ΕΛΛΑΔΑ

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΕΜΕΣΤΙΧΑΣ

Απόσπασμα από το άρθρο του Αντιναυάρχου ε.α.
Κ. Παΐζη – Παραδέλη ΠΝ: «Ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας:
Ένας Ασυμβίβαστος Ιδεολόγος». Περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τ. 457, σελ. 387, παραρτ Δ’, ΜΑΪ – ΙΟΥΝ 1989, εκδ. ΥΙΝ/ΓΕΝ

Η εξ Ελλάδος διαρκούσης της κατοχής διαφυγή του αντιναυάρχου Ιωάννου Δεμέστιχα, διηγουμένη υπό του ιδίου.


Όταν τον Οκτώβριο του 1940 η Ιταλία μας εκήρυξεν αιφνιδιαστικώς τον πόλεμον ήμην περίπου 58 ετών. Η ιταμή και απρόκλητος επίθεσις αντί να πτοήση εξώργισε και εφανάτισε τον Ελληνικόν λαόν και γενική και αδίστακτος ήτο η απόφασις προς αντίστασιν ανεξαρτήτως επακολουθημάτων.
Νικητήρια, η Ελλάς, εφ’ όσον ηγωνίζετο κατά των Ιταλών, επόμενον ήτο να καμφθή, όταν επίκουρος αυτών προσήλθεν η ισχυρά και πάνοπλος Γερμανία. Διετήρησαν όμως οι Έλληνες, αλύγιστον το ηθικόν και την πίστιν αυτών. Και όταν αι περιστάσεις επέτρεψαν επανήρχισαν τον αγώνα. Ομάδες και οργανώσεις μυστικαί αντιστάσεως δεν ήργησαν να σχηματίζονται και να δρουν απανταχού της χώρας. Αλλά και πέραν των ορίων του Κράτους ήρχισεν ευθύς μετά την κατοχήν η οργάνωσις νέου στρατού απελευθερώσεως.
Άνδρες των μονίμων και εφέδρων στελεχών και των τριών όπλων, μικροί και μεγάλοι, κατώρθουν παρά την άγρυπνον επιτήρησιν του κατακτητού να φθάνουν εις Αίγυπτον και να αυξάνωσι συνεχώς τας τάξεις του νέου εθνικού στρατού. Ούτε αι δυσχέριαι, ούτε οι κίνδυνοι, ούτε καν η φυσική δια τους ιδικούς των φροντίς συνεκράτουν αυτούς. Εγκατέλειπον αυτούς ενίοτε άνευ οιασδήποτε προστασίας, με μέσα συντηρήσεως συχνάκις ανεπαρκέστατα, εις την διάκρισιν απηνούς εχθρού.
Παλαιός αξιωματικός είχον επίσης το δικαίωμα και το καθήκον κάτι να κάμω υπέρ του τόπου μου. Δύο δρόμοι υπήρχον· ο φέρων προς τα βουνά και τας ομάδας αντιστάσεως και ο δρόμος της Αιγύπτου. Προετίμησα ως ήτο φυσικόν τον δεύτερον. Αλλά δεν ήρκει μόνον η απόφασις. Έπρεπε να εξασφαλισθούν και τα μέσα και ο τρόπος της διαφυγής.
Ήδη από του τέλους του 1942 ήλθον εις συνεννοήσεις με ομάδα νέων αξιωματικών της ξηράς. Αλλά τα μέσα ήσαν ανεπαρκή και αι προσπάθειαι αυτών προσέκρουον συνεχώς εις απροβλέπτους και μοιραίας δυσχερείας. Τετράκις ελάβομεν απόφασιν αν φύγωμεν και τετράκις ηναγκάσθημεν την τελευταίαν στιγμήν να αναβάλωμεν την αναχώρησιν. Εις πείσμα των συνεχών εμποδίων η ομάς εξηκολούθησε τας προσπαθείας, του αρχηγού της υιοθετούντος εκάστοτε σχέδια πλέον ριψοκίνδυνα και δυσχερεστέρας εκτελέσεως.
Αι δυσχέριαι ουδένα έκαμπτον, αλλά και τρόπος διαφυγής δεν εξευρίσκετο. Απελπισθείς ήρχισα συνεννούμενος τον Ιούνιον του 1943 με άλλα πρόσωπα. Η τύχη ηθέλησε να επικοινωνήσω με συγγενή μου κατώτερον αξιωματικόν της χωροφυλακής, ετοιμαζόμενον επίσης να φύγη. Ούτως μου ενεπιστεύθη την επικειμένην αναχώρησιν άλλης ομάδος, περιλαμβανούσης και τρεις Άγγλους υπαξιωματικούς. Ενεργήσας αμέσως επέτυχον την συγκατάθεση ενός των πρακτόρων της οργανώσεως. Μετά τινας δε ημέρας ειδοποιήθην να είμαι έτοιμος προς άμεσον αναχώρησιν. Αλλ’ η τύχη ηθέλησε να είμαι τότε ασθενής, εξηντλημένος και με πυρετόν. Αναβολή δεν εχώρει και απεφάσισα να φύγω.
Την επομένην ενωρίς το απόγευμα μας ωδήγησαν με πολλά προφυλάξεις εις αυτοκίνητον λεωφορείον, το οποίον έκαμνε την συγκοινωνίαν μεταξύ Αθηνών και των χωρίων Μαραθώνος και Γραμματικού. Εφθάσαμεν και επέβημεν αυτού χωριστά έκαστος και χωρίς να επικοινωνώμεν προς αλλήλους. Ήμεθα μετά των Άγγλων εν όλω οκτώ και δύο οδηγοί. Οι λοιποί επιβάται ήσαν κάτοικοι των χωρίων, τα οποία εξυπηρέτει το λεωφορείον. Αι ερωτήσεις φυσικά δεν έλειψαν και ο καθείς εξ ημών εδικαιολόγει όσον ήτο δυνατόν καλύτερον τον σκοπόν του ταξιδίου του. Οι Άγγλοι ωμιλούν ελληνικά, αλλ’ η προφορά των ήτο πάντοτε δυνατόν να τους προδώση. Πλησίον αυτών είχον καθήσει οι δύο οδηγοί προς διευκόλυνσιν των. Δεν εδυσκολεύθην να πείσω χωρικόν καθήμενον πλησίον μου, ότι μετέβαινον εις το χωρίον του προς αγοράν ελαίου. Ήλθομεν μάλιστα και εις συμφωνίαν επί της τιμής.
Δεν είχεν επιτραπή να πάρωμεν απολύτως τίποτε μαζί μας πλην ενός παλτού ή κουβέρτας. Παραβαίνω την εντολήν αυτήν, τηρουμένην πάντοτε αυστηρότατα, είχον πάρει μικράν βαλίτσαν και σάκκον εκδρομής με είδη ιματισμού. Το ότι παρά τας διαμαρτυρίας των οδηγών επήρα ταύτα μαζί και κατόρθωσα να τα φέρω μέχρι της τελευταίας ακτής όποθεν ανεχωρήσαμεν, ήτο μεγάλη επιτυχία και ασφαλώς ο μεγαλύτερος άθλος μου εις την όλην προσπάθειαν. Επανειλημμένως οι οδηγοί μου εζήτησαν να εγκαταλείψω. Αλλ’ υποσχέσεις και παρακλήσεις μου και προ παντός η ευγενής προθυμία των λοιπών συνοδοιπόρων απέτρεψαν το κακόν. Και το σπουδαιότερον, εκράτουν και μετέφερον και την βαλίτσαν και τον σάκο μου όλοι οι άλλοι πλην εμού.
Την ωρισμένην ώραν το αυτοκίνητον, πλήρες επιβατών και εμπορευμάτων, ανεχώρησε. Όλους ημάς εβασάνιζε από της πρώτης στιγμής η σκέψις περί του ελέγχου, εις τον οποίον θα μας υπέβαλλον ολίγα χιλιόμετρα έξω των Αθηνών τα υπάρχοντα φυλάκια ελέγχου. Ιδιαιτέρως εσκεπτόμεθα τους Άγγλους, τους οποίους ήτο πάντοτε δυνατόν να προδώση η προφορά των. Η μικροτέρα υπόνοια θα συνεπέφερεν ανάκρισιν και έλεγχον λεπτομερή. Ήσαν δε όλα μας τα δελτία ταυτότητος πλαστά.
Το πρώτον φυλάκιον μας άφησε να διέλθωμεν σχεδόν χωρίς έλεγχον. Αλλ’ εις το δεύτερον, ένας πανύψηλος Ιταλός υπαξιωματικός, ήρχισε να αποτείνη ερωτήσεις εις ένα έκαστον. Οι Άγγλοι δεν ενθυμούντο σχεδόν το χωρίον, όπου θα κατηρχόμεθα. Επενέβησαν με τέχνην οι οδηγοί προς διευκόλυνσίν των. Δεν εφαίνετο, ότι έδιδε πίστιν εις τας απαντήσεις, αλλ’ η μέθη του τον συνεκράτησε.

«Δεν πιστεύω, μας είπε, τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλ’ ημείς αύριον φεύγομεν».

Προσέθεσεν ακόμη: «Σεις οι Έλληνες θα πετάξετε κάποτε στον αέρα όλα αυτά τα φυλάκια»..
Αναπνεύσαμεν ελεύθερα, μόλις απεμακρύνθημεν.
Ήτο σχεδόν νυξ, όταν εφθάσαμεν εις τα χωρίον Γραμματικόν, ολίγον μικρότερον του Μαραθώνος. Εκεί κατήλθομεν του αυτοκινήτου χωριστά έκαστος και ακολουθούντες εξ αποστάσεως τους οδηγούς συνεγκεντρώθημεν μετ’ ολίγον έξω του χωρίου. Άνευ χρονοτριβής ετέθημεν εις πορείαν με ταχύ βήμα. Νέος οδηγός προσετέθη εκεί εις την ομάδα. Κατέβαλον μεγάλην προσπάθειαν, όπως τους ακολουθώ.
Δύο και πλέον ώρας εβαδίζομεν εις το σκότος χωρίς σχεδόν διακοπήν. Εις δύο μέρη μας ανέμενον άλλοι χωρικοί, οι οποίοι και μας έδωκαν όσας πληροφορίας είχον, σχετικώς με τας κινήσεις των εχθρικών περιπόλων επιτηρήσεως. Κάπου παρέστη ανάγκη να βαδίζωμεν όσον ήτο δυνατόν αθορύβως, αλλαχού πάλιν ελοξοδρομήσαμεν, όπως απομακρυνθώμεν πιθανού γειτονικού φυλακίου.
Επί τέλους εφθάσαμεν εις εντελώς ερημικήν ακτήν. Μίαν λέμβος αλιευτική μας ενέμενε, δευτέρα επρόκειτο να φθάση εντός ολίγου. Επέβημεν οι ημίσεις της πρώτης, όπως διαπεραιωθώμεν διολισθαίνοντας μέσω του σκότους προς τας απέναντι ακτάς της νήσου Ευβοίας πλησίον του χωρίου Στείρα. Με εντεταμένην προσοχήν ανιχνεύομεν συνεχώς την γύρω περιοχήν. Ολίγον κατόπιν διεκρίναμεν μικρόν όγκον, ο οποίος ήλλαξεν αποτόμως διεύθυνσιν και επροχώρει προς ημάς.
Υπήρξεν εν αρχή ποια τις ανησυχία, αλλά συντόμως επείσθημεν, ότι επρόκειτο περί της ιδικής μας δευτέρας λέμβου. Εκρατήσαμεν και κατόπιν συνεννοήσεως και αι δύο λέμβοι εξηκολούθησαν την πορείαν των. Μετά δύο περίπου ώρας η δευτέρα λέμβος απεβίβαζεν εις την ιδίαν θέσιν και τους άλλους ημίσεις, όλοι δε μαζί εκινήσαμεν και πάλιν με ταχείαν πορείαν προς το τέρμα της όλης διαδρομής. Και ήτο το τέρμα αυτό μικρός όρμος εις τας ανατολικάς ακτάς της Ευβοίας ολίγα μίλια νοτιώτερον της Κύμης. Ανήσυχοι οι οδηγοί μας επίεζον να προχωρώμεν συνεχώς ταχύτερον. Ήθελον να προσπεράσωμεν τα πέριξ χωρία προ της ανατολής του Ηλίου.
Ήμην κατάκοπος και εξηντλημένος. Αλλ’ έπρεπε να βαδίζω όπως και οι άλλοι. Και επροχώρουν ωθών μέχρι των ακροτάτων ορίων την προσπάθειάν μου. Όχι διότι δεν είχον φυσικήν αντοχήν εις τας πορείας –αντιθέτως υπήρξα πάντοτε καλός ορειβάτης και είχον ανέβη πολλά των υψηλοτέρων βουνών του τόπου μας – αλλ’ ως ήδη εξήγησαν ήμην άρρωστος και με πυρετόν, όταν αφήκα τας Αθήνας. Δεν ήτο δε μόνον μακρά η απόστασις, αλλά και το έδαφος εγίνετο διαρκώς και περισσότερον δύσβατον.
Όταν πλέον εξημέρωσεν απεκαλύφθη γύρω μας περιοχή εξαιρετικώς απόκρημνος και τραχεία.
Οι όρμοι προς τους οποίους κατηυθυνόμεθα ήσαν πλέον εν όψει κατά την 10ην πρωϊνήν, αλλ’ αι κατωφέρειαι, που ωδήγουν προς αυτούς, ιδιαιτέρως βραχώδεις και δυσχερείς. Εβαδίζομεν πλέον των 12 ωρών και ήμεθα όλοι εξηντλημένοι. Εχρειάσθη νέα επίπονος προσπάθεια, όπως φθάσωμεν μέχρι της θαλάσσης. Ο όρμος ήτο θαυμάσιος και αι ακταί που εξεδιπλούντο εκατέρωθεν σπανίας γραφικότητος.
Πρώτη μου φροντίς ήτο να εξαπλωθώ επί της άμμου προς ανάπαυσιν. Ακόμη πλέον επείγουσαν ήτο η ανάγκη να αλλάξω, διότι κατά την νυκτερινήν διαδρομήν μέσω των ακανθωδών θάμνων το παντελόνι μου είχε κατασχισθή και ήτο αδύνατον να φορεθή περισσότερον. Ευτυχώς είχον μαζί μου αρκετά ενδύματα.
Και υπήρχον ήδη εις τον όρμον, προ ολίγου ελθόντες εκ γειτονικού χωρίου προς αναχώρησιν, και μερικοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και αι σύζυγοι δύο αξιωματικών.
Τέσσαρας ημέρας και τέσσαρας νύκτας εμείναμεν εις την μακρινήν εκείνην και απόκρημνον περιοχήν αναμένοντες να έλθει το πλοιάριον διαφυγής, μικρόν βενζινοκίνητον κόττερον μικράς ταχύτητος. Όλας αυτάς τας νύκτας εκοιμώμεθα επί του εδάφους, άνευ σχεδόν σκεπάσματος. Και όμως ουδείς ούτε εκρύωσεν, ούτε έπαθεν τίποτε.
Εν τω μεταξύ κατά δεκάδας κατήρχοντο οι νέοι εκ των πέριξ χωρίων εκλιπαρούντες και επιμένοντες, όπως έλθουν κι αυτοί μαζί μας. Επεθύμουν και ούτοι να καταταχθούν ως εθελονταί και αγωνισθούν εν καιρώ προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος. Αλλά δεν ήτο δυνατόν, ούτε χώρος υπήρχεν, όπως παραλάβωμεν όλους. Δεν επείθοντο όμως με κανέναν τρόπο να απομακρυνθούν.
Η συγκέντρωσις τόσον μεγάλου αριθμού ανδρών ήτο δυνατόν να γίνη αντιληπτή και προκαλέση την επέμβασιν από θαλάσσης ή από ξηράς του εχθρού. Χάριν ασφαλείας μετακινούμεθα καθημερινώς εις άλλας γειτονικάς θέσεις.
Την πέμπτην νύκταν και περίπου την ενδεκάτη της νυκτός έφθασεν εκ Σμύρνης το βενζινοκίνητον κόττερον. Ήτο η 4ηΙουλίου. Καθά ανεκοίνωσεν ο πλοίαρχος, ηναγκάσθη να λοξοδρομήση, όπως μη δώση υπονοίας εις αεροπλάνον ανιχνεύσεως, το οποίον επ’ αρκετήν ώραν το παρηκολούθει ιπτάμενον υπεράνω αυτού. Συνεκεντρώθημεν εν τάχει και επεβιβάσθημεν του πλοιαρίου αμέσως περί τους 45. Οι ημίσεις ήσαν εκ των προσελθόντων αυθορμήτως νεαρών χωρικών.

Με ιεράν συγκίνησιν, αλλά και πλήρεις αισιοδοξίας εγκαταλείψαμεν το πάτριον έδαφος.

Η νύξ ήτο σκοτεινή και η θάλασσα ήρεμος. Το πλοιάριον διέθετε πολυβόλον, αυτόματα όπλα και χειροβομβίδας. Το πλήρωμα ήτο έτοιμον να κάμη χρήσιν αυτών, εάν παρουσάζετο ανάγκη. Δια να έχη όμως αποτέλεσμα έπρεπε να ενεργήση εκ του πλησίον και αποφασιστικώς. Τούτο θα ήτο δυνατόν εάν το εχθρικόν περιπολικόν πλοίον επλησίαζεν ανύποπτον προς έρευναν. Ως εκ τούτου προεβλέπετο η πλήρης απόκρυψις των επιβαινόντων εντός του κύτους. Τούτο δ’ εγίνετο πάντοτε, οσάκις εφαίνετο οιονδήποτε πλοίον, έστω και από μεγάλης αποστάσεως.
Το πλοιάριον είχε ευτυχώς τρόφιμα, εκ των οποίων ιδιαιτέρως σημειώνω τους χουρμάδες και την σοκολάταν. Μας έδωκαν εξ αυτών εν αφθονία. Τα εδέχθημεν με απέραντον ευχαρίστησιν και βουλιμίαν. Αλλά και δεν επαύσαμεν να ζητώμεν και άλλα καθ’ όλην την διαδρομήν.
Μία και πλέον ώρα είχε παρέλθει από του απόπλου, ότε ενεφανίσθη αποτόμως δέσμη φωτός αριστερά, εις απόστασιν δύο το πολύ μιλίων. Ήτο προφανώς φως προβολέως ανιχνεύοντος. Εχθρικόν περιπολικόν σκάφος, θα έπλεεν εκ βορρά προς στενόν του Κάβο – Ντόρου και θα ανίχνευε δια του προβολέως του την πρώραθεν θάλασσαν. Ηυξήσαμεν αμέσως ταχύτηταν, όπως προσπεράσωμεν, απεκρύβησαν οι επιβαίνοντες και αναμένομεν εν αγωνία την εξέλιξην. Ευτυχώς δεν εγενόμεθα αντιληπτοί και το πλοιάριόν μας συνεχώς απομακρυνόμενον εχάθη μετ’ ου πολύ εντός του σκότους.
Διαρκούσης της νυκτός είχομεν και μερικούς ακόμη συναγερμούς. Αφορμήν έδωκε μακρινή πάντως εμφάνισις ιστιοφόρων εμπορικών σκαφών.
Αργά την πρωΐαν επλέομεν με όλη μας την ταχύτητα, οκτώ περίπου μίλια, νοτίως της νησίδος Βενέτικο της Χίου. Αιφνιδίως η μηχανή μας έπαυσε κινουμένη. Υψώσαμεν αμέσως πανιά, αλλ’ άνεμος δεν έπνεε και το κόττερον μόλις εκινείτο. Δεν ήτο ευχάριστος η νέα περιπέτεια. Εις την νησίδα αυτήν υπήρχε γερμανικόν φυλάκιον επιτηρήσεως, εις δε την Χίον συχνά εστάθμευον δύο ταχέα περιπολικά σκάφη. Η βλάβη δεν ήργησε να επιδιορθωθή, αλλά δεν ήτο πλέον δυνατόν να πλέωμεν με ταχύτητα μεγαλυτέρα των 4 ή 5 το πολύ μιλίων. Μετ’ ολίγον η μηχανή και πάλιν εσταμάτησε. Ο μηχανικός απεμόνωσε τότε τον βλαβέντα κύλινδρον και ο πλους συνεχίσθη με ταχύτητα περίπου 3 ½ μιλίων. Αλλ’ απέχομεν ακόμη αρκετά μίλια από των τουρκικών ακτών.
Περί της 5 το απόγευμα επί τέλους κατεπλεύσαμεν εις ωρισμένον ορμίσκον νοτίως του Τσεσμέ της Σμύρνης. Μετά τινάς διατυπώσεις και τυπικήν ανάκρισιν του τουρκικών αρχών απεβιβάσθημεν εις την ξηράν και την επομένην εγκαθιστάμεθα εις ωρισμένον ξενοδοχείον εν Σμύρνη. Όλοι ήσαν εις ελεεινήν κατάστασιν από απόψεως ιματισμού και είχον ανάγκην να προμηθευθούν πλείστα όσα αναγκαία είδη. Ευτυχώς δια της επιμονής μου είχον ό,τι μου εχρειάζετο και μετά δύο ώρας ήμην καθ’ όλα έτοιμος, όπως εξέλθω εις την πόλιν.
Μίαν περίπου εβδομάδα κατόπιν, άνω των 55 πατριωτών Ελλήνων αναχωρούμεν σιδηροδρομικώς δια Χαλέπιον. Συνέχισα εκείθεν μέχρι Καΐρου το ταξίδιον μόνος τη συνοδεία Άγγλου αξιωματικού.

Ολίγας ημέρας βραδύτερον ανελάμβανον εν Αλεξανδρεία ενεργόν υπηρεσίαν εις το Ναυτικόν ως γενικός επιθεωρητής αυτού.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΕΔΩΣΕ ΤΟ

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More