Τη Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου εγκαινιάζονται και επισήμως από τον Υφυπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Γιώργο Νικητιάδη και τη Γενική Γραμματέα Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη τρία σημαντικά έργα πολιτισμού στη Νίσυρο.
Πρόκειται για το Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού, το κτίριο του οποίου κατασκευάστηκε με δαπάνη των Νισύριων αδελφών Γιαννίδη και παραχωρήθηκε στο ΥΠΠΟΤ. Με χρηματοδότηση του ΠΕΠ Νοτίου Αιγαίου 2000-2006 έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές στο κτίριο και οργανώθηκε η έκθεση με ευθύνη της ΚΒ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Το Μουσείο είναι διαχρονικό και καλύπτει όλη την ιστορική διαδρομή του νησιού, από την προϊστορική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Τα εκθέματα προέρχονται από τις σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν στο νησί κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας αλλά και αργότερα από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων, ενώ πολλά μαρμάρινα μέλη αποτελούν αντικείμενα περισυλλογής ή παράδοσης από Νισυρίους, τους οποίους διακρίνει η αγάπη για τις αρχαιότητες του νησιού τους.
Το δεύτερο μεγάλο έργο που έγινε επίσης στο πλαίσιο του Γ’ ΚΠΣ από την ΚΒ’ ΕΠΚΑ είναι η αναστήλωση και διαμόρφωση σε επισκέψιμο χώρο του Παλαιόκαστρου, δηλ. της αρχαίας οχυρωμένης ακρόπολης του νησιού. Βρίσκεται πάνω από τον σημερινό οικισμό, το Μανδράκι, και αποτελεί μία από τις καλύτερα σωζόμενες αρχαίες οχυρώσεις του αιγαιακού χώρου. Χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και διακρίνεται για τη στιβαρή και εντυπωσιακή κατασκευή της από ηφαιστειογενή μαύρη πέτρα, τον βασαλτικό ανδεσίτη. To τείχος πρώτος επισκέφθηκε και περιέγραψε ο Λουδοβίκος Ρος το 1841, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό για τη σημαντική επιγραφή που είναι χαραγμένη στην εξωτερική του πλευρά. Η πολύχρονη εγκατάλειψη του τείχους είχε οδηγήσει σε κατάρρευση πολλά τμήματά του, ενώ η πρόσβαση σε αυτό είχε καταστεί απαγορευτική λόγω της αυτοφυούς βλάστησης. Στο πλαίσιο του προγράμματος αναστηλώθηκαν δύο πύργοι του τείχους με αυθεντικό υλικό έπειτα από σχολαστική έρευνα και μελέτη, αποκαταστάθηκαν τα τμήματα που κινδύνευαν να καταρρεύσουν και το τείχος ανέκτησε σε πολλά σημεία το επιβλητικό του ύψος με την επανατοποθέτηση πεσμένων λίθων. Ο χώρος καθαρίστηκε, διαμορφώθηκε και έγινε προσβάσιμος στους επισκέπτες με διαδρομές, πετρόκτιστους διακριτικούς χώρους εξυπηρέτησης κοινού και ενημερωτικές πινακίδες. Πρόκειται για ένα σημαντικό αναστηλωτικό έργο το οποίο έγινε σε ένα μικρό νησί, μακριά από το κέντρο και χωρίς τις απαραίτητες υποδομές. Υπεύθυνη για το έργο της αναστήλωσης αλλά και για τη διαμόρφωση του χώρου ήταν η αρχιτέκτων Άννα Αποστόλου, ενώ σύμβουλος στα στατικά θέματα ήταν ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Ζάμπας. Το έργο έχει τιμηθεί με έπαινο από την Europa Nostra.
Το τρίτο έργο που θα εγκαινιαστεί είναι η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης στην θέση Καρδιά. Πρόκειται για ένα από τους σημαντικότερους και κομψότερους ναούς στα Δωδεκάνησα, κτισμένος στον σχετικά σπάνιο για την περιοχή αρχιτεκτονικό τύπο, του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Χρονολογείται, σύμφωνα με τα λείψανα του τοιχογραφικού διακόσμου που σώζεται στο εσωτερικό της εκκλησίας στις αρχές του 12ου αι. Η 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μετά την σύνταξη της σχετικής μελέτης και την έγκρισή της από τα αρμόδια όργανα του ΥΠΠΟΤ προχώρησε αρχικά στην στήριξη του μνημείου με την χρηματική συμβολή του τότε Υπουργείου Αιγαίου. Στη συνέχεια, και με κονδύλια του ΥΠΠΟΤ, ολοκληρώθηκε το 2009, η αποκατάσταση της εκκλησίας.
Πρόκειται για το Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού, το κτίριο του οποίου κατασκευάστηκε με δαπάνη των Νισύριων αδελφών Γιαννίδη και παραχωρήθηκε στο ΥΠΠΟΤ. Με χρηματοδότηση του ΠΕΠ Νοτίου Αιγαίου 2000-2006 έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές στο κτίριο και οργανώθηκε η έκθεση με ευθύνη της ΚΒ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Το Μουσείο είναι διαχρονικό και καλύπτει όλη την ιστορική διαδρομή του νησιού, από την προϊστορική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Τα εκθέματα προέρχονται από τις σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν στο νησί κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας αλλά και αργότερα από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων, ενώ πολλά μαρμάρινα μέλη αποτελούν αντικείμενα περισυλλογής ή παράδοσης από Νισυρίους, τους οποίους διακρίνει η αγάπη για τις αρχαιότητες του νησιού τους.
Το δεύτερο μεγάλο έργο που έγινε επίσης στο πλαίσιο του Γ’ ΚΠΣ από την ΚΒ’ ΕΠΚΑ είναι η αναστήλωση και διαμόρφωση σε επισκέψιμο χώρο του Παλαιόκαστρου, δηλ. της αρχαίας οχυρωμένης ακρόπολης του νησιού. Βρίσκεται πάνω από τον σημερινό οικισμό, το Μανδράκι, και αποτελεί μία από τις καλύτερα σωζόμενες αρχαίες οχυρώσεις του αιγαιακού χώρου. Χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και διακρίνεται για τη στιβαρή και εντυπωσιακή κατασκευή της από ηφαιστειογενή μαύρη πέτρα, τον βασαλτικό ανδεσίτη. To τείχος πρώτος επισκέφθηκε και περιέγραψε ο Λουδοβίκος Ρος το 1841, ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό για τη σημαντική επιγραφή που είναι χαραγμένη στην εξωτερική του πλευρά. Η πολύχρονη εγκατάλειψη του τείχους είχε οδηγήσει σε κατάρρευση πολλά τμήματά του, ενώ η πρόσβαση σε αυτό είχε καταστεί απαγορευτική λόγω της αυτοφυούς βλάστησης. Στο πλαίσιο του προγράμματος αναστηλώθηκαν δύο πύργοι του τείχους με αυθεντικό υλικό έπειτα από σχολαστική έρευνα και μελέτη, αποκαταστάθηκαν τα τμήματα που κινδύνευαν να καταρρεύσουν και το τείχος ανέκτησε σε πολλά σημεία το επιβλητικό του ύψος με την επανατοποθέτηση πεσμένων λίθων. Ο χώρος καθαρίστηκε, διαμορφώθηκε και έγινε προσβάσιμος στους επισκέπτες με διαδρομές, πετρόκτιστους διακριτικούς χώρους εξυπηρέτησης κοινού και ενημερωτικές πινακίδες. Πρόκειται για ένα σημαντικό αναστηλωτικό έργο το οποίο έγινε σε ένα μικρό νησί, μακριά από το κέντρο και χωρίς τις απαραίτητες υποδομές. Υπεύθυνη για το έργο της αναστήλωσης αλλά και για τη διαμόρφωση του χώρου ήταν η αρχιτέκτων Άννα Αποστόλου, ενώ σύμβουλος στα στατικά θέματα ήταν ο πολιτικός μηχανικός Κώστας Ζάμπας. Το έργο έχει τιμηθεί με έπαινο από την Europa Nostra.
Το τρίτο έργο που θα εγκαινιαστεί είναι η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης στην θέση Καρδιά. Πρόκειται για ένα από τους σημαντικότερους και κομψότερους ναούς στα Δωδεκάνησα, κτισμένος στον σχετικά σπάνιο για την περιοχή αρχιτεκτονικό τύπο, του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Χρονολογείται, σύμφωνα με τα λείψανα του τοιχογραφικού διακόσμου που σώζεται στο εσωτερικό της εκκλησίας στις αρχές του 12ου αι. Η 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μετά την σύνταξη της σχετικής μελέτης και την έγκρισή της από τα αρμόδια όργανα του ΥΠΠΟΤ προχώρησε αρχικά στην στήριξη του μνημείου με την χρηματική συμβολή του τότε Υπουργείου Αιγαίου. Στη συνέχεια, και με κονδύλια του ΥΠΠΟΤ, ολοκληρώθηκε το 2009, η αποκατάσταση της εκκλησίας.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου