Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πολλοί αναρωτιούνται γιατί η οικονομική ανάκαμψη αργεί τόσο πολύ. Πράγματι, η βραδύτητα των εξελίξεων έχει προκαλέσει την έκπληξη ακόμα και των ειδικών. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η παγκόσμια οικονομία θα έπρεπε να επιδείξει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 4,4% και του 4,5%το 2011 και το 2012 αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι η ανάπτυξη έφθασε μόλις το 2,7% το 2011, και θα επιβραδυνθεί φέτος κατά 2,5% – ένα ποσοστό που μπορεί να χρειαστεί να αναθεωρηθεί μάλλον προς τα κάτω.
Υπάρχουν δύο πιθανές αιτίες για την απόκλιση που παρατηρείται. Είτε η ζημιά που προκλήθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση ήταν πιο σοβαρή από αυτό που πιστεύαν όλοι, είτε το φάρμακο που δόθηκε στις ασθενείς οικονομίες ήταν λιγότερο αποτελεσματικό από αυτό που είχαν προβλέψει οι ειδικοί.
Στην πραγματικότητα, η σοβαρότητα της τραπεζικής κρίσης έγινε γρήγορα αντιληπτή. Δόθηκαν τεράστια πακέτα τόνωσης της οικονομίας κατά την χρονική περίοδο 2008-9, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, με τη Βρετανία να συντονίζει της προσπάθειες και τη Γερμανία να παρουσιάζεται ουσιαστικά ως απρόθυμος υποστηρικτής της όλης διαδικασίας. Τα επιτόκια μειώθηκαν αισθητά, τράπεζες που κατέρρεαν διασώθηκαν πανηγυρικά, τυπώθηκε νέο χρήμα, κόπηκαν οι φόροι και ενισχύθηκαν οι δημόσιες δαπάνες. Ορισμένες χώρες προχώρησαν και σε υποτιμήσεις των νομισμάτων τους.
Ως αποτέλεσμα, ο κατήφορος σταμάτησε, και η ανάκαμψη ήταν ταχύτερη από ότι αρχικά αναμενόταν. Αλλά η τόνωση της οικονομίας με τα μέτρα αυτά μετέτρεψαν την τραπεζική κρίση σε δημοσιονομική κρίση και κρίση δημόσιου χρέους. Από το 2010 και μετά, οι κυβερνήσεις άρχισαν να αυξάνουν και πάλι τους φόρους και να μειώνουν δαπάνες ανταποκρινόμενες στις συχενιζόμενη απειλή της χρεοκοπίας. Στο σημείο αυτό, η ανάκαμψη άλλαξε πορεία.
Όπως επισημαίνουν οι Reinhart και Rogoff στο αριστουργηματικό τους βιβλίο This Time is Different (Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά) δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να ξεγελάσεις μια βαθιά κρίση του τραπεζικού συστήματος. Η κρίση προέρχεται από την «υπερβολική συσσώρευση χρέους» η οποία καθιστά τις οικονομίες «ευάλωτες σε κρίσεις εμπιστοσύνης». Οι τράπεζες πρέπει να διασωθούν από τις κυβερνήσεις – και στη συνέχεια οι τράπεζες καλούνται να διασώσουν τις κυβερνήσεις αυτές. Στο τέλος, και οι δύο πρέπει να διασωθούν από τις κεντρικές τράπεζες.
Όλα αυτά, σύμφωνα με τους Reinhart και Rogoff, οδηγούν σε μια «παρατεταμένη και έντονη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.» Εκτιμούν δε ότι η μέση διάρκεια των μεταπολεμικών κρίσεων έχει 4,4 χρόνια – o χρόνος που απαιτείται για την αναγκαία «απομόχλευση» δηλάδη την ελάφρυνση των χρεών – κατόπιν το κλίμα κρίσης αντιστρέφεται και αναζωπυρώνεται η οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, κάτι λείπει από την ιστορία. Η ανάκαμψη από την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 διήρκησε περίπου 10 χρόνια, περισσότερο από το διπλάσιο του μέσου όρου που παρατηρείται κατά της μεταπολικές κρίσεις. Οι Reinhart και Rogoff υπογραμμίζουν δύο πιθανούς λόγους για αυτή τη χρονική διαφορά στους ρυθμούς ανάκαμψης: η αργή πολιτική ανταπόκριση στην παγκόσμια οικονομική ύφεση και ο χρυσός κανόνας, που σήμαινε ουσιαστικά ότι οι μεμονωμένες χώρες δεν ήταν σε θέση να βγουν από την ύφεση μέσω των εξαγωγών. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική πολιτική και το καθεστώς νομισματικής πολιτικής παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις διαστάσεις που παίρνει η ύφεση αλλά και στο χρόνο που απαιτεί η οικονομική ανάκαμψη.
Είναι επίσης σημαντικό ότι ευρείς οικονομικές κρίσεις σημειώθηκαν και πάλι στη δεκαετία του 1970, μετά από ουσιαστική απουσία στις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν επικρατούσαν η Κεϋνσιανή διαχείριση του οικονομικού συστήματος και το σύστημα Bretton Woods για τη διαχείριση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι μεγάλες μεταπολεμικές κρίσεις που αναλύουν οι Reinhart και Rogoff έλαβαν χώρα μεταξύ 1977 και 2001. Συνέβησαν επειδή είχαν αρθεί οι έλεγχοι των κινήσεων κεφαλαίων και η συνολική εποπτεία των τραπεζών. Ήταν μικρότερης διάρκειας από την ύφεση της δεκαετίας του 1930, κυρίως γιατί οι πολιτικές λύσεις που δόθηκαν δεν στερούνταν ευφυίας όπως παλιότερα.
Ο Πρόεδρος της Ινδονησίας κ. Susilo Bambang Yudhoyono τόνισε το σημείο αυτό κατά τη συνάντηση του με τον Βρετανό Πρωθυπουργός David Cameron νωρίτερα τον Απρίλιο τονίζοντας ότι το επιτυχές σχέδιο εξόδου της Ινδονησίας από την κρίση μετά την κατάρρευση του 1998 ήταν εμπνευσμένο από τον John Maynard Keynes. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι βιομηχανίες μπορούν να παράγουν …»
Σήμερα, πολλές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, φαίνεται να έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες διαμόρφωσης πολιτικής. Με τη δημοσιονομική λιτότητα στην μόδα, δεν ασχολούνται πλέον με το αν οι «άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν» και αν «οι βιομηχανίες μπορούν να παράγουν.» Οι κεντρικές τράπεζες έχουν πια αναλάβει την αποστολή στήριξης των οικονομιών, αλλά τα περισσότερα από τα χρήματα που τυπώνουν παραμένουν εντός του τραπεζικού συστήματος, χωρίς να αντιστρέφουν τη στασιμότητα της κατανάλωσης και την πτώση των επενδύσεων.
Επιπλέον, η ίδια η ευρωζώνη αποτελεί ένα μίνι-χρυσό πρότυπο, με υπερχρεωμένη μέλη που δεν μπορούν να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους, επειδή απλά δεν έχουν εθνικά νομίσματα για να υποτιμήσουν. Έτσι, δεδομένου ότι και η κινεζική ανάπτυξη είναι σε επιβράδυνση, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι θα ακολουθήσει την υποτονική της πορεία για αρκετό καιρό ακόμα, με αύξηση της ανεργίας σε ορισμένες χώρες έως 20% ή και περισσότερο.
Με μπλοκαρισμένες τη δημοσιονομική, νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, υπάρχει διέξοδος από την παρατεταμένη ύφεση; Ο John Geanakoplos του Πανεπιστημίου του Yale τάσσεται υπέρ γενναίων διαγραφών των χρεών. Αντί να περιμένουν να απαλλαγούν από το χρέος μέσω πτωχεύσεων, οι κυβερνήσεις πρέπει «να απαιτήσουν άφεση χρέους.» Θα μπορούσαν να αγοράσουν τα επισφαλή δάνεια από τους δανειστές και να διαγράψουν ένα μέρος του κύριου κεφαλαίου που καταβάλλεται από τους δανειολήπτες, μειώνοντας ταυτόχρονα τις απαιτήσεις των ασφαλιστικών δαπανών και του συνολικού χρέους. Στις ΗΠΑ, τα προγράμματα TALF (Term Asset-Backed Securities Loan Facility) και PPIP (Public-Private Investment Program) αποτελούσαν ουσιαστικά προσπάθειες μερικής διαγραφής χρεών για κατόχους επισφαλών δανείων κατοικίας, αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα.
Αλλά η αρχή της διαγραφής χρέους έχει σαφώς εφαρμογές και για το δημόσιο χρέος, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη. Εκείνες που φοβούνται πολύ υψηλό δημόσιο χρέος είναι οι τράπεζες που το κατέχουν. Επισφαλή ομόλογα δημοσίου δεν διαφέρουν από επισφαλή ιδιωτικά ομόλογα. Δανειστές και δανειζόμενοι θα έβγαιναν ουσιαστικά κερδισμένοι από μια ορθολογική ακύρωση του χρέους. Όπως επίσης και οι πολίτες των οποίων οι ζωές καταστρέφονται από απεγνωσμένες προσπάθειες των κυβερνήσεων για απο-μόχλευση των χρεών.
Η διαγραφή των χρεών στηρίζεται φιλοσοφικά στην πεποίθηση ότι οι πιστωτές φέρουν μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση που παρατηρείται, αφού ουσιαστικά χορήγησαν επισφαλή δάνεια. Εφ’ όσον ο οφειλέτης δεν παραπλάνησε το δανειστή κατά τη στιγμή της λήψης του δανείου, ο δανειστής φέρει τουλάχιστον κάποια ευθύνη για τη συναλλαγή.
Το 1918, ο Keynes υπστήριξε την ακύρωση των χρεών μεταξύ των Συμμάχων που προέκυπταν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο «Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κινηθούμε και πάλι, εκτός αν ελευθερωθούμε από αυτά τα χάρτινα δεσμά», έγραψε. Και το 1923, η έκκλησή του έγινε μια προειδοποίηση που πολιτικοί του σήμερα καλά θα κάνουν να λάβουν υπόψη τους: « Οι απολυταρχικοί των συμβάσεων … είναι οι πραγματικοί γονείς της επανάστασης.»
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου