ΣΤΙΣ 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912 Η ΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΖΥΓΟ
Είναι άγνωστο από πότε υπήρχε ως κωμόπολη. Πολλοί περιηγητές , όπως ο Leake, αλλά και σε χάρτες ήδη από το 13ο αιώνα (1264), αναφέρουν την πόλη με το όνομα Άτηρα (σταθμός ή πόλισμα Hatera) και αρκετοί είδαν και επίδραση στο όνομα της πόλης (Κατερίνη – Κάτηρα- Χάτηρα- Άτηρα). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Πουκεβίλ, ο οποίος σε χάρτη σημειώνει τον τόπο ως Kateri Hatera. Ο Heuzey υπολόγισε τη θέση της αρχαίας Άτηρας κοντά στην Κονταριώτισσα, ενώ ο Kurz τοποθετεί το πόλισμα κάπου ανάμεσα στους σημερινούς οικισμούς του Κορινού και της Καλλιθέας.
Άλλη υπόθεση κάνει λόγο για το εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης, το οποίο βρίσκεται ανατολικά της πόλης και όπου βρίσκεται σήμερα το παλαιό νεκροταφείο. Οι εικόνες στο ναό χρονολογούνται από το 1831 και δεν αποκλείεται να υπήρχε από πριν στην ίδια θέση κάποιος άλλος ναός.
Η πόλη εμφανίζεται με τη λόγια ονομασία Αικατερίνη ή Αγία Αικατερίνη στη γλώσσα της γραφειοκρατίας και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Τελικά επικράτησε η ονομασία Κατερίνη.
Η Κατερίνη ιδρύθηκε πιθανώς κατά την διάρκεια της Οθωμανικής επικυριαρχίας.
Επεκράτησε η λαϊκή ονομασία Κατερίνη , αντί της λόγιας Αικατερίνη. Ο Felix Beaujour, που την επισκέφτηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα, λέει ότι η Κατερίνη ονομαζόταν Κατερί (KATHERI) και απ’ αυτό συμπεραίνει ότι είναι η αρχαία πόλη Ατερα ή Ατηρα ( HATERA). Την εποχή εκείνη είχε 4-5 χιλιάδες κατοίκους, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Έλληνες.
Άλλη εκδοχή είναι, πως η Κατερίνη οφείλει το όνομά της σ’ ένα μικρό εξωκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης, όπου βρίσκεται και νεκροταφείο του οποίου οι εικόνες χρονολογούνται στο έτος 1831.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η περιοχή της Πιερίας, αποτελεί ιδιαίτερη Διοικητική Περιφέρεια με κέντρο την Κατερίνη. Η Κατερίνη ανήκε αρχικά στην επισκοπή του Πλαταμώνα, μέχρι το 1878, που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Αργότερα προστέθηκε στην επισκοπή Πέτρας του Ολύμπου και όταν αυτή διαλύθηκε μεταφέρθηκε στο Κίτρος. Η επισκοπή έγινε Μητρόπολη το 1924 και τυπικά αναφέρεται κατ’ όνομα, σαν Μητρόπολη Κίτρους, αν και περί τα τέλη του 19ου αιώνα η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κατερίνη, που ήταν ο κεντρικότερος οικισμός .
Η Πιερία, καθώς και η πόλη της Κατερίνης ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (1912-1913 ), από την 7η Μεραρχία πεζικού.
Η πόλη της Κατερίνης αποτελούσε την πρωτεύουσα επαρχίας του Νομού Θεσσαλονίκης, μέχρι το 1949. Στη συνέχεια γίνεται πρωτεύουσα του νεοδημιουργούμενου Νομού Πιερίας. Από το 1950 που η Κατερίνη γίνεται Νομαρχιακό και Περιφερειακό κέντρο, αρχίζει πιά και η αστική πολεοδομική ανάπτυξή της και η γρήγορη επέκταση του οικισμού.
Από τους τούρκικους μαχαλάδες στην πολύτροπη πόλη
Η Κατερίνη στις αρχές της δεκαετίας του 20, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση έδινε την εικόνα μιας τουρκικής κώμης. Δεν είχε ρυμοτομία, δεν είχε δρόμους, παρά μόνο παμπάλαιους ακατάστατους τουρκομαχαλάδες, με σπίτια, μονώροφα ή διώροφα κακής κατασκευής. Πέρα από μερικά αρχοντόσπιτα και λίγους αρτηριακούς δρόμους, οι άλλοι δρόμοι ήταν μονοπάτια μπλεγμένα σε αδιέξοδο λαβύρινθο.
Στην κεντρική πλατεία, που ονομάστηκε μετά την απελευθέρωση της Κατερίνης, Πλατεία Ελευθερίας, προτού ανεγερθεί η Δημοτική Αγορά (1931) και διαμορφωθεί πίσω απ΄ αυτή η πλατεία της, γινόταν κάθε Δευτέρα η εβδομαδιαία αγορά, όπου έστρωναν τα εμπορεύματά τους σε σεργκί οι έμποροι της αγοράς, ιδιαίτερα υφασματέμποροΑργότερα, το 1933, άλλαξε η ημέρα της εβδομαδιαίας αγοράς από Δευτέρα σε Σάββατο, με χαρακτήρα περισσότερο λαϊκό και γεωργικό.
Στη δυτική πλευρά της πλατείας, διατηρούνταν ακόμα τα χρόνια εκείνα, ξερό και μισογκρεμισμένο με τα σιδερένια κάγκελά του, το σιντριβάνι, όπου οι μουσουλμάνοι, την εποχή της τουρκοκρατίας, έπαιρναν πριν από την προσευχή τους το απτέσι πλένοντας τα πόδια, τα χέρια και το πρόσωπο, πράγμα που επαναλαμβανόταν δυο και τρεις και περισσότερες φορές την ημέρα, όσες φορές ο μουεζίνης από το μιναρέ καλούσε τους πιστούς της θρησκείας του Μωάμεθ σε προσευχή.
Το τζαμί με τον μιναρέ βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς, απέναντι από το 4ο Δημοτικό Σχολείο. Ύστερα από την αναχώρηση των Τούρκων με την ανταλλαγή, οι αρχές γκρέμισαν το μιναρέ και στο τζαμί εγκαταστάθηκε το 1928 το εργοστάσιο ηλεκτρισμού με τις γεννήτριες, που διατηρήθηκε ως που ανέλαβε την ηλεκτροδότηση η ΔΕΗ το 1959-60. Μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε απ΄ αυτήν σαν αποθήκη υλικού.
Ολόκληρος ο αστικός συνοικισμός, πίσω από την παλιά Νομαρχία, η περιοχή πέρα από το Γυμνάσιο Αρρένων, όπου είχε ιδρυθεί ο συνοικισμός των Χηρών, όπως και μια στενή περιοχή πίσω από τη Δημοτική Αγορά, όπου βρισκόταν τότε η Οικονομική Εφορία, ήταν ανταλλάξιμες οικοπεδικές εκτάσεις. Το 1927-28 στις εκτάσεις αυτές κτίστηκαν από το κράτος ομοιόμορφες μικρές μονοκατοικίες, που διανεμήθηκαν με κλήρο σε αστούς πρόσφυγες. Αρχικά οι αστοί πρόσφυγες με επικεφαλής το σωματείο τους, είχαν διεκδικήσει για τον συνοικισμό τους τον απέραντο χώρο όπου έγινε το Δημοτικό Πάρκο Κατερίνης. Μάλιστα, κατάφεραν ν΄ αποσπάσουν υπουργική έγκριση, συγκέντρωσαν άμμο, ασβέστη και τσιμέντο και άρχισαν να βάλουν μπρος από την πλευρά της κεντρικής οδού (προέκταση Μεγάλου Αλεξάνδρου). Ξεσηκώθηκαν όμως οι οργανώσεις και οι κάτοικοι με επικεφαλής το Κοινοτικό Συμβούλιο Κατερίνης για να προλάβουν την ανεπανόρθωτη καταστροφή. Πυκνές μάζες λαού με μαύρες σημαίες κατάκλυσαν την περιοχή, απειλήθηκαν σοβαρά επεισόδια και τα έργα σταμάτησαν. Και τότε οι αρχές άλλαξαν τη θέση για τον αστικό συνοικισμό.
Αποφασιστικό ρόλο για να ματαιωθεί η οικοπεδοποίηση του χώρου έπαιξαν ο πρόεδρος της Κοινότητας Νικόλαος Κούλας, ο αντιπρόεδρος Θανάσης Βασιλειάδης, που μεταπολεμικά έγινε βουλευτής και ο πρόεδρος των τότε εφέδρων πολεμιστών Δημήτριος Κωτίκας, πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Κατερίνης. Έτσι σώθηκε ο χώρος, που είχε κιόλας προγραμματιστεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο να γίνει πάρκο. Και με τη βοήθεια όλων των κατοπινών Δημάρχων και Δημοτικών Συμβουλίων, έγινε ένα από τα καλύτερα πάρκα της Ελλάδας, σε ιδεώδη τοποθεσία, με φόντο απέναντι τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Το πάρκο αυτό, που κινδύνεψε να οικοπεδοποιηθεί, σ΄ εποχή που υπήρχαν άφθονα κρατικά και ιδιωτικά οικόπεδα για την στέγαση των αστών προσφύγων, είναι ο πνεύμονας της πόλης, που σταθερά κυκλώνεται από μεγαθήριες τσιμεντένιες πολυκατοικίες.
Τον χώρο αυτό, μια έκταση 60 στρεμμάτων, οι Τούρκοι τον είχαν για στρατώνες, που βρίσκονταν στη δυτική πλευρά του, και στρατιωτικές ασκήσεις. Όταν, με την προέλαση του ελληνικού στρατού, έφυγαν βιαστικά, εγκατέλειψαν έξω από τους στρατώνες δυο κανόνια της εποχής, που στολίζουν τώρα, σαν ακριβά ιστορικά κειμήλια, την είσοδο του Δημοτικού Πάρκου και θυμίζουν την απελευθέρωση της Κατερίνης από τον τουρκικό ζυγό στις 16 Οκτωβρίου 1912.
Πέρα από την πλατεία Ελευθερίας και την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, με εξαίρεση το πελώριο μητροπολιτικό μέγαρο και μερικά ακόμα αρχοντόσπιτα, το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς Κατερίνης, δεν παρουσίαζε παρά παμπάλαιους ακατάστατους τουρκομαχαλάδες, χωρίς ρυμοτομία και κάποια τάξη. Μόνο οι καινούριοι προσφυγικοί συνοικισμοί, στις παρυφές της πόλης είχαν κάποια ρυμοτομία.Οι δρόμοι της Κατερίνης οι παλιοί, όμως περισσότερο οι καινούριοι, το καλοκαίρι ήταν σκεπασμένοι από παχύ στρώμα σκόνης, που τον χειμώνα μετατρεπόταν σε λάσπη μέχρι τα γόνατα. Έτσι, το καλοκαίρι. Μόλις περνούσε αυτοκίνητο ή κάρο, ξεσηκώνονταν σύννεφα από σκόνη, που έπνιγαν τους διαβάτες και τους περίοικους, ενώ το χειμώνα η κυκλοφορία στους δρόμους ήταν προβληματική.
Οι δρόμοι διατηρήθηκαν περίπου στην ίδια κατάσταση, με πολύ ελαφρές βελτιώσεις, ως τα μέσα της δεκαετίας 1950-60.
Η Κατερίνη τα χρόνια εκείνα δεν είχε ηλεκτρικό φως. Τη νύχτα η πόλη ολόκληρη βυθίζονταν στο σκοτάδι. Μόνον στους κεντρικούς δρόμους και στα κεντρικά σημεία υπήρχε φωτισμός από φανούς οι οποίοι κρέμονταν στους τοίχους των οικιών ή σε πασσάλους. Τη φροντίδα του φωτισμού είχε ο φανοκόρος της κοινότητας. Τα σπίτια χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρελαίου, τα καταστήματα και εργαστήρια ασετιλίνη, ενώ τα καφενεία, τα εστιατόρια και τα λιγοστά κέντρα στην αγορά, λούξ.
Στα πέτρινα εκείνα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγικής πλημμυρίδας επισκέφτηκε την πόλη μας το χειμώνα του 1923 ο Πόντιος Υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης.
Βλέποντας την ελεεινή κατάσταση των κατοίκων της πόλης, ντόπιων και προσφύγων, τηλεγραφούσε στον αρχηγό της Επανάστασης Νικόλαο Πλαστήρα λέγοντας:
“Κορυφάς Ολύμπου θεοί ευωχούνται πρόποδας δε αυτού πρόσφυγες άστεγοι λιμώ απόλλυνται…”. Σε συνέχεια ζητούσε από τον Πλαστήρα να επέμβει προσωπικά για να στείλουν σκηνές, τρόφιμα και άλλα εφόδια, πράγμα που έγινε αμέσως.
Μέσα σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον, το κοινοτικό συμβούλιο αντιμετωπίζοντας πολλές αντικειμενικές δυσκολίες, αλλά και με τεράστιες υποκειμενικές αδυναμίες, με τα λιγοστά έσοδα και πενιχρά μέσα, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι την εποχή εκείνη η Κοινότητα διέθετε συνολικά μόνο 7 άτομα ως προσωπικό, ύστερα από επίπονες προσπάθειες και με συντονισμένες ενέργειες κατάφερε να επιλύσει πολλά χρόνια συσσωρευμένα πιεστικά προβλήματα και δρομολόγησε την επίλυση πολλών άλλων. Κατ΄ αρχήν δρομολόγησε την επίλυση του προβλήματος της ύδρευσης. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 20 και για πολλές συνοικίες για πολλά χρόνια αργότερα, η ύδρευση γινόταν από το νερό του Πέλεκα. Κατά μήκος της κεντρικής οδού της σημερινής Μεγ. Αλεξάνδρου έρεε το αυλάκι, από το οποίο εξυπηρετούνταν οι παρόδιοι για να προμηθεύονται νερό.
Επίσης σε πολλά σημεία της πόλης είχαν κατασκευαστεί κρήνες, από τις οποίες οι κάτοικοι εξασφάλιζαν νερό για πόση. Το νερό στις κρήνες έφτανε με ένα εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης κατασκευασμένο με πήλινες σωλήνες και ήταν συνδεδεμένο με το υδραγωγείο που βρισκόταν δυτικά της πόλης, προς την πλευρά του Πέλεκα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 20, και κυρίως στα χρόνια της προεδρίας του Κούλα έγιναν σημαντικές ενέργειες για την υδροδότηση της πόλης με το περίφημο νερό των πηγών της Βρυάζας.
Το νερό αυτό ήταν ήδη γνωστό στους Κατερινιώτες από τους πλανόδιους νερουλάδες που το πουλούσαν στην Κατερίνη ως νερό εξαιρετικής ποιότητας.
Και σήμερα ακόμη, ένα μέρος των αναγκών της πόλης σε νερό, ικανοποιείται από τις περίφημες πηγές Βρυάζας.
Επίσης την ίδια περίοδο, ύστερα από πολλές παλινωδίες, γραφειοκρατικές δυσκολίες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις εκπονήθηκε το Σχέδιο Πόλεως το έτος 1928. Το Σχέδιο αυτό κυρώθηκε το 1932 και με την αποτύπωση του 1928 πολεοδομήθηκε και χτίστηκε η πόλη μας τις κατοπινές δεκαετίες.
Με ενέργειες της κοινότητας λειτούργησε το 1928 το εργοστάσιο της ηλεκτρικής εταιρίας, το οποίο εγκαταστάθηκε στο μουσουλμανικό νεκροταφείο, στο τζαϊ στην παλιά πλατεία Οθωμανικού τεμένους. Κι έτσι φωτίστηκαν τα σπίτια, τα καταστήματα οι δρόμοι και κινήθηκαν οι μηχανές στα βιοτεχνικά εργαστήρια.
Στα χρόνια που η Κατερίνη ήταν ακόμη κοινότητα έγιναν προσπάθειες για την συγκρότηση πυροσβεστικής υπηρεσίας με την αγορά μηχανήματος πυροσβεστικής αντλίας προς κατάσβεση των πυρκαγιών. Επίσης δρομολογήθηκαν εξελίξεις για την ανέγερση νοσοκομείου. Στον ετήσιο προϋπολογισμό της Κοινότητας κατανέμονται κατ΄ έτος 50.000 δρχ. ποσό ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή εκείνη, για το νεοϊδρυθησόμενο Νοσοκομείο.
Επίσης την περίοδο εκείνη η κοινότητα είχε την πρόνοια να εξασφαλίσει οικόπεδο για την Κοινοτική Αγορά και τη λαϊκή αγορά, εκεί που σήμερα βρίσκεται το δημαρχείο της πόλης και το πίσω μέρος που κατασκευάστηκε το Β΄ υπόγειο πάρκιν. Ακόμη συστάθηκε και υπηρεσία Αγροφυλακής με το διορισμό Αγροφυλάκων.
Δεν είναι λιγότερο σημαντικό το έργο στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.
Ορφανοί, πένητες, ενδεείς, ασθενείς κάτοικοι της Κατερίνης καταφεύγουν καθημερινά σχεδόν στην κοινότητα και εκλιπαρούν τη βοήθειά της. Ξεσπιτωμένοι, κυνηγημένοι πρόσφυγες στην κοινότητα απευθύνονται για τη στοιχειώδη αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών τους.
Φτωχοί μαθητές προμηθεύονται δωρεάν τα βιβλία τους από το κοινοτικό γραφείο. Οι Σχολικές Επιτροπές της Κατερίνης, των γύρω χωριών, ακόμη και συνοικισμών που δεν ανήκουν στην κοινότητα Κατερίνης, προσφεύγουν στο Κοινοτικό Συμβούλιο και επιζητούν την κατασκευή και επισκευή των σχολικών κτιρίων, εξοπλισμό σε θρανία, πίνακες και άλλα όργανα. Τέλος η κοινότητα αγωνιζόταν να διαφυλάξει την κοινοτική περιουσία από κακόβουλους και αυθαίρετους καταπατητές.
Η δεκαετία 1920-30 στάθηκε εξαιρετικά κρίσιμη για την Κατερίνη. Δεν είναι μόνο επειδή το τέλος της δεκαετίας αυτής σημαδεύει το διοικητικό πέρασμα από τη νομική μορφή της κοινότητας σε δήμο.
Στη δεκαετία αυτή ο πληθυσμός της πόλης, με την έλευση των προσφύγων διπλασιάζεται. Ο πολεοδομικός ιστός διευρύνεται. Νέοι συνοικισμοί συγκροτούνται στις παρυφές της πόλης. Εκτελούνται και δρομολογούνται προς επίλυση τα μεγάλα έργα. Η πόλη μετεξελίσσεται, μετασχηματίζεται, ανανεώνεται και βλέπει με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση το μέλλον. Στη δεκαετία αυτή, με τον ερχομό των προσφύγων μπήκε καινούριο αίμα στις φλέβες της πόλης και φύσηξε στους μυκτήρες της καινούριος αέρας.
Η μαραζωμένη Κατερίνη αρχίζει σιγά – σιγά να αλλάζει, να προοδεύει.
Στο κοινωνικό επίπεδο οι παλιοί της κάτοικοι, ντόπιοι και βλάχοι, έρχονται σε επαφή με τους νεοφερμένους πρόσφυγες, φορείς άλλων ηθών, εθίμων και ιδεών. Μια νέα πόλη δημιουργείται. Μια νέα κοινωνία συγκροτείται. Αν μάλιστα κρίνουμε από το αποτέλεσμα θα πρέπει να παραδεχτούμε πως το μείγμα είχε την καταλληλότερη σύνθεση. Φαίνεται στη σύνθεση του νέου πληθυσμού των Κατερινιωτών, έδρασαν καταλυτικά οι καλύτερες ποικιλίες ανθρώπων.
Η πολύτροπη πόλη της Κατερίνης στα τέλη της δεκαετίας του 20 μοιάζει με μια όμορφη μικρή πεταλούδα που είναι έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου