Η αρχή της "Αρχαιολογίας": μετακινήσεις στον ελλαδικό χώρο – Η περίπτωση της Αθήνας
Ο Θουκυδίδης φιλοδόξησε να αφηγηθεί την ιστορία ολόκληρου του Πελοποννησιακού πολέμου (431–404 π.Χ.). Πέθανε, όμως, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του και η αφήγηση διακόπτεται απότομα στα γεγονότα του 411 π.Χ. Για να τεκμηριώσει την άποψη που διατυπώνει στο προοίμιον , ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ο πιο αξιόλογος έως τότε, στην ενότητα που αποκαλείται "Αρχαιολογία", η αρχή της οποίας παρατίθεται εδώ, ανατρέχει στο απώτερο παρελθόν και συγκρίνει τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες στον ελλαδικό χώρο με τις συνθήκες της εποχής του.
Ο Θουκυδίδης o Αθηναίος εξιστόρησε τον πόλεμο των Αθηναίων και των Πελοποννησίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους· και άρχισα ευθύς αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, γιατί περίμενα πως θα ήταν πολύ μεγάλος και ο πιο άξιος να ιστορηθεί απ' όλους τους πρωτύτερους. Το συμπέρανα αυτό από το ότι και τα δύο μέρη μπήκαν στον πόλεμο εφοδιασμένοι με όλα τα υλικά μέσα, και βλέποντας πως όλες οι άλλες Ελληνικές πολιτείες πήγαν με το ένα μέρος ή το άλλο, μερικές από μιας αρχής και οι άλλες το συλλογίζονταν και το είχαν σκοπό. Γιατί αυτή η αναταραχή στάθηκε η πιο μεγάλη ανάμεσα στους Έλληνες και συμπαρέσυρε κ' ένα μέρος των βαρβάρων, και μ' ένα λόγο ξαπλώθηκε στους περισσότερους ανθρώπους. Γιατί τα αμέσως προηγούμενα και τα πιο αρχαία ακόμα ήταν αδύνατο να τα εξακριβώσω επειδή πέρασε τόσος καιρός· από τις ενδείξεις όμως που κατέληξα να πιστέψω μετά μακροχρόνια έρευνα και στοχασμό, νομίζω πως δε στάθηκαν τόσο σημαντικά ούτε σχετικά με τους πολέμους, ούτε και κατά τα άλλα.
Φαίνεται λοιπόν πως η χώρα που ονομάζεται τώρα Ελλάδα δεν ήταν κατοικημένη τα παλιά χρόνια μόνιμα, αλλά γίνονταν τότε πολλές μετακινήσεις λαών, και τα διάφορα φύλα άφηναν εύκολα τον τόπο που κατοικούσαν, γιατί τους εξανάγκαζαν με τη βία άλλοι, κάθε φορά περισσότεροι. Γιατί επειδή δεν υπήρχε καθόλου εμπόριο και δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς φόβο ούτε από τη στεριά ούτε από τη θάλασσα, κ' επειδή νέμονταν ο καθένας τα χτήματά του ίσα–ίσα τόσο ώστε να ζουν απ' αυτά, και δεν είχαν περίσσια κεφάλαια, ούτε φύτευαν δέντρα για καρπό, αφού ήταν άγνωστο πότε θα τους ρίχνονταν κάποιος άλλος και θα τους τα έπαιρνε, μια και δεν ήταν καν οχυρωμένοι, νόμιζαν πως θα μπορούσαν να βάλουν χέρι οπωσδήποτε σε όση τροφή τούς έφτανε για την κάθε μέρα και δεν το είχαν δύσκολο να ξεσηκώνονται. Για τους λόγους αυτούς δεν ήταν δυνατοί μην έχοντας ούτε μεγάλες πολιτείες ούτε κανένα άλλο είδος εξοπλισμού.
Η καλύτερη γη δοκίμαζε και τις πιο συχνές αλλαγές κατοίκων, όπως η χώρα που λέγεται τώρα Θεσσαλία, η Βοιωτία και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοπόννησος, αν εξαιρέσομε την Αρκαδία, και από τ' άλλα μέρη τα καλύτερα. Γιατί επειδή ήταν πλούσια η γης δυνάμωναν μερικοί περισσότερο και προκαλούνταν εσωτερικές επαναστάσεις, που απ' αυτές καταστρέφονταν, συνάμα δε τους έβαζαν στο μάτι κι άλλες φυλές. Στην Αττική όμως, που έμεινε τον περισσότερο καιρό χωρίς επαναστάσεις επειδή η γη της ήταν φτενή, κατοικούσε συνέχεια ο ίδιος πληθυσμός.
Και δεν είναι μικρή απόδειξη του λόγου μου το εξής: ότι τ' άλλα μέρη της Ελλάδας δεν μεγάλωσαν το ίδιο, επειδή άλλαζαν κάθε τόσο κατοίκους· απ' όσους δηλαδή διώχνονταν ή αναγκάζονταν να φύγουν από την άλλη Ελλάδα εξ αιτίας του πολέμου και των επαναστάσεων, κατέφευγαν οι πιο εύποροι στην Αθήνα, με την ιδέα πως θα έβρισκαν ασφάλεια, κι αφού γίνονταν πολίτες της, την έκαναν ακόμα μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό ήδη από τα παλιά χρόνια, τόσο μάλιστα που αργότερα έστειλαν κόσμο και ίδρυσαν αποικίες στην Ιωνία, γιατί δεν τους χωρούσε πια η Αττική.
Πρωτότυπο κείμενο
Θουκυδίδου Ιστορία 1.1.1–1.2.6
[1.1.1] Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους, ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου καὶ ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεσθαι καὶ ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον. [1.1.2] κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων. [1.1.3] τὰ γὰρ πρὸ αὐτῶν καὶ τὰ ἔτι παλαίτερα σαφῶς μὲν εὑρεῖν διὰ χρόνου πλῆθος ἀδύνατα ἦν, ἐκ δὲ τεκμηρίων ὧν ἐπὶ μακρότατον σκοποῦντί μοι πιστεῦσαι ξυμβαίνει οὐ μεγάλα νομίζω γενέσθαι οὔτε κατὰ τοὺς πολέμους οὔτε ἐς τὰ ἄλλα.
[1.2.1] φαίνεται γὰρ ἡ νῦν Ἑλλὰς καλουμένη οὐ πάλαι βεβαίως οἰκουμένη, ἀλλὰ μεταναστάσεις τε οὖσαι τὰ πρότερα καὶ ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες βιαζόμενοι ὑπό τινων αἰεὶ πλειόνων. [1.2.2] τῆς γὰρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης, οὐδ’ ἐπιμειγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις οὔτε κατὰ γῆν οὔτε διὰ θαλάσσης, νεμόμενοί τε τὰ αὑτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν καὶ περιουσίαν χρημάτων οὐκ ἔχοντες οὐδὲ γῆν φυτεύοντες, ἄδηλον ὂν ὁπότε τις ἐπελθὼν καὶ ἀτειχίστων ἅμα ὄντων ἄλλος ἀφαιρήσεται, τῆς τε καθ’ ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς πανταχοῦ ἂν ἡγούμενοι ἐπικρατεῖν, οὐ χαλεπῶς ἀπανίσταντο, καὶ δι’ αὐτὸ οὔτε μεγέθει πόλεων ἴσχυον οὔτε τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ.
[1.2.3] μάλιστα δὲ τῆς γῆς ἡ ἀρίστη αἰεὶ τὰς μεταβολὰς τῶν οἰκητόρων εἶχεν, ἥ τε νῦν Θεσσαλία καλουμένη καὶ Βοιωτία Πελοποννήσου τε τὰ πολλὰ πλὴν Ἀρκαδίας, τῆς τε ἄλλης ὅσα ἦν κράτιστα. [1.2.4] διὰ γὰρ ἀρετὴν γῆς αἵ τε δυνάμεις τισὶ μείζους ἐγγιγνόμεναι στάσεις ἐνεποίουν ἐξ ὧν ἐφθείροντο, καὶ ἅμα ὑπὸ ἀλλοφύλων μᾶλλον ἐπεβουλεύοντο. [1.2.5] τὴν γοῦν Ἀττικὴν ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον διὰ τὸ λεπτόγεων ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ αἰεί.
[1.2.6] καὶ παράδειγμα τόδε τοῦ λόγου οὐκ ἐλάχιστόν ἐστι διὰ τὰς μετοικίας ἐς τὰ ἄλλα μὴ ὁμοίως αὐξηθῆναι· ἐκ γὰρ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος οἱ πολέμῳ ἢ στάσει ἐκπίπτοντες παρ’ Ἀθηναίους οἱ δυνατώτατοι ὡς βέβαιον ὂν ἀνεχώρουν, καὶ πολῖται γιγνόμενοι εὐθὺς ἀπὸ παλαιοῦ μείζω ἔτι ἐποίησαν πλήθει ἀνθρώπων τὴν πόλιν, ὥστε καὶ ἐς Ἰωνίαν ὕστερον ὡς οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς ἀποικίας ἐξέπεμψαν.
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία.
Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου