ΕΛΛΑΔΑ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ-ΟΜΗΡΟΥ (ΙΛΙΑΣ)


ΤΑ ΑΙΤΙΑ

Πριν από πάρα πολλά χρόνια, στα βάθη των αιώνων, οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να σέβονται τους θεούς και είχαν γίνει τόσοι πολλοί, ώστε η θεά Γη δεν μπορούσε πια να τους σηκώσει στο στήθος της. Η θεά παραπονέθηκε στον Δία για το πρόβλημά της και εκείνος, για να την ξεκουράσει, έσπειρε διαμάχες μεταξύ των θνητών που οδήγησαν στο Θηβαϊκό πόλεμο που είναι γνωστός ως "Επτά επί Θήβας", στον οποίο πολλοί άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών. Φαίνεται όμως πως το πρόβλημα δεν είχε λυθεί οριστικά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι άνθρωποι ξανάγιναν πολλοί. Αμήχανος ο Δίας μπροστά στην επανεμφάνιση του προβλήματος ζήτησε τη συνδρομή και άλλων θεών. Ο Μώμος, ο γιος της Νύχτας, -κατ' άλλους της Θέμιδας τον συμβούλεψε να συλλάβει το σχέδιο ενός μεγάλου πολέμου, που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Τρωικός πόλεμος.

Για την προετοιμασία του σχεδίου αυτού έπρεπε σε πρώτη φάση να γίνουν δυο πράγματα: Από τη μια να φέρει στον κόσμο ο ίδιος ο Δίας μια πανέμορφη κόρη και από την άλλη να υποχρεωθεί η Νηρηίδα Θέτιδα, την οποία έτσι κι αλλιώς ο Δίας ήθελε να εκδικηθεί, επειδή είχε αποκρούσει παλιότερα τις δικές του προτάσεις- να παντρευτεί μ' έναν κοινό θνητό, τον Πηλέα. Έτσι κι έγινε. Από τη συνεύρεση του Δία με τη Λήδα γεννήθηκε η Ελένη, που δεν άργησε να γίνει γνωστή για την υπέροχη ομορφιά της, ενώ παράλληλα άρχισαν να γίνονται οι προετοιμασίες για τους γάμους της Θέτιδας με τον Πηλέα. Τα δύο αυτά γεγονότα έδωσαν τις βασικές αφορμές για τη διεξαγωγή του θρυλικού πολέμου, που οδήγησε στην καταστροφή της Τροίας και στο χαμό αναρίθμητων ανθρώπων.

Οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα έγιναν στο Πήλιο. Προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι θεοί με μοναδική εξαίρεση την Έριδα, που την αγνόησαν. Τότε εκείνη, θυμωμένη πάρα πολύ για την προσβολή που της έγινε, θέλησε να εκδικηθεί. Έριξε λοιπόν στη μέση του γαμήλιου τραπεζιού ένα χρυσό μήλο, που έφερε την επιγραφή "Για την ωραιότερη", θέλοντας έτσι να προκαλέσει αναστάτωση και διχόνοια μεταξύ των θεών. Και όπως ήταν φυσικό η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη, οι τρεις πιο μεγάλες θεές του Ολύμπου, διεκδίκησαν χωρίς καθυστέρηση καθεμιά για τον εαυτό της το χρυσό μήλο, που αποτελούσε ένα είδος βραβείου ομορφιάς. Η επιλογή ήταν δύσκολη, γι' αυτό ο Δίας διέταξε τον Ερμή να πάει μαζί με τις θεές στο όρος Ίδα και να συναντήσει το δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου, τον Πάρη, για να διαλέξει εκείνος ποια από τις θεές έπρεπε να προτιμηθεί για το βραβείο ομορφιάς. Βλέποντας ο Πάρης, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του πατέρα του, να τον πλησιάζουν οι θεοί, το έβαλε στα πόδια κατατρομαγμένος. Γρήγορα όμως αναθάρρησε με την παρέμβαση του Ερμή, που του ανακοίνωσε την προσταγή του Δία και πλησίασε τις τρεις θεές θαμπωμένος από την ομορφιά τους. Κι εκείνες βέβαια, θέλοντας η καθεμιά να τον πάρει με το μέρος της, να τον πείσει πως εκείνη είναι η ομορφότερη και πιο άξια να πάρει το βραβείο, τόνιζαν τις ιδιαίτερες χάρες τους και υπόσχονταν ανάλογα δώρα η καθεμιά στον Πάρη, αν της έδινε το χρυσό μήλο. Έτσι, η Ήρα έλεγε πως ήταν η γυναίκα του θεού τον οποίο σέβονταν και υπάκουγαν όχι μόνο οι θνητοί αλλά και όλοι οι άλλοι θεοί και του υποσχόταν πως στο βασίλειό του θα ανήκε όλη η Ασία και η Ευρώπη. Η Αθηνά παινευόταν για τη σοφία της και την ικανότητά της στο ακόντιο και υποσχόταν πως θα τον έκανε ανίκητο πολεμιστή. Η Αφροδίτη μιλούσε για τον ερωτικό πόθο που μόνο εκείνη ήξερε να ξυπνάει στις καρδιές των θεών και ανθρώπων και υποσχόταν να του δώσει ως σύζυγο την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, που κατά γενική ομολογία ήταν η Ελένη, η κόρη του Δία και της Λήδας. Ο Πάρης γοητευμένος όχι μόνο από την ξεχωριστή ομορφιά της Αφροδίτης αλλά και από το δώρο που εκείνη του υποσχέθηκε, της παρέδωσε το χρυσό μήλο, ενώ οι δυο άλλες θεές, η Ήρα και η Αθηνά, έφυγαν φανερά δυσαρεστημένες με την επιλογή του.



Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ

Την Ελένη μεγάλωνε στην αυλή του ο βασιλιάς της Σπάρτης Τυνδάρεος, που νόμιζε ότι ήταν πραγματικά δική του κόρη. Η ξεχωριστή της ομορφιά δεν άργησε να γίνει αφορμή να απαχθεί σε μικρή ηλικία από τον Θησέα, που την έφερε στην Aφιδνα της Αττικής και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Ιφιγένεια. Όταν όμως ο Θησέας κατέβηκε στον Aδη (άλλη ονομασία του θεού Πλούτωνα αλλά και του κάτω κόσμου) για την απαγωγή της Περσεφόνης, τα αδέλφια της, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κατάφεραν να την ελευθερώσουν και να τη φέρουν στην αυλή του πατέρα τους. Τώρα όμως είχε γίνει πια γνωστή η ομορφιά της νέας γυναίκας σε όλη την Ελλάδα και άρχισαν να καταφθάνουν στο παλάτι του θνητού πατέρα της Ελένης μνηστήρες ή εκπρόσωποί τους, που προσπαθούσαν να την εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους.

Μπροστά σε τόσες υποψηφιότητες, ο βασιλιάς Τυνδάρεος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς γνώριζε καλά πως, όποιον και να διάλεγε για σύζυγο της κόρης του, θα έκανε εχθρούς όλους τους υπόλοιπους. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ο Οδυσσέας, που ζήτησε ως αντάλλαγμα για τη συνδρομή του την Πηνελόπη, την ανιψιά του βασιλιά, για σύζυγο. Συμβούλεψε λοιπόν ο Οδυσσέας τον Τυνδάρεο να πείσει τους υποψήφιους γαμπρούς να αφήσουν την Ελένη να διαλέξει μόνη της το σύζυγό της. Πριν όμως κάνει η Ελένη την επιλογή της, έπρεπε όλοι να ορκιστούν ότι θα τιμωρήσουν εκείνον που τυχόν θα επιχειρούσε να την αποσπάσει από τη συζυγική εστία. Όλοι ορκίστηκαν με προθυμία, με εξαίρεση τον ίδιο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, που ήταν πολύ νέος για να προβάλει αξιώσεις. Και τότε η Ελένη διάλεξε για σύζυγό της τον Μενέλαο, γεγονός που βόλευε τον Τυνδάρεο παρά πολύ, όχι μόνο γιατί ο Μενέλαος ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αχαιούς, αλλά και γιατί τον υποστήριζε ως υποψήφιο ο αδερφός του ο Αγαμέμνονας, που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Τυνδάρεου, την Κλυταιμνήστρα. Και όταν σκοτώθηκαν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, κλήθηκε ο Μενέλαος να γίνει βασιλιάς της Σπάρτης. Το σχέδιο για τον Τρωικό πόλεμο πήγαινε καλά. Οι ηγεμόνες των Αχαιών, με λιγοστές εξαιρέσεις, είχαν δεσμευθεί με όρκους να υπερασπιστούν μια γυναίκα, η οποία ήταν γραφτό να απαχθεί από τον άντρα της, γιατί αποτελούσε το "δώρο" μιας θεάς σ' έναν θνητό.

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ

Η Αφροδίτη, είχε υποσχεθεί στον Πάρη την ομορφότερη γυναίκα. Όταν λοιπόν ανακοίνωσε στην οικογένειά του την επιθυμία του να ταξιδέψει, δεν έφερε κανένας αντιρρήσεις, αν και τα αδέρφια του, ο Έλενος και η Κασσάνδρα, που κατείχαν τη μαντική τέχνη, προφήτεψαν ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα είχε ως συνέπεια την καταστροφή της Τροίας. Οι προφητείες αυτές δε στάθηκαν ικανές να τον σταματήσουν. Είχε άλλωστε με το μέρος του την Αφροδίτη, που του έδωσε μάλιστα το γιο της τον Αινεία ως συνοδό για το ταξίδι. Έτσι ο Φέρεκλος κατασκεύασε για λογαριασμό του Πάρη πλοία, γιατί οι Τρώες δεν ασχολούνταν ως τότε με τη θάλασσα εξαιτίας κάποιου παλιού χρησμού που έλεγε πως η καταστροφή θα ερχόταν από τη θάλασσα. Όταν τα πλοία ετοιμάστηκαν, ξεκίνησε ο Πάρης με κατεύθυνση το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη.

Φτάνοντας εκεί, ο Μενέλαος τον υποδέχτηκε θερμά και με όλες τις τιμές που προβλέπονταν από τους κανόνες της φιλοξενίας. Δέκα μέρες αργότερα όμως αναγκάστηκε ο Μενέλαος να πάει στην Κρήτη, για να κηδέψει τον παππού του, τον Κατρέα. Πριν φύγει, έδωσε την εντολή στη γυναίκα του να φροντίσει τους ξένους όσο γίνεται καλύτερα. Χωρίς να την εμποδίζει τίποτα πια, εκπλήρωσε η Αφροδίτη την υπόσχεσή της στον Πάρη. Εκμεταλλευόμενος ο Πάρης την απουσία του Μενέλαου έβαλε την Ελένη στα καράβια του, παίρνοντας μαζί του και μεγάλο μέρος των θησαυρών του παλατιού, καθώς και μερικές δούλες της Ελένης (ανάμεσά τους τη μητέρα του Θησέα Αίθρα και την αδερφή του συντρόφου του Θησέα Πειρίθου, την Κλυμένη ) κι έφυγε.

Η Ελένη εγκατέλειψε στο παλάτι την εννιάχρονη κόρη της, την Ερμιόνη. Το ταξίδι του γυρισμού στην Τροία δεν ήταν όμως τόσο εύκολο για τον Πάρη και τη συνοδεία του. Οδηγημένα τα πλοία από κακοκαιρίες, που έστειλε η Ήρα, έφτασαν στη Σιδώνα αρχικά. Κατόπιν κρύφτηκαν για αρκετό καιρό στην Κύπρο και στη Φοινίκη, γιατί δεν ήξεραν αν τους κυνηγούν. Μετά από αρκετές περιπέτειες έφτασαν ωστόσο στην Τροία, όπου ο Πάρης επισημοποίησε τη σχέση του με την Ελένη.

Γυρίζοντας ο Μενέλαος, που είχε ειδοποιηθεί από την Ίριδα, στο παλάτι του, το βρήκε άδειο όχι μόνο από γυναίκα αλλά και από τα υπάρχοντά του. Η παραβίαση των πατροπαράδοτων νόμων της φιλοξενίας και η εξύβριση του Μενέλαου από τον Πάρη προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση και του ίδιου του Μενέλαου και του αδερφού του του Αγαμέμνονα, στον οποίο αμέσως προσέφυγε. Μόλις ξεπέρασαν την πρώτη έκπληξη, έστειλαν πρεσβεία στην Τροία, απαιτώντας από το βασιλιά της τον Πρίαμο να τους δώσει και την κλεμμένη γυναίκα αλλά και τους θησαυρούς που είχαν αρπαχτεί από το παλάτι του Μενέλαου. Η πρεσβεία γύρισε άπραχτη, καθώς ο Πρίαμος αρνήθηκε κατηγορηματικά, θέλοντας προφανώς να κάνει το χατίρι του γιου του. Όταν η προσπάθειά τους αυτή δεν ευδοκίμησε, κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από τον πόλεμο.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Aρχισε να στέλνει λοιπόν ο Αγαμέμνονας απεσταλμένους στους άλλοτε μνηστήρες της Ελένης υπενθυμίζοντάς τους τον όρκο που είχαν δώσει στον Τυνδάρεο και επιπλέον χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι κανείς από τους Έλληνες βασιλιάδες δε θα μπορούσε στο μέλλον να είναι σίγουρος για τη γυναίκα του, αν η τιμωρία του βέβηλου δεν ήταν παραδειγματική. Πάντως είναι γεγονός ότι ο Αγαμέμνονας εξανάγκασε αρκετούς να μετάσχουν στην εκστρατεία κατά της Τροίας, καθώς ήταν ο ισχυρότερος μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων. Υπήρχε άλλωστε και η Ήρα, που δεν εννοούσε να ξεχάσει την προσβολή που της έγινε στον αγώνα ομορφιάς και ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί τον Πάρη για την επιλογή του. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Μενέλαος πήγε προσωπικά στην Πύλο για να εκθέσει το πρόβλημα και τις προθέσεις του στον πιο ηλικιωμένο βασιλιά, τον Νέστορα, και στο γιο του, τον Αντίλοχο. Εκείνοι δέχτηκαν αμέσως να τον ακολουθήσουν και κίνησαν όλοι μαζί, με τη συνοδεία του Παλαμήδη, για την Ιθάκη, για να πείσουν το βασιλιά της, τον Οδυσσέα, να εκστρατεύσει κι αυτός μαζί τους.

Ο Οδυσσέας, που δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ήθελε με κάθε τρόπο να κρατηθεί μακριά από την πρόσκληση αυτή, γιατί ο μάντης Αλιθέρσης του είχε προφητέψει ότι, αν ακολουθούσε, θα ξαναγύριζε στο σπίτι του μόνο ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια και μετά από πολλές περιπέτειες. Προσπαθώντας λοιπόν να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία, προσποιήθηκε τον τρελό. Φτάνοντας οι άλλοι αρχηγοί στο σπίτι του, τον βρήκαν να έχει ζέψει στο άροτρό του ένα βόδι κι ένα άλογο, να φορά ο ίδιος ένα σκουφί στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μια μάλλον αναξιοπρεπή εικόνα του εαυτού του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έριχνε στο αυλάκι αλάτι αντί για σπόρο. Ο Παλαμήδης ωστόσο δεν ξεγελάστηκε από το τέχνασμα του Οδυσσέα και για να αποκαλύψει την προσποίησή του και στους άλλους, τοποθέτησε το μικρό Τηλέμαχο μπροστά στο άροτρο. Ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να σταματήσει τα ζώα και να υποσχεθεί ότι θα τους ακολουθούσε. Τον Παλαμήδη όμως δεν τον συγχώρεσε ποτέ και τελικά το μίσος αυτό που του είχε ο Οδυσσέας το πλήρωσε ο Παλαμήδης με τη ζωή του.

Σειρά είχε τώρα ο Αχιλλέας. Η μητέρα του, η Θέτιδα, σαν θεά που ήταν, ήξερε ότι αν πάει στον πόλεμο, δε θα ξαναγυρίσει. Γι' αυτό τον έστειλε σε ηλικία εννιά χρονών στη Σκύρο, στο βασιλιά Λυκομήδη, να μεγαλώσει με τις κόρες του στο γυναικωνίτη του παλατιού. Ντυνόταν γυναικεία και ήταν γνωστός με τον όνομα Πύρρα, επειδή ήταν ξανθός. Κατά την παραμονή του εκεί ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα, τη Δηιδάμεια, που του χάρισε ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο . Η παρουσία του Αχιλλέα στην αυλή του Λυκομήδη δεν ήταν εξακριβωμένη, η συμμετοχή του όμως στην εκστρατεία ήταν απαραίτητη, γιατί υπήρχε ο χρησμός πως χωρίς τον Αχιλλέα η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια των Αχαιών.

Έτσι, κίνησε ο Οδυσσέας για τη Σκύρο, για να διαπιστώσει αν πράγματι κρυβόταν ο Αχιλλέας εκεί. Πήρε μαζί του και γυναικεία φορέματα και κοσμήματα, κάτω από τα οποία είχε κρύψει μια ασπίδα κι ένα σπαθί. Με την πρόφαση ότι ήθελε να προσφέρει δώρα στις βασιλοπούλες, πέρασε στα διαμερίσματα των γυναικών. Κι ενώ οι κόρες του Λυκομήδη περιεργάζονταν τα δώρα τους, έβαλε να ηχήσουν σάλπιγγες σαν να ήταν να γίνει μάχη. Τότε ο Αχιλλέας έχοντας το ένστικτο του πολεμιστή, άδραξε τα όπλα που υπήρχαν μέσα στα φορέματα. Με την κίνησή του αυτή αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει και να πάρει μέρος στην εκστρατεία επικεφαλής των Μυρμιδόνων

. Δύο από τους Αχαιούς βασιλιάδες στάθηκαν ωστόσο πιο τυχεροί στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον πόλεμο. Ο Εχέπωλος από τη Σικυώνα χάρισε στον Αγαμέμνονα μια ξακουστή φοράδα, την Αίθη. Σε αντάλλαγμα ο βασιλιάς των Μυκηνών δεν τον πίεσε να έρθει μαζί του. Ένας άλλος πάλι, ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας, υποσχέθηκε στους απεσταλμένους του Αγαμέμνονα πενήντα καράβια πλήρως επανδρωμένα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, έστειλε μόνο ένα καράβι και μαζί μ' αυτό σαράντα εννιά πήλινα καραβάκια με κούκλους αντί για ναύτες. Καθώς πλησίαζε η ώρα της συγκέντρωσης του στρατού απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας, ο Αγαμέμνονας ζήτησε, όπως συνηθιζόταν, χρησμό από το μαντείο των Δελφών για τις προοπτικές της εκστρατείας. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, όταν οι πιο αντρειωμένοι από τους αρχηγούς των Αχαιών μαλώσουν μεταξύ τους, αυτό θα είναι καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου.

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Η Αυλίδα της Βοιωτίας, που βρισκόταν στο στενό του Ευρίπου, ορίστηκε ως τόπος συγκέντρωσης του στρατού των Αχαιών. Η προσέλευση των 100.000 ή σύμφωνα με άλλους 135.000 ανδρών και των 1.186 πλοίων ολοκληρώθηκε περίπου δυο χρόνια μετά την απαγωγή της Ελένης. Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι, αποφάσισαν να προσφέρουν θυσίες στους θεούς. Καθώς όμως θυσίαζαν κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο, πετάχτηκε ένα φίδι από το βωμό, ανέβηκε σ' ένα από τα πιο ψηλά κλαδιά του πλάτανου και φτάνοντας σε μια φωλιά με οκτώ νεογέννητα σπουργίτια, άρχισε να τα τρώει. Εκείνα νιώθοντας τον επικείμενο χαμό τους, τιτίβιζαν απελπισμένα, ενώ η μητέρα τους φτερούγιζε ολόγυρα ανίκανη να σταματήσει το χαμό των παιδιών της. Αφού το φίδι κατασπάραξε τα πουλάκια το ένα μετά το άλλο, άρπαξε και τη μητέρα τους και την έφαγε κι αυτή. Αμέσως μετά το φίδι πέτρωσε. Το περιστατικό αυτό το εξέλαβαν οι Αχαιοί ως θεϊκό σημάδι και ανέλαβε να το ερμηνεύσει ο μάντης Κάλχας, λέγοντας ότι τα εννιά πουλιά που έφαγε το φίδι ήταν τα εννιά χρόνια που θα χρειαστεί να πολεμήσουν μπροστά στα τείχη της Τροίας. Στο δέκατο χρόνο η πόλη θα γινόταν δική τους.

Μετά την ολοκλήρωση των θυσιών μπήκαν οι Αχαιοί στα καράβια τους και ξεκίνησαν για την Τροία. Επειδή όμως δεν ήξεραν το δρόμο, αποβιβάστηκαν στη Μυσία βασιλιάς της οποίας ήταν ο Τήλεφος, ο γιος του Ηρακλή. Έχοντας την εντύπωση ωστόσο ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος, επιδόθηκαν σε λεηλασίες και καταστροφές. Ο Τήλεφος δεν αδράνησε και αντεπιτέθηκε με το στρατό του. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί. Τραυματίστηκε μάλιστα και ο ίδιος ο Τήλεφος, όταν υποχωρώντας μπροστά στη θέα του Αχιλλέα μπλέχτηκε σ' ένα κλήμα αμπελιού κι έπεσε. Τότε τον πρόλαβε ο Αχιλλέας και τον πλήγωσε με το κοντάρι, που του είχε δώσει ο Κένταυρος Χείρωνας, στο μηρό. Αν και τραυματισμένος ο Τήλεφος, κατάφερε να απωθήσει τους Αχαιούς και τους ανάγκασε να μπουν στα καράβια τους και να φύγουν. Μόλις απομακρύνθηκαν από τη στεριά, δυνατή κακοκαιρία σκόρπισε τα πλοία τους και αναγκαστικά γύρισε ο καθένας στον τόπο του όπως μπορούσε.

Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Χρειάστηκαν άλλα οκτώ χρόνια, για να μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους οι Αχαιοί και να ξανασυγκεντρωθούν. Το τραύμα που είχε προκαλέσει ο Αχιλλέας με το κοντάρι του στο μηρό του Τήλεφου δε γιατρευόταν. Ο Τήλεφος ζήτησε χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα στη Λυκία και πήρε την απάντηση πως αυτός που τον είχε πληγώσει θα τον θεράπευε. Γνωρίζοντας ότι είχε πληγωθεί από τον Αχιλλέα, ο Τήλεφος ξεκίνησε για την Ελλάδα. Για να μην τον αναγνωρίσουν όμως, ντύθηκε ζητιάνος. Και πραγματικά έφτασε στο Aργος, όπου συναντήθηκε αρχικά με τη γυναίκα του Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα, και της ζήτησε να του δώσουν την πιο ταπεινή δουλειά στο παλάτι.

Εκείνο τον καιρό μάλιστα ήταν μαζεμένοι στο Aργος οι Έλληνες ηγεμόνες και προσπαθούσαν να αποφασίσουν, αν έπρεπε να εκστρατεύσουν ξανά κατά της Τροίας ή όχι. Ο Μενέλαος από τη μια επέμενε πως η τιμωρία των Τρώων ήταν απαραίτητη, γιατί οι Έλληνες, καθώς έλεγε, δεν έπρεπε να επιτρέψουν στους βαρβάρους να τους φέρονται όπως στους δούλους τους. Ο Αγαμέμνονας από την άλλη φοβόταν την πιθανότητα μιας δεύτερης άκαρπης προσπάθειας, καθώς εξακολουθούσαν να αγνοούν την ακριβή θέση της Τροίας. Οι γνώμες των άλλων αρχηγών μοιράζονταν ανάμεσα στις δυο αυτές απόψεις. Κανείς δεν έκρυβε ωστόσο το μίσος του για τον Τήλεφο, εξαιτίας του οποίου η πρώτη εκστρατεία είχε λήξει τόσο άδοξα.

Βλέποντας ο Τήλεφος ότι οι Αχαιοί δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, θέλησε να προετοιμάσει το έδαφος για την επικείμενη αποκάλυψή του. Παρουσιάστηκε στους Αχαιούς ως φτωχός ζητιάνος που δε συμπαθούσε τους Μυσούς, γιατί όταν προσάραξε στη χώρα τους, του επιτέθηκαν, του άρπαξαν τη βάρκα και τον πλήγωσαν. Από την άλλη, είπε, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς πώς ό,τι έκαναν ο Τήλεφος και οι Μυσοί, θα το έκανε κάθε λαός υπερασπιζόμενος τη χώρα του από ξένους εισβολείς. Παρά τη ρητορική του ικανότητα, η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύφθηκε και ο κίνδυνος για τη ζωή του ήταν άμεσος. Τότε εκείνος για να σωθεί, άρπαξε το μικρό Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα, και κάθισε ικέτης στο βωμό του Δία. Οι Αχαιοί εξάλλου δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί υπήρχε χρησμός που έλεγε πως ο Τήλεφος θα τους οδηγούσε στην Τροία. Για το λόγο αυτόν και μετά τη μεσολάβηση της Κλυταιμνήστρας επήλθε η συμφιλίωση του Τήλεφου με τους Αχαιούς, που χάρηκαν ιδιαίτερα, όταν τους μίλησε για την ελληνική καταγωγή του.

Ο Αχιλλέας όμως εξακολουθούσε να αρνείται να του γιατρέψει την πληγή. Τότε ο Οδυσσέας έδωσε για μια ακόμη φορά τη λύση λέγοντας πως ο Τήλεφος είχε πληγωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα κι όχι από τον Αχιλλέα. Έξυσε λοιπόν λίγη σκουριά από το κοντάρι πάνω στο τραύμα και ο Τήλεφος θεραπεύτηκε. Για να ευχαριστήσει τους Αχαιούς που τον γιάτρεψαν, ο Τήλεφος δέχτηκε να τους δείξει το δρόμο για την Τροία. Αρνήθηκε ωστόσο κατηγορηματικά να λάβει και ο ίδιος μέρος σ' αυτήν λέγοντας πώς η σύζυγός του, η Λαοδίκη, ήταν κόρη του Πρίαμου και δεν επιθυμούσε να επιτεθεί στην πόλη από την οποία καταγόταν η γυναίκα του.

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ

Γνωρίζοντας πια το δρόμο για την Τροία, το βασικότερο εμπόδιο για την πραγματοποίηση της εκστρατείας είχε ξεπεραστεί. Τα προβλήματα ωστόσο δεν έλειψαν ως την τελευταία στιγμή. Αν και ο στρατός είχε μαζευτεί πάλι στην Αυλίδα και οι τελευταίες προετοιμασίες για την εκστρατεία είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν παρουσιαζόταν ο κατάλληλος καιρός για ν' ανοίξουν πανιά. Γι' αυτό ο Αγαμέμνονας έκανε τάμα στη θεά Aρτεμη το πιο όμορφο γέννημα εκείνης της χρονιάς. Η Aρτεμη φάνηκε αρχικά να αποδέχεται την προσφορά του Αγαμέμνονα. Μια μέρα ωστόσο βγήκε ο βασιλιάς για κυνήγι και ανυποψίαστος μπήκε σ' ένα άλσος που ήταν αφιερωμένο στην Aρτεμη. Εκεί ξετρύπωσε ένα ελαφάκι πανέμορφο. Χωρίς να διστάσει, σκότωσε το ιερό ζώο και επιπλέον καυχήθηκε πως και η ίδια η Aρτεμη δε θα μπορούσε να σώσει το ζώο από την καταπληκτική ευστοχία του. Μετά την ανόσια αυτή πράξη επικράτησε πλήρης άπνοια και ο στρατός άρχισε να ανυπομονεί. Ο Κάλχας, ο μάντης του στρατού, αποκάλυψε ότι υπαίτιος της οργής της θεάς ήταν ο Αγαμέμνονας και ότι έπρεπε να θυσιαστεί η πρωτότοκη κόρη του στο βωμό της για να την εξευμενίσουν.

Βέβαια ο Αγαμέμνονας θα προτιμούσε να ξεχάσουν την εκστρατεία και να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά η επιμονή του στρατεύματος, που ήθελε να δράσει, ήταν ισχυρότερη από τις δικές του επιθυμίες. Πώς όμως θα ξεγελούσε την κόρη του την Ιφιγένεια; Πόσο μάλλον τη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα; Μετά από προτροπή μάλλον του Οδυσσέα αποφάσισε να την καλέσει στην Αυλίδα για να παντρευτεί με τον Αχιλλέα τάχα. Και πράγματι ήρθε η Ιφιγένεια στην Αυλίδα μαζί με τη μητέρα της και τον αδερφό της τον Ορέστη. Γρήγορα όμως έμαθαν τον πραγματικό λόγο, για τον οποίο τους κάλεσαν. Οργισμένος ο Αχιλλέας που είχαν κάνει χρήση του ονόματός του για τέτοιο σκοπό και μάλιστα χωρίς καν να τον έχουν ρωτήσει, προσπαθεί με κίνδυνο της ζωής του να αποτρέψει τους Αχαιούς από μια τέτοια πράξη.

Η προσπάθειά του αυτή όμως δεν έφερε αποτέλεσμα. Τελικά η Ιφιγένεια αποφασίζει να προσφέρει τον εαυτό της και προχωρεί μόνη της στο βωμό με το στήθος της γυμνό, για να δεχτεί το μαχαίρι από το χέρι του θύτη Κάλχα. Όλοι γυρίζουν τα πρόσωπά τους αλλού ή τα σκεπάζουν για να μη δουν τι θα επακολουθήσει. Μόνο ο Κάλχας βλέπει το θαύμα που γίνεται τη στιγμή ακριβώς της σφαγής. Στη θέση της Ιφιγένειας είχε βάλει η θεά ένα ελάφι, λίγο πριν το μαχαίρι χτυπήσει το σώμα της νέας. Και το ελάφι αυτό είναι που τελικά θυσιάζεται για να εξασφαλιστεί η εύνοια της θεάς. Και η θυσία έχει γίνει αποδεκτή. Τώρα τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τους Αχαιούς. Ο στόλος τους μπορεί πια να αποπλεύσει από την Αυλίδα. Όσο για την Ιφιγένεια, η θεά τη μετέφερε στη χερσόνησο της Ταυρικής (στη σημερινή Κριμαία) και την έκανε ιέρεια στον εκεί ναό της.

Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΙΑ



Ο στόλος των Αχαιών στο ταξίδι για την Τροία σταμάτησε στη Δήλο, όπου οι Αχαιοί συνάντησαν το βασιλιά του νησιού και ιερέα του πατέρα του, Απόλλωνα, τον Aνιο. Η μητέρα του, η Ροιώ, κλείστηκε για τιμωρία σε μια κασέλα και ρίχτηκε στη θάλασσα από τον πατέρα της, τον Στάφυλο, όταν εκείνος έμαθε πως ήταν έγκυος. Τελικά η Ροιώ βγήκε σ' ένα ακρογιάλι της Εύβοιας, όπου γέννησε ένα γιο. Τον ονόμασε Aνιο, για να θυμάται όσα πέρασε για χάρη του. Αφού ο θεός πατέρας του τον έφερε στη Δήλο, παντρεύτηκε τη Δωρίππη, που του χάρισε τρεις κόρες, την Οινώ, τη Σπερμώ και την Ελαΐδα. Οι κόρες αυτές, γνωστές ως Οινότροποι, είχαν πάρει από τον παππού τους, τον Διόνυσο, το χάρισμα να μετατρέπουν το χώμα που άγγιζαν η πρώτη σε κρασί, η δεύτερη σε γέννημα και η τρίτη σε λάδι. Ο Aνιος λοιπόν πρότεινε στους Αχαιούς να μείνουν στη Δήλο, γιατί, σαν μάντης που ήταν, ήξερε ότι το κάστρο της Τροίας θα έπεφτε μετά από 10 χρόνια. Τη διατροφή του στρατού θα την αναλάμβαναν οι κόρες του. Οι Αχαιοί αρνήθηκαν την ευγενική προσφορά του βασιλιά της Δήλου, απέσπασαν ωστόσο την υπόσχεσή του να τους στείλει τις κόρες του, αν τυχόν τους έλειπαν οι τροφές στη διάρκεια της πολιορκίας.

Επόμενος σταθμός στο ταξίδι τους ήταν το νησί Χρύση, πάνω στο οποίο είχε ιδρύσει ο Ιάσονας βωμό για τη θεά Χρύση. Η θεά αυτή φύλαγε τον Ελλήσποντο και έπρεπε οι Αχαιοί να την εξευμενίσουν. Την ακριβή θέση του νησιού την ήξερε μόνο ο Φιλοκτήτης, ο γιος του Ποίοντα και της Δημώνασσας, που είχε ακολουθήσει τον Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μόλις όμως έφτασαν εκεί οι Αχαιοί και άρχισαν τη θυσία, ένα φίδι δάγκωσε τον Φιλοκτήτη στο πόδι. Η πληγή κακοφόρμισε και ανέδινε τόση κακοσμία, που δεν μπορούσε κανείς να την ανεχτεί. Με προτροπή του Οδυσσέα τον έβγαλαν τελικά στη Λήμνο, ενώ κοιμόταν αποκαμωμένος, και τον άφησαν εκεί ολομόναχο. Αρχηγός των επτά πλοίων του Φιλοκτήτη έγινε τότε ο νόθος γιος του Οϊλέα, ο Μέδοντας.

Λίγο πριν φτάσουν στην Τροία, οι Αχαιοί άραξαν στο νησί Τένεδος για να ξεκουραστούν. Ο βασιλιάς του νησιού Τένης, γιος μάλλον του Απόλλωνα, είχε όμως άλλη γνώμη και άρχισε να τους ρίχνει βράχους. Τότε ο Αχιλλέας τον σκότωσε με το σπαθί του, ξεχνώντας τη συμβουλή της μητέρας του να μη σκοτώνει γιους του Απόλλωνα. Στη συνέχεια κυνήγησε την αδερφή του Τένη, την Ημιθέα, εκείνη όμως κρύφτηκε μέσα στη γη. Τελικά αποβιβάστηκαν όλοι οι Αχαιοί στο νησί και ο Αγαμέμνονας οργάνωσε μεγάλο συμπόσιο προς τιμή των Αχαιών ηγεμόνων. Δεν κάλεσε όμως τον Αχιλλέα από τους πρώτους κι εκείνος παρεξηγήθηκε και απειλούσε να τα μαζέψει και να γυρίσει στην Ελλάδα. Οι άλλοι αρχηγοί προσπάθησαν να εξομαλύνουν τα πράγματα, ενώ ο Οδυσσέας θέλησε να τον φέρει στο φιλότιμο λέγοντας ότι στην πραγματικότητα φοβόταν τον Έκτορα. Τελικά, με την παρέμβαση της Θέτιδας, συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα.

Σύντομα όμως ξέσπασε νέα ζωηρή φιλονικία ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Οδυσσέα, για τον τρόπο με τον οποίο θα έπαιρναν την Τροία. Ο ένας μιλούσε για παλικαριά, ο άλλος για δόλο. Ο Αγαμέμνονας τους άκουγε και χαιρόταν, γιατί θυμήθηκε το δελφικό χρησμό ότι η φιλονικία μεταξύ των αντρειωμένων θα ήταν καλό σημάδι για την έκβαση του πολέμου.

ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ

Πριν όμως αρχίσουμε την ιστορία μας στη Τροία, ας γνωρίσουμε λιγάκι καλύτερα μερικούς από τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας που τόσο γλαφυρά μας διηγείται ο Όμηρος.

ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ-ΜΕΝΕΛΑΟΣ-ΑΧΙΛΛΕΑΣ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ-ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ-ΔΙΟΜΗΔΗ



ΟΙ ΤΡΩΕΣ

ΠΡΙΑΜΟΣ-ΕΚΤΟΡΑΣ-ΠΑΡΗΣ


ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ

Αφήνοντας πίσω τους το νησί Τένεδος οι Αχαιοί έφτασαν επιτέλους στο ακρογιάλι της Τροίας. Κανείς τους όμως δεν τολμούσε να αποβιβαστεί και να πατήσει το πόδι του στην τρωική γη, γιατί όλοι ήξεραν την προφητεία της Θέτιδας ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε τη γη της Τροίας θα πέθαινε αμέσως. Ο Οδυσσέας, πολυμήχανος όπως πάντα, πέταξε την ασπίδα του και μετά πήδηξε πάνω της. Ξεθαρρεύοντας ο αρχηγός των Θεσσαλών, ο Πρωτεσίλαος, πήδηξε δεύτερος νομίζοντας ότι ο χρησμός θα επαληθευόταν με το θάνατο του Οδυσσέα.

Ο Πρωτεσίλαος πολέμησε γενναία και σκότωσε αρκετούς από τους Τρώες που είχαν μαζευτεί για να δυσκολέψουν τους Αχαιούς κατά την αποβίβαση.

Λίγο αργότερα όμως έπεσε νεκρός από το χέρι του Έκτορα, για να επαληθευτεί ο χρησμός που σωστά είχε ερμηνεύσει ο Οδυσσέας. Ο θάνατος του Πρωτεσίλαου λύπησε πολύ τους Αχαιούς, γιατί ήταν σ' όλους γνωστό πως ο Πρωτεσίλαος έφυγε για την Τροία την επόμενη μέρα του γάμου του. Ωστόσο οι Αχαιοί δεν πτοήθηκαν από το θλιβερό αυτό γεγονός.

Η μάχη βρισκόταν τώρα σε πλήρη εξέλιξη, καθώς οι Αχαιοί προσπαθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις να δημιουργήσουν προγεφυρώματα στην ακρογιαλιά, για να πραγματοποιήσουν την απόβασή τους. Πρωτοστατούσε ο Αχιλλέας, που σε κάποια στιγμή θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα και της Καλύκης, ο οποίος είχε πάρει το χάρισμα από τον πατέρα του να μην πληγώνεται από χάλκινο όπλο. Τελικά ο Αχιλλέας κατάφερε να τον σκοτώσει χτυπώντας τον με μια πέτρα στο κεφάλι. Βλέποντας οι Τρώες τον Κύκνο να πέφτει νεκρός πανικοβλήθηκαν, υποχώρησαν άτακτα και κλείστηκαν στην Τροία. Τότε οι Αχαιοί αποβιβάστηκαν με την ησυχία τους και στρατοπέδευσαν προς τη μεριά του Ελλήσποντου. Για να μη σαπίσουν τα πλοία τους, τα έβγαλαν στη στεριά.

Αφού ολοκλήρωσαν την εγκατάστασή τους και θέλοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ν' αποφύγουν τον πόλεμο, οι Αχαιοί έστειλαν πρεσβεία στην Τροία σε μια ύστατη προσπάθεια να επιτευχθεί ειρηνική λύση του προβλήματος. Την πρεσβεία αποτελούσαν ο Μενέλαος με τον Οδυσσέα. Τους δυο Αχαιούς φιλοξένησε ο δημογέροντας της Τροίας Αντήνορας, που είχε την άποψη ότι το δίκιο ήταν με το μέρος των Αχαιών. Όταν τελικά παρουσιάστηκε η πρεσβεία των Αχαιών στη συνέλευση των Τρώων, ζήτησε από αυτούς να επιστρέψουν στο δικαιούχο την Ελένη και όλους τους θησαυρούς που είχε αρπάξει ο Πάρης από το παλάτι του Μενέλαου. Τα αιτήματα αυτά συνάντησαν την κατηγορηματική απόρριψη από τον Πάρη, ο οποίος είχε δωροδοκήσει έναν από τους σημαντικότερους δημογέροντας της Τροίας, τον Αντίμαχο, για να υποστηρίξει τις δικές του θέσεις.

Παίρνοντας λοιπόν το λόγο ο Αντίμαχος πρότεινε να μην ικανοποιήσουν τα αιτήματα των Αχαιών και να εκτελέσουν τους δυο απεσταλμένους που ήταν παρόντες.

Ο κίνδυνος για τη ζωή του Μενέλαου και του Οδυσσέα ήταν άμεσος. Από τη δύσκολη θέση τους έβγαλε ο Αντήνορας, που τους φυγάδευσε κρυφά. Και βέβαια το συμπέρασμα που έβγαλαν οι Αχαιοί από αυτή την προσπάθεια για συμβιβασμό, ήταν ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από τον πόλεμο.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια για ειρήνη, οργάνωσαν οι Αχαιοί την πολιορκία της Τροίας που δεν ήταν τόσο ασφυκτική ώστε να μην μπορούν οι κάτοικοι της πόλης να πηγαίνουν στα χτήματά τους ή να ασχολούνται με τις όποιες άλλες αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες τους έξω από τα τείχη. Βέβαια έπρεπε να είναι πάντα προσεχτικοί, γιατί, αν έπεφταν στα χέρια των Αχαιών, τους περίμενε ο θάνατος ή η αιχμαλωσία. Έτσι σε κάποια ενέδρα συνέλαβε ο Αχιλλέας τον Λυκάονα, νόθο γιο του Πρίαμου, όταν εκείνος πήγε στα χτήματα του πατέρα του. Ο Αχιλλέας του χάρισε τη ζωή, τον έδωσε όμως στον Πάτροκλο για να τον πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο της Λήμνου.

Αυτός τον πούλησε στον Εύηνο, το γιο του Ιάσονα, για ένα μεγάλο ασημένιο κρατήρα. Τελικά τον εξαγόρασε ο φίλος του ο Ηετίωνας από την Ίμβρο, πληρώνοντας πολλά λύτρα.

Σε κάποια άλλη στιγμή είχε στήσει ο Αχιλλέας ενέδρα σε μια πηγή. Εκεί πλησίασαν ο Τρωίλος, ο μικρότερος γιος του Πρίαμου, για να ποτίσει το άλογό του, και η Πολυξένη, η αδερφή του, για να πάρει νερό. Ο Αχιλλέας πετάχτηκε τότε μπροστά τους και τα δυο παιδιά τρομαγμένα το έβαλαν στα πόδια. Πήρε ο Αχιλλέας στο κυνήγι τον Τρωίλο και, παρόλο που ήταν πεζός, τον πρόλαβε και τον γκρέμισε από το άλογο. Τον πήγε στο ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, εκεί όπου σύμφωνα μ' ένα μύθο απέκτησαν το χάρισμα της μαντικής η Κασσάνδρα και ο Έλενος, και τον αποκεφάλισε. Την προσπάθεια του παιδιού να ξεφύγει την είχαν δει από τα τείχη ο δημογέροντας Αντήνορας και ένας από τους σκοπούς, ο Πολίτης, γιος του Αντήνορα, ο οποίος έτρεξε με άλλους Τρώες για να τον σώσουν. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Όταν έφτασαν κοντά στον Αχιλλέα, εκείνος τους πέταξε το κομμένο κεφάλι. Τότε οι Τρώες θέλησαν να τον εκδικηθούν για τη βάρβαρη πράξη του, γλίτωσε όμως με την παρέμβαση των θεών.

Αναφέρεται επίσης ότι ο Αχιλλέας εξέφρασε την επιθυμία να δει από κοντά τη γυναίκα, για χάρη της οποίας πολεμούσε, δηλαδή την Ελένη. Ήταν άλλωστε ο μόνος από τους Αχαιούς ηγεμόνες που δεν την είχε δει. Μαθαίνοντας την επιθυμία του αυτή η μητέρα του η Θέτιδα ήρθε σε συνεννόηση με την Αφροδίτη και η συνάντηση πραγματοποιήθηκε χωρίς να το αντιληφθούν ούτε οι Αχαιοί ούτε οι Τρώες. Δεν είναι γνωστό τι ειπώθηκε και τι έγινε σ' αυτή τη συνάντηση, πάντως το πιο πιθανό είναι να έμεινε και ο Αχιλλέας έκθαμβος από την ομορφιά της.

Από το περιθώριο των πολεμικών επιχειρήσεων δεν έλειπαν, καθώς φαίνεται, και διάφορα παιχνίδια, για να διασκεδάζουν κάπως οι πολεμιστές. Έτσι, σε μια ανάπαυλα της μάχης, κάθισαν ο Αχιλλέας και ο Αίας για να ξεκουραστούν και άρχισαν να παίζουν πεντάγραμμα, ένα παιχνίδι που είχε επινοήσει μάλλον ο πολύ εφευρετικός Παλαμήδης για την ψυχαγωγία του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος και το οποίο παιζόταν με μετακινούμενους πεσσούς πάνω σε πέντε γραμμές. Είχαν απορροφηθεί οι δυο ήρωες τόσο πολύ από το παιχνίδι τους, ώστε δεν αντιλήφθηκαν ότι τους πλησίαζαν οι Τρώες. Τελικά κατάφεραν ν' αμυνθούν με την παρέμβαση της Αθηνάς.

ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΕΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στη διάρκεια του ένατου χρόνου του πολέμου ξέσπασαν ταραχές στις τάξεις του στρατού των Αχαιών. Η αφορμή δόθηκε, όταν άρχισαν να τους λείπουν τα τρόφιμα.

Τα αίτια όμως ήταν βαθύτερα. Η νοσταλγία για την πατρίδα φούντωνε μέσα στις καρδιές τους, ενώ είχαν αρχίσει πια να κουράζονται από έναν πόλεμο χωρίς τέλος. Οι προσπάθειες του αρχιστράτηγου Αγαμέμνονα να αποτρέψει το χειρότερο δεν ευδοκίμησαν και οι Αχαιοί κατέβηκαν στην παραλία να ρίξουν τα πλοία στη θάλασσα για να φύγουν. Τους σταμάτησε όμως ο Αχιλλέας.

Και για να εκλείψει η κύρια αφορμή των ταραχών, δηλαδή η έλλειψη τροφίμων, έστειλαν οι Αχαιοί μετά από ανάλογη πρόταση του Νέστορα τον Παλαμήδη στο νησί Δήλος, για να φέρει τις κόρες του βασιλιά και ιερέα του Απόλλωνα του Aνιου, τις Οινοτρόπους, που είχαν τη θαυματουργή ικανότητα να μετατρέπουν το χώμα σε τροφή όπως είδαμε και πιο πριν.

ΟΙ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ

Στα προηγούμενα χρόνια εξασφάλιζαν οι Αχαιοί ηγεμόνες τα απαραίτητα εφόδια για το στρατό τους κάνοντας μικρές εκστρατείες και επιδρομές σε πόλεις που βρίσκονταν στα περίχωρα της Τροίας και στα γύρω νησιά. Στις επιχειρήσεις αυτές όμως δεν περιορίζονταν στην αρπαγή τροφίμων αλλά έκλεβαν και πολύτιμα αντικείμενα, πουλούσαν τους άντρες σε σκλαβοπάζαρα ή τους σκότωναν, έπαιρναν τις γυναίκες ως παλλακίδες στις σκηνές τους. Πρωτοστατούσε στις επιδρομές αυτές ο Αχιλλέας, που είχε στο ενεργητικό του την καταστροφή έντεκα πόλεων γύρω από την Τροία και δώδεκα άλλων στα απέναντι νησιά.

Στην επιδρομή στη Λέσβο, μας λέει η Οδύσσεια, αναμετρήθηκε ο Οδυσσέας με το Φιλομηλείδη στην πάλη και τον νίκησε προκαλώντας ενθουσιασμό στις τάξεις των Αχαιών. Από τη Λέσβο έφερε ο Αχιλλέας επτά παλλακίδες, από τις οποίες έξι πήρε ο Αγαμέμνονας και μια μόνο κράτησε ο Αχιλλέας για τον εαυτό του, την κόρη του Φόρβαντα, τη Διομήδη.

Αναφέρονται τρεις από τις πόλεις στα περίχωρα της Τροίας που κατέλαβε ο Αχιλλέας, η Πήδασος, η Υποπλάκια Θήβα και η Λυρνησσός. Η Πήδασος, που τότε ακόμα λεγόταν Μονηνία, ήταν χτισμένη σε μια πολύ καλά οχυρωμένη θέση στις όχθες του ποταμού Σατνιόη, γι' αυτό οι αλλεπάλληλες επιθέσεις του Αχιλλέα και των Αχαιών δεν έφερναν αποτέλεσμα. Όταν πια είχε αποφασιστεί να εγκαταλείψουν τις προσπάθειες, μια κοπέλα από την πόλη, η Πηδάση, που τον είχε ερωτευτεί, του έστειλε μήνυμα γραμμένο πάνω σ' ένα μήλο πως έπρεπε να συνεχίσει την πολιορκία, γιατί η πόλη βασανιζόταν από δίψα. Και πράγματι, ύστερα από λίγο η πόλη παραδόθηκε εξαιτίας της λειψυδρίας και ο Αχιλλέας σε ανάμνηση της προδοσίας μετονόμασε την πόλη σε Πήδασο.

Η Υποπλάκια Θήβα ήταν χτισμένη κάτω από το βουνό Πλάκος, γι' αυτό και λεγόταν Υποπλάκια. Ο βασιλιάς της, ο Ηετίωνας, είχε επτά γιους και μια κόρη, την Ανδρομάχη, που την είχε παντρέψει με τον Έκτορα.

Τον καιρό που ο Αχιλλέας πολιορκούσε τη Θήβα, έτυχε να βρίσκεται εκεί η Χρυσηίδα, κόρη του ιερέα του Απόλλωνα Χρύση, που τη φιλοξενούσε η αδερφή του Ηετίωνα Ιφινόη. Τελικά η Θήβα κυριεύτηκε και ο Αχιλλέας σκότωσε το βασιλιά και τους γιους του και πήρε ως σκλάβες στη σκηνή του τη γυναίκα του Ηετίωνα και τη Χρυσηίδα. Τον Ηετίωνα τον έθαψε με τιμές, τη βασίλισσα την εξαγόρασε με λύτρα ο πατέρας της από τον ίδιο και τη Χρυσηίδα την πήρε ο Αγαμέμνονας ως παλλακίδα στη σκηνή του. Ο Αχιλλέας βρήκε σε μια επιδρομή τον Αινεία να βόσκει τα κοπάδια του στο βουνό Ίδα. Τρομαγμένος εκείνος από το κακό συναπάντημα έτρεξε για να σωθεί.

Ο Αχιλλέας τον καταδίωξε αλλά ο Αινείας πρόλαβε να φτάσει στη Λυρνησσό. Τότε επιτέθηκε στην πόλη και την κυρίεψε σκοτώνοντας το βασιλιά της, τον Μύνητα, τους τρεις γιους του και τον αδερφό του τον Επίστροφο. Τη γυναίκα του τη Βρισηίδα την έφερε στο στρατόπεδο και ο Αγαμέμνονας του την παραχώρησε ως παλλακίδα. Όσο για τον Αινεία, αυτός κατάφερε για μια ακόμη φορά να ξεφύγει με την παρέμβαση φυσικά των θεών.

ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ

Ο Παλαμήδης ήταν γιος του Ναύπλιου και της Ησιόνης. Εξαιρετικά εύστροφος, επινοητικός και εφευρετικός ο Παλαμήδης, ξεπερνούσε κατά πολύ τον Οδυσσέα, ο οποίος τον εχθρευόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν ο Παλαμήδης, που είχε έρθει μαζί με τον Νέστορα και τον Μενέλαο στην Ιθάκη, αποκάλυψε το πονηρό του τέχνασμα, με το οποίο ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο.

Οι εξαιρετικές ικανότητες του Παλαμήδη φάνηκαν και αργότερα σε άλλες περιπτώσεις. Όταν στην Αυλίδα ο στρατός παραπονέθηκε για την άδικη και άτακτη διανομή των συσσιτίων, ο Παλαμήδης ανέλαβε να οργανώσει τη μοιρασιά, ώστε να γίνεται ακριβοδίκαια και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κι όταν πάλι στη διάρκεια του ένατου χρόνου του πολέμου έλειψαν οι τροφές από το αχαϊκό στρατόπεδο, αυτός ήταν που πήγε να φέρει από τη Δήλο τις κόρες του βασιλιά ʼνιου.. Φρόντισε ακόμα και για την ψυχαγωγία των ελληνικών στρατευμάτων επινοώντας ένα παιχνίδι με πεσσούς. Ο Παλαμήδης είχε έτσι κερδίσει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των Αχαιών και ο Οδυσσέας, εκτός από την εχθρότητα, είχε κάθε λόγο να νιώθει και ζήλια, μια που η ύπαρξη του Παλαμήδη εμπόδιζε τον ίδιο να παινεύεται πως ήταν ο πιο εφευρετικός και πολυμήχανος μεταξύ των Αχαιών.

Η ευκαιρία που αναζητούσε ο Οδυσσέας για να εξολοθρεύσει τον Παλαμήδη με δολοπλοκίες δεν άργησε να του δοθεί. Κάποτε αιχμαλώτισε ο Οδυσσέας ένα δούλο που έφερνε χρυσάφι στο σύμμαχο των Τρώων, τον Σαρπηδόνα, τον αρχηγό των Λυκίων. Υποχρέωσε τότε το δούλο να γράψει στη γλώσσα του ένα γράμμα, στο οποίο ο Πρίαμος απευθυνόμενος στον Παλαμήδη έλεγε πως είχε στείλει όσα είχαν συμφωνήσει και πως τον ευχαριστούσε που είχε βοηθήσει τους Τρώες. ʼφησε το δούλο να φύγει, αλλά έστειλε κάποιον που τον σκότωσε πριν προλάβει να απομακρυνθεί πολύ. Έστειλε μήνυμα κατόπιν στον Αγαμέμνονα πως είχε δει σημαδιακό όνειρο που του υποδείκνυε να μετακινηθεί όλος ο στρατός από τις μόνιμες εγκαταστάσεις του σε άλλη θέση για στρατιωτικές ασκήσεις.

Στο διάστημα που έλειπε ο στρατός, έβαλε ο Οδυσσέας κάποιον να θάψει το χρυσάφι που πήρε από το δούλο στη σκηνή του Παλαμήδη. Όταν βρέθηκε το πτώμα του δούλου και διαβάστηκε η επιστολή που ήταν γραμμένη στη γλώσσα του, κινήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, υποψίες εναντίον του Παλαμήδη.

Για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, διέταξε ο Αγαμέμνονας, με υπόδειξη φυσικά του Οδυσσέα, να γίνει έρευνα στη σκηνή του Παλαμήδη. Το χρυσάφι που βρέθηκε θαμμένο εκεί αποτελούσε αδιάσειστη απόδειξη της ενοχής του ήρωα και στο δικαστήριο που ακολούθησε δεν μπόρεσε να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον εαυτό του. Αφού κρίθηκε ένοχος προδοσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο με λιθοβολισμό.

Όταν τα έμαθε όλα αυτά ο πατέρας του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος, ήρθε στην Τροία για να μάθει από πρώτο χέρι τι ακριβώς έγινε και να αναζητήσει τυχόν ευθύνες, καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο γιος του ήταν προδότης. Όλοι οι Αχαιοί όμως τον αγνόησαν και κανείς δεν ασχολήθηκε με τους προβληματισμούς του. Τότε ο Ναύπλιος επέστρεψε στην Ελλάδα αποφασισμένος να τους εκδικηθεί με όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι, όσο καιρό έλειπαν οι Αχαιοί από τα σπίτια τους, επισκεπτόταν ο Ναύπλιος τις γυναίκες τους, την Κλυταιμνήστρα του Αγαμέμνονα, τη Μήδα του Ιδομενέα και την Αιγιάλεια του Διομήδη και τις ωθούσε σε συζυγικές απιστίες.

Το ίδιο προσπάθησε και με την Πηνελόπη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μπόρεσε όμως να πείσει αρκετούς φιλόδοξους άντρες να μείνουν στο παλάτι του Οδυσσέα ως υποψήφιοι γαμπροί και να του τρώνε την περιουσία. Κι όταν αργότερα πληροφορήθηκε ο Ναύπλιος πως τέλειωσε ο πόλεμος και οι Αχαιοί γυρίζουν στην Ελλάδα, βρήκε την ευκαιρία να πάρει πιο άμεση εκδίκηση. ʼναψε φωτιές στο βουνό Καφηρέας για να νομίζουν οι Αχαιοί πως φτάνουν σε λιμάνι και να τσακίζονται πάνω στα βράχια. Κι όσοι επιζούσαν από τα ναυάγια αυτά, τους σκότωνε ο ίδιος ο Ναύπλιος.

ΤΟ ΜΕΝΟΣ (ΟΡΓΗ) ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

Ο Χρύσης, ο ιερέας του Απόλλωνα, έρχεται στο στρατόπεδο των Αχαιών για να εξαγοράσει την κόρη του, τη Χρυσηίδα, που είχε πιάσει αιχμάλωτη ο Αχιλλέας κατά την άλωση της Υποπλάκιας Θήβας και είχε κρατήσει ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας στη σκηνή ως παλλακίδα. Σύσσωμος ο στρατός των Αχαιών φαίνεται να συμφωνεί, μόνο ο Αγαμέμνονας αρνείται κατηγορηματικά, φέρεται με ασέβεια στον ιερέα και τον ξαποστέλνει με απειλές. Ο Χρύσης φεύγει οργισμένος και προσεύχεται στον Απόλλωνα παρακαλώντας τον να κάνει κακό στους Αχαιούς που τον πρόσβαλαν. Πράγματι, ο θεός παίρνει θέση έξω από το ελληνικό στρατόπεδο και ρίχνει αλύπητα τα βέλη του για εννιά μέρες, σκοτώνοντας ζώα και ανθρώπους. Τότε ο Αχιλλέας ζητάει να γίνει συνέλευση των Αχαιών, όπου ο μάντης Κάλχας αποκαλύπτει την αιτία του κακού. Για να επανορθώσουν, λέει, πρέπει να δώσουν τη Χρυσηίδα πίσω στον πατέρα της χωρίς λύτρα και να προσφέρουν στο θεό Απόλλωνα πλούσιες θυσίες.

Ο Αγαμέμνονας δέχεται να αποχωριστεί την παλλακίδα του, ζητά όμως από τους Αχαιούς να του δώσουν άλλο δώρο. Ο Αχιλλέας του αντιγυρίζει ότι δεν υπάρχουν λάφυρα που να μην έχουν μοιραστεί και πως πρέπει να κάνει υπομονή μέχρι να πέσει η Τροία. Ο Αγαμέμνονας κάνει επίδειξη δύναμης δηλώνοντας ότι θα πάρει, και με τη βία αν χρειαστεί, το δώρο όποιου Αχαιού θέλει, ακόμα και τη Βρισηίδα από τη σκηνή του Αχιλλέα. Ο καβγάς μεταξύ τους φουντώνει διαρκώς, μέχρι που κάποια στιγμή ο Αχιλλέας πάνω στο θυμό του αναρωτιέται αν πρέπει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα εκείνη τη στιγμή. Ενώ όμως επιχειρεί να βγάλει το σπαθί του από τη θήκη, τον σταματά η Αθηνά. Ο Αχιλλέας δέχεται τελικά να δώσει τη Βρισηίδα στον Αγαμέμνονα, δηλώνει όμως ότι θα αποσυρθεί από τη μάχη.

Ο Οδυσσέας επιστρέφει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, μιλώντας του γλυκά για να τον εξευμενίσει και η Βρισηίδα οδηγείται στη σκηνή του Αγαμέμνονα. Στενοχωρημένος ο Αχιλλέας για την προσβολή που του έγινε, ζητά από τη μητέρα του να πείσει τον Δία να αφήσει τους Τρώες να νικούν. Πράγματι, μόλις γυρίζουν οι θεοί στον Όλυμπο, η Θέτιδα μιλά στον Δία και αποσπά την υπόσχεση ότι θα ικανοποιηθεί το αίτημα του γιου της.

Ο Δίας στέλνει τη νύχτα στον Αγαμέμνονα, που κοιμάται, τον Όνειρο με τη μορφή του Νέστορα, για να του πει πως ήρθε τάχα η ώρα να κυριεύσει την Τροία. Ο Δίας βάζει μ' αυτόν τον τρόπο σε ενέργεια το σχέδιό του να ηττηθούν οι Αχαιοί, για να γίνει πιο έντονη η απουσία του Αχιλλέα από τη μάχη. Ο Αγαμέμνονας ξεγελιέται πράγματι, αλλά πριν ξεσηκώσει τους Αχαιούς για γενική επίθεση, θέλει να δοκιμάσει το ηθικό τους.

Στη συνέλευση που ακολουθεί λέει πως μάταια αγωνίζονται εννιά χρόνια τώρα και πως καλύτερα είναι να φύγουν αμέσως, όπως τον πρόσταξε ο Δίας. Οι Αχαιοί ξεγελιούνται και πάνε να ρίξουν τα καράβια στη θάλασσα.

Με την προτροπή της Αθηνάς τους σταματά ο Οδυσσέας και μόνο τον Θερσίτης που επιμένει, τον χτυπά με το σκήπτρο τόσο πολύ που βάζει τα κλάματα εκείνος και προκαλεί άφθονο γέλιο στους Αχαιούς. Η συνέλευση επαναλαμβάνεται, τώρα που η ένταση εκτονώθηκε. Μιλούν ο Οδυσσέας, ο Νέστορας και ο Αγαμέμνονας και φαίνεται πως όλοι θέλουν να συνεχίσουν τον πόλεμο, έστω και χωρίς τη συμμετοχή του Αχιλλέα, γιατί η νίκη είναι κοντά. Γίνεται λοιπόν γενικό προσκλητήριο, οι ηγεμόνες παρατάσσουν τα στρατεύματά τους και προετοιμάζονται για μάχη. Το ίδιο γίνεται και στο στρατόπεδο των Τρώων, καθώς έχουν ειδοποιηθεί από την Ίριδα ότι οι Αχαιοί ετοιμάζουν μεγάλη επίθεση.



ΜΟΝΟΜΑΧΟΥΝ ΠΑΡΗΣ ΚΑΙ ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Οι δυο στρατοί συναντιούνται και ο Πάρης προκαλεί έναν από τους Αχαιούς ήρωες, όποιον ήθελε, να μονομαχήσει μαζί του. Αμέσως προθυμοποιείται ο Μενέλαος. Μόλις τον βλέπει ο Πάρης, προσπαθεί να φύγει. Τον σταματά ο Έκτορας που τον κατηγορεί για τη δειλία του, ενώ οι συμπολίτες του αποδεκατίζονται.

Έτσι ο Πάρης δέχεται να μονομαχήσει. Προτείνει μάλιστα να σταματήσει ο πόλεμος και η έκβαση της μονομαχίας να κρίνει ποιος από τους δυο θα κρατήσει την Ελένη και τους κλεμμένους θησαυρούς. Όλοι συμφωνούν και χαίρονται που θα τελειώσει ο πόλεμος. Αποφασίζεται μάλιστα να δώσουν επίσημους όρκους οι δυο αρχηγοί, ο Αγαμέμνονας και ο Πρίαμος. Στο μεταξύ η Ίριδα παίρνει τη μορφή της Λαοδίκης και πληροφορεί την Ελένη πως ο Μενέλαος και ο Πάρης θα μονομαχήσουν για χάρη της. Αμέσως εκείνη πάει στα τείχη για να δει τον πρώην άντρα της, έστω και από μακριά. Εκεί είναι μαζεμένοι όλοι οι δημογέροντες της Τροίας, που θαυμάζουν την ξεχωριστή ομορφιά της. Εκεί είναι και ο Πρίαμος, που της μιλά με λόγια γλυκά και καλοσυνάτα και της ζητά πληροφορίες για τους διάφορους Αχαιούς που βλέπει. Η Ελένη του δείχνει τον Αγαμέμνονα, τον Οδυσσέα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον Ιδομενέα.

Εκείνη τη στιγμή ειδοποιούν τον Πρίαμο πως τον περιμένουν για να δώσει επίσημο όρκο εκ μέρους της Τροίας. Οι όρκοι δίνονται και ο Πρίαμος αποσύρεται, γιατί δεν αντέχει να δει το γιο του στο φονικό αγώνα.

Η μονομαχία αρχίζει και γρήγορα φαίνεται πως ο Μενέλαος θα νικήσει. Την ώρα όμως που έπνιγε τον Πάρη με το λουρί της περικεφαλαίας του, τον τραβά η Αφροδίτη από το πεδίο της μάχης και τον πηγαίνει στο παλάτι.

Στη συνέχεια παίρνει τη μορφή γερόντισσας και πάει στην Ελένη, για να της πει πως τη ζητά ο Πάρης. Εκείνη πηγαίνει κοντά του και τον συμβουλεύει να μην ξαναχτυπηθεί με τον Μενέλαο, γιατί είναι ανώτερός του. Ο Πάρης θέλει να τα ξεχάσουν όλα τώρα και να κοιμηθούν μαζί, ενώ ο Μενέλαος μάταια ψάχνει να βρει τον Πάρη στις τάξεις των Τρώων.

Οι θεοί κάνουν συνέλευση στον Όλυμπο και αποφασίζουν να συνεχιστεί ο πόλεμος και να παραβούν οι Τρώες τους όρκους. Για το σκοπό αυτόν πλησιάζει η Αθηνά με τη μορφή του Λαοδόκου, του γιου του Αντήνορα, τον Πάνδαρο και τον πείθει να τοξέψει τον Μενέλαο, ενώ ακόμα ισχύουν οι σπονδές. Ο Μενέλαος τραυματίζεται ελαφρά και το τραύμα του θα περιποιηθεί ο Μαχάονας. Οι ελπίδες όμως για ειρηνική επίλυση του προβλήματος αποτελούν πια όνειρο απατηλό. Γίνονται προετοιμασίες για τη μάχη και οι συγκρούσεις αρχίζουν.

Αρχίζουν σφοδρές μάχες στις οποίες πρωτοστατεί ο Διομήδης, που σκοτώνει πάρα πολλούς Τρώες και ανάμεσά τους τον Πάνδαρο. Τραυματίζει τον Αινεία και είναι τόση η ορμή και η αυτοπεποίθησή του, που δε διστάζει να τραυματίσει και δυο θεούς, την Αφροδίτη και τον Αρη.

Ο Διομήδης ανταμώνει στο πεδίο της μάχης με τον Γλαύκο, τον πιστό σύντροφο του Σαρπηδόνα. Ενώ ετοιμάζονται να χτυπηθούν, διαπιστώνουν ότι οι παππούδες τους συνδέονταν με φιλία. Γι' αυτό ανταλλάσσουν δώρα και χωρίζουν σαν φίλοι. Οι συγκρούσεις ωστόσο συνεχίζονται και η νίκη φαίνεται να γέρνει με το μέρος των Αχαιών. Γι' αυτό ο Έλενος παρακινεί τον Έκτορα να αφήσει τη μάχη και να ψάξει να βρει τη μητέρα τους την Εκάβη, για να κάνει εκείνη θυσία στη θεά Αθηνά, μήπως και πειστεί η θεά να συγκρατήσει κάπως τον Διομήδη. Πράγματι, ο Έκτορας συναντά τη μητέρα του και στη συνέχεια πηγαίνει στα διαμερίσματα του Πάρη, για να τον πείσει να γυρίσει στη μάχη. Έπειτα ψάχνει να βρει τη γυναίκα του και ενώ πια έχει απελπιστεί πως δε θα τη βρει, πέφτει τυχαία πάνω της. Είναι η τελευταία φορά που ο Έκτορας βλέπει τη γυναίκα του και το γιο του. Αποχαιρετά τη γυναίκα του και, καθώς κατευθύνεται προς το πεδίο της μάχης, συναντιέται με τον Πάρη και προχωρούν μαζί.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Οι μάχες συνεχίζονται καθώς ο Έκτορας με τον Πάρη μπαίνουν στις τάξεις των Τρώων. Ο Απόλλωνας και η Αθηνά συμφωνούν να σταματήσουν οι συγκρούσεις προσωρινά και με πρόταση του Απόλλωνα αποφασίζουν να βάλουν την ιδέα στον Έκτορα να προτείνει μονομαχία με έναν από τους Αχαιούς ήρωες, όποιον ήθελε. Ο Έκτορας κάνει πραγματικά τη σχετική πρόταση, κανείς όμως από τους Αχαιούς δεν τολμά να απαντήσει στην πρόκληση. Από φιλότιμο σηκώνεται ο Μενέλαος, τον σταματά όμως ο αδερφός του Αγαμέμνονας με την παρατήρηση ότι ο Έκτορας είναι ανώτερός του. Τελικά, ο Νέστορας καταφέρνει με τα εύστοχα λόγια του να εμφυσήσει θάρρος και αυτοπεποίθηση στις καρδιές των Αχαιών κι έτσι απαντούν εννιά Αχαιοί στην πρόκληση του Έκτορα. Με κλήρο ορίζεται ο Αίας ο Τελαμώνιος να εκπροσωπήσει τους Αχαιούς. Η μονομαχία διαρκεί πολύ και τελικά οι κήρυκες τη διακόπτουν. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής ανταλλάσσουν δώρα. Ο Έκτορας προσφέρει το αργυροκαρφωμένο σπαθί του και ο Αίας τη λαμπροπόρφυρη ζώνη του.

Το ίδιο βράδυ ο Αγαμέμνονας παραθέτει γεύμα για τους Αχαιούς ηγεμόνες. Εκεί ο Νέστορας προτείνει να σταματήσει ο πόλεμος για μια μέρα για να μαζέψουν τους νεκρούς και να χτίσουν προστατευτικό τείχος γύρω από το στρατόπεδο και τα καράβια τους. Η πρότασή του γίνεται δεκτή από όλους. Την ίδια στιγμή γίνεται συνέλευση των Τρώων, όπου ο δημογέροντας Αντήνορας υπογραμμίζει ότι οι Τρώες έγιναν επίορκοι και προτείνει να δώσουν στους Αχαιούς την Ελένη και όλα τα κλεμμένα αγαθά. Ο Πάρης δηλώνει πως είναι διατεθειμένος να επιστρέψει μόνο τους κλεμμένους θησαυρούς. Ο Πρίαμος αποφασίζει τελικά να μεταφερθεί, με τον κήρυκα Ιδαίο, στους Αχαιούς η πρόταση του Πάρη και να ζητηθεί ταυτόχρονα ανακωχή, ώσπου να μαζέψουν τους νεκρούς.

Το πρωί της άλλης μέρας ο Ιδαίος μεταφέρει τις τρωικές προτάσεις στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι Αχαιοί συμφωνούν να γίνει σύντομη ανακωχή, αλλά απορρίπτουν την πρόταση του Πάρη. Και μόλις μάζεψαν και έκαψαν τους νεκρούς με τιμές, έχτισαν προστατευτικό τείχος και έσκαψαν ολόγυρά του τάφρο. Ο Δίας απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε ανάμειξη των θεών στις συγκρούσεις των θνητών. Ο ίδιος πηγαίνει στο βουνό Ίδα, για να εποπτεύει προσωπικά την τήρηση των εντολών του. Οι συγκρούσεις είναι σφοδρές και οι αντίπαλοι στρατοί δεν μπορούν να κάμψουν ο ένας την αντίσταση του άλλου.

Κατά το μεσημέρι έριξε ο Δίας αστροπελέκι από την Ίδα και οι Αχαιοί πανικοβλήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Μόνο ο Νέστορας μένει πίσω και αυτός από ανάγκη, γιατί το άλογό του τραυματίστηκε. Σώθηκε όμως με την παρέμβαση του Διομήδη. Γρήγορα όμως ξαναμπαίνουν οι Αχαιοί στη μάχη. Ο Τεύκρος υποστηρίζει την αντεπίθεση σκοτώνοντας πολλούς Τρώες με το τόξο, αποσύρεται όμως τραυματισμένος από τον Έκτορα.

Για δεύτερη φορά αναγκάζονται οι Έλληνες να υποχωρήσουν. Την προσπάθεια της Ήρας και της Αθηνάς να συμπαρασταθούν στους Αχαιούς τη σταματά η Ίριδα με εντολή του Δία.

Στο μεταξύ η μέρα έχει φτάσει πια στο τέλος της και ο Έκτορας προτείνει να διανυκτερεύσουν εκεί, στον κάμπο μπροστά στην Τροία, ενώ οι γέροι και τα παιδιά να φυλάξουν την πόλη από το ενδεχόμενο νυχτερινής επίθεσης των Αχαιών. Κι έτσι έκαναν. Ανάβουν μάλιστα και φωτιές, χίλιες τον αριθμό, και γύρω από κάθε φωτιά κάθονται πενήντα Τρώες.

Στο στρατόπεδο των Αχαιών γίνεται την ίδια ώρα συνέλευση των αρχηγών. Ο Αγαμέμνονας προτείνει να τα μαζέψουν και να φύγουν. Ο Διομήδης αρνείται κατηγορηματικά να φύγει και δηλώνει πως θα πάρει την Τροία, έστω και αν μείνει μόνος με το σύντροφό του τον Σθένελο. Οι υπόλοιποι Αχαιοί συμφωνούν με τον Διομήδη. Με υπόδειξη του Νέστορα ο Αγαμέμνονας παραθέτει γεύμα, όπου αποφασίζεται να στείλουν τον Φοίνικα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο και τον Οδυσσέα στον Αχιλλέα για να του προσφέρουν κάθε δυνατή υλική και ηθική επανόρθωση από τον αρχιστράτηγο. Οι τρεις Αχαιοί ήρωες καταφθάνουν στη σκηνή του Αχιλλέα, βρίσκουν όμως το νεαρό ήρωα αμετάπειστο.

Το μόνο που καταφέρνουν είναι να αποσπάσουν την υπόσχεσή του πως δε θα φύγει την άλλη κιόλας μέρα για τη Φθία, αλλά θα περιμένει μέχρι οι Τρώες να κάψουν όλα τα καράβια των Αχαιών. Όταν προσπαθήσουν να κάψουν και το δικό του, τότε θα πάρει τα όπλα του να πολεμήσει.

Ο Οδυσσέας και ο Αίας φέρνουν την απάντηση του Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών αφήνοντας όλους άφωνους. Μόνο ο Διομήδης, γεμάτος αυτοπεποίθηση, δηλώνει πως ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί.

Την ίδια νύχτα αποφασίζεται να στείλουν κατασκόπους στο αντίπαλο στρατόπεδο για συλλογή πληροφοριών. Προσφέρεται εθελοντικά ο Διομήδης, που διαλέγει για σύντροφό του τον Οδυσσέα. Την ίδια σκέψη κάνει και ο Έκτορας, που στέλνει τον Δόλωνα. Αυτός συλλαμβάνεται από τους Αχαιούς ήρωες και αποκαλύπτει τις τρωικές θέσεις. Τους λέει μάλιστα ότι μόλις είχε φτάσει ο Ρήσος, βασιλιάς από τη Θράκη. Στη συνέχεια ο Διομήδης σκοτώνει τον Δόλωνα και πηγαίνουν στο εχθρικό στρατόπεδο, στο σημείο όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Θράκες. Ο Διομήδης σκοτώνει δώδεκα Θράκες και τον ίδιο τον Ρήσο, ενώ ο Οδυσσέας λύνει τα άλογά τους και φεύγουν. Γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς και διηγούνται στους συντρόφους τους τα κατορθώματά τους..

ΟΙ ΤΡΩΕΣ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ

Thν άλλη μέρα η μάχη ξαναρχίζει και είναι αυτή τη φορά είναι η σειρά του Αγαμέμνονα να δείξει τη μαχητική του ικανότητα. Πραγματικά, ο αρχιστράτηγος ορμά στη μάχη και σκοτώνει αναρίθμητους Τρώες. Στο μεταξύ ο Δίας στέλνει με την Ίριδα στον Έκτορα το μήνυμα να αποφεύγει τις συγκρούσεις μέχρι να δει τον Αγαμέμνονα να πληγώνεται. Κι όταν σε λίγο εκείνος πληγώνεται από τον Κόωνα, ο Έκτορας ξεσηκώνει τους συμπολεμιστές του να αντεπιτεθούν. Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης αντιστέκονται προσωρινά στην ορμή του Έκτορα. Γρήγορα όμως ο Πάρης πληγώνει τον Διομήδη και ο Σώκος τον Οδυσσέα, οπότε οι δυο Αχαιοί ήρωες αναγκάζονται να υποχωρήσουν.

Ο Πάρης τραυματίζει στη συνέχεια τον Μαχάονα και ο Ιδομενέας τον ανεβάζει στο άρμα του Νέστορα, για να τον πάει στο στρατόπεδο. Ο Αίας συνεχίζει μόνος του πια, γρήγορα όμως τον κυριεύει ο τρόμος και αρχίζει να υποχωρεί. Ο Ευρύπυλος προσπαθεί να τον βοηθήσει, πληγώνεται όμως από τον Πάρη.

Ο Αχιλλέας που βλέπει πως ο Νέστορας κουβαλά κάποιον πληγωμένο στο άρμα του, στέλνει τον Πάτροκλο να μάθει ποιος είναι αυτός που πληγώθηκε. Ο Νέστορας δε χάνει την ευκαιρία να ζητήσει από τον Πάτροκλο να πολεμήσει ο ίδιος με τους Μυρμιδόνες, αν επιμένει ακόμα ο Αχιλλέας στην αποχή του. Στο γυρισμό συναντά ο Πάτροκλος τον πληγωμένο Ευρύπυλο, τον παίρνει στη σκηνή του και του περιποιείται το τραύμα.

Οι Τρώες έχουν πια πλησιάσει την τάφρο που βρίσκεται γύρω από το προστατευτικό τείχος των Αχαιών και, για να μπορέσουν να την περάσουν, κατεβαίνουν από τα άρματά τους. Φτάνουν στο τείχος και αρχίζουν να το γκρεμίζουν παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Αχαιών. Οι Λύκιοι με τον αρχηγό τους τον Σαρπηδόνα επιτίθενται στους προμαχώνες και γρήγορα καταφέρνουν να σκαρφαλώσουν επάνω. Ο Σαρπηδόνας γκρεμίζει μια έπαλξη από το τείχος και ανοίγει το δρόμο για τα πλοία των Ελλήνων. Διατηρείται ωστόσο ακόμα η τελευταία αμυντική ζώνη των Αχαιών μέχρι τη στιγμή που ο Έκτορας συντρίβει με μια μεγάλη πέτρα την πύλη. Ασυγκράτητοι τότε οι Τρώες κάνουν έφοδο στο στρατόπεδο των Αχαιών, ενώ οι Αχαιοί τρέχουν προς τα πλοία τους.

Ο Δίας βαρέθηκε πια να επιτηρεί τις συγκρούσεις μεταξύ Αχαιών και Τρώων και έστρεψε τη ματιά του σε άλλες χώρες. Ο Ποσειδώνας το αντιλαμβάνεται αυτό και παίρνοντας τη μορφή του μάντη Κάλχα πλησιάζει τους Αχαιούς και τους εμψυχώνει. Με ανανεωμένη ορμή και πρωτοστάτες τους δύο Αίαντες οι Αχαιοί ανασυντάσσονται και προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Οι απώλειες είναι πολλές και από τις δυο πλευρές. Οι γιοι του Πρίαμου Δηίφοβος και Έλενος πληγώνονται. Οι Τρώες με τη μαχητικότητα του Έκτορα, του Πάρη και του Αινεία προσπαθούν να συγκροτήσουν συμπαγές επιθετικό μέτωπο. Η άμυνα των Αχαιών όμως έχει πια σταθεροποιηθεί.

Ο Νέστορας με τους πληγωμένους Αγαμέμνονα, Οδυσσέα και Διομήδη, αν και δεν είναι σε θέση να πολεμήσουν, πηγαίνουν στο πεδίο των συγκρούσεων, για να δώσουν κουράγιο στους συντρόφους τους.

Την ίδια ώρα η Ήρα, που δεν ανεχόταν να βλέπει τους Τρώες να νικούν, ετοιμάζεται να αποπλανήσει τον Δία. Περιποιείται λοιπόν τον εαυτό της και παίρνει από την Αφροδίτη το στηθόδεσμο που ξυπνά την ερωτική επιθυμία στις καρδιές θεών και ανθρώπων, και μαζί με τον Ύπνο πάει στην Ίδα. Βρίσκει μια δικαιολογία για τον ερχομό της και ο Δίας, μόλις τη βλέπει, της ζητά έρωτα. Τότε τους σκεπάζει ένα χρυσό σύννεφο. Ο Δίας πέφτει σε βαθύ ύπνο, αφού χάρηκε τον έρωτα με τη γυναίκα του.

Αμέσως τρέχει ο Ύπνος να φέρει το μήνυμα στον Ποσειδώνα ότι ο Δίας κοιμάται και δεν επιβλέπει πια τη μάχη κι εκείνος δίνει καινούρια ορμή και θάρρος στους Αχαιούς. Με μια πέτρα ο Αίας ο Τελαμώνιος χτυπά τον Έκτορα και τον αφήνει αναίσθητο. Με δυσκολία οι Τρώες καταφέρνουν να τον σώσουν και να τον βγάλουν από το πεδίο της μάχης. Οι Αχαιοί αντεπιτίθενται και αναγκάζουν τους Τρώες να υποχωρήσουν και να γυρίσουν στο σημείο όπου είχαν αφήσει τα άρματά τους έξω από την τάφρο, εγκαταλείποντας πίσω τους πολλούς νεκρούς..

Ο Δίας ξυπνά και με μια ματιά καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Οργισμένος απειλεί την Ήρα ότι θα την τιμωρήσει φρικτά. Εκείνη τον βεβαιώνει με όρκο ότι ο Ποσειδώνας έδρασε με δική του πρωτοβουλία. Τότε εκείνος ηρέμησε κάπως και στέλνει με την Ίριδα στον Ποσειδώνα το μήνυμα να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Στέλνει στη συνέχεια τον Απόλλωνα να συνεφέρει τον Έκτορα και να του ανανεώσει τη δύναμη. Ο Έκτορας ξανανιωμένος πέφτει στη μάχη με ασυγκράτητη ορμή. Αρχηγός των Τρώων μπαίνει τώρα ο ίδιος ο Απόλλωνας κρατώντας στα χέρια του τη φρικτή πολεμική αιγίδα του Δία, που με κάθε τράνταγμά της προκαλεί τον πανικό στις τάξεις των Αχαιών. Ισοπεδώνει στη συνέχεια ο θεός την τάφρο, γκρεμίζει το τείχος των Αχαιών και δίνει έτσι στους Τρώες τη δυνατότητα να προχωρήσουν ανεμπόδιστοι.

Γρήγορα φτάνουν στα πλοία των Αχαιών. Ο μόνος που αμύνεται ακόμα είναι ο Αίας ο Τελαμώνιος που αγωνίζεται απελπισμένα να αποκρούσει τους Τρώες και να σώσει τα καράβια προσπαθώντας παράλληλα να ξεσηκώσει με φωνές τους άλλους Αχαιούς να αμυνθούν. Ο Έκτορας καταφέρνει να πιάσει από την πρύμνη το καράβι του Πρωτεσίλαου και ζητά από τους άλλους Τρώες να του δώσουν φωτιά να το κάψει. Δώδεκα Τρώες, που προσπάθησαν να του φέρουν δαυλί, έπεσαν νεκροί από το κοντάρι του Αίαντα

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ

Ο Πάτροκλος ζητά από τον Αχιλλέα να του δώσει τα όπλα του και τους Μυρμιδόνες για να πολεμήσει. Ο Αχιλλέας συμφωνεί, του ζητά όμως να γυρίσει πίσω αμέσως, μόλις διώξει τους Τρώες από τα καράβια των Αχαιών και τους τρέψει σε φυγή. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να προχωρήσει μέχρι την Τροία.

Την ώρα που ο Αχιλλέας συμβουλεύει τον Πάτροκλο, καταστρέφει ο Έκτορας το κοντάρι του Αίαντα και βάζουν φωτιά οι Τρώες στο πλοίο του Πρωτεσίλαου. Το βλέπει αυτό ο Αχιλλέας και λέει στον Πάτροκλο να βιαστεί. Μαζεύονται γρήγορα οι Μυρμιδόνες και με αρχηγό τον Πάτροκλο πέφτουν στη μάχη. Μόλις τον βλέπουν οι Τρώες, νομίζουν ότι είναι ο Αχιλλέας και πανικοβλημένοι τρέπονται σε φυγή. Τότε εκείνος πέφτει πάνω στους Λυκίους και σκοτώνει πολλούς από αυτούς.

Ο Σαρπηδόνας, για να υπερασπιστεί τους συντρόφους του, κατεβαίνει από το άρμα του και κατευθύνεται προς τον Πάτροκλο για να μονομαχήσουν. Ο Δίας σκέφτεται για μια στιγμή να σώσει το γιο του, η Ήρα όμως του συνιστά να μη δοκιμάσει να αλλάξει τα γραφτά της μοίρας, δημιουργώντας κακό προηγούμενο.

Ο Σαρπηδόνας σκοτώνεται και γίνεται άγρια μάχη γύρω από το πτώμα του. Οι Αχαιοί καταφέρνουν τελικά να του πάρουν τα όπλα, το κορμί του όμως το παίρνει ο Απόλλωνας, το πλένει και το περιποιείται, για να το μεταφέρουν στη συνέχεια ο Ύπνος και ο Θάνατος στη Λυκία. Ο Πάτροκλος, έχοντας ξεχάσει τις συμβουλές του Αχιλλέα, φτάνει ατρόμητος μέχρι τα τείχη της Τροίας σκοτώνοντας αναρίθμητους Τρώες. Τρεις φορές θα πέσει ο Πάτροκλος στις τάξεις των Τρώων και θα σκοτώσει από εννιά την κάθε φορά. Η ώρα του θανάτου του όμως έχει σημάνει πια. Από πίσω τον χτυπά ο Απόλλωνας δυνατά στις πλάτες και του πέφτουν τα όπλα. Ζαλισμένος καθώς είναι από το θεϊκό χτύπημα, τον χτυπά ο Εύφοβος με το κοντάρι του και αμέσως αποσύρεται. Το τελειωτικό χτύπημα το δέχεται ο Πάτροκλος από τον Έκτορα και πεθαίνει.

Φοβερές συγκρούσεις γίνονται τώρα γύρω από το νεκρό Πάτροκλο. Ο Έκτορας καταφέρνει να πάρει τα όπλα του Αχιλλέα και να τα χρησιμοποιήσει στη μάχη. Δεν μπορεί όμως να σύρει προς το μέρος του το νεκρό κορμί, καθώς το υπερασπίζονται μεταξύ άλλων ο Αίας και ο Μενέλαος. Στο πλευρό των Αχαιών βρίσκεται και η Αθηνά, ενώ ο Δίας σκεπάζει με σκοτάδι το χώρο γύρω από το νεκρό. Ο Αίας παρακαλεί τότε το Δία να απομακρύνει το σκοτάδι για να βλέπουν τι γίνεται. Και πραγματικά το σκοτάδι σηκώνεται, για να μπορέσουν επιτέλους ο Μενέλαος και ο Μηριόνης να σηκώσουν τον Πάτροκλο, να τον φορτωθούν και να κατευθυνθούν προς το στρατόπεδο, ενώ οι δύο Αίαντες τους καλύπτουν στην υποχώρηση. Στο μεταξύ ο Αντίλοχος πηγαίνει να πει τις άσχημες ειδήσεις στον Αχιλλέα.

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΗ

Η υποχώρηση όμως γίνεται από δύσκολη ως αδύνατη, καθώς ο Έκτορας, ο Αινείας και πολλοί Τρώες τους κυνηγούν. Μολις μαθαίνει ο Αχιλλέας από τον Αντίλοχο τα κακά μαντάτα, ξεσπά σε θρήνο και κλάματα. Έρχεται η μητέρα του με όλες τις Νηρηίδες να μάθει τι έγινε. Ο ήρωας της μιλά για το θάνατο του Πάτροκλου και της δηλώνει πως θα σκοτώσει τον Έκτορα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως πρέπει και ο ίδιος να πεθάνει.

Η Θέτιδα αναλαμβάνει να ανέβει στον Όλυμπο, για να του φέρει καινούρια όπλα. Την ίδια στιγμή ο νεκρός Πάτροκλος κινδυνεύει να πέσει σε εχθρικά χέρια. Τότε η Ήρα στέλνει την Ίριδα κρυφά από τον Δία να ειδοποιήσει τον Αχιλλέα, που από μακριά βγάζει άγρια φωνή μαζί με την Αθηνά. Οι Τρώες πανικοβάλλονται και υποχωρούν, ενώ οι Αχαιοί μεταφέρουν το νεκρό στη σκηνή του Αχιλλέα.

Γίνεται συνέλευση των Τρώων, όπου ο Έκτορας επιμένει να μείνουν στον κάμπο, παρά την αντίθετη γνώμη του Πολυδάμαντα. Στη σκηνή του Αχιλλέα οι θρήνοι και τα μοιρολόγια θα συνεχιστούν όλη τη νύχτα. Στο μεταξύ η Θέτιδα επισκέπτεται τον Ήφαιστο, που της ετοιμάζει τα όπλα όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Η Θέτιδα φέρνει στον Αχιλλέα τα καινούρια του όπλα. Γίνεται συνέλευση των Αχαιών, όπου συμφιλιώνεται ο Αχιλλέας με τον αρχιστράτηγο, που προσφέρει στον Αχιλλέα όσα δώρα είχε υποσχεθεί. Ο Αχιλλέας δε δείχνει να ενδιαφέρεται τόσο για δώρα όσο για την επανάληψη των εχθροπραξιών. Ο Οδυσσέας ωστόσο του αντιγυρίζει πως οι πολεμιστές πρέπει να φάνε και να πιούνε, για να μπορέσουν να αγωνιστούν καλά. Ο Αγαμέμνονας δίνει τα δώρα στον Αχιλλέα μαζί με τη Βρισηίδα και ορκίζεται επίσημα πως δεν την έχει ακουμπήσει.

Ο Αχιλλέας επιστρέφει στη σκηνή του, όπου θρηνεί απαρηγόρητος για το χαμό του Πάτροκλου. Μαζί του είναι και άλλοι Αχαιοί βασιλιάδες, που προσπαθούν να τον πείσουν να φάει κάτι. Εκείνος αρνιέται, όμως η Ίριδα σταλμένη από τον Δία του ρίχνει στο στήθος αμβροσία και νέκταρ για να στυλωθεί. Σε λίγο ο Αχιλλέας αρχίζει να ετοιμάζεται για τη μάχη.

ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΠΕΡΝΟΥΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Ο Δίας συγκεντρώνει όλους τους θεούς και τους ανακοινώνει ότι μπορούν ελεύθερα πια να παρεμβαίνουν στον πόλεμο. Έτσι πηγαίνουν στην Τροία οι προστάτες των Αχαιών, η Ήρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, ο Ερμής και ο Ήφαιστος και οι προστάτες των Τρώων, ο Αρης, η Αρτεμη, ο Απόλλωνας, η Λητώ και η Αφροδίτη.

Ο Αινείας είναι ο πρώτος που θα χτυπηθεί με τον Αχιλλέα. Καθώς ετοιμάζεται όμως ο Αχιλλέας να τον σκοτώσει, τον αρπάζει ο Ποσειδώνας και τον πετά έξω από τη μάχη.

Ο Αχιλλέας ασυγκράτητος και διψασμένος για εκδίκηση χύνεται στη μάχη σκοτώνοντας τους Τρώες κυριολεκτικά τον ένα μετά τον άλλο. Όταν σκοτώνει τον Πολύδωρο, ένα γιο του Πρίαμου, ο Έκτορας επιδιώκει να τον αντιμετωπίσει.

Ο Αχιλλέας ορμά πάνω του να τον σκοτώσει, αλλά την τελευταία στιγμή τον αρπάζει ο Απόλλωνας μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης. Ο Αχιλλέας πέφτει τώρα πάνω στους άλλους Τρώες, που υποχωρούν άτακτα και πολλοί από αυτούς ρίχνονται στον ποταμό Σκάμανδρο. Ορμά κι εκείνος μέσα στα νερά και σκοτώνει όποιον βρει μπροστά του.

Όταν κουράστηκε να σκοτώνει μέσα στο ποτάμι, πιάνει δώδεκα αιχμαλώτους, που θα τους σκοτώσει αργότερα στον τάφο του Πάτροκλου. Καθώς πάει να ξαναμπεί στο ποτάμι, συναντά τον Λυκάονα που τον είχε πιάσει παλιότερα αιχμάλωτο. Παρά τα παρακάλια του τον σκοτώνει και τον πετά στο ποτάμι. Ο Σκάμανδρος παραπονιέται στον Αχιλλέα πως τα νερά του δεν μπορούν να φτάσουν στη θάλασσα εξαιτίας των πολλών πτωμάτων που πετά μέσα σ' αυτόν. Ο Αχιλλέας όμως ξαναμπαίνει μέσα στο ποτάμι και ο θεός οργισμένος χύνεται πάνω του. Κόντευε να πνιγεί, όταν τον σώζουν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά. Στη συνέχεια ο Ήφαιστος σταλμένος από την Ήρα καίει τον ποταμό με τις φλόγες του κι αρχίζουν να στεγνώνουν τα νερά του μέχρι που τελικά ο Σκάμανδρος υποχωρεί.

Τώρα όμως έχει δοθεί η αφορμή να αγωνιστούν οι θεοί μεταξύ τους. Η Αθηνά ρίχνει με μια πέτρα κάτω τον Αρη. Πάει να τον σηκώσει η Αφροδίτη, δέχεται όμως και αυτή χτύπημα και πέφτει κάτω. Ο Ποσειδώνας προκαλεί τον Απόλλωνα να χτυπηθούν, εκείνος όμως δε δέχεται. Η Ήρα δέρνει την Αρτεμη και πάνω στην αναταραχή σκορπίζονται τα βέλη της Αρτεμης κάτω. Τελικά ο Απόλλωνας πηγαίνει στην Τροία, ενώ οι υπόλοιποι θεοί επιστρέφουν στον Όλυμπο.

Στο μεταξύ ανοίγουν οι πύλες της Τροίας με διαταγή του Πρίαμου, για να μπουν μέσα οι κυνηγημένοι Τρώες. Μόνο ο Αγήνορας τολμά να αντισταθεί. Και πάνω που θα τον σκότωνε ο Αχιλλέας, τον τράβηξε από τη μάχη ο Απόλλωνας τυλιγμένο σε σύννεφο. Τότε πήρε ο θεός τη μορφή του Αγήνορα για να ξεγελάσει τον Αχιλλέα και να τον παρασύρει μακριά από τις πύλες της πόλης, ώστε να προλάβουν να μπουν μέσα όλοι οι κυνηγημένοι Τρώες. Ο Έκτορας είναι πια ο μοναδικός Τρώας έξω από τα τείχη. Οι δικοί του του φωνάζουν να μπει στην πόλη και να γλιτώσει αλλά δεν τους ακούει

ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΕΚΤΟΡΑΣ

Tώρα καταλαβαίνει πόσο δίκιο είχε ο Πολυδάμας, όταν έλεγε πως έπρεπε να γυρίσουν στην πόλη την προηγούμενη νύχτα. Νιώθει το βάρος της ευθύνης για το χαμό τόσων Τρώων να τον πλακώνει και αποφασίζει να μείνει και να αντιμετωπίσει το φοβερό αντίπαλό του. Πάνω στην ώρα έρχεται και ο Αχιλλέας. Μόλις τον βλέπει ο Έκτορας, χάνει το κουράγιο του και φεύγει.

Τρεις φορές κάνουν το γύρο των τειχών της πόλης και την τέταρτη κοντοστέκεται, καθώς βλέπει την Αθηνά με τη μορφή του αγαπημένου του αδερφού Δηίφοβου να έρχεται τάχα να του συμπαρασταθεί. Η μονομαχία ξεκινά. Ο Αχιλλέας ρίχνει το κοντάρι του χωρίς επιτυχία, η Αθηνά όμως του το ξαναφέρνει. Την ίδια τύχη έχει και ο Έκτορας, όταν ρίχνει το δικό του κοντάρι. Τώρα όμως που χρειάζεται και δεύτερο κοντάρι ο Έκτορας, καταλαβαίνει πως έχει ξεγελαστεί, πως οι θεοί τον έχουν εγκαταλείψει.

Και πραγματικά, ο Αχιλλέας τον πληγώνει θανάσιμα. Με τη λίγη ζωή που του μένει, τον ικετεύει να δώσει το κορμί του στους δικούς του. Ο Αχιλλέας όμως αρνιέται, τον γυμνώνει από τα όπλα του, τον δένει από τα πόδια στο άρμα και τον σέρνει γύρω από τα τείχη της πόλης. Με θρήνους και κλάματα τα βλέπουν όλα αυτά οι δικοί του από τα τείχη.

Ο Αχιλλέας επιστρέφει στη σκηνή του, όπου κακομεταχειρίζεται αρκετά το νεκρό Έκτορα. Δίνει εντολή σ' όλους να φάνε και ύστερα αποκαμωμένος πέφτει σε βαθύ ύπνο, όπου τον επισκέπτεται η ψυχή του Πάτροκλου και του ζητά να τον κάψει γρήγορα. Το άλλο πρωί παραδίδεται ο νεκρός στην πυρά με όλες τις τιμές, ενώ ο Αχιλλέας αποκεφαλίζει και τους δώδεκα Τρώες αιχμαλώτους που είχε πιάσει στον ποταμό Σκάμανδρο. Όταν η φωτιά σβήνει, μαζεύουν τα οστά του νεκρού και τα κλείνουν σε μια υδρία. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας διοργανώνει αθλητικούς αγώνες προς τιμή του νεκρού φίλου γύρω από τον τύμβο του.

Η κακομεταχείριση του νεκρού Έκτορα συνεχίζεται για δώδεκα μέρες. Οι θεοί όμως λυπούνται τον Τρώα ήρωα και γι' αυτό στέλνουν τη Θέτιδα στον Αχιλλέα με το μήνυμα να δεχτεί τα λύτρα για την εξαγορά του νεκρού. Εκείνος συμφωνεί.

Στον Πρίαμο πηγαίνει η Ίριδα φέρνοντας τη θεϊκή εντολή να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών με ένα μόνο κήρυκα και να εξαγοράσει το γιο του με λύτρα. Παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του Εκάβης, φορτώνει σε ένα αμάξι τα λύτρα και ξεκινά με τον κήρυκα Ιδαίο για τη σκηνή του Αχιλλέα. Στο δρόμο συναντούν τον Ερμή, που έχει πάρει τη μορφή ενός Μυρμιδόνα και που τους οδηγεί στον Αχιλλέα, χωρίς να τους πάρει είδηση κανένας από τους Αχαιούς. Ο Αχιλλέας τον υποδέχεται με θαυμασμό και καλοσύνη. Τρώνε και πίνουν μαζί και συμφωνούν να γίνει δωδεκαήμερη ανακωχή για την ταφή του νεκρού. Ο Πρίαμος κοιμάται στη σκηνή του Αχιλλέα και το άλλο πρωί φέρνει το νεκρό Έκτορα στην Τροία, όπου παραδίδεται στην πυρά μέσα σε θρήνους και μοιρολόγια και στη συνέχεια τα λείψανά του τοποθετούνται σε χρυσή λάρνακα η οποία κλείνεται μέσα σε τύμβο.

ΟΙ ΑΜΑΖΟΝΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ;;

Μετά το θάνατο του Έκτορα έφτασαν στην Τροία οι Αμαζόνες με τη βασίλισσά τους την Πενθεσίλεια, την κόρη του Αρη. Οι Αμαζόνες είχαν το έθιμο να μην παντρεύεται μια γυναίκα, αν δε σκοτώσει προηγουμένως πολλούς άντρες.

Ο πόλεμος στην Τροία ήταν λοιπόν μια καλή ευκαιρία για την Πενθεσίλεια και για άλλες συμπολεμίστριές της.

Και πραγματικά, με την επανάληψη των εχθροπραξιών, η Πενθεσίλεια σκοτώνει πάρα πολλούς Αχαιούς, ανάμεσά τους και τον έναν από τους δυο γιατρούς του αχαϊκού στρατοπέδου, τον Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Τελικά μονομαχεί με τον Αχιλλέα και στη φοβερή σύγκρουση που ακολουθεί η Πενθεσίλεια σκοτώνεται. Ο Αχιλλέας, θαυμάζοντας την ορμή και το θάρρος της, ίσως και την ομορφιά της, δεν κακομεταχειρίζεται το σώμα της αλλά το δίνει στους Τρώες να το θάψουν όπως πρέπει. Για τη χειρονομία του αυτή κατηγορείται ο Αχιλλέας μπροστά στους Αχαιούς από τον Θερσίτη πως τελικά δεν είναι και τόσο σκληρός όσο έλεγε. Τότε ο Αχιλλέας τον χτυπά με το χέρι και τον αφήνει στον τόπο. Η πράξη αυτή του Αχιλλέα ξεσηκώνει την οργή αρκετών Αχαιών, ιδιαίτερα του Διομήδη που είναι θείος του νεκρού. Για να κατευνάσει τα πνεύματα, ο Αχιλλέας κάνει πλούσιες θυσίες στους θεούς και ο Οδυσσέας τον καθαρίζει από το αίμα που τον βαραίνει.

Ο Μέμνονας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς, ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων. Ήρθε στην Τροία για να βοηθήσει το θείο του, τον Πρίαμο, στις δύσκολες στιγμές. Τον οπλισμό του τον είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, όπως και του Αχιλλέα. Με τον ερχομό του Μέμνονα στην Τροία η Θέτιδα προειδοποιεί τον Αχιλλέα πως, αν σκοτώσει τον Μέμνονα, θα σκοτωθεί και ο ίδιος αμέσως μετά.

Ο βασιλιάς των Αιθιόπων διακρίνεται στις συγκρούσεις που ακολουθούν και σκοτώνει πολλούς αντιπάλους. Κάποια στιγμή μάλιστα είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Νέστορα, που είναι καθηλωμένος με το άρμα του στο κέντρο της μάχης, καθώς ο Πάρης του είχε σκοτώσει το ένα άλογο με τα βέλη του. Τον σώζει όμως ο γιος του ο Αντίλοχος που έτρεξε να τον βοηθήσει. Στη μονομαχία που ακολουθεί ανάμεσα στον Μέμνονα και τον Αντίλοχο, ο τελευταίος πέφτει νεκρός.

Μαθαίνοντας ο Αχιλλέας τα κακά μαντάτα στενοχωρέθηκε πάρα πολύ, γιατί υπεραγαπούσε το γιο του Νέστορα. Ξεχνά τη συμβουλή της μητέρας του και στη στιγμή ορμά στη μάχη για να πάρει εκδίκηση. Δεν αργεί να βρει τον Μέμνονα και η μονομαχία αρχίζει. Την ίδια ώρα οι θεές Θέτιδα και Ηώ παρακαλούν τον Δία, καθεμιά για τη ζωή του δικού της γιου. Τότε με εντολή του Δία ο Ερμής σηκώνει τη ζυγαριά που έχει στις δυο τις άκρες τους κλήρους του θανάτου των δυο ηρώων.

Η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος του Μέμνονα, που σημαίνει ότι ο θάνατός του έχει αποφασιστεί. Για να παρηγορήσει ο Δίας την Ηώ, χαρίζει στο γιο της την αθανασία. Και πραγματικά ο Αχιλλέας καταφέρνει να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Αμέσως η Ηώ αρπάζει το νεκρό Μέμνονα, τον καθαρίζει και τον περιποιείται και στη συνέχεια ο Ύπνος και ο Θάνατος, τα δυο αδέρφια της, τον μεταφέρουν στην Αιθιοπία για να ταφεί.

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΓΟΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

Όταν είδαν οι Τρώες τον Μέμνονα να πέφτει νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Ασυγκράτητος ο Αχιλλέας κατευθύνεται τώρα ίσια στην Τροία χωρίς να τολμά κανείς να προβάλει αντίσταση. Οι Τρώες έχουν όμως ακόμα έναν ισχυρό σύμμαχο με το μέρος τους, το θεό Απόλλωνα, που στέκεται στις Σκαιές Πύλες. Καθώς ο Αχιλλέας πλησιάζει, δίνει την εντολή ο θεός στον Πάρη να του ρίξει με το τόξο. Και πραγματικά το βέλος του Πάρη τραυματίζει τον Αχιλλέα θανάσιμα στη φτέρνα που ήταν το μοναδικό μέρος του σώματος του που ήταν θνητό όπως είπαμε πριν. Από εκεί εμεινε και η έκφραση (ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΦΤΕΡΝΑ) που λεμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το αδύναμο σημείο κάποιου

Ο πιο γενναίος από τους Αχαιούς ήρωες είναι πια νεκρός και γύρω του διεξάγονται πρωτόγνωρες σε αγριότητα μάχες, στην προσπάθεια Αχαιών και Τρώων να τραβήξουν το πτώμα ο καθένας προς το μέρος του. Από τη μεριά των Αχαιών πρωτοστατεί ο Αίας ο Τελαμώνιος και από τη μεριά των Τρώων ο Αινείας. Κάποια στιγμή καταφέρνει ο Γλαύκος, πιστός σύντροφος του Σαρπηδόνα, να δέσει με λουρί το πόδι του νεκρού. Ο Αίας τον σταματά σκοτώνοντάς τον με το κοντάρι του. Σε λίγο στέλνει ο Δίας ανεμοθύελλα στο πεδίο της μάχης και πάνω στην αναταραχή και τον πανικό που ακολούθησε καταφέρνει ο Αίας να απομακρύνει το νεκρό από τη μάχη με την κάλυψη που του παρέχει ο Οδυσσέας.

Οι Αχαιοί πλένουν και καθαρίζουν το νεκρό Αχιλλέα από τις σκόνες και τα αίματα με θρήνους και μοιρολόγια, όταν ακούγεται δυνατή βοή από τη θάλασσα. Όλοι τρέχουν να κρυφτούν όπου μπορεί ο καθένας. Τους καθησυχάζει ο Νέστορας, που τους λέει πως έρχονται οι Νηρηίδες με τη μητέρα του νεκρού τη Θέτιδα, για να θρηνήσουν το νεκρό. Σε λίγο καταφθάνουν και οι Μούσες και για δεκαεφτά μέρες και νύχτες μοιρολογούν όλοι μαζί το νεκρό. Τη δέκατη όγδοη μέρα παραδίδεται το σώμα του νεκρού Αχιλλέα στην πυρά. Τα λείψανά του τα τοποθετούν μαζί μ' αυτά του Πάτροκλου σε χρυσό αμφορέα που έχει φέρει η Θέτιδα, φτιαγμένο από τα χέρια του Ήφαιστου. Στη συνέχεια, υψώνουν τύμβο στο Σίγειο και διοργανώνουν επιτύμβιους αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα, στους οποίους νικούν ο Εύμηλος στις ιπποδρομίες, ο Διομήδης στους αγώνες δρόμου, ο Αίας στη δισκοβολία και ο Τεύκρος στην τοξοβολία. Μόλις ολοκληρώθηκαν οι επιτύμβιοι αγώνες, η Θέτιδα δηλώνει πως θα χαρίσει την πανοπλία του Αχιλλέα στον καλύτερο από τους Αχαιούς ήρωες.

Τότε σηκώνεται ο Αίας ο Τελαμώνιος και υποβάλλει υποψηφιότητα για το νέο αυτό έπαθλο, γιατί πιστεύει πως είναι και ο πιο αντρειωμένος και ο πιο δυνατός απ' όλους. Ως υποψήφιος όμως σηκώνεται και ο Οδυσσέας, γιατί θεωρεί ότι οι Αχαιοί βγήκαν αρκετές φορές από πολύ δύσκολη θέση χάρη στη δική του ευστροφία και επινοητικότητα.

Γρήγορα τα αίματα ανάβουν και για να αποφευχθεί ένοπλη σύγκρουση των δύο ηρώων, προτείνει ο Νέστορας να γίνει η επιλογή όχι από τους Αχαιούς, που μπορεί να επηρεαστεί η κρίση τους από προσωπικά αισθήματα, αλλά από τους Τρώες, που με την κρίση ανεπηρέαστη θα εξέφραζαν αμερόληπτη γνώμη. Πηγαίνουν λοιπόν Αχαιοί κατάσκοποι κοντά στα τείχη της Τροίας, μήπως και πετύχουν κάποια σχετική συζήτηση. Και πράγματι, ακούνε δυο γυναίκες να συζητούν για τη μεταφορά του νεκρού Αχιλλέα έξω από το πεδίο της μάχης από τον Αίαντα και τον Οδυσσέα.

Η μια λέει ότι πιο άξιος είναι ο Αίας που κουβάλησε το νεκρό, ο οποίος ήταν αρκετά μεγαλόσωμος και βαρύς, ενώ ο Οδυσσέας δεν τόλμησε κάτι τέτοιο. Η απάντηση της άλλης είναι αποστομωτική. Οποιοσδήποτε, λέει, θα μπορούσε να μεταφέρει ένα μεγάλο βάρος, όχι όμως και να πολεμήσει με τόσους ανθρώπους μαζί, όπως ο Οδυσσέας. Αρα, κατά την άποψή της, ο Οδυσσέας είναι πιο γενναίος από τον Αίαντα.

ΗΡΘΕ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ

Η παρατήρηση αυτή, που την είχε εμπνεύσει η Αθηνά στην Τρωαδίτισσα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συζήτηση. Νικητής είναι ο Οδυσσέας και οι Αχαιοί του παραδίνουν την πανοπλία του Αχιλλέα. Η επιλογή των Αχαιών γέμισε την ψυχή του Αίαντα με οργή. Νιώθει πως οι Αχαιοί θέλησαν να τον αδικήσουν, να τον ταπεινώσουν. Αρχίζει να χάνει τον αυτοέλεγχό του θέλοντας λυσσασμένα να πάρει εκδίκηση για την προσβολή που του έγινε. Αποφασίζει να σκοτώσει τους Αχαιούς αρχηγούς την ίδια κιόλας νύχτα.

Καθώς κατευθύνεται προς τις σκηνές τους, χάνει τα λογικά του με την παρέμβαση της Αθηνάς και πάει στο χώρο όπου έχουν συγκεντρώσει οι Αχαιοί τα κοπάδια τους. Εκεί ο Αίας αρχίζει να σφάζει ανελέητα τα ζώα πιστεύοντας ότι είναι οι Αχαιοί βασιλιάδες. Νομίζει μάλιστα ότι ένα κριάρι είναι ο μισητός Οδυσσέας και το σέρνει στη σκηνή του για να το βασανίσει. Όταν την άλλη μέρα βρίσκει τα λογικά του και βλέπει τι έχει κάνει, αποφασίζει να αυτοκτονήσει για ν' αποφύγει τον εξευτελισμό και την ατίμωση. Έτσι, στερεώνει το σπαθί του σε μια ερημιά και πέφτει πάνω του.

Αργότερα βρίσκουν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας το νεκρό Αίαντα και τον πηγαίνουν στον αρχιστράτηγο των Αχαιών, τον Αγαμέμνονα. Μόλις καταλαβαίνουν τι έγινε, αρκετοί από τους Αχαιούς βασιλιάδες θύμωσαν πολύ, ενώ ο Αγαμέμνονας εξοργισμένος διέταξε να μην τον κάψουν με τιμές όπως ταιριάζει σε ήρωα, αλλά να τον παραχώσουν όπως όπως στο ακρωτήριο Ροίτειο.

Κάποια στιγμή ο Κάλχας, ο μάντης των Αχαιών σ' όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, δηλώνει στον Οδυσσέα πως οι μαντικές του ικανότητες δεν είναι αρκετές για την άλωση της Τροίας και πως τους σχετικούς χρησμούς μπορούσαν να τους εκμαιεύσουν μόνο από τον Έλενο, το γιο του Πρίαμου, που κατέχει τη μαντική τέχνη.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ

Έτσι ο Οδυσσέας αναλαμβάνει να αιχμαλωτίσει τον Έλενο, πράγμα που τελικά καταφέρνει μετά από πολλές ενέδρες ένα βράδυ που τον πέτυχε ανυποψίαστο έξω από την πόλη. Τον φέρνει στη συνέλευση των Αχαιών, όπου ο Έλενος αναγκάζεται να τους αποκαλύψει πως θα έπαιρναν την Τροία, μόνο αν είχαν με το μέρος τους το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή και αν ερχόταν στην Τροία ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος. Τα όπλα του Ηρακλή τα είχε ο Φιλοκτήτης, που είχε ακολουθήσει τους Αχαιούς στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Όταν θυσίαζαν όμως στη Χρύση, τον δάγκωσε ένα φίδι, η πληγή κακοφόρμισε και μύριζε τόσο άσχημα, που οι Αχαιοί τον άφησαν στη Λήμνο, μη μπορώντας να ανεχτούν την κακοσμία. Παρατημένος σχεδόν δέκα χρόνια τώρα σ' ένα ερημονήσι χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς από τους Αχαιούς γι' αυτόν, μάλλον δε θα ήθελε να τους βοηθήσει τώρα που τον χρειάζονται. Πηγαίνουν ωστόσο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης στη Λήμνο και καταφέρνουν με ύπουλο τρόπο να του πάρουν τα όπλα του Ηρακλή. Χρησιμοποιώντας τα ως διαπραγματευτικό μέσο τον πείθουν να τους ακολουθήσει στην Τροία, όπου γιατρεύεται.

Καθώς ο Φιλοκτήτης ήταν άριστος τοξότης, σκοτώνει πολλούς Τρώες. Μονομαχεί και με τον Πάρη, τον οποίο σκοτώνει με τα βέλη του. Στο νεκρό κορμί του Πάρη ορμά ο Μενέλαος και το κακομεταχειρίζεται αλύπητα, βγάζοντας το άχτι του για την αρπαγή της γυναίκας του και για όσα ακολούθησαν. Το νεκρό Πάρη καταφέρνουν τελικά να πάρουν οι Τρώες μετά από σφοδρές συγκρούσεις και τον μεταφέρουν στην Τροία. Την Ελένη την παντρεύεται τώρα ο αδερφός του Πάρη, ο Δηίφοβος. Σύμφωνα με τους χρησμούς που είχαν αποσπάσει από τον Έλενο, για να πάρουν την Τροία, έπρεπε να φέρουν το γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο.

Όταν κρυβόταν ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, απόχτησε ένα γιο με μια από τις βασιλοπούλες, τη Δηιδάμεια. Όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλέας εκεί ντυμένος με γυναικεία ρούχα, τον φώναζαν Πύρρα. Έτσι, ο γιος του ονομάστηκε Πύρρος. Αργότερα ο Φοίνικας, ο συμβουλάτορας και καθοδηγητής του Αχιλλέα στον Τρωικό πόλεμο, τον ονόμασε Νεοπτόλεμο, γιατί ο πατέρας του πήγε στον πόλεμο νέος .Οι Αχαιοί αναθέτουν στον Οδυσσέα να φέρει τον Νεοπτόλεμο, που τους είναι απαραίτητος, από τη Σκύρο.

Ο Οδυσσέας πείθει με ευκολία τον Λυκομήδη να δώσει τη συγκατάθεσή του να πάει ο εγγονός του στην Τροία, επειδή και ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος επιθυμεί να πολεμήσει. Μόλις έφτασαν στο στρατόπεδο των Αχαιών, ο Οδυσσέας δίνει στον Νεοπτόλεμο τα όπλα του πατέρα του. Οι Αχαιοί υποδέχονται με χαρά τον Νεοπτόλεμο στις τάξεις τους, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον πατέρα του, τον Αχιλλέα. Και γρήγορα διαπιστώνουν πως ο Νεοπτόλεμος ορμά σαν εκείνον στη μάχη ασυγκράτητος σκοτώνοντας πολλούς Τρώες.

Ο Ευρύπυλος, γιος του Τήλεφου και της αδερφής του Πρίαμου Αστυόχης, ήταν βασιλιάς της Μυσίας. Σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου η Αστυόχη δεν επέτρεπε στο γιο της να πάει να πολεμήσει, εκμεταλλευόμενη το λόγο που έδωσε ο σύζυγός της Τήλεφος στους Αχαιούς ότι δε θα πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων σε αντάλλαγμα για τη γιατρειά του ποδιού του από τον Οδυσσέα. Ο Πρίαμος αποφασίζει τελικά να εξαγοράσει τη συγκατάθεσή της, δωροδοκώντας την με ένα κλήμα με σταφύλια και φύλλα από χρυσάφι, φτιαγμένο από τα χέρια του Ήφαιστου. Έτσι έρχεται στην Τροία ο Ευρύπυλος με πολύ στρατό. Διακρίνεται στις μάχες με τους Αχαιούς σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς. Τελικά μονομαχεί με τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος τον σκοτώνει με το κοντάρι του ύστερα από σφοδρή σύγκρουση.

Η ΚΛΟΠΗ ΤΟΥ ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ

Μαζί με τους χρησμούς για την άλωση της Τροίας ο Έλενος είχε αποκαλύψει στους Αχαιούς ότι η Τροία δε θα έπεφτε στα χέρια τους, αν δεν απομάκρυναν από την πόλη το Παλλάδιο, το ξύλινο άγαλμα που βρισκόταν στο ναό της Παλλάδας Αθηνάς και προστάτευε την πόλη. Η κλοπή του Παλλάδιου ανατίθεται στον Οδυσσέα, που θεώρησε σκόπιμο να μπει πρώτα στην Τροία ως κατάσκοπος για κατόπτευση και συλλογή πληροφοριών. Για το σκοπό αυτόν βάζει να τον κακοποιήσουν, ντύνεται με κουρέλια και μπαίνει στην Τροία. Εμφανίζεται μπροστά στους Τρώες ρακένδυτος και ελεεινός, ζητώντας προστασία από τους Αχαιούς που τον είχαν καταντήσει έτσι. Κανείς δε φαίνεται να τον αναγνωρίζει, εκτός ίσως από την Ελένη, που με σειρά έξυπνων ερωτήσεων προσπαθεί να ανιχνεύσει στοιχεία για την πραγματική του ταυτότητα ή ιδιότητα.

Ο Οδυσσέας με έξυπνες απαντήσεις καταφέρνει να μην προδοθεί. Τότε η Ελένη ζητά από τους Τρώες να πάρει στο σπίτι της τον κακόμοιρο αυτόν άνθρωπο για να τον φροντίσει. Εκεί μαθαίνει η Ελένη τα σχέδια των Αχαιών για την άλωση της Τροίας, αφού πρώτα ορκίστηκε ότι δε θα τον προδώσει. Στη συνέχεια, τον βοηθά να μάθει όσα ήθελε και ο Οδυσσέας, αφού σκοτώνει τους σκοπούς που φρουρούσαν τις πύλες, γυρίζει στο στρατόπεδο των Αχαιών σώος και αβλαβής.

Τώρα που έχει κατατοπιστεί στους δρόμους της πόλης ο Οδυσσέας, ξαναμπαίνει στην πόλη από έναν υπόνομο μαζί με τον Διομήδη, φτάνουν στο ναό, σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν το Παλλάδιο και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Καθώς περπατάνε, ζητά ο Οδυσσέας από τον Διομήδη το Παλλάδιο, για να το μεταφέρει εκείνος στο στρατόπεδο και να δοξαστεί από τους Αχαιούς. Ο Διομήδης αρνείται, κάνοντας προφανώς την ίδια σκέψη. Τότε ο Οδυσσέας, που βρίσκεται πίσω από τον Διομήδη, σηκώνει το σπαθί του για τον σκοτώσει. Ο Διομήδης αντιλαμβάνεται το σπαθί και γυρίζει να τον αντιμετωπίσει. Καθώς είναι πιο δυνατός, τον νικά και συνεχίζουν το δρόμο τους, ο Οδυσσέας μπροστά και ο Διομήδης πίσω με το σπαθί στο ένα χέρι και το Παλλάδιο στο άλλο. Το περιστατικό φαίνεται πως το αποσιώπησαν και οι δυο ήρωες, γιατί δε γίνεται περισσότερος λόγος γι' αυτό.

(ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ)-ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 10ΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Προτού αρπάξουν οι Αχαιοί το Παλλάδιο από την Τροία, συμβούλεψε η Αθηνά τον Οδυσσέα να αναθέσει στον Επειό την κατασκευή ενός τεράστιου ξύλινου αλόγου. Το άλογο αυτό έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Δούρειος Ίππος. Και πράγματι, ο Επειός, χρησιμοποιώντας ξυλεία από το γειτονικό βουνό Ίδα, κατάφερε να κατασκευάσει ένα ξύλινο άλογο τεράστιων διαστάσεων με κρυφά ανοίγματα δεξιά και αριστερά, στο εσωτερικό του οποίου χωρούσαν περίπου τρεις χιλιάδες ένοπλοι.

Τώρα που οι Αχαιοί έχουν το Παλλάδιο στην κατοχή τους και η Τροία είναι απροστάτευτη, μπορούν επιτέλους να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Σκαλίζουν αρχικά πάνω στον Δούρειο Ίππο την επιγραφή "Έλληνες Αθηνά χαριστήριον" και στη συνέχεια μπαίνουν μέσα του οι πιο αντρειωμένοι από τους Αχαιούς ήρωες, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Αίας ο Λοκρός, ο Νεοπτόλεμος, ο Τεύκρος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης και φυσικά ο Επειός, που ξέρει να ανοίγει τα κρυφά ανοίγματα. Για όλους αυτούς που κλείνονται μέσα στο ξύλινο κατασκεύασμα ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά μεγάλος. Αν οι Τρώες τους ανακαλύψουν, δε θα υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα σωτηρίας. Το διακινδυνεύουν όμως για να επιτευχθεί ο κοινός σκοπός. Μόλις ολοκληρώνεται η επιβίβασή τους στον Δούρειο Ίππο, βάζουν φωτιά στις σκηνές τους οι υπόλοιποι, σέρνουν τα καράβια τους στη θάλασσα, ανεβαίνουν επάνω σ' αυτά και εγκαταλείπουν το ακρογιάλι της Τροίας. Καταπλέουν στην Τένεδο, σ' ένα σημείο της που δε φαίνεται από την Τροία. Πίσω τους αφήνουν μόνο ένα συγγενή του Οδυσσέα, τον Σίνωνα, που θα προσπαθήσει την επόμενη μέρα να παραπλανήσει τους Τρώες.

Όταν έρχεται το άλλο πρωί, οι Τρώες δεν πιστεύουν στα μάτια τους.

Από τα τείχη βλέπουν τις ρημαγμένες σκηνές, το άδειο στρατόπεδο και δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται. Προσεκτικά βγαίνουν από την πόλη, αλλά μένουν στην αρχή κοντά στα τείχη, φοβούμενοι ότι οι Αχαιοί θα ξεφυτρώσουν μπροστά τους από στιγμή σε στιγμή. Δε συμβαίνει όμως αυτό, ξεπερνούν τους δισταγμούς τους, ξεθαρρεύουν και μπαίνουν στο πυρπολημένο στρατόπεδο των Αχαιών. Δεν αργούν να ανακαλύψουν και τον Δούρειο Ίππο, που φαίνεται να είναι το μοναδικό πράγμα που έχουν αφήσει οι Αχαιοί πίσω τους. Η ανάγνωση της επιγραφής που βρίσκεται πάνω του οδηγεί αρκετούς στο συμπέρασμα πως πρέπει να μεταφέρουν το ξύλινο αυτό αφιέρωμα μέσα στην πόλη. Μερικοί όμως δε φαίνεται να πείθονται και διαφωνούν, ζητώντας να ελέγξουν το περιεχόμενο του κατασκευάσματος, ενώ άλλοι πιο δύσπιστοι θέλουν να το πετάξουν κατευθείαν στον γκρεμό.

Εκείνη τη στιγμή καταφθάνουν μερικοί Τρώες σέρνοντας μαζί τους έναν αιχμάλωτο, που δεν είναι άλλος από τον Σίνωνα. Εκείνος, προετοιμασμένος καλά για την ανάκριση που ακολουθεί, αρχίζει να διηγείται την πλαστή ιστορία του, με σκοπό να ξεγελάσει τους Τρώες.

Ο ίδιος είναι, λέει, συγγενής του Παλαμήδη, του πιο τιμημένου ήρωα ανάμεσα στους Αχαιούς, που με την επινοητικότητα και την παλικαριά του είχε βγάλει τους Αχαιούς από δύσκολη θέση σε πολλές περιπτώσεις. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι τον σκότωσαν μετά από την πλεκτάνη που του έστησε ο Οδυσσέας. Και ο ίδιος έπεσε σε δυσμένεια, γιατί δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για το φόνο του συγγενή του και την επιθυμία του να εκδικηθεί τους Αχαιούς για την άδικη απόφασή τους. Ιδιαίτερα ο Οδυσσέας δεν τον άφηνε σε ησυχία. Ευτυχώς όμως για τον ίδιο τον Σίνωνα, οι Αχαιοί είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα προβλήματα, καθώς ο Οδυσσέας και ο Διομήδης είχαν εξοργίσει την Αθηνά με την ανόσια πράξη τους να πιάσουν το Παλλάδιο με χέρια μολυσμένα από το φόνο των φρουρών του ναού της στην Τροία. Μόλις το έφεραν στο στρατόπεδο των Αχαιών, εκείνο αναπήδησε τρεις φορές βγάζοντας φλόγες από τα μάτια.

Οι χρησμοί του μάντη Κάλχα για την εξήγηση του φαινομένου αυτού ήταν σαφείς. Η Αθηνά δεν προστάτευε πια τους Αχαιούς, έπρεπε να διακόψουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Πριν όμως από την αναχώρησή τους κατασκεύασαν ένα ξύλινο αφιέρωμα προς τιμή της θεάς για να την εξευμενίσουν. Ήταν επίτηδες τεράστιο, για να μην το πάρουν οι Τρώες μέσα στην πόλη στη θέση του Παλλάδιου. Αν όμως το κατέστρεφαν, θα προκαλούσαν εκείνοι την οργή της θεάς.

Έκαναν οι Αχαιοί τις απαραίτητες προετοιμασίες για τον απόπλου, συνέχισε ο Σίνωνας, η κακοκαιρία όμως δεν τους επέτρεπε να φύγουν. Έστειλαν τότε τον Ευρύπυλο στο μαντείο των Δελφών, ο οποίος γύρισε με την απάντηση πως έπρεπε να κάνουν ανθρωποθυσία, όπως στην Αυλίδα, για να εξασφαλίσουν ευνοϊκούς ανέμους, χωρίς όμως να καθορίζει το μαντείο ποιος έπρεπε να είναι το θύμα. Μπροστά στο νέο αυτό αδιέξοδο όλοι στράφηκαν προς τον Κάλχα, που αρχικά δήλωσε πως ούτε κι αυτός ήξερε.

Αργότερα όμως, σε συνεννόηση προφανώς με τον Οδυσσέα, που ήθελε να εξοντώσει τον εχθρό του, υπέδειξε τον Σίνωνα. Εκείνος όμως κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί ως τη στιγμή που οι Τρώες τον ανακάλυψαν και τον έφεραν εκεί, όπου τώρα τους διηγείται την πονεμένη ιστορία του. Και ο Σίνωνας τελειώνει την αφήγηση της ψεύτικης ιστορίας του, εκφράζοντας την ελπίδα πως θα τον λυπηθούν οι εχθροί μετά από όσα πέρασε από τους φίλους.

Οι Τρώες δεν μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους για όσα ακούνε, πεπεισμένοι απόλυτα ότι ο Σίνωνας λέει την αλήθεια. Κατευχαριστημένοι λοιπόν τον αφήνουν ελεύθερο και με ό,τι μέσο διαθέτουν αρχίζουν να σέρνουν τον Δούρειο Ίππο προς την Τροία, θέλοντας να βρεθούν υπό την προστασία της Αθηνάς όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν διαπιστώνουν ότι είναι πολύ μεγάλος για να περάσει από τις Σκαιές Πύλες, γκρεμίζουν ένα κομμάτι από το τείχος και τον βάζουν μέσα στην πόλη. Καθώς προσπαθούν ν' αποφασίσουν ποια είναι η καλύτερη θέση για το αφιέρωμα, μάταια προσπαθεί η κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους, που κυριολεκτικά εγκυμονεί το κατασκεύασμα αυτό, δηλαδή για τους Αχαιούς που βρίσκονται μέσα. Οι Τρώες όμως μένουν αμετάπειστοι και τοποθετούν τελικά τον Δούρειο Ίππο στην ακρόπολή τους, τα Πέργαμα.

Μια τελευταία προσπάθεια να προειδοποιήσει τους Τρώες κάνει ο θείος του Αινεία και ιερέας του Απόλλωνα στη Θύμβρα, ο Λαοκόοντας, που χτυπά τον Δούρειο Ίππο με το κοντάρι του στην κοιλιά ξεσηκώνοντας νέους δισταγμούς. Οι περισσότεροι Τρώες όμως έχουν πια πειστεί για την ορθότητα της απόφασής τους και οι επιφυλάξεις του Λαοκόοντα πέφτουν στο κενό. Τότε ο ιερέας πηγαίνει με τους δυο γιους του στην παραλία για να θυσιάσει έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Εκεί βρίσκει όμως φριχτό θάνατο μαζί με τον ένα γιο του από δυο πελώρια φίδια, που βγαίνουν από τη θάλασσα και τους κατασπαράζουν. Ο θάνατος του Λαοκόοντα παραμερίζει και τους τελευταίους δισταγμούς, καθώς οι Τρώες τον ερμηνεύουν ως τιμωρία για την ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιέρωμα στην Αθηνά. Έτσι ρίχνονται όλοι στα γλέντια για τη λήξη του πολέμου.

Τα γλέντια συνεχίζονται όλη τη μέρα και, καθώς φτάνει η νύχτα, αρχίζουν να αποσύρονται σιγά σιγά οι Τρώες στα σπίτια τους ζαλισμένοι από το κρασί και κατάκοποι από τις διασκεδάσεις και τις συγκινήσεις της ημέρας. Σε λίγο όλοι κοιμούνται βαθιά, εκτός από την Ελένη και τον καινούριο της σύζυγο, τον Δηίφοβο. Οι δυο αυτοί έχουν βάσιμες υποψίες πως στο εσωτερικό του ξύλινου κατασκευάσματος βρίσκονται Αχαιοί. Για να διαπιστωθεί αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι, αποφασίζει η Ελένη να χρησιμοποιήσει τη μαγική τέχνη που κατέχει και το χάρισμα να μιμείται τη φωνή όποιας γυναίκας ήθελε, το οποίο της έδωσε ως γαμήλιο δώρο η Αφροδίτη τη μέρα του γάμου της με τον Μενέλαο.

Συνοδευόμενη λοιπόν από τον άντρα της, φτάνει η Ελένη στην ακρόπολη και πλησιάζει τον Δούρειο Ίππο. Κάνει τρεις φορές το γύρο του ακουμπώντας τον με μαγικό τρόπο, για να αδρανήσουν οι ψυχικές δυνάμεις των κρυμμένων Αχαιών και να επιβάλει εκείνη τη δική της θέληση.

Στη συνέχεια αρχίζει να μιλάει διαδοχικά με τον κάθε ήρωα ξεχωριστά, σαν να ήταν μπροστά της, μιμούμενη τη φωνή της γυναίκας του καθενός. Στο εσωτερικό του Δούρειου Ίππου η κατάσταση είναι φοβερή. Οι γυναίκες τους, που χρόνια τώρα νοσταλγούν να δουν και ν' αγκαλιάσουν, είναι εκεί. Πρέπει να είναι εκεί, αφού ακούγονται οι φωνές. Το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να βγουν έξω, να τις πάρουν στην αγκαλιά τους και να πάνε στα σπίτια τους, να ξεχάσουν πια αυτόν τον αιματηρό και άθλιο πόλεμο.

Αρκετοί από τους Αχαιούς ήρωες κοντεύουν να ξεγελαστούν, σηκώνονται να ανταποκριθούν στο κάλεσμα, ο Οδυσσέας όμως με μια χειρονομία, με ένα σκούντημα με τον αγκώνα τους επαναφέρει στην πραγματικότητα. Και όταν ένας Αχαιός, ο Αντικλος, θέλει οπωσδήποτε να βγει έξω, τον αρπάζει ο Οδυσσέας, του φιμώνει το στόμα και τον ακινητοποιεί μέχρι να απομακρυνθούν επιτέλους η Ελένη και ο Δηίφοβος με την παρέμβαση της Αθηνάς.

Ο Σίνωνας, που έχει μείνει έξω από την Τροία, παρακολουθούσε από μακριά τις κινήσεις των Τρώων σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις τους. Αφού βεβαιώνεται ότι όλα πήγαν καλά και ότι οι Τρώες δεν ανακάλυψαν τελικά το τέχνασμα των Αχαιών, ανεβαίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, στο Σίγειο, και μ' έναν αναμμένο πυρσό δίνει το σύνθημα στους Αχαιούς, που κρύβονται στην Τένεδο, να ξεκινήσουν

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ

Και πράγματι, ο στόλος των Αχαιών, που ήταν σε ετοιμότητα, αρχίζει να αρμενίζει αμέσως και γρήγορα προσαράζει στο ακρογιάλι της Τροίας. Και ενώ οι Αχαιοί αποβιβάζονται στη στεριά, ο Οδυσσέας δίνει το σύνθημα να ανοίξουν τα κρυφά ανοίγματα του Δούρειου Ίππου.

Αρχίζουν τότε οι κρυμμένοι Αχαιοί να κατεβαίνουν με σκοινιά, με εξαίρεση τον άτυχο Εχίονα, που δεν πρόλαβε να πιαστεί από σκοινί, με αποτέλεσμα να πέσει από ψηλά και να σκοτωθεί. Μόλις πατούν οι υπόλοιποι το πόδι τους στο έδαφος, μοιράζονται σε ομάδες και ανοίγουν όλες τις πύλες του κάστρου της πόλης, ενώ τα πρώτα τμήματα του κύριου σώματος του στρατού των Αχαιών ήδη καταφτάνουν από την ακρογιαλιά.

Έτσι αρχίζει η σφαγή. Η αντίσταση των Τρώων είναι μηδαμινή, καθώς οι Αχαιοί τους πιάνουν κυριολεκτικά στον ύπνο και τους σφάζουν ανελέητα. Μεταξύ άλλων ο Διομήδης σκοτώνει έναν από τους σημαντικούς συμμάχους των Τρώων, τον Κόροιβο, που θα παντρευόταν την Κασσάνδρα. Ο Φιλοκτήτης σκοτώνει τον Αδμητο, γιο του Αυγεία.

Ο Νεοπτόλεμος μπαίνει στο παλάτι του Πρίαμου και μονομαχεί με τον Αγήνορα, το γιο του Αντήνορα, τον οποίο σκοτώνει. Στη συνέχεια αναζητά τον Πρίαμο, που έχει καταφύγει ικέτης στο βωμό του Έρκειου Δία. Τον βρίσκει εκεί μαζί με τη Λαοδίκη, τη γυναίκα του Ελικάονα. Τον αρπάζει και τον βγάζει έξω από το παλάτι, όπου τον σφάζει. Η Λαοδίκη χάνεται μέσα στη γη, πριν προλάβει ο Νεοπτόλεμος ν' αντιδράσει. Βρίσκει όμως και αιχμαλωτίζει τη γυναίκα του Έκτορα, την Ανδρομάχη, και το γιο τους, τον Αστυάνακτα. Και καθώς τους οδηγεί αιχμάλωτους στα πλοία, αρπάζει το παιδί και το πετά από τα τείχη στους βράχους. Έτσι, όλοι οι αρσενικοί απόγονοι του Πρίαμου είναι νεκροί, με εξαίρεση τον Έλενο. Η κόρη του Πρίαμου, η Κασσάνδρα, καταφεύγει στο βωμό της Αθηνάς. Εκεί τη βρίσκει ο Αίας ο Λοκρός, την αρπάζει και τη βιάζει μέσα στο ναό.

Για την ιερόσυλη αυτή πράξη του θα κινδυνέψει ο Αίας να σκοτωθεί με λιθοβολισμό από τους Αχαιούς αργότερα. Την ασέβεια του ήρωά τους προς τη θεά Αθηνά θα πληρώνουν όμως για χίλια χρόνια οι κάτοικοι των Λοκρών με φόρο αίματος. Στο μεταξύ ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας επιχειρούν επίθεση στο σπίτι του Δηίφοβου και της Ελένης. Γίνονται φοβερές συγκρούσεις, τελικά όμως επικρατούν οι Αχαιοί, καταλαμβάνουν το σπίτι και ο Μενέλαος σκοτώνει με τα ίδια του τα χέρια τον Δηίφοβο. Και ενώ είναι έτοιμος να σκοτώσει και την Ελένη, εκείνη γυμνώνει το στήθος της και του αποκαλύπτει τα θέλγητρά της για να τον ηρεμήσει. Τότε εκείνος υποκύπτει στην ξεχωριστή ομορφιά της, συμφιλιώνονται και την παίρνει μαζί του στα καράβια μαζί με τις σκλάβες της.

Μια από αυτές, η μητέρα του Θησέα, η Αίθρα, αναγνωρίζεται από τους εγγονούς της, τον Ακάμαντα και τον Δημοφώντα, που έχουν ακολουθήσει τους Αχαιούς στην τρωική εκστρατεία. Αργότερα οι δυο νέοι θα ζητήσουν την απελευθέρωση της γιαγιάς τους, πράγμα που θα γίνει με την παρέμβαση του Αγαμέμνονα. Απ' όλους τους Τρώες οι Αχαιοί δεν πειράζουν μόνο το δημογέροντα Αντήνορα και την οικογένειά του. Ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας έχει διατάξει να βάλουν ένα κομμάτι δέρμα στην πόρτα του σπιτιού του για σημάδι, ώστε κανείς από τους Αχαιούς να μην επιτεθεί εκεί. Και όταν ο Οδυσσέας βρίσκει τραυματισμένο έναν από τους γιους του, τον Ελικάονα, τον μεταφέρει σε ασφαλές μέρος, ενώ, όταν αργότερα ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος αναγνωρίζουν μέσα στη μάχη έναν άλλο γιο του, τον Γλαύκο, τον αφήνουν να διαφύγει.

Ο μόνος άτυχος από την οικογένεια του Αντήνορα ήταν ο γιος του ο Αγήνορας, που σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο στο παλάτι του Πρίαμου. Σώθηκε επίσης και ο Αινείας που είχε καταφύγει με την οικογένειά του στην Ίδα πριν από την άλωση της Τροίας, επειδή θεώρησε κακό σημάδι το φριχτό θάνατο του θείου του Λαοκόοντα. Όταν πια οι σκοτωμοί τελείωσαν και οι λεηλασίες ολοκληρώθηκαν, βάζουν φωτιά οι Αχαιοί στην πόλη και την καταστρέφουν πέρα για πέρα. Στη συνέχεια μαζεύονται στον κάμπο μπροστά στα χαλάσματα της Τροίας και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής αρχίζει η μοιρασιά των λαφύρων.

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ

Πρώτα ξεδιαλέγουν οι Αχαιοί ηγεμόνες τα πιο εκλεκτά λάφυρα και τα μοιράζονται μεταξύ τους. Οι νικητές Αχαιοί παίρνουν και τις γυναίκες των νικημένων Τρώων. Μεταξύ άλλων ο Αγαμέμνονας παίρνει την κόρη του Πρίαμου Κασσάνδρα και ο Νεοπτόλεμος τη γυναίκα του Έκτορα Ανδρομάχη.

Λέγεται πως ο Οδυσσέας πήρε τη γυναίκα του Πρίαμου Εκάβη, ενώ σύμφωνα με άλλους η Εκάβη δεν μπόρεσε ν' αντέξει τις συμφορές που τη βρήκαν και μεταμορφώθηκε σε σκύλα και αμέσως μετά πέθανε. Ενταφιάστηκε σ' ένα σημείο απέναντι από την Τροία, που έγινε γνωστό με το όνομα "Κυνός σήμα" (τάφος της σκύλας).

Τα υπόλοιπα λάφυρα (οπλισμός, υφάσματα, τιμαλφή, σκεύη, γυναίκες, ζώα κλπ.) μοιράζονται στους απλούς στρατιώτες με κλήρο. Μόλις ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή της μοιρασιάς, έρχεται η σειρά του πιο αντρειωμένου Αχαιού, του νεκρού Αχιλλέα, να πάρει το μερτικό του από τα λάφυρα.

Η προσφορά του Αχιλλέα στον πόλεμο ήταν πολύ μεγάλη, γι' αυτό ο Οδυσσέας λέει πως πρέπει να του προσφέρουν ένα από τα πιο εκλεκτά λάφυρα. Προτείνει λοιπόν να θυσιάσουν στον τάφο του την κόρη του Πρίαμου Πολυξένη. Οι Αχαιοί συμφωνούν με την πρότασή του και αρχίζουν οι προετοιμασίες για τη θυσία, που θα γίνει στον τύμβο του Αχιλλέα και του Πάτροκλου από τον Νεοπτόλεμο μπροστά σ' όλους τους Αχαιούς.

Και πραγματικά η Πολυξένη πλησιάζει με αληθινή βασιλική αξιοπρέπεια στο χώρο της θυσίας, αρνείται κατηγορηματικά να την κρατήσουν, γονατίζει και δέχεται το θανάσιμο χτύπημα στο λαιμό από το σπαθί του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου. Οι Αχαιοί μένουν άφωνοι από συγκίνηση για τη γενναία στάση της κοπέλας και αποφασίζουν να κάψουν το νεκρό κορμί της με τιμές.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΝΙΚΗΤΩΝ ΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Έτσι, οι Αχαιοί κυρίεψαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Τροία μετά από δεκάχρονη πολιορκία. Οι νικητές όμως του Τρωικού πολέμου δεν είχαν τελικά καλύτερη τύχη από τους ηττημένους. Στη διάρκεια του πολέμου και στην άλωση της Τροίας είχαν διαπράξει οι Αχαιοί πολλές ασέβειες, όπως βιασμούς παρθένων, πυρπολήσεις ναών και βωμών, συλήσεις τάφων κλπ. Με τα ανοσιουργήματα αυτά είχαν προκαλέσει την οργή των θεών, οι οποίοι θα τιμωρήσουν τους βλάσφημους Αχαιούς στο ταξίδι του γυρισμού ή και μετά την επάνοδό τους στην πατρίδα.

Ο Οδυσσέας θα περιπλανηθεί για δέκα χρόνια σε αφιλόξενες και άγνωστες περιοχές, για να φτάσει τελικά στην πατρίδα του μόνος και αγνώριστος, όπου θα βρει τη γυναίκα του, την Πηνελόπη, περιστοιχισμένη από μνηστήρες που κατέτρωγαν το βιος του. Το δεύτερο μεγάλο αριστούργημα του Όμηρου ΟΔΥΣΣΕΙΑ μας περιγράφει τις περιπέτειες του Και άλλοι όμως από τους Αχαιούς θα περιπλανηθούν για πολλά χρόνια, πριν τελικά φτάσουν στην πατρίδα, όπως ο Μενέλαος, ενώ άλλοι δε θα μπορέσουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, επειδή βρήκαν οικτρό θάνατο στις περιπλανήσεις τους, όπως ο Αίας ο Λοκρός. Αλλοι πάλι, ενώ καταφέρνουν να γυρίσουν στα σπίτια τους, συναντούν την εχθρότητα των δικών τους, όπως ο Αγαμέμνονας, που σκοτώνεται από τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της τον Αίγισθο, και ο Τεύκρος ο Τελαμώνιος, που αναγκάζεται να καταφύγει σε ξένες χώρες και να γίνει ο οικιστής της Σαλαμίνας στην Κύπρο. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάφεραν να γυρίσουν στα σπίτια τους χωρίς πολλές δυσκολίες, όπως ο Νέστορας και ο Νεοπτόλεμος.

Αυτός ήταν ο Τρωικός πόλεμος που τόσο ταλαιπώρησε Αχαιούς και Τρώες. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως μετά τις ανασκαφές του ΕΒΑΝΣ που ανακάλυψε τα ερείπια της Τροίας το έπος αυτό έφυγε πλέον από τη μυθολογική του μορφή και πέρασε στην ιστορική. ΗΤΑΝ ΑΡΑΓΕ ΑΥΤΟΣ ΕΝΑΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΑΙΤΙΑ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΕΔΩΣΕ ΤΟ

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More