Δευτέρα, 6 Σεπτεμβρίου 1999. Στὶς 5 τὸ πρωί, ξεκινῶ ἀπὸ τὴν Καβάλα γιὰ νὰ παρουσιασθῶ στὶς 8 στὸ 424 Στρατιωτικὸ νοσοκομεῖο, στὴν Θεσσαλονίκη, γιὰ μετεκπαίδευση. Στὰ Νέα Κερδύλια ἀρχίζει νὰ ψιχαλίζει. Ἔτρεχα μὲ 120 χιλιόμετρα. Μπαίνω σὲ μία σχετικὰ ἤπια ἀριστερὰ στροφή. Ὁ δρόμος εἶναι διπλῆς κατεύθυνσης. Τότε, τὸ αὐτοκίνητο ἀρχίζει νὰ κάνει «ὀχτάρια» στὸν δρόμο, κὰθ ὅλο τὸ πλάτος του, ὥστε κάθε φορᾶ ποὺ προσεγγίζει τὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ δρόμου, πρὸς τὴν θάλασσα, νὰ φοβᾶμαι ὅτι θὰ πεταχθῶ ἔξω. Ἦταν ἀκόμη νύκτα, καὶ δὲν ἔβλεπα πέραν τῶν ὁρίων τοῦ δρόμου. Ἔχω τὴν ἀγωνία μὴν ἔρθει αὐτοκίνητο ἀπὸ τὸ ἀπέναντι ρεῦμα, καὶ τὸν σκοτώσω καὶ σκοτωθῶ...
Τὸ ἁμάξι, πρέπει νὰ ἔκανε 6-8 ὀχτάρια. Δὲν ἤξερα, τότε ἀπὸ «ἀνάποδο τιμόνι» γιὰ νὰ προσπαθήσω μὲ ἀξιώσεις νὰ τὸ ἐπανελέγξω. Μᾶλλον ἔκανα τὶς λάθος κινήσεις… Μὲ τὴν ὁρμὴ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὸ ἁμάξι, σὲ μιὰ στιγμή, περιστρέφεται πρὸς τὰ ἀριστερά, περὶ κατακορύφου ἄξονος καθέτου στὸν δρόμο, στρίβει, δηλ. τὸ μπροστινὸ μέρος πρὸς τὴν θάλασσα καὶ τὸ πίσω πρὸς τὴν δεξιὰ ἄκρη τοῦ δρόμου. Τότε, κατάλαβα ὅτι θὰ τουμπάρει καὶ θὰ κάνει τοῦμπες πρὸς τὰ δεξιά... Δύο σκέψεις πέρασαν....
ἀστραπιαία στὸ μυαλό μου: «Τὸ παιδί! Πῶς θὰ τὸ μάθει τὸ παιδί!» καὶ «Θὰ ξυπνήσω, ἄραγε στὸ νοσοκομεῖο; Καὶ σὲ τί κατάσταση;».
Τὴν ἑπόμενη στιγμή, τὸ αὐτοκίνητο, ξαφνικά…. ἀκινητοποιεῖται, κάθετα στὸν ἄξονα τοῦ δρόμου, μὲ τὸ πίσω μέρος του νὰ βρίσκεται στὴν δεξιὰ ἄκρη τοῦ ὁδοστρώματος. Ἔτσι.. ἁπλὰ καὶ ἀπρόσμενα, παρὰ τὴν ὁρμὴ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ ποὺ ἦταν φυσικῶς ἀδύνατον νὰ μὴν τὸ ἀνατρέψει. Κατεβαίνω γρήγορα, προσπαθώντας νὰ δώσω μιὰ ἐξήγηση. Οἱ πίσω ρόδες βρίσκονται πάνω σὲ χῶμα, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
«Έ, εἶπα, ἔτσι ἐξηγεῖται: Πάτησαν οἱ ρόδες σὲ χῶμα, καὶ ἔπαψε τὸ ἁμάξι νὰ γλυστράει». Γρήγορα, ξεκινάω, γιὰ νὰ μὴν φράζω τὸν δρόμο, καὶ ἔφθασα μέ... 60 στὴν Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὴν τρομάρα μου. Οὔτε κεράκι ἄναψα πουθενά, οὔτε εἶπα κανένα εὐχαριστῶ σὲ θεὸ ἢ Ἅγιο. Ἤμουν ἄθεος.
Σὲ 6 ἡμέρες, μετὰ τὸ τέλος τῆς μετεκπαίδευσης, ἐπιστρέφω ἡμέρα μεσημέρι, μὲ ἡλιόλουστο καιρὸ στὴν Καβάλα. Πλησιάζοντας στὸ σημεῖο τοῦ συμβάντος, σταματῶ, γιὰ νὰ ἀνασκοπήσω τὸ γεγονός. Καιρὸς διαυγέστατος. Δεξιά μου: Τὸ περιβόλι τῆς Παναγιᾶς, ὁ Ἄθως, τὸ Ἅγιο Ὅρος.. Ψάχνω τὸ σημεῖο ποὺ τὸ αὐτοκίνητο ἀκινητοποιήθηκε.
ΚΑΙ ΤΟΤΕ, ΣΥΓΚΛΟΝΊΖΟΜΑΙ, ΟΤΑΝ ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΩ ΧΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ. Παντοῦ, σὲ ἀπόσταση ἑκατοντάδων μέτρων, ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΙΟ ΚΡΑΣΠΕΔΟ. Κοιτάω σὰν χαζός, πάω καὶ ἔρχομαι πέρα-δώθε γιὰ νὰ βρῶ τὸ σημεῖο ὁπού δὲν ὑπάρχει κράσπεδο. Πουθενά. Πάω πιὸ πέρα, βρίσκω τὴν στροφὴ ὅπου ἄρχισε τὸ ἁμάξι νὰ κάνει ὀκτάρια, ἔρχομαι πρὸς τὴν Θεσσαονίκη, πουθενὰ χῶμα. Παντοῦ τσιμεντένιο κράσπεδο, χωρὶς καμία λύση τῆς συνεχείας του, πουθενά. Ἔφυγα γιὰ Καβάλα, μὲ ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικὸ στὴν ψυχή μου. Ἡ ἡμέρα διαυγὴς καὶ ἡλιόλουστη, τὰ Κερδύλια ἀριστερά μου. Ὁ Ἄθως, δεξιά... Καὶ οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ δὲν εἶπα. Οὔτε μου πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ἡ ὑπόνοια πὼς κάποιος μὲ βοήθησε...
Γὶ' αὐτό, τώρα, κάθε φορᾶ ποὺ πάω νὰ πῶ στὸ ἀπόδειπνο τὸ «Ἄξιόν ἐστι ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον..», σταματάω, καὶ κλαίω. Πνίγομαι ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς ἀχαριστίας μου. Θυμᾶμαι πόσες φορὲς Τὴν ἔβρισα, πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ συμβὰν τῆς 6ης Σεπτεμβρίου καὶ φρίττω, βδελύττομαι, ἀηδιάζω μὲ τὸν ἑαυτό μου.
Ὑπεραγία Θεοτόκε, μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί συνεχίζεις πάντα νὰ μὲ ἀγαπᾶς, ἐμένα, τὸ σχαιὸ χωμάτινο κατακάθι; Γιατί κάθε φορᾶ ποῦ σὲ παρακαλάω γιὰ κάτι, νοιώθω μία γαλήνη μέσα μου; Ἄπειρη ἡ ἀγάπη Της, ἡ συγγνώμη Της καὶ ἡ ἀγκαλιά Της. Ἀπείρως ἀπειρώτερη ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀχαριστία μου.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου