* Το συνταρακτικό κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2008 στο περιοδικό "Ρεσάλτο" και το υπογράφει ο Ηλίας Σιαμέλας
«Μας πολτοποιήσανε
μας έχουν κάνει - το λαό!-
μια μάζα ευκολομάσητη
γλοιώδη
σαν μπάμιες καζανιού»
Άρης Αλεξάνδρου
Τι να πούμε για τούτη την ανάπηρη χώρα. Πώς να παραστήσουμε την κατρακύλα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις τα κουρέλια της αποσύνθεσης κι όπου σταθείς νιώθεις τη βαριά μυρωδιά του επαίτη. Μια απέραντη ντροπή, που η όψη της υπερακοντίζει το χειρότερο εφιάλτη.
Σε τούτη τη χώρα δεν ακούς τίποτ' άλλο, παρά γρυλισμούς τρέλας και παρατεταμένα βελάσματα ανθρωπόμορφων θεριών.
Απ' εδώ πολιτικά παχύδερμα κι από 'κεί το εκπαιδευμένο κορμί του τηλε-παρουσιαστή, που «χορεύει», και σειέται και λυγιέται, σαν την κόμπρα που αναπηδά απ' το καλάθι της, στο άκουσμα του αυλού του φακίρη.
Εδώ λοιπόν, σε τούτο το πολυεθνικό ζωοπανήγυρο, βιώνουμε το πολύκλαυστο εύρος του απίστευτου, του τραγικού και του γελοίου. Καθημερινά γευόμαστε το σταβλίσιο μενού της τηλεοπτικής κουζίνας και μηρυκάζουμε τη χαρακτηριστική μπόχα της πολιτικοβαρβατίλας.
Εδώ βλέπουμε όλα τα τερτίπια της ντόπιας πολιτικής ολιγαρχίας, που πότε με τις ντουντούκες της πλεκτάνης, ακομπανιάρει τα ουρλιαχτά των τηλεοπτικών θηλαστικών της Νέας Τάξης και πότε γυαλίζει δουλικά τα σκήπτρα των Ελιτάριων της Ευρώπης.
Μια ξιπασμένη δράκα επαίσχυντων τυράννων, που χθες λεηλάτησε τον Ελληνικό λαό με την παρωδία των «Ολυμπιακών Αγώνων» και σήμερα διατάζει την τελευταία έφοδο, στο βρώμικο δικομματικό μαντρί της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Μια πολιτική ολιγαρχία πορτοφολάδων, που χθες λήστεψε στο χρηματιστήριο χιλιάδες μικροεπενδυτές και σήμερα ληστεύει τ' Ασφαλιστικά Ταμεία και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Μια μολεμένη από χολέρα πολιτική ηγεσία, που χθες, με ένα πανουκλιάρη νόμο, πέταξε κυριολεκτικά στο δρόμο 1200 Ασυρματιστές του Εμπορικού Ναυτικού και σήμερα «υπόσχεται» ότι κανείς εργαζόμενος στην Ολυμπιακή δε θα χάσει τη δουλειά του.
Μια χρυσοφορεμένη κάστα μεγαλομασκαράδων, που υπερχρέωσε και υπερχρεώνει τη χώρα, όπου οι «ημέτεροι» καταβροχθίζουν τα «κοινοτικά» κοντύλια, με την ηρεμία και τη σιγουριά των λιονταριών της ζούγκλας.
Μια δουλόπρεπη πολιτική φάρα, που προσκυνάει τους αιματοβαμμένους στρατηγούς της τουρκιάς, που ετοιμάζεται να συγκροτήσει «κοινές στρατιωτικές μονάδες» με τον Αττίλα, που αφήνει να ξεφτιλίζεται και να εκβιάζεται η χώρα μας, από μια χούφτα Αλβανο-Σκοπιανούς ληστοσυμμορίτες.
Μια πολιτική Σατραπεία ανδρείκελων, που μετάτρεψε την Αττική σε ένα απέραντο αβίωτο γκέτο, που ετοιμάζεται τώρα να ανοίξει διάπλατα τις πύλες του Δημοσίου, στους Αλβανούς - Ληστές - Ουτσεκάδες!
Μια δοσίλογη πολιτικοοικονομική φάρα, που έκαψε τα δάση μας και τα χωριά μας, που καθημερινά σφίγγει τη μέγγενη της ανέχειας, για να μας κόψει τα πόδια και να συνεχιστεί απρόσκοπτα ο εποικισμός στη χώρα μας και ότι άλλο διατάξει η Λέσχη «Μπίλντερμπεργκ».
«Δεν είναι πατρίδα μου όλοι αυτοί,
το δηλώνω για όποιον σε τούτα τα χώματα
θέλει να μ' ακούσει»*
Τούτοι για μένα, είναι οι χειρότεροι εχθροί που πέρασαν από αυτόνε τον τόπο.
Τούτοι δε μας σφάζουν με τις χαντζάρες, όπως έκαναν οι τουρκαλάδες στα χρόνια της σκλαβιάς. Μας σφάζουν με το βαμβάκι, αφού πρώτα μας κάνουν πολτό, «μια μάζα ευκολομάσητη, γλοιώδη». Μας ξεκληρίζουν σιγά, σιγά και με μέθοδο.
Και που είναι ο αγωνιστικός πυρετός του χθεσινού ανθρώπου; φωνάζω μέσα στο παραλήρημά μου. Πού είναι το «αδούλωτο» ελληνικό πνεύμα; Πού είναι οι αγωνιστές; Πού είναι οι τσακισμένοι; Πού είναι οι φτωχοί; Πού είναι οι άνεργοι; Πού είναι οι απελπισμένοι; Πού είναι οι πεινασμένοι; Πού είναι οι ληστεμένοι; Πού είναι οι αντάρτες;
Κι όμως, η ακρίβεια καλπάζει, «τα μεροκάματα δε φτάνουνε, οι γυναίκες κλαίνε στις κουζίνες», οι συνταξιούχοι πεινάνε, οι φορομπήχτες ετοιμάζουν νέα φορολογικά νομοσχέδια για να μας πάρουν ακόμα και τα σώβρακα και τα ξεπουλημένα συνδικάτα κάνουν. 24ωρη απεργία, ίσα ίσα για να επιχρυσώσουν με κάποια ψίχουλα αγωνιστικότητας, τον κίβδηλο κόσμο τους!
Ναι, το ξέρω! Όλα αυτά που γράφω είναι λόγια, λόγια, λόγια και θα πάνε στο βρόντο.
Είναι ξερόηχα λόγια, που δαιμονίζουν μόνο την άδεια καρδιά μου.
Ας φτύσω λοιπόν λοξοτηρώντας. Ας φτύσω τα γένια μου, ας φτύσω τον αέρα, ας φτύσω το γυαλί της τηλεόρασης, ας φτύσω τους πολιτικάντηδες και όλο τους το συγγενολόι. Ας φτύσω τους εργατοπατέρες.
Ας φτύσω όλους και όλα, έστω κι αν ξέρω ότι στο τέλος θα στερέψει κι αυτό το παράνομο σάλιο μου.
Έτσι στεγνός και μελαγχολικός, ας βγω στο μπαλκόνι μου κι ας κοιτάξω τα μαύρα σύννεφα που πληθαίνουν, μήπως και σηκώσω εκεί ψηλά τον βαθύλαλο πόνο μου.
Μήπως γίνει τούτος ο πόνος μου σπινθήρας κεραυνού, για να πέσει εκεί κοντά στα κεφάλια των ολετήρων της χώρας μου.
Μήπως τούτο τον κεραυνό τον ακούσει η πλάση. Μήπως τούτη η πλάση επιτέλους γεννήσει πάλι ποιητές - μαχητές που με φρίκη θα αναρωτηθούν:
«Τόσες δυστυχίες και τόσο λίγοι πραγματικοί αγωνιστές;
Είναι λοιπόν κουφά
της καρδιάς μας τα αυτιά;
Γι αυτό είναι βαρύς ο αγέρας σα μολύβι;»**
* Πάμπλο Νερούντα
** Ναζίμ Χικμέτ (Παράφραση)