής από έναν μεγάλο ερευνητή, τον Ηλία Λ. Τσατσόμοιρο, που δυστυχώς χάθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1991, αφού όμως πρόλαβε να ολοκληρώση, λίγους μήνες πριν απ' τον αδόκητο θάνατό του, την ριζοσπαστική έρευνά του «Ιστορία Γενέσεως της Ελληνικής Γλώσσας -Από τον έλλοπα θηρευτή μέχρι την εποχή του Διός- Η αποκωδικοποίηση του Ελληνικού Αλφαβήτου».
Στην έρευνά του αυτή, την οποία ο υπογράφων το παρόν άρθρο είχα την τιμή να εκδώσω (έκδοση "Δαυλός",1991) και να την επιμεληθώ φιλολογικά -αλλά και να συνεργασθώ μαζί του επί μία δεκαετία συζητώντας τα άπειρα προβλήματα που προέκυπταν στην πορεία της και δημοσιεύοντας υπό μορφήν άρθρων τμήματά της στον "Δαυλό"- ο αείμνηστος συνεργάτης μου απέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ότι κάθε γράμμα του ελληνικού Αλφαβήτου περιέχει μια σταθερή κωδική σημασία, την οποία εισάγει κυριολεκτικά ή μεταφορικά ως επί μέρους έννοια στην γενική έννοια κάθε ελληνικής λέξεως στην οποία ανήκει. Έτσι τελικά κάθε (αρχαία) ελληνική λέξη αποτελεί ένα οιονεί αρκτικόλεξο [όπως π.χ. Δ(ημόσια) Ε(πιχείρηση) Η(λεκτρισμού): ΔΕΗ], όπου κάθε γράμμα (ανάλογα με τη θέση που κατέχει στην σειρά των γραμμάτων της λέξεως) δίνει ένα σημαντικό ή λιγώτερο σημαντικό νοηματικό στοιχείο της και όλα μαζί δίνουν τον λογικό ορισμό της έννοιας που εκφράζει η λέξη. Σημειώνεται εδώ, ότι την "ειδοποιό διαφορά" της έννοιας δίνει συνήθως το αρκτικό γράμμα.
Δεν υπάρχει εδώ ασφαλώς ο χώρος, για να παρουσιάσω τις κωδικές σημασίες των γραμμάτων του ελληνικού Αλφαβήτου εν τω συνόλω τους, όπως αναλύονται στην επαναστατική αυτή ανακάλυψη στον τομέα της μελέτης του ανθρωπίνου Λόγου. Αλλά ενδεικτικά θα διαλέξω ένα μόνο απ' τα 24 γράμματά μας, το υ ή Υ (μια που αυτό θεωρείται και ως "αντιπροσωπευτικά ελληνικό", Υ Greacum στο δήθεν "Λατινικό" Αλφάβητο, που δεν είναι άλλο από μία παραλλαγή του ελληνικού, της Χαλκίδας). Το ύψιλον λοιπόν, όπως και το σχήμα του δείχνει, έχει την κωδική σημασία της κοιλότητας ή (ανεστραμμένο) την κυρτότητας και αυτήν εισάγει στις έννοιες των ελληνικών λέξεων που το περιέχουν -και κατ' επέκτασιν, ενίοτε, και την σημασία των υγρών (τα οποία διά φυσικής ροής καταλήγουν και γεμίζουν την κοιλότητα). Προχείρως αναφέρω μερικές ονομασίες αγγείων και υγρών (βλέπε το σχήμα της φωτοτυπίας του εξωφύλλου του βιβλίου στη σελ.13742, όπου το αμφικωνικό κ-Υ-πελλο είναι του 2700 π.Χ. και απόκειται στο Μουσείο Ηρακλείου: στις αναφερόμενες εκεί λέξεις μπορούν να προστεθούν και πολλές άλλες όπως κοτ-Υ-λη, γο-Υ-ττος, τρ-Υ-βλίον, π-Υ-ξίς, αμφορε-Υ-ς, β-Υ-τίον, λ-Υ-χνος, πρόχο-Υ-ς, σκε-Υος κλπ. -όλες με την σημασία του κοίλου αντικειμένου), αλλά και πλείστες άλλες λέξεις όπως κ-Υ-ησις (κυρτότητα της κοιλιάς της εγκ-Υ-ου γυναίκας), κ-Υ-μα (κυρτότητα ή κοιλότητα στην επιφάνεια της θάλασσας), κρ-Υ-πτη (κοιλότητα εδάφους), Υ-πό (η πρόθεση:κοιλότητα κάτω από μία στάθμη ή επίπεδο), Υ-πέρ (η πρόθεση: κυρτότητα πάνω από μία στάθμη ή επίπεδο=Υ-ψος), όλες οι λέξεις που έχουν ως πρώτα συνθετικά τους τις προθέσεις Υ-πό και Υ-πέρ, που ανέρχονται σε εκατοντάδες, αλλά και χιλιάδες άλλες. Η μεγαλοφυής αυτή ανακάλυψη, την οποία δυστυχώς η επίσημη επιστήμη επί 8 χρόνια εξακολουθεί να "αγνοή", αν και αποτελή συνέχεια και ολοκλήρωση της λησμονημένης Πλατωνικής προσεγγίσεως του προβλήματος της γλώσσας ("Κρατύλος"):
1. Διαλύει οριστικά την θεωρία, ότι η ελληνική Γλώσσα προήλθε από άλλη (την δήθεν "Ινδοευρωπαϊκή"), δεδομένου ότι αποδεικνύεται ως η μόνη μη συμβατική γλώσσα του κόσμου, η μόνη γλώσσα δηλαδή που παρουσιάζει αιτιώδη σχέση μεταξύ του σημαίνοντός της (λέξεως) και του σημαινομένου της (του πράγματος που ονομάζει η λέξη).
2. Κατ' επέκτασιν αποδεικνύει, ότι είναι η πρώτη και η μόνη δημιουργηθείσα γλώσσα του ανθρωπίνου είδους, από την παραφθορά της οποίας απέρρευσαν οι συμβατικές γλώσσες (δηλαδή αυτές όπου υπάρχει αναιτιώδης σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου), όπως είναι όλες ανεξαιρέτως οι λοιπές γλώσσες του πλανήτη.
3. Αποδεικνύει κατά μη επιδεχόμενο καμμία λογική αμφισβήτηση τρόπο, ότι το Αλφάβητο έγινε από τους Έλληνες, για να αποδώσουν με τα κωδικά τους 24 ή 27 γράμματα τις έννοιες των ελληνικών λέξεων -και μόνον αυτών.
4. Δείχνει συγκριτικά, ότι τα σύμβολα της φοινικικής γραφής και οι ονομασίες τους («αλεφ»=βόδι, «μπεθ»=καλύβα, «γκιμέλ»=καμήλα κ.λπ.) όχι μόνο δεν περικλείουν κωδικές ονομασίες, αλλά συνάπτονται ή παραπέμπουν σε πρωτόγονες ζωικές καταστάσεις.
γ. το απόσπασμα του Ηροδότου
Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς που αναφέρονται στο Αλφάβητο ("Γράμματα", όπως το έλεγαν), το θεωρούν πανάρχαια ελληνική εφεύρεση (του Προμηθέα, του Παλαμήδη, του Λίνου κλπ.). Η θεωρία του "Φοινικικού" Αλφαβήτου πάντοτε στηριζόταν και στηρίζεται ακόμη από τους υποστηρικτές της σε μία εξαίρεση του κανόνα αυτού. Την εξαίρεση αυτή αποτελεί ένα απόσπασμα του Ηροδότου, που ο ίδιος παρουσιάζει ως προσωπική γνώμη του («ως εμοί δοκέει» = όπως μου φαίνεται...), την οποία σχημάτισε, όπως αναφέρει σε προηγούμενη παράγραφο, «αναπυνθανόμενος» (=παίρνοντας πληροφορίες από άλλους).Αλλά ας δούμε το κείμενο του Ηροδότου ("Ιστορία, Ε 58"):
«58.Οι δε Φοίνικες ούτοι οι συν Κάδμω απικόμενοι τών ήσαν Γεφυραίοι άλλα τε πολλά οικήσαντες ταύτην την χώρην εισήγαγον διδασκάλια ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ εόντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέει, πρώτα μεν τοίσι και άπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετά δε χρόνου προβαίνοντος άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων».
[58.Οι δε Φοίνικες αυτοί, που μαζί με τον Κάδμο αφίχθησαν, εκ των οποίων και οι Γεφυραίοι, και σε πολλά άλλα μέρη κατοικήσαντες την χώραν αυτήν εισήγαγαν και τέχνες (νέες ή άγνωστες) στους Έλληνες και μάλιστα και (κάποια) γραφή, η οποία δεν ήταν γνωστή πριν στους Έλληνες, καθώς εγώ νομίζω, πρώτα αυτήν την γραφή την οποίαν και όλοι οι Φοίνικες μεταχειρίζονται· μετά όμως με την πάροδο του χρόνου (οι Φοίνικες) μετέβαλλαν μαζί με τη γλώσσα (τους) και το είδος αυτό της γραφής.]
Στο απόσπασμα αυτό το σημαντικώτερο είναι, ότι στην κρίσιμη φράση («άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων») αποκαλύπτεται, ότι οι Φοίνικες-Γεφυραίοι, που πήγαν στην Βοιωτία με τον Κάδμο, έφεραν από την Φοινίκη κάποια γραφή τους, αλλά καθώς οι Φοίνικες άλλαξαν τη γλώσσα τους (έμαθαν πια δηλαδή τα Ελληνικά), άλλαξαν και αυτή τη γραφή τους (έγραφαν πια δηλαδή με την υπάρχουσα στη Βοιωτία πανάρχαια ελληνική γραφή). Στη δήλωση λοιπόν αυτή του Ηροδότου οι μεταφραστές δίνουν το νόημα, ότι οι ντόπιοι Έλληνες Βοιωτοί και όχι οι Φοίνικες μετανάστες άλλαξαν την δική τους γλώσσα και γραφή και υιοθέτησαν τη φοινικική!
Στην γενικά ασυνάρτητη αυτή αναφορά στον Αλφάβητο, όπως διασώθηκε, είναι προφανείς και οι παρεμβάσεις-αλλοιώσεις που ακολουθούν στο κείμενο και που διαπράχθηκαν άγνωστο από ποιούς και πότε. Αλλά ας δούμε την ύποπτη συνέχεια του κειμένου, όπως έφθασε σ' εμάς:
«Περιοίκεον δε σφέας τα πολλά των χώρων τούτον τον χρόνον Ελλήνων Ίωνες οι παραλαβόντες διδαχή παρά των Φοινίκων τα γράμματα, μεταρυθμίσαντες σφέων ολίγα εχρέωντο, χρεώμενοι δε εφάτισαν, ώσπερ και το δίκαιον έφερε εισαγαγόντων Φοινίκων ες την Ελλάδα, Φοινίκηια κεκλήσθαι».
[Κατοικούσαν δε πέριξ αυτών (των Φοινίκων) στα περισσότερα μέρη κατ' εκείνο τον χρόνο (του Κάδμου) εκ των Ελλήνων Ίωνες, οι οποίοι παραλαβόντες διά της επαφής ή και διδασκαλίας παρά των Φοινίκων τη γραφή τους αλλάξαντες την μορφή της γραφής αυτών oλίγα μετεχειρίζοντο. Μεταχειριζόμενοι δε αυτά είπαν, καθώς ήταν δίκαιο, επειδή τα εισήγαγαν στην Ελλάδα Φοίνικες, να ονομάζωνται Φοινικά.]
Η αναφορά αυτή, κατά των Η. Τσατσόμοιρο ("Δαυλός", τ.118), ότι δηλαδή εκ των Ελλήνων οι Ιωνες οι κατοικούντες πέριξ των Φοινίκων παρέλαβαν τη Φοινικική γραφή και λίγα γράμματά της μεταχειρίζονταν, αφού τα τροποποίησαν, και χάριν του δικαίου, επειδή οι Φοίνικες τα εισήγαγαν στη Ελλάδα, τα ωνόμασαν Φοινικικά, αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση και συνεπώς πρόκειται για πλαστή υποπαράγραφο, δήθεν επεξηγηματική, η οποία σκοπεύει να καταστήση αβαρή την προηγηθείσα πληροφορία «άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων». Και όμως η "Φοινικική Θεωρία" θεμελιώθηκε εξ ολοκλήρου και συντηρείται πάνω στο θεμέλιο της προφανούς αυτής πλαστογραφίας.
Η "Φοινικική Θεωρία" καθιερώθηκε στην Ευρώπη σε μία εποχή που, όπως γράφει ο διαπρεπής σύγχρονος Αγγλος κλασσικός φιλόλογος S.G.Rembroke ("The Legacy of Greece,εκδ. Oxford University Press,1984), «στους Φοίνικες γενικά εδίδετο ένας ρόλος ενδιαμέσων», που ξέφευγε από οιαδήποτε πληροφορία της ιστορίας, ένας ρόλος δηλαδή μεταφορέων της σοφίας και του πολιτισμού του περιουσίου λαού του Ισραήλ στους απολίτιστους λαούς και δη στους Ελληνες. Αυτά βέβαια είναι συγχωρητέα, αφού λέγοντας περί τα τέλη του Μεσαίωνα, οπότε ο θρησκευτικός φανατισμός και ο σκοταδισμός είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να θέλουν την κόρη του Αγαμέμνονος Ιφιγένεια ως κόρη του Ιεφθά, τον Δευκαλίωνα ως Νώε, τον Απι ως σύμβουλο του Ιωσήφ, τον Απόλλωνα, τον Πρίαμο, τον Τειρεσία και τον Ορφέα ως διαστροφές του Μωυσή, την ιστορία των Αργοναυτών ως διάβαση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο στην Παλαιστίνη και άλλα πολλά παρόμοια. Αυτές τις επισημάνσεις τις κάνει ο Rembroke.
Και καταλήγουμε εμείς: Τότε ο Ελληνισμός, ευρισκόμενος από άποψη εθνικής αυτοσυνειδησίας σε κωματώδη πνευματική κατάσταση και από άποψη ιστορικής αυτογνωσίας σε αφασία, ήταν εντελώς ανίκανος να υπερασπισθή την ιστορία του και τον πολιτισμό του, και γι' αυτό δεν αντιδρούσε και δεν μπορούσε να αντιδράση. Σήμερα με την ανοχή ή και τη συνηγορία μας μας κάνουν τη γλώσσα μας "Ινδοευρωπαϊκή", τη γραφή μας "φοινικική", την Αθηνά μας και τον Σωκράτη μας "μαύρους" και τον πολιτισμό μας "αφρικανικό". Τώρα άραγε σε ποια πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε;
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ»
Ο μύθος περί φοινικικού αλφαβήτου
Πράγματι, για τρεις τουλάχιστον αιώνες (Σκοτεινοί χρόνοι), από την Ύπομυκηναϊκή έως και την πρώιμη γεωμετρική εποχή (1100-850 π.Χ.), δεν έχουμε γραπτά κείμενα. Θεωρείται λοιπόν ότι γύρω στον 10ο π.Χ. αι. οι Έλληνες παίρνουν από τους Φοίνικες την συμφωνογραφική γραφή. Οι περισσότεροι λοιπόν ερευνητές θεωρούν ότι ως πρώτη ύλη του ελληνικού αλφαβήτου εχρησίμευσε το βορειοσημιτικό συμφωνογραφικό αλφάβητο. Όπως διαπιστώνει ομως ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, «το θέμα επί του οποίου υπάρχει πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων θεωριών είναι η προέλευσις και η δημιουργία του ίδιου του φοινικικού συμφωνογραφικοϋ συστήματος, το όποιο ανάγεται στο πρωτοχαναανικό αλφάβητο του 1700 π.Χ. Άλλοι το ανάγουν στην αιγυπτιακή και σιναϊτική γραφή, άλλοι στην σουμεριακή, την βαβυλωνιακή η την ασσυριακή γραφή, άλλοι το συνδέουν με το κυπριακό συλλαβάριο, άλλοι με την χεττιτική ιερογλυφική, την ιδεογραφική θεωρία η με την ουγκαριτική σφηνοειδή γραφή, ο Evans το συνδέει με τις μινωικές γραφές (Ιερογλυφικά και Γραμμική Α΄), άλλοι με την «ψευδοίερογλυφική» της Βίβλου, άλλοι με την θεωρία των προϊστορικών γεωμετρικών σημείων και άλλοι με άλλες αρχαιότερες γραφές».75 Εμείς θα προσθέσουμε ακόμη έναν προβληματισμό σχετικά και με την ίδια την ύπαρξι των Φοινίκων, οι όποιοι, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρησι του καθηγητού Χρ. Ντούμα «είναι απλώς ένας μύθος η φαντάσματα».76 Εάν ομως θελήσουμε να ερευνήσουμε τις ρίζες της «φοινικικής» θεωρίας, τότε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω περίπου 2.000 έτη, στον 1ο αι. μ.Χ. Τότε έζησε ο Ιώσηπος, ο Ιουδαίος επαναστάτης στρατηγός, ο οποίος παρεδόθη στους Ρωμαίους και εισήλθε στο στενό περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Ιώσηπος, για να εξιλεωθή ίσως απέναντι στους συμπατριώτες του για την προσχώρησί του στους Ρωμαίους, συνέγραψε το έργο «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» - μία παραποιημένη απόδοσι της Παλαιάς Διαθήκης ουσιαστικά - με το όποιο όμως κατηγορούσε και ύπε-βίβαζε τον ελληνικό πολιτισμό. Σε άπάντησι ο Έλλην εξ Αλεξανδρείας ιστορικός Απίων συνέγραψε μία πραγματεία με την οποία απέκρουε τις συκοφαντίες του Ιωσήπου. Δυστυχώς η πραγματεία του Απίωνος, σε αντίθεσι με το πλήρες έργο του Ιωσήπου, δεν διεσώθή. Ο δε Ιώσηπος εφρόντισε μάλιστα να συγγράψη μία νέα πραγματεία με τίτλο «Κατά Απίωνος». Από το έργο αυτό προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα:
«Οι Έλληνες είναι από τους λαούς, που έμαθαν πολύ αργά και μετά δυσκολίας να γράφουν. Ακόμη κι εκείνοι, που ισχυρίζονται ότι χρησιμοποιούσαν την γραφή από παλιά, υπερηφανεύονται ότι την έμαθαν από τους Φοίνικες και τον Κάδμο. Αλλά ούτε από εκείνη την εποχή έχει κανείς να παρουσίαση επιγραφές, που να έχουν σωθή σε ναούς ή άλλα δημόσια μνημεία, ώστε να αμφισβητήται ακόμη και το κατά πόσο εκείνοι, που πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, χρησιμοποιούσαν, μολονότι πολύ αργότερα, τα γράμματα, ενώ η αληθινή και επικρατούσα άποψι είναι ότι μάλλον αγνοούσαν την σύγχρονη χρήσι των γραμμάτων. Όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως θεωρούν οτι δεν υπάρχει αρχαιότερο συγγραφικό έργο από τα ποιήματα του Όμηρου. Αυτός όμως φαίνεται πως έζησε πολύ αργότερα από την εποχή των Τρωικών, ενώ ταυτόχρονα λέγεται γι’ αυτόν ότι δεν άφησε την ποίησί του γραπτώς, αλλά αυτή διεσώθη στα άσματα και κατεγράφη αργότερα. Αυτός είναι και ο λόγος, που υπάρχουν τόσες αντιφάσεις στο έργο του». Να λοιπόν που ευρίσκονται οι ρίζες της περί φοινικικών γραμμάτων θεωρίας, αλλά ακόμα και οι απαρχές του ομηρικού ζητήματος. Ευτυχώς στις ήμερες μας, και παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις, επιχειρείται μία προσπάθεια ανατροπής αυτής της θεωρίας, της εχούσης ήδη ηλικίας 2.000 ετών, με βάσι τα νεώτερα αρχαιολογικά τεκμήρια.
Η νεωτέρα έρευνα έχει αρχίσει πράγματι ολο και περισσότερο να αμφισβητή την προέλευσι του αλφαβήτου από τους Φοίνικες. Ο Andre Lemaire, διευθυντής του τομέα αρχαίας ιστορίας και φιλολογίας στο Παρίσι, αναζητεί τις ρίζες του αλφαβήτου στην Αίγυπτο. Στηριζόμενος από την μία στο απόσπασμα από την Ιστορία των Φοινίκων του Φίλωνος από την Βίβλο, που διασώζει ο Ευσέβιος της Καισαρείας, όπου αναφέρεται ότι αυτός, ο οποίος ανεκάλυψε τα γράμματα ήταν ο Θευθ, και από την άλλη στον Τάκιτο, θεωρεί ότι δεν άνεκάλυψαν πρώτοι το αλφάβητο οι Φοίνικες.77 Αυτοί απλώς διαμεσολάβησαν στην μεταφορά του αλφαβήτου από την Αίγυπτο μέσω των Υκξώς και την διέδωσαν έπειτα χάρις στην θαλασσοκρατορία τους σε ολόκληρη την Μεσόγειο... Το να αποδώσουμε όμως την αλφαβητική γραφή στους Ύκξώς είναι, όπως παραδέχεται και σ ϊδιος, σαν να εξηγούμε το obscurum per obscurium (το σκοτεινό με σκοτεινό, δηλ. τον γρίφο με γρίφο). «Όπως ολα τα γενεσιουργά προβλήματα, η ανακάλυψις του αλφαβήτου μας διαφεύγει, ενώ και η ίδια η γνώσις μας για τους Υκξώς παραμένει περιωρισμένη και προβληματική.78 Τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στην Παλαιστίνη ωστόσο, τα αρχαιολογικά και τα επιγραφικά δεδομένα, όχι μόνον δεν μας επιτρέπουν μια λεπτομερή ιστορική προσέγγισι, αλλά και μας δημιουργούν ακόμη πιο σοβαρά χρονολογικά προβλήματα. Ας δούμε λοιπόν αυτά τα ευρήματα, που μας επιτρέπουν να ομιλούμε για αλφαβητική γραφή στα εδάφη της Παλαιστίνης και του σημερινού Ισραήλ. Το πρώτο είναι η επιγραφή επάνω σε ένα εγχειρίδιο μάλλον αίγαιακής τεχνοτροπίας από το Lakish, το οποίο χρονολογείται βάσει των αρχαιολογικών συνευρημάτων περί το έτος 1.600 π.Χ. Ακολουθεί το ενεπίγραφο όστρακο μιας φιάλης από το Gιzer, μαζί με σημάδια κεραμέων, που κατατάσσεται γενικώς στην ίδια περίοδο βάσει παλαιογρα φίκων στοιχείων. Αβέβαιη ωστόσο παραμένει η χρονολόγησις της ασβεστολιθικής πλάκας από το Sichern (Σίκιμα) καθώς και του ενεπίγραφου οστράκου από το Tell-Nagida, νοτιοδυτικούς του Lakish. Οι ανασκαφές στα θρυλικά ορυχεία του Σινά έδωσαν επίσης 45 πρωτοσιναϊτικές επιγραφές, οι οποίες έχρονολογήθησαν ανάμεσα στα 1850-1500 π.Χ. βάσει των αντιστοίχων Αιγυπτιακών επιγραφών, οι όποιες ήσαν ανάμεσα στα συνευρήματα. Τα αρχεία, που ευρέθησαν στο Σινά, δείχνουν ότι είχαν κάποια διοικητική σημασία στις εξερευνητικές αποστολές στα ορυχεία, διότι δεν πρόκειται για άπλα γραφήματα, αλλά για πραγματικά μνημεία λόγου. Ο Andre Lemaire βάσει όλων αυτών των προβληματισμών θεωρεί τελικά ότι η αλφαβητική γραφή εγεννήθη τον 11ο π.Χ. αι., έπειτα από την πολιτική παρακμή των Αιγυπτίων. Η γραφή των Υκξώς, τους οποίους ο συγγραφεύς προφανώς θεωρεί σημιτικής καταγωγής, υιοθετείται τότε ως «εθνική» γραφή από τους βασιλείς των Εβραίων, των Φοινίκων, και των Άραμαίων.79 Όμως τον 11ο αι., ούτε καν η Βίβλος ετόλμα να αναφερθή σε Εβραϊκό βασίλειο. Με αυτήν την θεωρία μοιάζει να συνδέεται και η περίφημη αλφαβητική πινακίδα του Wόrzburg, η οποία θεωρείται πρωϊμώτερή του 8ου π.Χ. αι. Για την προέλευσι της πινακίδας υπάρχουν μόνο γενικές πληροφορίες, οτι η πινακίδα προέρχεται μαζί με τρία (3) ακόμα πλήρως ταυτόσημα κομμάτια από το αιγυπτιακό Φαγιούμ. Ωρισμένοι ερευνητές θεωρούν οτι με αυτήν την χάλκινη πινακίδα τεκμηριώνεται το πρώτο βήμα για το δάνειο του φοινικικού σχεδίου από το ελληνικό αλφάβητο. Πρέπει να τονίσουμε ωστόσο οτι η γνησιότητα αυτών των πινακίδων αμφισβητείται.80 Μελετώντας τον συγκριτικό πίνακα με τα ιερογλυφικά σύμβολα βλέπουμε από την άλλη τις ομοιότητες του φερομένου ως αλφαβήτου των Υκξώς με το Κρητικό και το Αιγυπτιακό και τελικά με το Φιλισταιϊκό. Μήπως λοιπόν τελικά οι Υκξώς δεν ήσαν παρά οι πρώτοι Λαοί της Θαλάσσης, οι οποίοι κατέκτησαν την Αίγυπτο; Γνωρίζουμε οτι ορμητήριο των Υκξώς ήταν η Χαναάν, η σημερινή Συρία, στην οποία όμως είχαν εγκατασταθή οι Μινωίτες ήδη από την 2α π.Χ. χιλιετία. Ενδεχομένως λοιπόν οι Μινωίτες αυτοί να συνέπραξαν και με άλλα εντόπια φύλα, και να συμμετείχαν στην έπιχείρησι κατά της Αιγύπτου. Άρα δυνάμεθα να εικάσουμε οτι υπήρξαν μινωικές επιρροές στην εξέλιξι της γραφής στην περιοχή. Σύμφωνα με τον καθηγητή D. Diringer, το σημιτικό σύστημα γραφής έπενοήθή μεν και εκαλλιεργήθηκε στην Παλαιστίνη και την Συρία, αλλά εδέχθη και επιδράσεις παλαιοτέρων συστημάτων του αιγυπτιακού, του σφηνοειδούς, του κρητικού και ίσως των προϊστορικών γεωμετρικών σημείων. Είναι απίθανο να μην προηγήθησαν των επινοητών της σημιτικής γραφής άλλοι, όπως είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ένα αλφάβητο, που επενοήθη στην Παλαιστίνη ή στην Συρία την 2η π.Χ. χιλιετία έμεινε ανεπηρέαστο από τις γραφές της Αιγύπτου, της Βαβυλωνίας ή της Κρήτης. Και η σύλλήψις της συμφωνογραφικής γραφής και η αρχή της άκροφωνίας (αν ίσχυε στο πρωτοσημιτικό αλφάβητο) μπορεί να είναι δάνεια από την Αίγυπτο. Ίχνη της επιδράσεως της βαβυλωνιακής γραφής μπορούν να διαπιστωθούν στις ονομασίες ωρισμένων γραμμάτων. Η επίδρασις της κρητικής γραφής και μερικών προϊστορικών γεωμετρικών σημείων μπορεί να είναι καθαρώς εξωτερική, να επέδρασαν δηλαδή μόνο στην μορφή ορισμένων γραμμάτων.81
Θεωρούμε οτι όταν κάποτε αποκρυπτογραφηθή πλήρως η Κρητική και Φιλισταιϊκή Ιερογλυφική γραφή, θα διαπιστωθή ότι η έπίδρασις δεν είναι μόνον εξωτερική. Ως τότε έχουμε ακόμη αρκετό δρόμο. Δυστυχώς ο επιστημονικός νους εγκλωβισμένος στα τετριμμένα και γενικώς αποδεκτά συμπεράσματα παγιδεύεται συχνά στο παιγνίδι του φοινικίζειν, επηρεασμένος και από το περίφημο χωρίο του Ηροδότου (Ε, 57-58) περί Φοινικηίων η Καδμηίων Γραμμάτων, που τελικά όσον αφορά στον πρώτο επιθετικό προσδιορισμό (φοινικήια), ίσως και να δηλώνη απλώς τον τρόπο γραφής με πορφυρή μελανή. Πολλοί μάλιστα σπεύδουν να χαρακτηρίσουν ακόμη και τον Κάδμο ως φοινικικό ήρωα,82 αγνοώντας την βοιωτική παράδοσι, που τον θεωρούσε γιο του αυτόχθονος Θηβαίου ήρωος Ωγύγου, ο οποίος προϋπήρξε χρονολογικώς του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, βάσει των αρχαίων αντιλήψεων.83 Αλλά ακόμη και στην εκδοχή, που θεωρείται υιός του Αγήνορος και της Τηλέφασσας η Αργιόπης, ο Φοίνιξ, ο επώνυμος ήρωας της Φοινίκης, ο Κίλιξ και η Ευρώπη, είναι αδέλφια του Κάδμου. Οι δε διδάσκαλοι του αλφαβήτου, οι Γεφυραΐοι, όπως τους αποκαλεί ο Ηρόδοτος, έρχονται μαζί με τον Κάδμο από την Φοινίκη. Όπως διαπιστώνει χαρακτηριστικά ο Ι. Σταματάκος, «ούτος (ο Κάδμος) κατά την παράδοσιν, μετέφερεν εκ Φοινίκης εις την Ελλάδα το πάλαιαν έλλήνικόν άλφάβήτον εκ 16 γραμμάτων, α δια τούτο και φοινικήια γράμματα εκαλούντο και α βραδύτερον ηυξήθησαν εις 24 δια της προσθήκης των οκτώ Ιωνικών γραμμάτων (Η, Ω, Θ, Φ, Χ, Ζ, Ξ, Ψ).84 Η ίδια η προσαρμογή της γλώσσης δηλαδή μοιάζει να είναι αποτέλεσμα της ανάγκης, που γεννάει η επικοινωνία μέσω των εμπορικών επαφών. Και στην περίπτωσι που παραδίδει o Andre Lemaire, εάν εξετάσουμε με καθαρόν νου τα δεδομένα, διαπιστώνουμε οτι είναι πολύ πιο πιθανόν τα αρχεία του Σινά να είναι τελικά αποτέλεσμα της συνεργασίας των Αιγυπτίων και των Υκξώς με τους Κεφτι (Κρήτες η Φιλισταίους), που είχαν κοινά συμφέροντα στην περιοχή. Η δε δημιουργία του αλφαβήτου είναι και αυτή δημιούργημα πολυετών προσπαθειών. Είναι αδύνατον το πρωτεϊκό και απλό συνάμα αλφαβητικό σύστημα της γλώσσης να διεμορφώθη μέσα σε μερικές δεκαετίες. Η ίδια η ομηρική γλώσσα με τις λέξεις των Μυκηναϊκών κειμένων, που διατηρούνται ζωντανές στον λόγο του έπους, αποδεικνύει – θεωρούμε - οχι μόνον το οτι η γλώσσα δεν ξεχάσθηκε, αλλά και την Ελληνικότητα της Κυπρομινωϊκής, που επιβιώνει μαζί με τους ομηρισμούς στην σύγχρονη, αλλά πάντοτε αρχαία, Κυπριακή γλώσσα. Η σύγχρονη έρευνα άλλωστε παρουσιάζει την τάσι να αναζητή στην Κύπρο τον σταθμό μεταβάσεως της Φοινικικής γλώσσης στην Ελλάδα. Η Maria Giulia Amadasi Guzzo, αναφέρει ανάμεσα σε άλλους τόπους και την Κύπρο και αυτό, διότι υπήρχε στο νησί και κυρίως στο Κίτιο έντονη Φοινικική παρουσία.85 Δυστυχώς δεν φαίνεται να γνωρίζει την ύπαρξι του οβελού από τις Σκάλες της Παλαιπάφου, μολονότι η ίδια σε άλλο σημείο της μελέτης της αναφέρει οτι ένα Κρητικό ιδίωμα προερχόμενο από την Κρητική συλλαβική γραφή εχρησιμοποιείτο στο νησί της Αφροδίτης και την 1η χιλιετία π.Χ. Και αυτό διότι, όπως η ίδια παραδέχεται παρακάτω, κατά την διάρκεια της εποχής του χαλκού, οι Φοίνικες εχρησιμοποιούσαν ένα άλφαβητο διαφορετικό από αυτό της 1ης χιλιετίας, όπως το γνωρίζουμε. Υποστηρίζει μάλιστα ότι επρόκειτο για έναν τοπικό κώδικα επικοινωνίας στην περιοχή, εφ’ οσον εκείνη την περίοδο η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας στην Εγγύς Ανατολή ήταν η Άκκαδική (;). Για την ιστορία να υπενθυμίσουμε οτι στην περίοδο αυτήν έχουν ήδη αρχίσει οι επαφές του Μινωικού κόσμου με την περιοχή. Άλλωστε και η παλαιότερη έρευνα θεωρούσε βάσει των αρχαίων πηγών οτι οι ίδιοι οι Φοίνικες είχαν προσαρμοσθή σε άλλα συστήματα γραφής, που προϋπήρχαν του δικού τους. Και ο ίδιος ο Evans μάλιστα είχε διατυπώσει την θεωρία οτι οι Φοίνικες παρέλαβαν από τους Κρήτες αποίκους, που είχαν αποικίσει τα εδάφη της Παλαιστίνης, την γραφή. Την ίδια εποχή, ο Ρενέ Ντύσω διετύπωσε την άποψι οτι οι Φοίνικες είχαν παραλάβει από πολύ νωρίς το αλφάβητο από τους Έλληνες, οι όποιοι το είχαν διαμορφώσει από την Κρητομυκηναϊκή γραφή.86 Οι διατυπώσεις τους αμφισβητούντα ως γλωσσολογικές θεωρήσεις. Τα τελευταία χρο νια όμως και χάρις στις έρευνες των καθηγητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Αθ. Παπαδοπούλου και Λ. Κοντορλή-Παπαδοπούλου στην περιοχή της Παλαιστίνης και της Ιορδανίας, οι γλωσσολογικές θεωρίες φαίνεται να επιβεβαιώνωνται από τα κρητομυκηναϊκα αρχαιολογικά ευρήματα.87
Ας εξετάσουμε ομως λεπτομερώς τα επιχειρήματα περί φοινικικής προελεύσεως του αλφαβήτου. Η παλαιότερη αλφαβητική γραφή θεωρείται αυτή, που ευρέθη χαραγμένη επάνω στην σαρκοφάγο του βασιλέως Άχιράμ, ο οποίος έζησε ανάμεσα στα 975-950 π.Χ. Σύμφωνα με τον J.-N.Coldstream, στο τέλος του 8ου π.Χ. αι., οι Φοίνικες είχαν ήδη δημιουργήσει μόνιμες εγκαταστάσεις στην Σαρδηνία.88 Στην γειτονική νήσο Νόρα, ανεκαλύφθη μια φοινικική επιγραφή σε λίθο, με τον χαρακτηριστικό τύπο των φοινικικών (;) γραμμάτων του 9ου π.Χ. αιώνος. Επειδή ομως η επιγραφή έθεωρήθη επαρχιακή, έχα-ρακτηρίσθη και ο τύπος των γραμμάτων μεταγενέστερος και ξεπερασμένος. Στην επιγραφή της Νόρα, αναφέρεται το τοπωνύμιο Tarshish, ένα μακρινό λιμάνι, από όπου ο βασιλεύς Άχιράμ επρομηθεύθη, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Α΄ Βασιλειών, Χ, 22) κάποτε χρυσό, ασήμι, ελεφαντοστό, πιθήκους και παγώνια. Η Tarshish έταυτίσθη από ωρισμένους μελετητές με την Ταρτησσό, που αναφέρει σ Ηρόδοτος, καθώς και με το λιμάνι των Γαδείρων.89 Βάσει αυτών των στοιχείων ο J.-N.Coldstream θεωρεί οτι θα πρέπει κάποτε να αναζητήσουμε έναν πρωιμώτερο του 9ου π.Χ. αι. εμπορικό σταθμό στην περιοχή. Σε αυτήν την ιστορική-αρχαιολογική πλάνη, φαίνεται να μας οδηγή μια σειρά συγκυριών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης90 περιγράφοντας το ταξείδι του Ηρακλέους στην χώρα του Γηρυόνη, αναφέρει ότι κατευθυνόμενος ο Ηρακλής προς την νήσο Έρύθεια, αφού διέπλευσε πρώτα μεγάλο μέρος των βορειοαφρικανικών ακτών, έφθασε κοντά στα Γάδειρα. Την γνώσι αυτή των Ελλήνων εκαπηλεύθησαν αργότερα οι Φοίνικες, όπως τονίζει ο Στράβων: «τον ίβηρικόν πλούτον, εφ’ ον Ηρακλής εστράτευσε και οι Φοίνικες ύστερον, οιπερ και κατέσχον την πλείστην αρχήν».91 Αργοτερα βάσει των αρχαίων πηγών, oι Tύριοι ίδρυσαν εκεί έναν ναό αφιερωμένο στον Ηρακλή, τον όποιον άπεκάλεσαν Μέλκαρτ. Η μετάλλαξις του ονόματος του θρυλικού Έλληνας ήρωος, οφείλεται στην άγνοια της Ελληνικής γλώσσης από την πλευρά των Φοινίκων. Εάν διαβάσουμε το όνομα του Μέλκαρτ από τα δεξιά προς τα αριστερά, δηλαδή επί τα λαιά, βλέπουμε να σχηματίζεται το όνομα του Ηρακλέους. Σύμφωνα με τον αείμνηστο έπιγραφολόγο Α.-Σ.Άρβανιτόπουλο, η γραφή επί τα λαιά, είναι ο αρχαιότερος τρόπος γραφής. Τον τρόπο αυτόν της γραφής, συνεχίζει ο καθηγητής, είχαν ανέκαθεν και μονίμως οι Έλληνες της Κύπρου στο έπιχώριο συλλαβικό αλφάβητο, καθώς και οι Φοίνικες, που τον εκληροδότησαν στους διαδόχους και στους συγγενικούς προς αυτούς λαούς.92 Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο παρατηρείται και αυτή η ομοιότης στην φορά των γραμμάτων στις αρχαιότερες Ελληνικές και Φοινικικές επιγραφές.93 Σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, οι Έλληνες εγκατέλειψαν πολύ νωρίς αυτόν τον τρόπο γραφής, διότι παρετήρησαν οτι ήταν δυσχερής και επίπονος τόσο για τα χέρια όσο και για την όρασι. Σε αυτό τους καθωδήγησε ακόμη μία φορά η ατέρμονη παρατήρησις της φύσεως. Βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο ο αροτριών βους, μετά τον σχηματισμό της πρώτης αύλακος στο χωράφι, εκτελούσε και τις υπόλοιπες κάνοντας στροφή στο τέρμα καθεμιάς αύλακος, άρχισαν να γράφουν βουστροφηδόν. Καθώς έγραφαν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Έλληνες, παρετήρησαν οτι η εξ αριστερών προς τα δεξιά γραφή διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό και την ορασι και το χέρι. Γι’ αυτό έμειναν σταθεροί σε αυτόν τον τρόπο γραφής από τα 550 π.Χ. Αυτόν τον τρόπο έδιδάχθησαν από τους Έλληνες και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, όλοι οι πολιτισμένοι λαοί. Αυτήν την νέα, αλλά τόσο παλαιά μέθοδο με την οποία γράφουμε εμείς μέχρι σήμερα, οι αρχαίοι Έλληνες την ωνόμαζαν «ες ευθύ».94
Ένα από τα πλέον ισχυρά επιχειρήματα των Φοινικιστών περί προϋπάρξεως της φοινικικής γραφής είναι η χρονολογησις των παλαιοτέρων επιγραφών των Γεωμετρικών χρόνων, οι οποίες έχουν ευρεθή επί των Ελληνικών εδαφών. Σύμφωνα με τον J.-N. Coldstream, πρέπει να φαντασθούμε οτι σε κάποιο μέρος κάποιος αγράμματος, μέχρι τότε, Έλληνας απεστήθισε τα ονόματα των φοινικικών γραμμάτων, επαναλαμβάνοντας τα με την σειρά, που τα άκουσε και έμαθε να συνδέη το κάθε όνομα με ένα από τα σύμβολα, που έζωγράφισε ο Φοίνιξ δάσκαλος του. Γρήγορα πρέπει να κατάλαβε την αρχή της ακροφωνίας, σύμφωνα με την οποία κάθε σύμβολο εκπροσωπεί τον πρώτο ήχο του ονόματος στο οποίο αναφέρεται: π.χ. β για το μπετ, γ για το γκίμελ, δ για το dα-λετ... Μας ενδιαφέρει, συνεχίζει σε άλλο σημείο, η συνεχής γραφή των χαραγμάτων επάνω σε αγγεία και όχι η γραφή των μνημειακών επιγραφών σε λίθο, γιατί εξ αρχής υποθέσαμε την παρουσία ενός Φοίνικα δασκάλου.95 Οι αρχαιότερες αποδείξεις περί υπάρξεως Ελληνικού αλφαβήτου είναι Ευβοϊκού τύπου και τοποθετούνται γύρω στον 8ο π.Χ. αι., έπονται δηλαδή κατά έναν αιώνα των φοινικικών. Ανάμεσα σε αυτά τα ευρήματα περιλαμβάνονται η οινοχόη του Δίπυλου (740 π.Χ. περ.),96 η επιγραφή από την αρχαϊκή Ελληνική αποικία στις Πιθηκούσες (Ισχία), η οποία χρονολογείται ανάμεσα στα 740 και 730-720 π.Χ., το περίφημο κύπελλον του Νέστορος, καθώς και κάποια όστρακα από το Λευκαντί, που χρονολογούνται γύρω στα 750 π.Χ. η και ακόμη παλαιότερα, αν και αυτή η χρονολόγησις, σύμφωνα με την Maria Giulia Amadasi Guzzo, είναι υποθετική.97 Ανάμεσα σε αυτά τα ευρήματα περιλαμβάνεται μια παράξενη άνακάλυψις των τελευταίων χρόνων στην νε-κρόπολι της Osteria dell'Osa. Πρόκειται για μια ελληνική επιγραφή γραμμένη με το ευβοϊκό αλφάβητο, η οποία ευρέθη χαραγμένη επάνω σε ένα αγγείο μάλλον εντόπιας τεχνοτροπίας, το όποιο χρονολογείται πριν από το 750 π.Χ. Σύμφωνα με την Maria Giulia Amadasi Guzzo, το εύρημα αυτό αποδεικνύει οτι πριν από τον Ελληνικό αποικισμό στις Πιθηκούσες, γύρω στα 770 π.Χ., το ευβοϊκό αλφάβητο είχε ήδη φθάσει στην περιοχή των Cabii, χάρις στο εμπόριο με την Κομπανία, με την περιοχή οπού θα ιδρύετο η αποικία των Κυμαίων. Ένα εμπόριο που είχε αναπτυχθή απ’ εύθείας ανάμεσα στους ντόπιους και τους κατοίκους της Εύβοιας. Η επιγραφή στο αγγείο έχει φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε την υιοθέτησι μιας αλφαβητικής γραφής το λιγώτερο στο πρώτο μισό του 8ου π.Χ. αι., εάν οχι ακόμη παλαιότερα. Και εφ’ όσον πρόκειται για γραφή Ευβοϊκού τύπου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το αλφάβητο είχε τότε υιοθετηθή από τους Ευβοείς. Μάλιστα κάποιοι μελετητές αναζητούν την προέλευσι του Ελληνικού αλφαβήτου στην Δύσι εξ αιτίας του ευρήματος από την Osteria dell'Osa.98 Βάσει λοιπόν αυτού του στοιχείου, η Maria Giulia Amadasi Guzzo, θεωρεί οτι οι Έλληνες έμαθαν να γράφουν στο πρώτο τέταρτο του 8ου π.Χ. αι., και οτι οι Ευβοείς ήσαν οι πρώτοι που υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο. Η παλαιότερη έρευνα, κυρίως βάσει των μελετών του Ρ. Κ. Me Carter, είχε προτείνει ως χρονολογία διαδόσεως της φοινικικής γραφής το 1100 π.Χ. Η παρατήρησις αυτή ώφείλετο στις ομοιότητες, που είχαν σημειωθή ανάμεσα στο σχήμα των γραμμάτων των αρχαιοτέρων Ελληνικών επιγραφών και κάποιων άλλων, οι οποίες ευρέθησαν στην Παλαιστίνη, των λεγομένων χαναανιτικών η πρωτοχαναανιτικών, που χρονολογούνται γύρω στον 12ο -11ο αι. π.Χ.100 Πρόκειται για την επιγραφή στο όστρακο του Izbet Sartah, και της φιάλης του Qubur el-Walaideh. Σε αυτές τις επιγραφές, η φορά των γραμμάτων δεν είναι πλέον από τα δεξιά προς τα αριστερά και το σχήμα τους δεν είναι σταθερό. Κι όμως η προσεκτική και συγκριτική μελέτη των γραμμάτων επί των επιγραφών αποδεικνύει οτι πρόκειται για την αρχαία προευκλείδειο γραφή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες, αποκαλούσαν τα προευκλείδεια Ελληνικά «γράμματα αρχαία». Αναφέρεται στα Σχόλια εις την Γραμματικήν Τέχνην του Διονυσίου του Θρακός οτι αυτήν την διαίρεσι είχε εκτελέσει ο Απολλώνιος ο Μεσσηνίας. Σχετικά μάλιστα με την τελειότητα αυτών των αρχαίων γραμμάτων, ελέγετο οτι είχε επιμεληθή του κάλλους τους ο ίδιος ο Πυθαγόρας, «εκ της κατά γεωμετρίαν γραμμής, ρυθμίσας αυτά γωνίας και περιφερείαις και ευθείαις».101 Η Maria Giulia Amadasi Guzzo, θεωρεί ότι η παλαιοτέρα Ελληνική γραφή εμφανίζεται στην Ελλάδα περί τον 8ο αι. π.Χ., γεγονός που επιβεβαιώνει, σύμφωνα με την άποψί της, και η φιλολογική παράδοσις. Έτσι οι πρώτοι νικητές των Ολυμπιακών αγώνων εμφανίζονται στα 776 π.Χ. Οι πρώτοι νόμοι συντάσσονται από τον Ζάλευκο και τον Δράκοντα τον 7ο π.Χ. αι., και τα Ομηρικά έπη τοποθετούνται βάσει φιλολογικής αναλύσεως στον 8ο π.Χ. αι.102 Δυστυχώς τα δύο τουλάχιστον από τα τρία αυτά επιχειρήματα, επάνω στα όποια έχει στηριχθή η επιστήμη του φοινικίζειν είναι άπλα μυθεύματα. Ας τα εξετάσουμε προσεκτικά. Οι πρώτοι νικητές των Ολυμπιακων αγώνων εμφανίζονται, σύμφωνα με την παράδοσι, στα 776 π.Χ. Τόσο αυτή η χρονολόγησις, όσο και η έξέλιξις της Ολυμπίας αυτήν την περίοδο σε πανελλήνιο ιερό, ωφείλετο σε μία συμφωνία, που συνήψε ο βασιλεύς της Ηλείας Ίφιτος με τον Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργο και τον Πισάτη βασιλέα Κλεισθένη. Με την συνθήκη αυτή, της οποίας το κείμενο εγράφη σε έναν δίσκο και εφυλάσσετο στο Ηραίο, συνεφωνήθη η εκεχειρία, η θεόσταλτη ειρήνη. Ο λόγος ήταν οι συχνές συγκρούσεις ανάμεσα στους Ηλείους και τους Πισάτες για τον έλεγχο των Ολυμπιακών αγώνων, που σαφώς απέφερε και οικονομικά οφέλη. Σύμφωνα με την παράδοσι, οι αγώνες αρχίζουν το έτος 776 π.Χ. με ένα μοναδικό αγώνισμα, τον δρόμο του ενός σταδίου, στο όποιο εκέρδισε ο Ηλείος Κόροιβος.
Η γνησιότητα του καταλόγου των Ολυμπιονικών, που συνέταξε το 400 π.Χ. ο Ιππίας ο Ηλείος, αμφισβητήθηκε ήδη στην αρχαιότητα. Αν σκεφθούμε το πλήθος των αγωνισμάτων, που περιγράφει ο Όμηρος στα έπη του και συγκεκριμένα στα άθλα επί Πατρόκλω, μας παραξενεύει το γεγονός οτι τον 8ο π.Χ. αι. διεξήγετο μόνον ένα αγώνισμα, αυτό του δρόμου. Επίσης, είναι ακατανόητο το οτι στον κατάλογο του Ίππίου η ιπποδρομία αρχίζει με το τέθριππο και όχι με την συνωρίδα, διότι το ευκίνητο αυτό άρμα είναι σύνηθες όχημα της αρχούσης τάξεως και μόνο αυτό το είδος υπήρχε βάσει των αρχαιοτέρων αναθημάτων, τα οποία ευρέθησαν στην Ολυμπία. Αυτές λοιπόν καθώς και άλλες ανακολουθίες, ωδήγησαν στο να αμφισβητηθή η χρονολογία ενάρξεως των Ολυμπιακων αγώνων ήδη από την αρχαιότητα. Ο ίδιος δε ο Παυσανίας επιβεβαιώνει ότι όταν ο Ίφιτος ανανέωσε τους αγώνες, ο κόσμος είχε ξεχάσει τι γινόταν παλαιότερα. Με την πάροδο του χρόνου όμως άρχισαν να θυμούνται τα αγωνίσματα και κάθε φορά που εθυμούντο κάτι έκαναν και μια προσθήκη στους αγώνες. Έτσι φαίνονται να ξεκινούν οι αγώνες πρώτα με το αγώνισμα του δρόμου, στο όποιο ανεδείχθη νικητής ο Ηλείος Κόροιβος. Εάν μελετήσουμε όμως προσεκτικά τις πληροφορίες που μας παραδίδει ο Παυσανίας, διαπιστώνουμε οτι τόσο ο βασιλεύς με τον όποιο ξεκινούν οι Ολυμπιακοι αγώνες (Ίφιτος), όσο και ο πρώτος νικητής (Κόροιβος), καθώς και ο συντάκτης του καταλόγου των Ολυμπιονικων (Ιππίας) κατάγονται από την Ηλεία. Εύλογα θεωρούμε γίνεται αντιληπτή μία τοπικιστική προπαγάνδα (ως αποτέλεσμα της προαιώνιας Ελληνικής διχόνοιας), τα ίχνη της οποίας αναζητούνται τουλάχιστον στον 8ο π.Χ. αι., αλλά ταλαιπωρούν ακόμη τους Νεοέλληνες. Όσον αφορά στο δεύτερο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι πρώτοι νόμοι συνετάχθησαν από τον Ζάλευκο και τον Δράκοντα τον 7ο π.Χ. αι., ούτε και αυτό φαίνεται να ευσταθή. Η αρχαιότερα καταγραφή νομοθεσίας βάσει των αρχαίων ελληνικών πηγών είχε γίνει από τον Μίνωα. Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσεια103 οτι σ Μίνως «εννέωρος βασίλευε Διος μεγάλου οαριστής». Σύμφωνα με μία ερμηνεία του επιθέτου «εννέωρος», ο Μίνως κάθε εννέα χρόνια πήγαινε ψηλά στο ορός του Διος (Δίκτη, Ιδαίον άντρον), από όπου και παρελάμβανε τους νόμους της πόλεως από τον ίδιο τον θεό. Έπειτα βάσει των αιρετών αντιπροσώπων του θεού στην γη, δηλαδή του Μίνωος, του Ραδαμάνθυος, και της εκτελεστικής μηχανής τους, του Τάλω, οι πολίτες υπάκουαν στους νόμους. Την γνώσι αυτή διέδωσαν οι Κρήτες, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μέχρι την νοτιοανατολική Αραβική χερσόνησο, οπού οι κάτοικοι της, μιλούσαν ακόμη στην εποχή του την Κρητική γλώσσα, και προς επίρρωσιν των ισχυρισμών τους έδειχναν και επιγραφές, τις όποιες έλεγαν, εχάραξε ο Ζευς, όταν έμενε ανάμεσα στους ανθρώπους.104
Όσον άφορα στα ομηρικά έπη, και επειδή δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε το ομηρικό ζήτημα, η γενικώς αποδεκτή θεωρία οτι αυτά χρονολογούνται στον 8ο π.Χ. αι., διότι τότε εδιδάχθησαν οι Έλληνες την γραφή, φαίνεται να καταρρέη έπειτα από τις νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, που ανεφέρθησαν προηγουμένως.105 Ειδικά το πτυκτό πινάκιο, που ανεσύρθη από τον βυθό της θαλάσσης στις Μικρασιατκές ακτές, αποδεικνύει την ύπαρξι τετραδίων υψηλής αισθητικής και ποιότητος κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Η ανακάλυψις της γραφικής ύλης υποδεικνύει λοιπόν έμμεσα και την γνώσι της γραφής επί τετραδίου ήδη από τον 14ο π.Χ. αι. Έτσι επιβεβαιώνεται και ο Χόρστ Μπλανκ, ο όποιος είπε ότι σήμερα ένα μεγάλο μέρος φιλολόγων κλίνει προς την ύπόθεσι οτι η σύνταξις των ομηρικών επών είχε ήδη καταστήσει απαραίτητη την γραπτή παγίωσι του κειμένου... οι ραψωδοί κουβαλούσαν μαζί τους το γραπτό χειρόγραφο αντίτυπο τους.106
Η δημιουργία του αλφαβήτου και η προέλευσις των ονομάτων ήταν προφανώς ένα πρόβλημα, που είχε απασχολήσει και τους Αρχαίους Έλληνες. Θα λέγαμε οτι οι ρίζες της γενέσεως της επιστήμης της γλωσσολογίας θα πρέπει ήδη να αναζητηθούν στην εποχή, κατά την οποία έζησε ο Πλάτων. Με το έργο του «Κρατύλος η Περί Ονοματων Όρθότητος», ο μέγας φιλόσοφος θέτει τον προβληματισμό σχετικά με το εάν η γλώσσα είναι «φύσει» η «έθει», δηλαδή εάν είναι φυσικό δημιούργημα, οπότε η γνώσις των πραγμάτων καθίσταται αντικειμενική η δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος, οπότε μόνον υποκειμενική γνώσις είναι δυνατή.107 Εάν φθάσουμε στην ουσία των ονομάτων, που τα έχει πλάσει η ίδια η φύσις, τότε θα έχουμε την αντικειμενική γνώσι. Διότι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, για να είναι ένα όνομα ορθό, πρέπει να είναι τέτοιο, που να φανερώνη την ουσία του πράγματος. Τα ονόματα είναι μία πράξις μιμήσεως με την βοήθεια της φωνής. Αλλά η μίμησις αυτή δεν πρέπει να είναι μίμησις της φωνής ή του ήχου ή του χρώματος του πράγματος, αλλά μίμησις με γράμματα και συλλαβές της ουσίας του πράγματος. Τα δε ονόματα τα χρησιμοποιούμε ως όργανα με τα οποία καθορίζουμε την φυσική υπόστασι των πραγμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στοιχεία του αλφαβήτου: τα εκφωνούμε με ονόματα και δεν τα προφέρουμε αυτά τα ίδια σαν φθόγγους εκτός από τέσσερα δηλαδή το Ε και το Ι και το Ο και το Ω. Στα άλλα όμως φωνήεντα και τα άφωνα, γνωρίζεις ότι αφού προσθέσουμε κι άλλα γράμματα τα προφέρουμε κάνοντας τα έτσι ονόματα. Αλλά, έως ότου εκφράσωμε την δύναμι, που φανερώνει αυτό, δηλαδή κάθε στοιχείο, είναι ανάγκη να προσθέτωμε γράμματα, ώστε να σχηματισθή το όνομα, που θα μας φανερώνη την ουσία του καθαρά. Παραδείγματος χάριν το «βήτα». Βλέπεις ότι ενώ προσετέθησαν σε αυτό τα γράμματα Η, Τ, Α, καθόλου δεν έβλαψαν ώστε να μη φανέρωση με ολόκληρο όνομα την φύσι του στοιχείου αυτού την οποίαν ήθελεν ο νομοθέτης να εκφράση. Έτσι κατωρθώθη με επιτηδειότητα να δοθούν στα γράμματα ονόματα.108
Γράφοντας σήμερα εις την Έλληνικήν γλώσσα σύμφωνα με τον καθηγητή Αρβανιτόπουλο, μεταχειριζόμεθα τα εκ μακραίωνος παραδόσεως γνωστά 24 γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, τα οποία οι αρχαίοι Έλληνες ωνόμαζαν ως εξής: άλφα, βήτα, γάμμα, δέλτα, ει, ζήτα, ήτα, θήτα, ιώτα, κάππα, λάμβδα, μυ, νυ, ξει, ου, πει, ρω, σίγμα, ταυ, υ, φει, χει, ψει, ω. Τέσσερα από αυτά τα γράμματα, μετωνομάσθησαν αργότερα από τους αρχαίους γραμματικούς, προκειμένου να γίνουν σαφέστερα. Το ει έγινε ε ψιλον, το ου, ο μικρόν, το υ, υ ψιλόν, και το ω, ω μέγα. Οι ονομασίες αυτές ευρίσκονται ήδη στα Σχόλια εις την Γραμματικήν Τέχνην του Διονυσίου του Θρακός και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους Νεοέλληνες αναλλοίωτες.109 Γράφοντας λοιπόν σήμερα εις την Έλληνικήν Γλώσσαν, διατηρούμε ζωντανή μία γραμματική 2.406 ετών (2003 + 403/2), επειδή το 403/2 π.Χ. -όταν επώνυμος άρχοντας των Αθηναίων ήταν ο Ευκλείδης - ο ρήτωρ, πολιτικός, συγγραφεύς και στρατηγός Αρχίνος υπέβαλε πρότασι με την οποία καθωρίζοντο τα 24 γράμματα του αλφαβήτου για την συγγραφή των επισήμων κειμένων και την διδασκαλία των παιδιών. Η πρότασις έγινε τότε αποδεκτή στην Εκκλησία του Δήμου και κα θιερώθηκε ως νόμος. Όταν λοιπόν γράφουμε σήμερα με κεφαλαία γράμματα Ελληνικά, είναι σαν να χρησιμοποιούμε την κεφαλαιογράμματη γραφή του Αρχίνου, ηλικίας 2.406 ετών.110
Βάσει λοιπόν της μεταρρυθμίσεως του Αρχίνου, οι Ελληνικές επιγραφές διαιρούνται σε Προευκλειδείους (δηλ. προ του 403 π.Χ.), και σε Μετευκλειδείους (δηλ. μετά το 403 π.Χ.). Η ομάδα των προευκλειδείων επιγραφών διακρίνεται σε τοπικά αλφάβητα, το Αττικονησιωτικόν ή Αττικόν, το Ιωνικόν, το Κορινθιακόν και το Χαλκιδικόν η Δυτικόν λόγω της εκτεταμένης διαδόσεως του στην Δύσι111 μέσω των εκεί Ελληνικών αποικιών.112 Ιδιαιτέρως σπουδαία θέσι για την έξέλιξι της Ελληνικής γλώσσης στην σύγχρονη γεωπολιτική κατάστασι έχει η διάδοσις του Χαλκιδικού αλφαβήτου κατά την διάρκεια των υστέρων γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με τον Αρβανιτόπουλο, η γραφή του χαλκιδικού αλφαβήτου, μετεδόθη πρωϊμώτατα στους ντόπιους Ιταλικούς λαούς και δη στους Τυρρηνούς (Έτρούσκους), Λατίνους, Οϋμβρίους, Όσκους, Φαλίσκους και κυρίως στους Ρωμαίους. Έτσι ανεπτύχθη από το χαλκιδικό αλφάβητο το Λατινικό. Αυτό μετέδωσαν αργότερα οι Ρωμαίοι στους λαούς της Δυτικής Ευρώπης και έτσι και αυτοί οι άποικοι τους το μεταχειρίζονται μέχρι σήμερα. Προς επίρρωσιν των λεγομένων μας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα δοκίμιο του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου του Σικάγου κ. Ι. Καλαρά: Mathematic and geometric theorems and axioms, both practical and theoretic were analyzed by mathematicians. Alphanumeric systems with cryptic or mnemonic coding have been developed. Geometric schemes like the prism, the pyramid, the circle, the parallilogram and other isometric schemes like the pentagon, hexagon, octagon, are analyzed periodically. With diagrams, the periphery, the perimetry, the diameter and the dichotomy are studied.113
Άρα γε γνωρίζει η κ. Διαμαντοπούλου όταν υποστηρίζη τα περί εισαγωγής της Αγγλικής ως επισήμου γλώσσης του Ελληνικού κράτους, οτι όλα τα αλφάβητα των Ευρωπαϊκών εθνών κατάγονται από το Ελληνικό Χαλκιδικό αλφάβητο;114 Εμείς οι Νεοέλληνες δε, εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε ένα αλφάβητο, το οποίο ιστορικά μαρτυρείται (προς το παρόν) από τον 8ο π.Χ. αί. Η καταγωγή δε της γραμματικής και του συντακτικού της Ελληνικής γλώσσης χάνεται στα βάθη των αιώνων, όπως αναδύεται μέσα από τις κλιτές λέξεις και τους επιθετικούς προσδιορισμούς των πινακίδων της Γραμμικής Β΄.
Η Ελληνική γλώσσα έγινε ωστόσο για πρώτη φορά παγκόσμια, ένα είδος lingua franca της εποχής, μέσα από τα μεγάλα εξερευνητικά ταξείδια και τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς (Κ. Π. Καβάφης). Οι Ρωμαίοι κατακτητές των Ελλήνων, μαγεμένοι από το υψηλό επίπεδο του Ελληνικού πολιτισμού, θα υποταχθούν με την σειρά τους σε αυτόν αντί να τον υποτάξουν, όπως είπε ένας Γάλλος ιστορικός του προηγουμένου αιώνος. Έτσι θα επιβιώση η Ελληνική γλώσσα μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους στους Έλληνες-Βυζαντινούς, όπως μας αποκαλεί το ίδιο το Κοράνι. Χάρι σε αυτούς θα διασωθή η Ελληνική γραφή και μέσω της αντιγραφής των κειμένων πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Εάν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτοί, θα ήταν δυσχερέστατη η μεταγραφή των Ελληνικών γραμμάτων, τα όποια την περίοδο του Μεσαίω-νος εθεωρούντο ακατανόητα, όπως τα ιερογλυφικά.
Άλλωστε την συμβολή όλων των Ελλήνων διαχρονικά για την σωτηρία της γλώσσης έχει υμνήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο Οδ. Ελύτης:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα Δόξα Σοι!
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
1 Αυτό προκύπτει από την παρατήρησι του Φαίδρου στο τέλος: Ω Σώκρατες, ραδίως συ Αιγυπτίους καί οποδαπούς, αν έθέλης, λόγους ποιείς (375 b). Βλ. Διδακτική Πρακτική Σ.Έ.Λ.Μ.Ε. Θεσσαλονίκης περί Ανθολογίου Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων Γ΄ Λυκείου, 1989, σ. 267.
2 John Noble Wilford, The New York Times, μτφρ. εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Πότε ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος, φ. 3. Μαρτίου. 2002
3 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, σ. 12-13.
4 Πλάτωνος Κρατύλος
5 Γ.Κουρτέση-Φιλιππάκη, Ή Τέχνη, περ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ τ.58, Μάρτιος 1996, σ. 85.
6 Α. Πουλιανός, Εργαλειοτεχνία, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τ.13, 1991-1997, σ. 52.
7 σ. 260, πρβλ. Winn M., The Signs of the Vinca culture: an internal
analysis; their role, chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
8 Α.Α.Ζώη, Προϊστορική καί Πρωτοϊστορική Αρχαιολογία, Γιάννενα, 1982, σ. 184-5, είκ. 32, 33, σημ. 120-123. πρβλ. Leroi-Gourn, Prihistoire de l'art, 310-311; Kuehn, Erwachen und Aufstieg, 211-213; Narr, Handbuch, l, 324-326; Mueller-Karpe, Handbuch, l, 276, no. 74; Bordes, Le Pateolithique, 166; Sonneville-Bordes, L'ίge de la pierre, 107-108; Hawkes-Wooley, History, 175-6.
9 Μηνάς Δ. Τσικριτσής, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Α΄, Ηράκλειο, 2001, σ. 230, σημ. 8. πρβλ. Sarianidis V., Margiana and Protozoroastrism, Αθήναι, 1999, σ. 88.
10 Ο.π., πρβλ. Kόhn, Erwachen und Aufstieg, 212, όπου και βιβλιογραφία.
11 Πρβλ. Eleni Karantzola, Adamadlos Sampson, loannis Liritzis, Some recorded signs of early writing in Greek prehistory: theoretical considerations on a temporal and spatial dimension, Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου: Κάτοικοι καί Κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο 9000-1000 π.Χ., ΡΟΔΟΣ 7-11 Οκτωβρίου 2002, περιλήψεις συνεδρίου, σ. 30. πρβλ. Την δυνατότητα υπάρξεως επικοινωνίας σε αυτούς τους χρόνους όχι μόνον μέσω των χερσαίων, αλλά καί των θαλασσίων οδών, ήδη από τους παλαιολιθικούς χρόνους, όπως απέδειξαν οι εργασίες του διεθνούς συνεδρίου: Θαλάσσιες Μεταφορές καί επικοινωνίες στην Μεσόγειο: Από την Παλαιολιθική εποχή ως τα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, πού έλαβε χώρα στην Μήλο στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2002.
12 Γ.Χ.Χουρμουζιάδης, Το Δισπηλιό Καστοριάς. Ένας λιμναίος προϊστορικός οικισμός, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 46.
13 Γ.Χ.Χουρμουζιάδης, Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 260, 254.
14 Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25.
15 Renfrew Κ., Προβλήματα της Ευρωπαϊκής Προϊστορίας, Αθήνα, 1979. πρβλ. Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25, σημ. 3.
16 Winn M., The signs of the Vinca Culture: an internal analysis: their role, chronology and independence from Mesopotamia. Ph. D. Diss. University of California, Los Angeles, 1973.
17 Hie Tudor, Tezaurul de la Isaiia, στο Mica Enciclopedie "AS", Anuν XI, nr. 493, Δεκέμβριος 2001, σ. 15.
18 Bogdan Nikolov, Αρχαίοι Πολιτισμοί του Κριβοντόλ, (ρωσσικά) 1984, σ. 46, 88.
19 Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002. βλ. Πρακτικά 15ης 'Επιστημονικής Συναντή-σεως για το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία καί την Θράκη, 16 Φεβρουαρίου 2002.
20 Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α΄. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 24-25.
21 Ό.π., σ. 24-25, σημ. 1, 2. πρβλ. Sir FI. Petrie, The Formation of the Alphabet, στο Mason W.A. 329, London, 1919.
22 Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ.17. Φεβρουαρίου 2002. πρβλ. Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α΄. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25, σημ. 4. πρβλ. εφ. ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ, φ. 21.9.1995.
23 Μ.Τσικριτσή, Γραμμική Α΄. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σ. 25. Ανάλογα χρυσά ένώτια ή περίαπτα έχουν βρεθή στο προϊστορικό σπήλαιο της Θεόπετρας του Νόμου Τρικάλων, αλλά καί στην Βάρνα της Βουλγαρίας, καθώς καί στην Ρουμανία.
24 Απ. Λυκέσα, Προϊστορική Σφραγίδα, εφ. ΕΘΝΟΣ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ, φ. 17. Φεβρουαρίου 2002.
25 Dr. Eleni Karantzola, Prof. Dr. Ad. Sampson, Prof. Dr. I. Liritzis, Some recorded sgns of early writing in Greek Prehistory : theoretical considerations on a temporal and spatial dimension, Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου, ΡΟΔΟΣ, 7-11 'Οκτωβρίου 2002, βλ. Περιλήψεις Συνεδρίου, σ. 30.
26 Πρβλ. Γ.Χ. Χουρμουζιάδη, Δισπηλιό. 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 260, είκ. 9, καί Ι.Ε.Ε., τ. Α', σ. 151.
27 Marie-Joseph Steve, Le Syllabaire proto-ιlamite linιaire, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή Επικοινωνία στην Μεσόγειο, 'Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράϊναχ, 2000, σ. 73-84.
28 George Thomson, Ή 'Ελληνική Γλώσσα. Αρχαία καί Νέα, Αθήνα, 1989, β', έκδ., σ. 69.
29 Ι.Έ.Ε., τ.Α', σ. 147. 30Ι.Ε.Ε..Τ. Α',σ. 151.
31 "Εφη Πολυγιαννάκη, όστρακο «Γράμμα» από τη Μαύρη Θάλασσα, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, τ. 13 1991-1997, σ. 298-304.
32 Louis Godart, Ό Δίσκος της Φαιστού, σ. 31.
33 Ε. Πολυγιαννάκη, Ό Δίσκος της Φαιστού μιλάει 'Ελληνικά, Αθήναι, 1996, σ. 337.
34 Ν.Παπαχατζή, Παυσανίου. 'Ελλάδος Περιήγησις, Χ, 28. 2.
35 Τρυφ. Μαραγκού, Λαϊκά Παραμύθια καί Τραγούδια της Φαραωνικής Εποχής, έκδ. Θουκυδίδης, 1983, σ.32-36.
36 Τρυφ. Μαραγκού, Λαϊκά Παραμύθια καί Τραγούδια της Φαραωνικής Εποχής, έκδ. Θουκιδίδης, 1983, σ. 31.
37 Βάσει της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας.
38 W.Wright, The Empire of the Hittites, London, 1884; πρβλ. Ι.Ε.Ε., τ.Α', σ. 151.
39 S.N.Kramer, The Sumerians, London, 1963, fig.3.
40 A.Evans, Primitive Pictographs and Script, J.H.S., 1894, σ. 284.
41 Ο.π.
42 Ο.π.
43 Scripta Minoa, I.
44 I.E.E., τ. Α', σ. 209.
45 I.E.E., τ. Α', σ. 150.
46 Ο.π.
47 I.E.E., τ.Α', σ. 150, 209, βλ. είκ.
48 John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 3.
49 Μηνάς Δ. Τσικριτσής, Γραμμική Α'. Συμβολή στην κατανόηση μιας αίγαιακής γραφής, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001.
50 Έπετηρίς Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, τ. IV, σ. 57-59.
51 John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 37κ.έξ.
52 Ι.Ε.Ε., τ. Α', σ. 296. περισσότερες λεπτομέρειες για την μέθοδο άπο-κρυπτογραφήσεως βλ. εις John Chadwick, ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β'. Ή πρώτη Ελληνική Γραφή, Αθήναι, 1962, σ. 43 κ.έξ.
53 Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10. 1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland, σ. 27-38 (αντίλογος στην άνακοίνωσι του G.Neumann, Zur Vor-und Frueh-geschichte der griechischen Sprache: Neuerungen in Morphologie und Wortschatz).
54 Γ.Μπαμπινιώτη "Εκθεση «Ιστορία της Γραφής». Δυο μικρά κείμενα του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, 2002.
55 Δρ Κ. Γαλλή, Ενδείξεις για την εξάπλωση μέχρι της Θεσσαλίας, ενός (οργανωμένου συστήματος συμβόλων επί αγγείων κατά την εποχή του χαλκού, περ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τ. 29, Δεκέμβριος 1988, σ. 58-63.
56 Δωρικά στοιχεία έχει εντοπίσει η κ.Έφη Πολυγιαννάκη καί στον Δίσκο της Φαιστού. Βλ. σ. 337-338.
57 Μήνας Δ. Τσικριτσής, Γραμμική Α', Ηράκλειο, 2001, σ. 56.
58 Trude Dothan, Le premiθre apparition de l'ιcriture en Philistine, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή 'Επικοινωνία στην Μεσόγειο, 'Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράίναχ, 2000,σ. 165-169.
59 "Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113. Γραφείς ξύλινων πινακίδων αναφέρονται καί σε μια χεττιτική πινακίδα με σφηνοειδή γραφή πού άνεκαλύφθή στο ιερό των Χετταίων του 14ου π.Χ. αιώνος στην Γιαζιλικάγια (Μ.Άσία), όπου έλατρεύετο ο «ίνδοευρωπαίος» Δίας, ο θεός του κεραυνού.
60 Kemal Pulak, To Ναυάγιο του Ούλουμπουρούν, Αρχαία Ναυάγια στην Μεσόγειο, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 3ής Σεπτεμβρίου 2000, σ. 24-26. πρβλ. την άποψη της Κ.Δήμακοπούλου, ή οποία αμφισβητεί την μυκηναϊκή καταγωγή του ναυαγίου, στον κατάλογο Θεοί καί Ήρωες της 'Εποχής του Χαλκοϋ. Ή Ευρώπη στίς ρίζες του 'Οδυσσέως, Αθήνα, 2000, σ. 36.
61 Γλώσσα. Ή Ελληνική Γραφή έγινε 4000 ετών, "Ενθετο αφιέρωμα εφ. 'Ελευθεροτυπίας, φ. 24ης Ιουλίου 1999, σ. 23.
62Βλ. Κατάλογο: Θεοί καί Ήρωες της 'Εποχής του Χαλκού. Ή Ευρώπη στίς ρίζες του 'Οδυσσέα, Αθήνα, 2000, σ. 36.
63 Kemal Pulak, To Ναυάγιο του Ούλουμπουρούν, Αρχαία Ναυάγια στην Μεσόγειο, εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 3ης Σεπτεμβρίου 2000, σ. 24-26, πρβλ. Κατάλογο: Θεοί καί Ήρωες της Εποχής του Χαλκοϋ. Ή Εύρώ-πή στίς ρίζες του 'Οδυσσέα, Αθήνα, 2000, σ. 36.
64 Ζ', 169: γράψας εν πινάκι πτυκτώ ... σήματα λυγρά.
65 Σχετικά με την σημασία του ρήματος στον Όμηρο, βλ. "Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113.
66 βλ. Αγ. Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 113.
67 Πρβλ. την αποψι του Trude Dothan, Le premiθre apparition de l' ιcriture en Philistine, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή 'Επικοινωνία στην Μεσόγειο, Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράϊναχ, 2000,σ. 165-169. Πρέπει να συμπεράνουμε, αναφέρει σ καθηγητής πώς στην Παλαιστίνη, ό πάπυρος, εδώδιμα φθαρτός, ήταν ή βασική πρώτη ϋλη γραφής για τους Φιλισταίους. Μήπως συνέβαινε λοιπόν το ίδιο καί στην Κρήτη;
68 Mission de Ras-Shamra, dirigιe par Claude F.-A. Schaeffer, La Legend de Keret, Roi des Sidoniens, Paris, 1936.
69 Βλ. M' hamed Hassine Fantar, Les Phιniciens en Mediterranee, 1997.
70 Stanislav Serget, A Grammar of Phoenician and Punic, Muenchen, 1976
71 Dr. Marta Guzowska, The Contexts of Cretan finds in Cyprus or "the case of a musturd pot", Διεθνές Συνέδριο Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 7-11 'Οκτωβρίου 2002, βλ. περιλήψεις Συνεδρίου, σ. 9
72 N.Coldstream, Γεωμετρική Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 393,413-6.
73 Βλ. Pierre Grimal, Λεξικόν, λ. Άγαπήνωρ.
74 Ιστορία της Κύπρου. Από την Νεολιθική μέχρι καί την Ρωμαϊκή Εποχή, Λευκωσία, 1992, σ. 57
75 βλ. οδηγό Εκθέσεως Ιστορίας της Γραφής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002.
76 Ή Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας καί Γραφής, Die Geschichte der Hellenischen Sprache und Schrift, 3-6.10.1996, Ohlstadt, Oberbayern-Deutschland, σ. 300 (αντίλογος στην άνακοίνωσι της Δρ. I. S.Lemos, What is not dark in the so called Greek DarkAge).
77 Andre Lemaire, Les «Hyksos» et les debuts de l'ιcriture alphabitique au Proche-Orient, βλ. Πρακτικά Συνεδρίου για την Γραπτή Επικοινωνία στην Μεσόγειο, Ελληνική Βίλλα Κήρυλος, 14-15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000, σ. 103-133.
78 Ό.π.
79 Ό.π.
80 βλ. 'Οδηγό Εκθέσεως, Ή Ιστορία της Γραφής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002, σ. 44-45.
81 Γ. Μπαμπινιώτης, Έκθεση. Ιστορία της Γραφής. Δύο Μικρά κείμενα του Πρυ-τάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2002.
82 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 231.
83 Pierre Grimal, Λεξικόν, λ. Κάδμος, σ. 336.
84 Ί. Σταματάκου, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, λ. Κάδμος.
85 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαΐου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράίναχ, 2000,σ. 239.
86 Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Σύντομη Προσέγγισις εις το Ιστορικόν της Ελληνικής Γραφής, εφ. Ελληνική Αγωγή, αρ.φ.49, Μάρτιος 2001, σ.10-11.
87 Ε. Παπαδοπούλου, Μινωική καί Μυκηναϊκή παρουσία στην Εγγύς Ανατολή καί είδικώτερα στην κοιλάδα του Ιορδάνη, βλ. περιλήψεις Διεθνούς Συνεδρίου Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 7-11 Οκτωβρίου 2002, σ. 26.
88 J.-N.Coldstream, Γεωμετρική 'Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 321-322.
89 Ό.π., σ. 322, σημ. 86, 87.
90 Δ΄, 18,2-3.
91 Ειρήνη Λ. Μπουρδάκου, Ηρακλής. Ό εξερευνητής του Αρχαίου Κόσμου, Αθήνα (υπό έκδοσιν)
92 Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Ά?, σ. 70-71.
93 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαΐου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 231. πρβλ. J.-N.Coldstream, Γεωμετρική 'Ελλάδα, Λονδίνο, 1977, Αθήνα, 1997, σ. 321-32, οπού αναφέρει την άνακάλυψι κυπροφοινικικών αγγείων στην περιοχή.
94 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 70, 76.
95 J.-N.Coldstream, ο.π., σ.394, 397.
96 Ο Αρβανιτόπουλος την χρονολογεί γύρω στα 800-850 π.Χ., βλ., ο.π., σ. 32.
97 Maria Giulia Amadasi Guzzo, La transmission de ('alphabet phιnicien aux Grecs, 15 Μαίου 1996, Ίδρυμα Θεοδώρου Ράιναχ, 2000,σ. 234.
98 Ό.π., σ. 240.
99 Ό.π., σ. 235. 100 Ό.π., σ. 236.
101 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΗ, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 47, σημ.3.
102 ο.π., σ. 238.
103 τ. 179
104 βλ. Ειρήνη Λ. Μπουρδάκου, Ηρακλής. Ό Εξερευνητής του Αρχαίου Κόσμου, υπό έκδοσιν.
105 Πρβλ. Α.Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Σύντομη προσέγγισις εις το Ιστορικόν της Ελληνικής γραφής, εφ. Ελληνική Αγωγή, άρ.φυλ. 49, Μάρτιος 2001, σ. 10-11.
106 Ό.π., πρβλ. Χόρστ Μπλάνκ, Το Βιβλίο στην Αρχαιότητα, σ. 148.
107 Β.-ΧΡ.Κριτσέλη, Πλάτωνος. Κρατύλος, Αθήναι, σ. 14.
108 Κρατύλος, 3930.
109 Α.-Σ.Άρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 41-44.
110 Ό.π., σ. 44.
111 Μ.Ελλάς, Ιταλία, Σικελία, Κάτω Ιταλία.
112 Α.-Σ. Αρβανιτοπούλου, Επιγραφική, εν Αθήναις, 1937, τ. Α', σ. 45.
113 Βλ. Έφ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, φ. 12.11.2000, πρβλ. Εφ. Ελληνική Αγωγή, άρ.φυλ. 47, Ιανουάριος 2001, σ. 18-19, και το θεμελιώδες έργο της "Α.Τζιροπούλου-Εύσταθίου, Πώς ή Ελληνική γονιμοποίησε τον Ευρωπαϊκό Λόγο, έκδ. Νέα Θέσις και της ιδίας ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Αθήναι, 2002.
114 Ό.π., σ. 45.