ΕΛΛΑΔΑ

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ


«Γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου του 1884, από πατέρα Κεφαλονίτη και μητέρα Ηπειρώτισσα. Από μικρός έγραφε υπέροχους στίχους.Ο γάμος του με την Εύα Πάλμερ έδωσε μια μεγάλη ώθηση στην ζωή και στην καριέρα του, γιατί εκείνη υπήρξε η αγαπημένη του μούσα, που μοιραζόταν μαζί της όλα τα όνειρα και τις ανησυχίες του. Λόγω της αγάπης τους για την Ελληνική φύση, μένουν κατά καιρούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908 και το 1909 δημοσίευσε τον Αλαφροϊσκιωτο, που απετέλεσε το φιλολογικό γεγονός της χρονιάς. Αργότερα γνωρίζεται με τον Νίκο Kαζαντζάκη και ξεκινούν μαζί την περιήγηση της Ελλάδας, αναζητώντας τη συνείδηση της γής και της φυλής τους. Τα έργα του είναι : “Λυρικός Λόγος Α΄,Β΄,Γ΄,Δ΄,Ε΄,ΣΤ΄, Πεζός Λόγος Α΄,Β΄,Γ΄,Δ΄,Ε΄, Θυμέλη Α΄,Β΄,Γ΄”. Είχε προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τήν Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Έφυγε από την ζωή στις 19 Ιουνίου 1951, σ’ ηλικία 67 ετών».

“Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”

Από τον Αλαφροϊσκιωτο

ΓΙΑΤΙ ΒΑΘΕΙΑ ΜΟΥ ΔΟΞΑΣΑ

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει, νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…

Από τον Λυρικό Βίο Β΄

Ο Άγγελος Σικελιανός ήταν ένας μεγάλος τεχνίτης του λόγου, ορμητικός και δυναμικός στους στίχους του, στις ιδέες και στην γλώσσα. Ανάστησε με τα γραφόμενά του την ιστορία, τις ηθικές αξίες, τους Ελληνικούς μύθους, τις ιδέες, τα οράματα και τα όνειρα των Ελλήνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Άγγελος Σικελιανός ήταν οραματιστής και ρομαντικός, απόκρυφος και συμβολιστής, φυσιολάτρης και λυρικός, βαθυστόχαστος, αλλά και μεγαλόσχημος. Βαθειά ΕΛΛΗΝΑΣ. Κάλπαζε η φαντασία του. Ήταν μπροστά από την εποχή του, με τα μάτια στραμμένα στις Ελληνικές του ρίζες και στον Ελληνικό πολιτισμό. Ένιωθε να τον κυριαρχούν οι γενετικές καταβολές τής αρχαίας, αλλά και της νεώτερης Ελλάδας. Η ψυχή του ήταν γνήσια Ελληνική, και φλεγόταν από αγάπη για τον τόπο του. Δύναμή του, οι ρίζες του!!! Η ποίησή του κουβαλά στα φτερά της το μεγαλείο του Ελληνισμού. Ποιητής Ελληνολάτρης ονειροπόλος συνεχιστής μιας ιστορίας αιώνων.

Μελετά τα θεία μηνύματα της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας μέσα από τα Ορφικά, τα Ελευσίνια και τ΄ άλλα Μυστήρια τής Ελληνικής αρχαιότητας. Η ψυχή του ταξιδεύει νοερά στα ιερά της Δωδώνης, των Δελφών, της Δήλου και της Σαμοθράκης. Αγγίζει μ’ ευλάβεια τα μυστικά σύμβολα τής Λατρείας ( το Στάχυ (άρτια ζωή), το Κλήμα (άρτια τέχνη) και το Εκατόφυλλο Ρόδο (άρτια γνώση). Στην Ελευσίνα, προσεγγίζει ευλαβικά το ιερό τής θεάς Δήμητρας και τα μυστήριά της! Γίνεται μύστης κι ιεροφάντης!

Ο Άγγελος Σικελιανός δεν είναι προσιτός σ΄ όσους δεν είναι κοινωνοί του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Γράφει, λες και δεν θέλει να απευθυνθεί σε αμύητους. Το μεγάλο όραμα του Άγγελου Σικελιανού μα και της συζύγου του Εύας Πάλμερ, ήταν η αναβίωση της Δελφικής Ιδέας. Ήθελαν να ξαναγίνουν οι Δελφοί «ομφαλός της γης», κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτυονίας, όπου το πνεύμα του αρχαίου Ελληνισμού μέσα από την αναβίωσή του θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση της ενότητας του παγκόσμιου πνεύματος, οδηγώντας την ανθρωπότητα σε ψυχική και πνευματική λύτρωση.

Στο πλευρό του εργάσθηκε άοκνα για την Δελφική Ιδέα η σύζυγός του Εύα Πάλμερ, η οποία πέρα από την οικονομική εισφορά της, φρόντισε η ίδια προσωπικά τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Οι Πρώτες Δελφικές Εορτές (1927) διήρκεσαν δύο ημέρες και περιελάμβαναν παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, γυμνικούς αγώνες, λαϊκούς χορούς κι έκθεση λαϊκής τέχνης. Το 1930 έγιναν και Δεύτερες Δελφικές Εορτές. Οι παραστάσεις αυτές είχαν σκοπό τους την αναβίωση του αρχαίου τρόπου διδασκαλίας. Η μουσική, που συνόδευε τα χορικά, βασιζόταν στο βυζαντινό μέλος. Τις ενδυμασίες είχε υφάνει η ίδια η Εύα Σικελιανού πάνω σε πρότυπα λαϊκής τέχνης.

Η απήχηση των Δελφικών Εορτών ήταν μεγάλη. Έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από διανοούμενους και λάτρεις του Ελληνικού πνεύματος. Υπήρξαν, όμως αρκετοί που αμφισβήτησαν την όλη προσπάθεια και τα κίνητρά της και κάποιοι που δεν πίστεψαν ότι θα μπορούσε να είναι εφικτή μια τέτοια προσπάθεια. Οι κριτικές που ασκήθηκαν ήταν ή ενθουσιώδεις ή εντελώς αρνητικές εναντίον της όλης ιδέας και της οργάνωσης. Οι Δελφικές Εορτές δεν μπόρεσαν να συνεχιστούν. Παρά τη λαμπρή τους επιτυχία το ζεύγος Σικελιανού καταστράφηκε οικονομικά. Το 1933 η Εύα, αφού έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες για να πετύχει οικονομική ενίσχυση από το κράτος για τη συνέχιση των Δελφικών Εορτών, έφυγε για την Αμερική με σκοπό να διαδώσει κι εκεί τη Δελφική Ιδέα. Δεν τα κατάφερε όμως! Γύρισε στην Ελλάδα όταν έμαθε για το θάνατο του Σικελιανού, με τον οποίο είχε χωρίσει από το 1934. Η υποδοχή που της επιφυλάχθηκε, όταν επισκέφτηκε τους Δελφούς ήταν θερμή. Ενώ παρακολουθούσε παράσταση στο θέατρο των Δελφών, η καρδιά της την πρόδωσε κι ετάφη εκεί στους Δελφούς πλάϊ στον Σικελιανό. Το μεγαλόπνοο όραμά τους δεν μπόρεσε να συνεχιστεί, κατάφεραν όμως έστω και για λίγο να προβάλλουν με τον τρόπο που πρέπει το Ελληνικό πνεύμα και τον Ελληνικό Πολιτισμό.

ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ (απόσπασμα)

Μ’ εν’ άσβηστο χαμόγελο ήρτα ως σ’ εσάς, Δελφοί!
Ο πετρωτός ανήφορος, που μόφεγγε στα σκότη της νύχτας
οπού ανέβαινα την τρομερή κορφή,
δεν είδε, απ’ ότε εσώριασε η αυλή σας, τέτοια νιότη!
Σαν πλάτανος εσειόντανε με τ’άστρα ο ουρανός’
κι άστραφτε απάνου ο Παρνασσός ώσμε το πέλαο κάτου,
κι απ’ τ’ άστρα κι από τ’ άστραμμα ο νους μου ο φωτεινός
έβλεπε πέρα απ’ της ζωής τη μοίρα ή του θανάτου…
Κι απ’ την κραυγή του γερακιού στην άγρια λαγκαδιά
που εχύμα από τα πετρωτά στο πρώτο χαραμέρι,
ώσμε της γης και του έλατου την τρίσβαθη ευωδιά
που πλήθαινεν απόβροχο το αυγερινόν αγέρι,
ώσμε το νέφι πούβρεξε περαστικό,
σα δρυ που στάει σ’ αιφνίδιο ανέμισμα την αυγινή δροσιά του,
το νου μου στον ανήφορο γητέψαν, για να βρει, γαλήνιος,
την αληθινή, θεϊκή κορμοστασιά του
και να σταθεί προσμένοντας να δει μες στη σιγή
τον ίδιο Απόλλωνα άξαφνα στον Παρνασσό να βγαίνει,
κι όλος ο αγέρας να σειστεί στην πλάση
ως μια πηγή που της ταράζει τα νερά μια Νύφη διψασμένη!

Πηγές: Βιβλιογραφία Άγγελου Σικελιανού, Σπουδαστήρι Νέου Ελληνισμού

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΕΔΩΣΕ ΤΟ

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More