Η ιστορία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάσθηκε με την δίωξη του κλασικού ελληνικού πολιτισμού από τους αυτοκράτορες με τη συνεργασία των Πατριαρχείων.
Καταστατική αρχή της υπήρξε η εξαφάνιση οτιδήποτε ελληνικού και ο καταναγκαστικός εκχριστιανισμός με κάθε μέσον.
Μετά την καθεστωτική του επικύρωση, ο χριστιανισμός θέλησε να είναι και η μοναδική θρησκεία, ακυρώνοντας οιαδήποτε έννοια ανεξιθρησκείας. Τα γεγονότα βίας, λεηλασίας, τρομοκρατίας, καταστροφών, καύσεως των βιβλίων και φόνων είναι γνωστά και δεν είναι μεμονωμένα αλλά μαζικά.
Σε αυτό το «θεάρεστο» έργο συμβάλλουν τα μάλα οι βυζαντινοί θεολόγοι, οι οποίοι δεν είναι διδάσκαλοι της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας αλλά της χριστιανικής ηθικής και πίστεως, της εξ αποκαλύψεως μοναδικής αλήθειας.
Οι τελευταίοι διδάσκαλοι και σχολιαστές της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν οι εθνικοί φιλόσοφοι, λ.χ. Λιβάνιος, Πρόκλος, Δαμάσκιος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίθεσης στην αρχαιοελληνική παιδεία αποτελεί η γνωστή θεολογική ...
τριάδα (Ιωάννης, Γρηγόριος, Βασίλειος).
Ο Ιωάννης χαρακτηρίζει τις εορτές των εθνικών σατανικάς και πομπάς δαιμόνων και επικρίνει την ελληνική φιλοσοφία επειδή προβάλλει ιδέες αντίθετες προς το χριστιανικό δόγμα.
Ενθερμος υποστηρικτής της θεοπνευστίας των Ιερών Γραφών και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας, υβρίζει την πλατωνική πολιτεία ως «καταγέλαστον», καθώς και τον παλαιό του δάσκαλο Λιβάνιο, επειδή κατήγγειλε τον εμπρησμό του Ναού του Απόλλωνος στην Αντιόχεια ως έργο των χριστιανών.
Οι ύβρεις του είναι δηλωτικές της χρυσοστομίας του: «Ω μιαρέ… ω ληρόσοφε… άθλιε και ταλαίπωρε…». Υποστηρίζει ότι τον Ναό έκαψε ο ίδιος ο θεός των χριστιανών και καταλήγει:«Πράγματι οι Έλληνες είναι πάντα παιδιά, δεν υπάρχει ώριμος Έλλην». Τέλος, ο Ιωάννης ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διέταξε την καταστροφή του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
Ο Γρηγόριος επιτίθεται λάβρος κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, χαρακτηρίζοντάς την άχρηστη και νόθα. Συσχετίζει τους αιρετικούς με τον ελληνικό λόγο και τους στηλιτεύει διότι αποτελούν ένα «καινόν ασεβείας εργαστήριον».
Επιτιθέμενος κατά του Ιουλιανού, που επανέφερε την αρχαιοελληνική παιδεία, ο Γρηγόριος δεν παραθέτει επιχειρήματα, αλλά λιβελλογραφεί και υβρίζει: «Ευηθέστατε και ασεβέστατε και απαιδευτότατε τά μεγάλα».
Καταφέρεται επίσης ονομαστικώς κατά του Ομήρου, του Ηρακλείτου, του Αναξαγόρα, του Επικτήτου, κατά του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.λπ. Τέλος, στο δίλημμα που ο ίδιος θέτει: ποια είναι προτιμότερη, η αρχαιοελληνική παιδεία(«έξω») ή η χριστιανική («ημετέρα»), η εκλογή του είναι σαφώς η δεύτερη.
Ο «ουρανοφάντωρ» Βασίλειος θεωρεί την πολιτική δευτερεύουσα και σχετικής αξίας καθότι γήινη και αφορώσα το σώμα, ενώ ανώτερη είναι η θεία εξουσία που αφορά την ψυχή στη «μέλλουσα ζωή».
Συνεπώς είναι εντελώς αντίθετος τόσο στην αρχαιοελληνική αντίληψη, που θεωρεί την πολιτική ως πρώτιστη και ουσιαστική ιδιότητα του ανθρώπου (άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον, γράφει ο Αριστοτέλης), όσο και στην πρακτική της αρχαιοελληνικής πόλεως, που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική, με θεσμούς συμμετοχής εξασφαλιζόμενους από γραπτούς νόμους.
Αρνείται την συμμετοχή των πολλών, καθώς και την κλήρωση για την ανάδειξη στην εξουσία, συνεπώς απορρίπτει διαρρήδην τη δημοκρατία, που έχει ως βασική αρχή τη συμμετοχή όλων στην εξουσία και στις αποφάσεις.
Κατά τον Βασίλειο, πηγή της εξουσίας δεν είναι ο δήμος αλλά ο θεός, ενώ ο μόνος ικανός να την ασκήσει είναι ο ελέω θεού βασιλεύς. Υποστηρίζοντας το δόγμα «ένας θεός, ένας βασιλεύς, μία οικουμένη» αντιστρατεύεται την αρχαιοελληνική αντίληψη, κατά την οποία πηγή της εξουσίας είναι ο δήμος και όχι ο μονάρχης ή ο θεός.
Το ποικιλοτρόπως προβαλλόμενο κείμενο «όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» αναδεικνύει ακριβώς τις αντινομίες της ειρηνικής συνύπαρξης ελληνικού πολιτισμού και χριστιανισμού. Το κείμενο αυτό είναι υπεράσπιση των χριστιανικών ιδεωδών και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας.
Καταφέρεται κατά των ολυμπίων θεών και της ηθικής τους. Καταδικάζει την επιθυμία και τις ηδονές του σώματος, που τις θεωρεί όχι μόνο αμάρτημα αλλά και έγκλημα. Απαξιώνει τον πραγματικό κόσμο προς όφελος της «άλλης ζωής», της αιωνίου. Η μόνη αποδεκτή αρετή είναι η πίστη, που προβάλλει ως ανώτερη της έρευνας και της έλλογης γνώσεως. Προκρίνονται έτσι όλες οι αξίες και σημασίες που είναι εντελώς αντίθετες με την αρχαιοελληνική πρακτική, ηθική και γνωσιοθεωρία.
Οι αναφορές του, άλλωστε, στους Έλληνες συγγραφείς είναι επιφανειακές και επιλεκτικές, εξυπηρετούν δε τα ηθικολογικά του πρότυπα.
Οι βυζαντινοί θεολόγοι εξακολούθησαν να βάλλουν κατά του ελληνικού πολιτισμού αδιαλείπτως μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Συνεπώς δεν προέβησαν σε καμία «δημιουργική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού», ούτε σε «ουσιαστικό διάλογο με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία». Η «σύνθεση» αυτή και ο «διάλογος» είναι τεχνητή κατασκευή των μετέπειτα νεοελλήνων χριστιανών και εθνικιστών για ιδεολογική χρήση.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου