Ο πρώτος δήμαρχος της Αθήνας, ο Ανάργυρος Πετράκης, απολύθηκε από τους Βαυαρούς. Ο δεύτερος δήμαρχος, ο Δημήτριος Καλλιφρονάς, φυλακίστηκε. Ο εικοστός πρώτος, ο Αμβρόσιος Πλυτάς, πάλι καλά που δεν εκτελέστηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής.
Ένας άλλος δήμαρχος από την Κέα, κάποιος Σταθόπουλος, προκάλεσε σκάνδαλο, χλευάζοντας τους νεκρούς των εξεγέρσεων εναντίον του Όθωνα. Αποπέμφθηκε κακήν κακώς από την Εθνοσυνέλευση του 1863, όπου είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος.
Με τους πολέμους του 1912-1913 ο δήμαρχος του Πειραιά Δημοσθένης Ομηρίδης – Σκυλίτσης ντύνεται στο χακί και τραβάει για το μέτωπο.
Το 1934 εκλέγονται οι πρώτοι “κόκκινοι δήμαρχοι”, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση το Δημήτριο Παρτσαλίδη στην Καβάλα των καπνεργατών.
Τριάντα χρόνια αργότερα στα Γιάννενα, ο νεοεκλεγείς δήμαρχος Γιώργος Μελανίδης παθαίνει ανακοπή καρδιάς στην πανηγυρική τελετή της ορκωμοσίας του και πεθαίνει.
Η ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημοτικών εκλογών στην Ελλάδα είναι μία συναρπαστική περιπέτεια. Η πολιτική αντιπαράθεση και οι κοινωνικές συγκρούσεις τη συνοδεύουν σ΄ολόκληρη την πολυτάραχη ιστορία της. Πολλές φορές το αποτέλεσμα που δίνουν οι κάλπες αποτελεί το προμήνυμα πολιτικών ανατροπών. Όμως δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις, που οι μύχιοι πόθοι της όποιας αντιπολίτευσης διαψεύδονται γιατί, όπως και να το κάνει κανείς, άλλο πράγμα δημοτικές κι άλλο βουλευτικές εκλογές. Και, εν πάση περιπτώσει, του κόσμου οι απρόοπτες εξελίξεις μπορεί να μεσολαβήσουν στο χρονικό διάστημα που χωρίζει τις δύο αναμετρήσεις.
Ανάλογα με τη φάση της ιστορικής εξέλιξης, το πολιτικό βάρος των δημοτικών εκλογών εντοπίζεται πότε στην πρωτεύουσα, πότε σε μία πλειάδα μεγάλων αστικών κέντρων και κάποτε σ΄ολόκληρο σχεδόν τον αστερισμό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Γεγονός είναι ότι συνήθως η κεντρική εξουσία αντιμετώπιζε με δισταγμό, καχυποψία ή και εχθρότητα τους αιρετούς δημοτικούς άρχοντες, ιδιαίτερα σε εποχές αυταρχισμού και αμφισβήτησής της.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκατρία χρόνια από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου και την αναγνώριση διεθνώς του ελληνικού κράτους για να θεσπιστεί ο νόμος “περί συστάσεως των δήμων”. Όμως το καθεστώς της βαυαροκρατίας και η πολιτική του έκφραση, η Αντιβασιλεία, δίσταζαν να προσδιορίζουν την ημερομηνία διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών.
Ο νόμος εκδόθηκε το 1883, αλλά η διενέργεια των εκλογών αποφασίστηκε να γίνει μόλις τους πρώτους μήνες του 1835. Οι Βαυαροί που κυβερνούσαν το νεοσύστατο βασίλειο, και η Αντιβασιλεία που συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες όσο ακόμα ο Όθων ήταν ανήλικος, δίσταζαν να εμπιστευτούν τη λαϊκή ψήφο. Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι η ψηφοφορία δεν ήταν ακόμη ούτε καθολική ούτε άμεση.
Καθολική δεν ήταν, επειδή το εκλογικό δικαίωμα δεν αναγνωριζόταν σε όλους τους δημότες, παρά μόνο σε όσους κατείχαν μία σεβαστή περιουσία και, συνεπώς, κατέβαλλαν στους υψηλότερους φόρους. ’μεση δεν ήταν, επειδή οι μεν πάρεδροι αναδεικνύονταν από ένα ειδικό εκλεκτορικό σώμα, το δημαιρεσιακό συμβούλιο, ο δε δήμαρχος επιλεγόταν από τον ανώτατο άρχοντα μεταξύ τριών επικρατέστερων.
Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει μακρά παράδοση στον ελληνικό χώρο και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η Οθωμανική επικράτεια διαιρούνταν σε εγιαλέτια. Ένα απ΄αυτά ήταν της Ρούμελης που περιλάμβανε τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Θράκη, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Μακεδονία από τα υψίπεδα της Βοσνίας μέχρι τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου. Ένα άλλο ήταν το εγιαλέτι των Νήσων, όπου υπάγονταν τα νησιά του Αιγαίου, η Πελοπόννησος, η Στερεά, η περιοχή της Καλλίπολης και η μικρασιατική Τρωάδα.
Τα εγιαλέτια χωρίζονταν σε σατζάκια, όπως η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος, η Ανατολική Στερεά. Υποδιαίρεσή τους ήταν οι καζάδες, κάτι ανάλογο με τους σημερινούς νομούς. Η Αττική, εκτός από τη Μεγαρίδα, αποτελούσε έναν καζά. Σε δέκα καζάδες τεμαχιζόταν το σατζάκι του Ευρίπου (Ανατολική Στερεά). Με τη σειρά του ο κάθε καζάς είχε τις κοινότητες του.
Η κεντρική διοίκηση είχε λεπτομερή κατάσταση για όλο αυτό το δίκτυο. Με βάση τα όσα γνώριζε για το μέγεθος του πληθυσμού και για την οικονομική δραστηριότητα κάθε περιοχής, όριζε τους φόρους που έπρεπε να πληρωθούν και τα ποσά που έπρεπε να φτάσουν στον κορβανά της. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που είτε η κεντρική διοίκηση είτε οι τοπικοί αυθέντες ανέθεταν σε ιδιώτες τη δύσκολη, αλλά εξαιρετικά κερδοφόρα, αποστολή της είσπραξης και της απόδοσης των φόρων. ’λλωστε, η ιδιωτικοποίηση δεν είναι σημερινή ανακάλυψη. Αυτοί οι μεσάζοντες, στη συνήθη προσπάθεια τους να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη, αύξαναν αυθαίρετα και υπέρμετρα τη φορολογία. Έκαναν έτσι ακόμα πιο δύσκολη τη θέση των υποτελών στο σουλτάνο.
Το καθορισμένο από το φοροεισπράκτορα ποσό κατένεμαν στους κατοίκους των κοινοτήτων οι πρόκριτοι, οι αποκαλούμενοι και κοτζαμπάσηδες. Στο μοίρασμα των φορολογικών βαρών έπρεπε κανονικά να λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και την οικονομική δυνατότητα των συγχωριανών τους.
Έτσι ρύθμιζε την κατάσταση ο Οθωμανός δυνάστης και είχε το κεφάλι του ήσυχο. Οι άρχοντες της τοπικής κοινότητας είχαν την ευθύνη επίσης για την τήρηση της τάξης, για τα εκκλησιαστικά και για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, για τη διευθέτηση δικαστικών διαφορών.
Το καθεστώς αυτό της σχετικής αυτονομίας δημιούργησε εξ αντικειμένου συνθήκες τέτοιες, ώστε να διατηρήσουν οι υπόδουλοι πληθυσμοί τη συνοχή τους και την ιδιαιτερότητα τους. Όμως έδωσε και στους προκρίτους τη δυνατότητα να αποκτήσουν μεγάλη εξουσία που πολλές φορές την ασκούσαν κατά τρόπο σατραπικό.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας θέλησε να τους ψαλιδίσει τα προνόμια. Με το διάταγμα της 13ης Απριλίου 1828, οι κοινότητες εντάχτηκαν σε επαρχίες, τις οποίες διοικούσαν διορισμένοι έπαρχοι. Οι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να εκλέγονται στα κεφαλοχώρια, αλλά δεν είχαν πια παρά μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονήθηκε το 1831, αφού σε διάστημα τρεισήμισι χρόνων δημιούργησε κράτος από τα ερείπια. Η δολοφονία του αποδίδεται σε αγγλική υποκίνηση. Ως εκτελεστικό όργανο χρησιμοποιήθηκαν κοτζαμπάσηδες από τη Μάνη, την πλέον καθυστερημένη κοινωνικά περιοχή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, η Αντιβασιλεία προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος της 15ης Απριλίου 1833, το οποίο διέλυε τις κοινότητες και τις αντικαθιστούσε από τους δήμους. Σε καθεμιά από τις νέες διοικητικές μονάδες συγχωνεύονταν δέκα με δεκαπέντε παλιές κοινότητες.
Οι δήμοι υπάγονταν σε 47 επαρχίες και οι επαρχίες σε 10 νομαρχίες. Τα όρια των νομών διέφεραν από τα σημερινά, όπως συνέβαινε σε ορισμένες περιπτώσεις και με τις πρωτεύουσες τους. Ήταν οι νομοί: Αττικοβοιωτίας (με πρωτεύουσα την Αθήνα), Φωκίδας και Λοκρίδας (με πρωτεύουσα τα Σάλωνα, τη σημερινή ’μφισσα), Αιτωλοακαρνανίας (Μεσολόγγι), Ευβοίας (Χαλκίδα), Κυκλάδων (Ερμούπολη), Αχαΐας και Ήλιδας (Πάτρα), Αργολιδοκορινθίας (Ναύπλιο), Αρκαδίας (Τρίπολη), Μεσσηνίας (Κυπαρισσία), Λακωνίας (Μιστράς).
Η κεντρική εξουσία χειραγωγούσε το νέο διοικητικό μηχανισμό μέσω του ελέγχου και μέσω της πολυδιάσπασης των αρμοδιοτήτων μεταξύ πολλών τοπικών αρχόντων. Το 1834 εφτά αξιωματούχοι μοιράζονταν σε νομαρχιακό επίπεδο την εξουσία: ο νομάρχης, ο μητροπολίτης, ο έφορος, ο δημόσιος ταμίας, ο μοίραρχος της χωροφυλακής, ο επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας, ο επικεφαλής του σώματος των μηχανισμών. Οι αποφάσεις των δημοτικών αρχών δεν ίσχυαν, αν δεν εγκρίνονταν από το νομάρχη. Για την επιβολή δημοτικών φόρων χρειαζόταν βασιλική άδεια. Τα μέτρα που ψηφίζονταν από τα δημοτικά συμβούλια είχαν ισχύ μόνο, αν οι νομάρχες ή οι έπαρχοι δεν εξέφραζαν αντίρρηση εντός δεκαπενθημέρου από την κοινοποίηση των ψηφισμάτων. Εναντίον των αποφάσεων του νομάρχη ή του έπαρχου οι δήμοι είχαν δικαίωμα προσφυγής στην κεντρική διοίκηση.
Το 1836 οι νομοί καταργήθηκαν και η επικράτεια χωρίστηκε σε 30 διοικήσεις και σε 19 υποδιοικήσεις. Επανήλθαν όμως το 1845 με τη διαφορά ότι οι επαρχίες αυξήθηκαν σε 49. Από τότε έγιναν πολλές αλλαγές και σήμερα οι νομοί φτάνουν τους 52 με μεγαλύτερο σε έκταση εκείνου της Αιτωλοακαρνανίας και με μικρότερο σε έκταση εκείνον της Λευκάδας.
Όμως τότε οι κοινότητες έμελλε να σβήσουν έτσι εύκολα από το διοικητικό χάρτη της χώρας. Τις επανέφερε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το ν. ΔΝΖ΄/1912. Τον Ε. Βενιζέλο έφερε στο προσκήνιο το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, η επανάσταση στο Γουδί. Στους στρατηγικούς του στόχους συμπεριλαμβάνονταν ο εκσυγχρονισμός και η ισχυροποίηση του κράτους. Για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητη και η διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας. Και κάτι ακόμα: για να επιτευχθεί η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας έπρεπε οι αρμοδιότητες των νέων κοινοτήτων να είναι περιορισμένες, δηλαδή να μην έχουν τις εξουσίες και τους οικονομικούς πόρους που διέθεταν υπό το καποδιστριακό καθεστώς. Έτσι κι έγινε.
Μια ακόμα αλλαγή, σημαντική στη μακρά ιστορική πορεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η διάσπαση του Δήμου της Αθήνας σε πολλούς μικρότερους δήμους και κοινότητες.
Αυτό συνέβη στη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου, μετά το 1928. Ο μεγάλος αριθμός των συνοικιών αποσπάστηκε από την Αθήνα το 1934. Ήταν ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Νέα Ιωνία, το Περιστέρι, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Χαλκηδόνα, η Νέα Σμύρνη, τα Νέα Σφαγεία, οι Κουκουβάουνες, η Καλογρέζα, ο Υμηττός. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές οφείλονταν στις ανάγκες που προέκυψαν από τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, αλλά και στις σκοπιμότητες της εποχής.
Η αποδυνάμωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η αποψίλωσή της από αρμοδιότητες συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Κατά τη δεκαετία του 1990, ψηφίστηκαν από τη Βουλή και τέθηκαν σε ισχύ δύο σημαντικά νομοθετήματα. Το ένα αφορούσε τη δημιουργία του β΄βαθμού αυτοδιοίκησης και την καθιέρωση των αιρετών νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Το άλλο ήταν το σχέδιο “Καποδίστριας” για τη συνένωση των κοινοτήτων σε ισχυρούς δήμους, ώστε να γίνουν “βιώσιμες επιχειρηματικές μονάδες”.
Οι νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες είχαν σχέση με τη νέα αντίληψη για το κράτος. Ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης περιορίστηκε και η οργάνωση των τοπικών κοινωνιών ανατέθηκε στη διοικητικά οργανωμένη έκφρασή τους, είτε ονομάζονται δήμοι είτε νομαρχίες.
Ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι κατ΄εξοχήν δημοκρατικός. Μοιραία, λοιπόν, πέρασε τις ταλαιπωρίες που γνώρισε το πολίτευμα. Έγινε στόχος αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων. Δεν είναι λίγοι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, απολύθηκαν από τις θέσεις τους, επειδή δεν ήταν αρεστοί στην εξουσία.
Γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Αλλά αυτό έγινε σε περιορισμένη κλίμακα, αφού το εκλογικό δικαίωμα δόθηκε μόνο σε όσες είχαν συμπληρώσει τα 30 χρόνια και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Υπήρχε ακόμα μεγάλη προκατάληψη. Οι κυρίες που προσήλθαν στις κάλπες ήταν λίγες έως ελάχιστες. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας είχαν εγγραφεί μόλις 2.655 και τελικά ψήφισαν μόνο 439. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε για να αναγνωριστεί στις γυναίκες το δικαίωμα συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου