Αναντίρρητα η ελληνική ένοπλη δράση στη μετά το 1904 ήταν κατ’ ουσίαν μια άμυνα απέναντι στη βουλγαρική τρομοκρατία των προηγούμενων ετών. Όπως, όμως, συμβαίνει σε κάθε ένοπλη σύγκρουση, υπήρξαν εκατέρωθεν ακρότητες, οι οποίες δεν απουσίασαν ούτε από την ελληνική πλευρά, όταν η διαμάχη κατέστη ολική και «υπέρ πάντων αγών». Βιαιότητες σε βάρος εξαρχικών καταλογίσθηκαν συχνά σε Έλληνες αντάρτες, ιδίως Κρητικούς, οι οποίες όμως απείχαν κατά πολύ από τις σκληρές βουλγαρικές ωμότητες. Οι εκτελέσεις και οι βασανισμοί που καταμαρτυρήθηκαν από τη βουλγαρική πλευρά συνήθως δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο παρά αντίποινα, από αυτά που καθίστανται αναγκαία κατά τη διάρκεια μακροχρόνιων διεθνικών συγκρούσεων. Την απερίγραπτη σκληρότητα με την οποία μεταχειρίσθηκαν σι συμμορίες των κομιτατζήδων τον σλαβόφωνο μακεδονικό ελληνισμό ομολόγησαν οι ίδιοι οι Βούλγαροι.
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης σαφώς δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αποσκοπεί στην απαλλαγή της Μακεδονίας από την οθωμανική κυριαρχία. Σκοπός δεν ήταν η απελευθέρωση εδαφών, την οποία μόνο ένας οργανωμένος τακτικός στρατός Θα μπορούσε να αναλάβει, όπως Πράγματι συνέβη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1 913. Ο στόχος τον οποίο έθεσε η ελληνική πλευρά με την αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία ήταν η στήριξη του πληθυσμού, η ανύψωση του ηθικού του και ο περιορισμός της βουλγαρικής τρομοκρατίας. Οι επιδιώξεις, δηλαδή, των Ελλήνων εντάσσονταν σε αυτό που σήμερα καλείται «ψυχολογικός πόλεμος» και όχι στην επίτευξη αμιγώς στρατιωτικών στόχων. Η τόνωση της ψυχολογίας των πληθυσμών που παρέμεναν προσανατολισμένοι στο Πατριαρχείο και την Ελλάδα απαιτούσε ανταπόδοση των βουλγαρικών βιαιοτήτων, παρά τις αναπόφευκτες παρεκτροπές, όπως αυτές οι οποίες συνέβησαν στο Ζέλενιτς(Σκλήθρο) της Φλώρινας, όταν, το 1904, εισήλθαν στο χωριόΈλληνες Μακεδονομάχοι, ή τις εκτελέσεις στη Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα).
Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς σημείωνε σε μια έκθεσή του τον Μάιο του 1904:
«Το πνεύμα της υπαίθρου Θέλει φόνους!». Και, αναφερόμενος στην αντιβουλγαρική έξαψη των χωρικών, σημείωνε ένα έτος αργότερα: «Έχουσιν ανάγκη να ίδουσιν θύματα των αντιθέτων ίνα έλθη η ψυχή των εις τον τόπον της».
Έτσι, μετά από ένα σημείο η ελληνική αντίδραση κινήθηκε στη λογική των αντιποίνων. απέναντι στην ασύδοτη ως τότε τρομοκρατία συμμοριών της ΕΜΕΟ. Παρότι η ελληνική κυβέρνηση και το «Μακεδονικό Κομιτάτο» απηύθυναν συνεχείς εκκλήσεις στους οπλαρχηγούς να υπερβαίνουν ορισμένα όρια εκθέτοντας διεθνώς την Ελλάδα, στην πράξη ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποφευχθούν οι ακρότητες. Σε έναν ανηλεή πόλεμο εξόντωσης μεταξύ Ελλήνων Βουλγάρων μάλλον δεν υπήρχε περιθώριο »πολιτισμένους» τρόπους και συμπεριφορές στα πεδία των μαχών.
Στα σκληρά χρόνια της εθνοτικής σύγκρουσης στη Μακεδονία φονεύθηκαν περισσότεροι από 2.000 ένοπλοι από την ελληνική πλευρά ντόπιοι ή από την «παλαιά» Ελλάδα, με πρωτομάρτυρες τον Παύλο Μελά και τους Κρητικούς Καπετάνιους. Ο αριθμός αυτός αφορά τους επώνυμους, ο τόπος και οι συνθήκες της θυσίας των οποίων έχουν καταγραφεί επακριβώς με βάση ιστορικές μαρτυρίες. Παράλληλα, όμως, με τους Επώνυμους νεκρούς Μακεδονομάχους, υπήρξαν και χιλιάδες ανώνυμοι, απλοί σλαβόφωνοι χωρικοί στην πλειοψηφία τους, για τους οποίους οι ιδιόμορφες συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή καθιστούσαν συχνά αδύνατη την καταγραφή των δραματικών συμβάντων στα οποία Είχαν συμμετοχή. Αντίστοιχες ή και υψηλότερες απώλειες είχε και η βουλγαρική πλευρά, ιδίως μετά το 1904, οπότε οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση. Τα κομιτάτα, όμως, της ΕΜΕΟ θρήνησαν πολλές απώλειες και από τις διώξεις των τουρκικών αποσπασμάτων.Ως προς τους Έλληνες Μακεδονομάχους, συγκεκριμένα, που έφεραν τη στρατιωτική ιδιότητα, εάν επιχειρηθεί μια στατιστική εκτίμηση της συμμετοχής τους, διαπιστώνεται ότι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που έδρασαν στη Μακεδονία ως αρχηγοί αντάρτικων ομάδων μεταξύ του 1903 και του 1908, ανήλθαν σε 62. Παράλληλα, όπως, με τους ανωτέρω, έδρασαν και υψηλόβαθμοι απόστρατοι, όπως ο Βασίλειος Παπακώστας υποστράτηγος) και οι Κρητικοί Παύλος Γύπαρης αντισυνταγματάρχης), Μανώλης Σκουνδρής ταγματάρχης) και Ευθύμιος Καούδης και Μανώλης Νικολούδης (λοχαγοί). Συνολικά έως το 1908, οπότε έληξε ο ένοπλος αγώνας, έπεσαν στα πεδία των μαχών 70 Καπετάνιοι (στρατιωτικοί και ιδιώτες). Οι περισσότεροι φονεύθηκαν το 1906 και το 1907, γεγονός ενδεικτικό της σφοδρότητας που έλαβαν κατά τη διετία αυτή οι συγκρούσεις με τους Βουλγάρους.
Η βουλγαρική ιστοριογραφία, παλαιά και σύγχρονη, διογκώνει την παρουσία και τη δράση ένοπλων σωμάτων από την ελεύθερη Ελλάδα, ώστε να υποβαθμίσει την κυρίαρχη πληθυσμιακή παρουσία των Ελλήνων στη νότια και μεσαία μακεδονική ζώνη. Στη συνείδηση των περισσότερων Βουλγάρων ακόμη και σήμερα η Μακεδονία είναι μια βουλγαρική επαρχία. Τέτοιες ιδεοληψίες αναπαράγονταν επί μακρόν μετά από συστηματική καλλιέργεια, με κορύφωση το »Νέο Βουλγαρικό Δόγμα», το οποίο εξέδωσε η βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών το 1998. Στο πόνημα αυτό τονίζεται ότι η Βουλγαρία συνορεύει »με τον εαυτό της». Κατ’ ουσίαν οι βουλγαρικές θεωρήσεις αρνούνται να δεχθούν πραγματικότητες που καταγράφηκαν από τρίτους, όπως τις οθωμανικές στατιστικές ή τις μαρτυρίες Ευρωπαίων ιστορικών και περιηγητών, όπως του Παγιαρέ. Ούτε, εξάλλου, απαντούν στο ερώτημα πώς τα αντάρτικα ελληνικά σώματα που έφθαναν στη Μακεδονία διατηρούντο »εν ζωή», αφού, κατά τους Βουλγάρους, η ελληνική πληθυσμιακή παρουσία ήταν ισχνή. Η αλήθεια ήταν ότι χωρίς την παρουσία και τη στήριξη των ελληνικών πληθυσμών, που ίδρυσαν κέντρα και επιτροπές άμυνας σε κάθε πόλη και χωριό, τα ένοπλα ελληνικά σώματα δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν στη Μακεδονία και να ξεκινήσουν τη δράση τους.
Δυτικές πηγές, όπως αυτές των Προξενείων των Μεγάλων Δυνάμεων στον μακεδονικό χώρο, υπογράμμισαν επανειλημμένα αυτή την πραγματικότητα. Ο Αυστριακός πρόξενος στο Μοναστήρι ισχυριζόταν σε μια αναφορά του το 1906 ότι ελληνικά ένοπλα σώματα ενισχύονταν αυθόρμητα από τους χωρικούς, ενώ τα βουλγαρικά απαιτούσαν συχνά με βίαιο τρόπο τρόφιμα και χρήματα, ληστεύοντας κατ’ ουσίαν τους εξαθλιωμένους χωρικούς. Όταν η βουλγαρική πίεση χαλάρωνε, ολόκληρα χωριά, τα οποία είχαν προηγουμένως εξαναγκασθεί από τους κομιτατζήδες προσχωρήσουν στην Εξαρχία, επέστρεφαν αυθόρμητα στο Πατριαρχείο.
Το πολυπληθές και πολύπαθο σλαβόφωνο στοιχείο έκανε τελικά την πλάστιγγα να γείρει υπέρ του ελληνισμού. Οι αφοσιωμένοι στο Πατριαρχείο «γραικομάνοι», παρότι είχαν απολέσει την ελληνοφωνία τους από αιώνες, διατήρησαν αλώβητη την πίστη τους. Μεταξύ των δεκάδων εκατοντάδων αγωνιστών υπέρ της εθνικής επιβίωσης του μακεδονικού ελληνισμού αξίζει να επισημανθούν οι κορυφαίοι, αυτοί που έφεραν το βάρος της στρατιωτικής και Πολιτικής δράσης δίχως αυτή η επισήμανση να θεωρηθεί σκόπιμη υποβάθμιση των χιλιάδων, επώνυμων και ανωνύμων, που αγωνίσθηκαν και Θυσιάσθηκαν.Στο οργανωτικό — πολιτικό επίπεδο κυριάρχησε αναμφίβολα το Μακεδονικό Κομιτάτο και άτομα του κύκλου του, μαζί με τα ελληνικά Προξενεία της Θεσσαλονίκης και τουΜοναστηρίου. Εκ των ων ουκ άνευ υπήρξε η παρουσία και δράση του ακάματου προξένου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Κορομηλά, ο οποίος είχε την τύχη να πλαισιωθεί από ένα ικανότατο επιτελείο αξιωματικών και οξυδερκείς συναδέλφους, όπως τον Ίωνα Δραγούμη, τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη και άλλους. Ως προς τους Μακεδονομάχους, Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να «ιεραρχηθούν», γιατί αυτοί υλοποίησαν έμπρακτα τα σχέδια των Προξενείων και ανέκοψαν στα πεδία των μαχών τη βουλγαρική δράση.Εξέχουσα μορφή μεταξύ τους δύναται να θεωρηθεί ο Καπετάν Βάρδας (Γεώργιος Τσόντος), με πλούσια δράση στη δυτική Μακεδονία. Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, η παρουσία του προκαλούσε ενθουσιασμό στα χωριά και τις κωμοπόλεις από τις οποίες περνούσε. Σύντομα ο Καπετάν Βάρδας εξελίχθηκε σε ένα είδος «συντονιστή» όλων των ελληνικών σωμάτων που δρούσαν δυτικά της Βέροιας και της Έδεσσας, μέχρι την Κορυτσά και τις Πρέσπες. Δίπλα στον Βάρδα στάθηκε επάξια ο συμπατριώτης του Παύλος Γύπαρης. Εκτός από την προσφορά των δύο Κρητικών οπλαρχηγών στα πεδία των μαχών, τεράστια αρχειακή αξία εμπεριέχουν τα απομνημονεύματα τα οποία συνέγραψαν και άφησαν ως παρακαταθήκη.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εξέχουσα θέση στο πάνθεον των μορφών του Μακεδονικού Αγώνα κατέλαβαν γυναίκες επώνυμες και ανώνυμες, αστές αλλά και αγρότισσες. Οι τοπικές επιτροπές άμυνας των χωριών στηρίζονταν κατά μεγάλο μέρος στη συνδρομή του γυναικείου πληθυσμού: περίθαλψη τραυματιών, μεταφορά πολεμοφοδίων και τροφοδοσία αντάρτικων ομάδων, προώθηση εμπιστευτικών εγγράφων. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα, οι οποίες καταγράφηκαν στην Ιστορία και η ανάμνηση της εθνικής δράσης των οποίων διατηρήθηκε ως σήμερα στις μνήμες των Μακεδόνων. Μεταξύ εκατοντάδων άλλων αξίζει να μνημονευθούν η Αγλαΐα Σχοινά, η οποία διηύθυνε το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης, η Χριστίνα Παπαθεοδώρου από τον Κολινδρό και η Ελένη Ζωγράφου από τη Στρώμνιτσα. Στην κορυφή στέκουν οι δασκάλες που έδωσαν τη ζωή τους, αρνούμενες να υποκύψουν στους εκβιασμούς των Βουλγάρων και οι οποίες δολοφονήθηκαν.
Ειδικά η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου αποτελεί μια από τις πλέον γνωστές όσο και τραγικές περιπτώσεις. Υπηρετούσε ως δασκάλα στο χωριό Γκρίτσιστα της Γευγελής και απειλήθηκε επανειλημμένα από τις συμμορίες των κομιτατζήδων που δρούσαν στην περιοχή και οι οποίες την διέταξαν να εγκαταλείψει το σχολείο και το χωριό της. Στις 14 Οκτωβρίου 1904 μια βουλγαρική συμμορία προσέβαλε την Γκρίτσιστα και έκαψε ζωντανούς έξι Έλληνες, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Παράλληλα με αυτή αξίζει να μνημονευθούν η Λιλή Βλάχου (δολοφονήθηκε μέσα στο σχολείο της), η Βελίκα Τράικου από τον Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης, η οποία κατακρεουργήθηκε και η Αγγελική Φιλιππίδου από τη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία έλαβε μέρος στη φονική μάχη της Αγριανής, όπου και τραυματίσθηκε θανάσιμα.
Εκτός από τις δασκάλες, τον αγώνα πλαισίωσαν δεκάδες επώνυμες γυναίκες, αφού οι ανώνυμες της μακεδονικής υπαίθρου έμειναν στην αφάνεια. Αξίζει να μνημονευθούν οι πλέον γνωστές περιπτώσεις, όπως η Ελένη Παπάζογλου από τη Θεσσαλονίκη, γνωστή με το ψευδώνυμο Μπουμπουλίνα, η οποία αποτέλεσε μια πολύτιμη συνεργάτιδα του προξένου Λάμπρου Κορομηλά. Ακόμη, η Αμαλία Οικονόμου από το Σιδηρόκαστρο, η Μαρία Κυράτσου από τη Βέροια, η οποία δολοφονήθηκε από βουλγαρική συμμορία, η Άννα Σωτηριάδου από τη Στρώμνιτσα και η Αικατερίνη Βαρελά. Η τελευταία δολοφονήθηκε στο σπίτι της, στα Γιαννιτσά, τον Δεκέμβριο του 1906, ενώ η κόρη της, Ελισάβετ, εντάχθηκε στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Γκόνου και πολέμησε στο πλευρό του.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ
Η συμβολή του κλήρου στην εθνική επιβίωση του Μακεδονικού ελληνισμού υπήρξε εκ των ων ουκ άνευ. Η Εκκλησία αναδείχθηκε σε κυματοθραύστη της βουλγαρικής επιβουλής, προκαλώντας τη μήνη των κομιτάτων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως ηγεσία όλων των Ορθοδόξων προσπάθησε πριν από το 1900 να τηρήσει ισορροπημένη στάση. Ήταν, εξάλλου, δύσκολο να ελέγχει απομακρυσμένες μητροπόλεις, όπου επίσκοποι και μητροπολίτες εμφανίζονταν ευάλωτο ή και δεκτικοί στις βουλγαρικές (ή σπανιότερα στις σερβικές) πιέσεις. Οι διαμαρτυρίες των ελληνικών κοινοτήτων, ιδίως στην άνω και τη δυτική Μακεδονία, εξανάγκασαν το Πατριαρχείο να συμπεριφερθεί πιο «φιλελληνικά». Έτσι, αντικαταστάθηκαν ορισμένοι μητροπολίτες που θεωρήθηκαν ύποπτοι συνδιαλλαγής με τον βουλγαρικό παράγοντα, ενώ σι Κωνσταντίνος Ε’ κα. Ιωακείμ Γ’, πατριάρχες κατά την περίοδο 1897- 1901 και 1901-1912 αντίστοιχα, κινήθηκαν δραστήρια κατά της απειλής την οποία αντιπροσώπευε η βουλγαρική Εξαρχία.Καίρια υπήρξε η συμβολή του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να ανανεώσει πολλές μητροπολιτικές έδρες, απομακρύνοντας μητροπολίτες οι οποίοι με την αμφιλεγόμενη δράση τους ευνοούσαν, άμεσα ή έμμεσα, τα βουλγαρικά σχέδια. Ο Ιωακείμ επέλεξε νέους σε ηλικία ιερωμένους, που προωθήθηκαν στις μητροπόλεις εκείνες στις οποίες η εξαρχική δραστηριότητα εμφανιζόταν ιδιαίτερα απειλητική. Έτσι, μητροπολίτης στην έπαλξη του μακεδονικού Βορρά, το Μοναστήρι, τοποθετήθηκε ο Ιωακείμ Φορόπουλος, στη Δράμα. Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (ο οποίος μαρτύρησε στην καιόμενη Σμύρνη το 1922), τα Γρεβενά ο Αιμιλιανός και στην Καστοριά ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Δεν Θα συνιστούσε υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στην πρώιμη ιδίως φάση του Μακεδονικού Αγώνα η Εκκλησία υποκατέστησε κατά κάποιον τρόπο το μικρό ελληνικό κράτος ως προς το έμπρακτο ενδιαφέρον για την προάσπιση του μακεδονικού ελληνισμού. Η αποφασιστικότητα του Γερμανού Καραβαγγέλη ήταν μοναδική. Ο ίδιος ήταν αποφασισμένος, έχοντας επίγνωση των κινδύνων, να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Βουλγάρων. Ιδού πώς αφηγήθηκε τα σχετικά στην Αντιγόνη Μπέλου, γραμματέα της Πηνελόπης Δέλτα:
«Είχα πει πολλές φορές και στο Προξενείο και στον Πρωτοσύγγελλό μου και σε άλλα έμπιστα πρόσωπα, ότι αν ποτέ με έβρισκαν σκοτωμένο, να μην υποθέσουν ότι φονεύθηκα από βουλγάρικο βόλι. Διότι είχα σκοπό, όταν θα τελείωναν τα φυσέκια μου, να φυλάξω το τελευταίο για να αυτοκτονήσω. Και είχα δώσει την εντολή να κοιτάξουν μέσα στο στόμα μου, για να βρουν το σημάδι της σφαίρας».
Η αγωνιστικότητα και το άκαμπτο φρόνημα των μητροπολιτών αποτυπώθηκε όχι μόνο στη δράση τους αλλά και στα κηρύγματά τους, που λειτουργούσαν ως ενέσεις ηθικού στους ταλαιπωρημένους χωρικούς της μακεδονικής υπαίθρου. Ακρως δεικτικές υπήρξαν οι παραινέσεις του Χρυσοστόμου Δράμας προς το ποίμνιό του:
«Πωλησάτω τα ιμάτια και τα υπάρχοντα και αγορασάτω μάχαιραν».
Και ο ιδιαίτερα μαχητικός μητροπολίτης Μοναστηρίου, Ιωακείμ, διακήρρυτε:
«Όχι οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος».
Τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, όπως και όλοι οι λοιποί μητροπολίτες, αποτυπώνει η παρακάτω φράση του Χρυσοστόμου, από επιστολή του (της 16ης Μαΐου 1907) προς ένα φιλικό του πρόσωπο:
«Πλήθος κυνών και σπείρα κακών ζητεί την κεφαλήν μου... Να πέσω τουλάχιστον ως αετός και ουχί να αποθάνω ως όρνις... Μη έχων έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής Πατρίδος, ας δώσω το αίμα μου».
Βαρύς ήταν ο φόρος αίματος που κατέθεσαν οι Έλληνες ιεράρχες στη Μακεδονία. Το 1902 εκτελέσθηκαν δεκάδες ιερείς, στα χωριά βόρεια της Φλώρινας. Ιδιαίτερα φρικώδες υπήρξε το τέλος του παπα-Γιώργη Ζήκου από το Λέχοβο Φλώρινας, τον οποίο ο αρχικομιτατζής Πομόλωφ έθαψε ζωντανό, μαζί με τον γιο του.Μια άλλη τραγική περίπτωση υπήρξε αυτή του παπα-Δημήτρη από το Στρέμπενο της Καστοριάς. Στενός συνεργάτης του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και θείος του περίφημου Μακεδονομάχου Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, ο παπα-Δημήτρης συνέβαλε δραστικά στο να παραμείνουν τα χωριά της Καστοριάς πατριαρχικά, αποτρέποντας έτσι αφελληνισμό τους. Ο παπα-Δημήτρης δολοφονήθηκε τη νύκτα της 7ης προς 8η Νοεμβρίου κοντά στο χωριό του. Αξίζει να προστεθεί σ α το σημείο ότι Πολλοί ιερείς εκτελέσθηκαν χωριά των Σερρών από τους αρχικομιτατζήδες Ιβάν Καρασούλ και Σαντάνσκι.
Σημαντική προσωπικότητα υπήρξε ιερέας Σταύρος Τσάμης, από το Πισοδέρι της Φλώρινας, με πλούσιο εθνικό έργο στην περιοχή του. Συνεργάτης του Παύλου Μελά, ο παπα- Σταύρος ήταν αυτός που τον έθαψε, μετά τον φόνο του στη Στάτιστα (σήμερα Μελάς). Στις 15 Ιουλίου 1906 και ενώ κατευθυνόταν προς τη Σιάτιστα, έπεσε σε ενέδρα βουλγαρικής συμμορίας η οποία τον εκτέλεσε. Επίσης, στην Περιοχή του βάλτου των Γιαννιτσών, πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα προσέφερε ο ιερέας Δημήτρης Οικονόμου, γραμματέας στην τοπική οργάνωση άμυνας των Γιαννιτσών, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1905 από μια συμμορία κομιτατζήδων, κοντά στο χωριό Μπάπιανι (Λάκκα). Τέλος, ένας από τους ιερείς που έγραψαν ιστορία δίπλα σε εκατοντάδες άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, ήταν ο παπα- Δράκος, κατά κόσμον Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης. Σπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εγκατέλειψε τις σπουδές του και βρέθηκε στις ορεινές περιοχές της Καστοριάς. Εντάχθηκε στο σώμα του Καπετάν Βάρδα (Γεωργίου Τσόντου) και πολέμησε λαμβάνοντας μέρος σε πολλές μάχες.
Από το 1905, οπότε τα ελληνικά σώματα άρχισαν να σημειώνουν τις πρώτες τους επιτυχίες κατά των Βουλγάρων, εντάθηκε η δράση των μητροπολιτών της Μακεδονίας, ιδίως σε συντονιστικό επίπεδο. Ιδιαίτερα πλούσια δραστηριότητα σημείωσαν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, Δράμας Χρυσόστομος, Μοναστηρίου Ιωακείμ και Κορυτσάς Φώτιος, με προεξάρχοντα τον στυλοβάτη του αγώνα στη δυτική Μακεδονία, Καστοριάς Γερμανό. Τη δράση τους αυτή ορισμένοι πλήρωσαν με τη ζωή τους, είτε στα μακεδονικά είτε σε άλλα χώματα. Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος δολοφονήθηκε σε ενέδρα κομιτατζήδων στο χωριό Μπραβίδιτσα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1906. Τελευταίος εκτελέσθηκε, ενώ είχαν περιορισθεί οι συγκρούσεις λόγω του Νεοτουρκικού κινήματος, ο Γρεβενών Αιμιλιανός. Την 1η Οκτωβρίου 1911 κατακρεουργήθηκε από μια συμμορία κομιτατζήδων, κοντά στο χωριό Σνίχοβο, το οποίο έκτοτε ονομάσθηκε προς τιμή του Αιμιλιανός. Όσο αφορά τον Χρυσόστομο Δράμας, η πορεία του κορυφώθηκε με το τραγικό του τέλος στον μαύρο για τον ελληνισμό Αύγουστο του 1922, στη Σμύρνη.
Λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου σημαντική υπήρξε η προσφορά των διάσπαρτων μοναστηριών του μακεδονικού χώρου. Οι μονές αποτέλεσαν συχνότατα χώρους περίθαλψης και ξεκούρασης αγωνιστών ή λειτούργησαν ως τόποι εξόρμησης αντάρτικων σωμάτων. Γι’ αυτό τα Ορθόδοξα μοναστήρια συγκέντρωσαν από πολύ νωρίς τη μήνη των βουλγαρικών συμμοριών. Δεκάδες ηγούμενοι και μοναχοί βρήκαν τραγικό θάνατο. Ιδιαίτερη μνεία θα άξιζε να γίνει στον Άνθιμο. ηγούμενο της μονής Αγίου Νικολάου στην Περιοχή της Καστοριάς, ο οποίος εκτελέσθηκε με φρικτό τρόπο από μια βουλγαρική συμμορία στις 8 Μαρτίου 1905. Ομοίως δολοφονήθηκε ο ηγούμενος της μονής Αγίων Αναργύρων Γαβριήλ. επειδή αρνήθηκε να λειτουργήσει στη βουλγαρική γλώσσα. Άλλη μια ηρωική μορφή, με εθνική δράση στην περιοχή του Κρουσόβου, ήταν ο μοναχός Ιωάννης, ο οποίος συνελήφθη από κομιτατζήδες και εκτελέσθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1907, μαζί με τον εκπαιδευτικό Περικλή Αστεριάδη.
Ανάμεσα στα δεκάδες μοναστήρια της Μακεδονίας που λειτούργησαν ως θεματοφύλακες των ελληνικών παραδόσεων και ιδεών και διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο κατά την περίοδο του αγώνα, ήταν τα μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου στη Ροδόπολη Σερρών και των Αγίων Πάντων στο Βλάντοβο (Άγρας), ο Άγιος Νικόλαος στο Τσιρίλοβο Καστοριάς, οι Άγιοι Ανάργυροι στη Χόλιστα (Μελισσότοπο) Καστοριάς και η μονή Ταξιαρχών στην Ξάνθη. Κομβικός και πολύτιμος υπήρξε ο ρόλος του Μετοχίου της μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, στο Λιβάδι του Ολύμπου. Το μοναστήρι αυτό εξελίχθηκε σε κέντρο μεταφοράς και προώθησης όπλων και πυρομαχικών από την ελεύθερη Θεσσαλία στη Μακεδονία.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου