Το γέλιο είναι υγεία ψυχική και σωματική. Αιματώνονται οι πνεύμονες, μπαίνει οξυγόνο, λειτουργεί καλύτερα η καρδιά, έρχεται ευεξία, ανεβαίνει το ηθικό, επιδρά καλά στις αρρώστιες, λιγοστεύει τις ψυχοσωματικές παθήσεις. Το πραγματικό γέλιο φέρνει χαρά, γαλήνη, ειρήνη, συμφιλίωση. Το γέλιο χαλαρώνει το στρες. Τα παιδιά γελάνε περισσότερο επειδή έχουν λίγες έγνοιες και αναπαυμένη ψυχή. Οι μεγάλοι άνδρες (πραγματικοί) ακόμα και μπροστά στο θάνατο είναι γαλήνιοι και γελαστοί. Ο Σωκράτης πριν πιει το κώνειο το χαρακτήρισε φιλικό ποτήρι, κέρασμα από τους Αθηναίους. Το γέλιο ταιριάζει στους πολιτισμένους, στους καλλιεργημένους, στους πνευματικά ανώτερους. Οι άγριοι λαοί δεν είχαν χιούμορ. Το Χιούμορ είναι απ’ την Ελληνική λέξη χυμόρ=χυμός (Αριστοτέλης Περί Ψυχής). HUMOR = από το χυμόρ = χυμός (Στην ευβοϊκή διάλεκτο, όπως αναφέρεται και στον Κρατύλο του Πλάτωνος, το τελικό ‘ ς ‘ προφέρεται ως ‘ρ’. Π.χ. σκληρότηρ αντί σκληρότης). Η πρώτη αναγωγή της προέλευσης του αγγλικού όρου humor γίνεται στην “ περί των χυμών του σώματος“ θεωρία του Ιπποκράτη. Βάσει αυτής της ιατρικής θεωρίας υφίστανται τέσσερεις κράσεις, που κάθε μία έχει σχέση με την επικράτηση ενός από τους τέσσερεις χυμούς του ανθρώπινου σώματος (χολή, φλέγμα, μέλαινα χολή, αίμα). Όταν υπάρχει αρμονική μίξη των χυμών του σώματος, ο άνθρωπος είναι υγιής και με καλή διάθεση. Από την ευβοϊκή διάλεκτο το χυμόρ πέρασε στη λατινική γλώσσα ως (h)umor και σήμαινε εκτός από το υγρό, την υγρασία, το χυμό, και τη διάθεση. Ο γέλως, ως ευεργετική δύναμη ελατρεύετο στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Λυκούργος πρώτος έφτιαξε άγαλμα της Θεότητος του Γέλωτος στη Σπάρτη, αναφέρει ο Πλούταρχος. Και οι Θεσσαλοί τον ετιμούσαν τον γέλωτα αρκετά. Στο Βρετανικό Μουσείο εκτίθεται αγγείο του Γέλωτος με τη φράση «Γέλως καλός». Υπάρχει ένα καλό βιβλίο «Ο ΓΕΛΩΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ» (εκδόσεις Κόκκινη μηλιά) και σας το προτείνω.(Κεντρική διάθεση ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.
Ο Διογένης βλέποντας κάποιον να δείχνει ερωτευμένος µε µια πλούσια γριά, είπε: «Σ’ αυτήν δεν κάρφωσε τα µάτια του, αλλά τα δόντια του». Κάποια άλλη στιγµή ζητούσε ελεημοσύνη από ένα άγαλµα κι όταν τον ρώτησαν γιατί κάνει κάτι τέτοιο, εκείνος απάντησε «εξασκούµαι στο να µην απογοητεύομαι από την αναισθησία των ανθρώπων».
Και κάποτε ζητώντας βοήθεια από κάποιον του είπε: «Αν έδωσες σε άλλον, δώσε και σε µένα. Αν δεν έδωσες σε κανέναν, τότε άρχισε από µένα».
Όταν ένας φαλακρός άρχισε να τον βρίζει ο Διογένης του είπε: «Δεν σου ανταποδίδω τις βρισιές, αλλά θα ήθελα να πω ένα “µπράβο” στις τρίχες σου, γιατί απαλλάχτηκαν από ένα κακορίζικο κεφάλι».
Ένας πατέρας ζήτησε από τον Αρίστιππο να διδάξει τον γιο του. Ο φιλόσοφος ζήτησε ως αµοιβή 500 δραχµές και ο πατέρας άρχισε τα παζάρια θεωρώντας το ποσό υπερβολικό. «Με τόσα χρήµατα θα µπορούσα να αγοράσω ένα ζώο» είπε. «Αγόρασε», του απάντησε ο Αρίστιππος. «Έτσι θα έχεις δύο».
Και όταν κάποιος του είπε ότι η Λαΐδα (η γνωστή εταίρα) δεν τον αγαπά αλλά προσποιείται, εκείνος του αποκρίθηκε: «Ούτε το κρασί ή το ψάρι µε αγαπούν, εγώ όµως τα απολαµβάνω».
Κάποιος κλώτσησε τον Σωκράτη, χωρίς ο τελευταίος να αντιδράσει. Οι σύντροφοί του ταράχτηκαν και τον ρώτησαν πώς ανέχεται, άπραγος, µια τέτοια συμπεριφορά κι εκείνος τους απάντησε: «Αν µε κλωτσούσε γάιδαρος µήπως θα έπρεπε να του ανταποδώσω την κλωτσιά;».
Κι όταν ρωτήθηκε αν είναι καλό να παντρεύεται κανείς ή όχι απάντησε «ότι από τα δυο κι αν κάνει κάποιος, θα μετανιώσει».
Κάποιος ταξιδιώτης ρώτησε έναν µάντη πώς είναι η οικογένειά του. Ο µάντης απάντησε «όλοι καλά, το ίδιο κι ο πατέρας σου». Ο ταξιδιώτης επισήµανε πως ο πατέρας του έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Και ο µάντης του είπε: «Μιλάµε για τον πραγματικό σου πατέρα…».
Ενας έβαλε πάνω σε µια ασπίδα τη νεκρή αλλά γλωσσού και καβγατζού όσο ζούσε σύζυγό του για να την πάει στο νεκροταφείο, οι φίλοι του αναρωτήθηκαν για την επιλογή της ασπίδας. Κι εκείνος απεφάνθη: «Της άρεσαν οι µάχες».
Ρώτησε κάποιος έναν δάσκαλο: «Πώς λεγόταν η µητέρα του Πριάµου;». Ο δάσκαλος βρέθηκε σε δυσκολία, αλλά έδωσε την απάντηση: «Εµείς πάντως, για να την τιµήσουµε, την λέµε κυρία».
Ένας φλύαρος κουρέας ρώτησε τον βασιλιά Αρχέλαο «πώς θέλεις να σε κουρέψω;» και ο βασιλιάς του απάντησε: «Σιωπηλός».
Μια μέρα ο Φωκίωνας διαφωνούσε όπως συνήθιζε άλλωστε µε όλους πάνω σε πολιτικά θέµατα. Εκείνη τη φορά όµως, όταν µίλησε στην Εκκλησία του Δήµου, όλοι ασπάστηκαν τις ιδέες του. Απορημένος γύρισε προς τους φίλους του και τους ρώτησε: «Μήπως είπα σήµερα κάποια ανοησία, χωρίς να το καταλάβω;»
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου