Πουθενά δὲν ἀναφέρει ὁ Ἰσοκράτης (οὒτε ἂλλος Ἓλλην συγγραφεὺς) ὃτι “Ἓλληνὲς εἰσι οἱ μετέχοντες τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας”.
Ἡ ρῆσις αὐτὴ, τὴν ὁποίαν κατά κόρον ἐξεμεταλεύθησαν τὰ Μ.Μ.Ε., εἶναι χαλκευμένη, παράφρασις, παρερμηνεία, διαστρεύλωσις τοῦ 50οῦ ἐδαφίου απὸ τὸν “Πανηγυρικὸν” τοῦ Ἰσοκράτους, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν πραγματικότητα διατυπώνει, σαφῶς, τελείως αντίθετη ἒννοια. (Γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιθυμοῦν κάποιοι νὰ διδάσκωνται τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ εις τὰ σχολεῖα: γιὰ νὰ μποροῦν διάφοροι ἐπιτήδειοι, νὰ ἐρμηνεύουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα ὃπως τοὺς βολεύει).
Ὁ Ἰσοκράτης, λοιπὸν, πλέκων τὸ ἐγκώμιον τῆς πνευματικῆς αἲγλης τῶν Ἀθηνῶν, γράφει ἐπὶ λέξει: “…. ΤΟΣΟΥΤΟΝ Δ’ ΑΠΟΛΕΛΟΙΠΕΝ Η ΠΟΛΙΣ ΗΜΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟ ΦΡΟΝΕΙΝ ΚΑΙ ΛΕΓΕΙΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΩΣΘ΄ ΟΙ ΤΑΥΤΗΣ ΜΑΘΗΤΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΓΕΓΟΝΑΣΙΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΝΟΜΑ ΠΕΠΟΙΗΚΕ ΜΗΚΕΤΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΛΕΙΣΘΑΙ ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ Η ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΜΕΤΕΧΟΝΤΑΣ.”
Τὸ ρῆμα “πεποίηκε” καὶ τὸ τὸ ἀπαρὲμφατον “δοκεῖν”, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰσοκράτης, δὲν ἒχουν τεθῆ τυχαίως.
Ὃπως παρατηρεῖ καὶ ὁ σχολιογράφος τῶν Κωδίκων, ὁ Ἰσοκράτης πάντοτε “σαφεῖ τῇ λέξει κέχρηται” (vita 1.10).
Σημειωτέον δὲ, ὃτι συνεπλήρωνε καὶ ἐτελειοποιοῦσε τὸν “Πανηγυρικὸ” περισσότερο ἀπὸ δέκα ἒτη, προκειμένου νὰ τὸν ἀπαγγείλη κατὰ τὴν ἑκατοστὴν Ὀλυμπιάδα – τὸ 380 π.ν.χ.-, ὃπου, ὡς γνωστὸν, συμμετεῖχον ΜΟΝΟΝ Ἓλληνες.
Τὸ ρῆμα “ποιῶ” σημαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργῶ.
Τό μέσον (μέση φωνὴ) “ποιούμαι” σημαίνει ὑπολαμβάνω, νομίζω: “συμφορὰν ποιοῦμαι” = θεωρῶ ὡς συμφορὰν (ἀνάλογες σημερινὲς ἐκφράσεις: “περιποιημένη συμπεριφορὰ”, “κατασκευασμεύνη ὑπόθεσις”, “φτιαχτὸ ζήτημα”.
Τὸ δὲ ρῆμα “δοκῶ” σημαίνει ὑποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι: δοκεῖ = φαίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πραγματικότητα. “Τά δοκούντα –μόνον – τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ” τονίζει ὁ Πλάτων εἰς τὸν διάλογον “Θεαίτητος” (158 Ε).
Ὁ Ἰσοκράτης λοιπὸν ἁπλῶς διαπιστώνει:
“Ἡ πόλις μας (δηλαδή αἱ Ἀθῆναι, ἡ Ἑλλὰς Ἑλλάδος κατὰ τὸν Θυκυδίδη), τόσον ἒχει ἀφήσει πίσω της (“ἀπολέλοιπε”, “ἐξεπέρασε”) ὡς πρὸς τὴν φρόνησιν τοὺς ἂλλους ἂνθρώπους, ὣστε οἱ μαθηταὶ αύτῆς ἒγιναν διδάσκαλοι ἂλλων καὶ τὸ ὂνομα τῶν Ἑλλήνων πεποίηκε ( = ἐδημιούργησε τὴν πεποιημένην, πλαστὴν ὲντύπωσιν) δοκεῖν εἶναι ( =νὰ φαίνεται ὃτι εἶναι –δίχως ὃμως νὰ εἶναι) χαρακτηριστικὸν ὂχι πιὰ τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται Ἓλληνες (δὲν τοὺς ἀποκαλοῦμε ἐμεῖς) μᾶλλον οἱ μετέχοντες τής ἡμετέρας ἐκπαιδεύσεως παρὰ (οἱ μετέχοντες) τῆς κοινῆς φύσεως ( =γεννήσεως, καταγωγῆς).
Δηλαδὴ, κάτι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα μὲ τοὺς καθηγητὲς ξένων γλωσσῶν.
Οἱ μαθηταὶ λένε: “ἡ γαλλίδα”, “ἡ γερμανίδα”, “ὁ ἂγγλος”, κ.ο.κ., ἐννοώντας τοὺς -Ἓλληνες- καθηγητὰς, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν αὐτὲς τὶς γλῶσσες.
Γι’αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐτακτοποίησε τὸ ἀνεφυὲν πρόβλημα, καθορίζοντας ὡς “ἑλληνίζοντας” (καὶ ὂχι “Ἓλληνας”) τοὺς ξένους τοὺς διδάσκοντας ἑλληνικὰ.
Ἒτσι ἒχομε τοὺς “ἑλληνίζοντας” Ἰουδαίους, δηλαδὴ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν Ἑλληνικὴν, καὶ γενικῶς τοὺς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ κράτη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Δύσεως, ὡμιλοῦσαν, ἒγγραφον καὶ ἐδίδασκον τὰ Ἑλληνικὰ.
“Ἑλληνιστὴς” μέχρι σήμερα, εἶναι ὁ ἑλληνόγλωσσος ἀλλοδαπὸς, ὁ καθηγητὴς τῶν Ἑλληνικῶν.
Λόγου χάριν, ἡ Γαλλίδα ἑλληνίστρια Ζακλὶν ντὲ Ρομιγὺ, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Φεδερίκο Σαγρέδο, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Χουὰν Κοντὲρχ, καθηγητὴς εἰς τὸ πανεπισήμιο st. Andrews τῆς Σκωτίας, ὁ ὁποῖος ἀναγράφει εἰδήσεις στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα, στὸν ἱστοχῶρο του http://www.akwn.net/ κ.ἂ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξη τυχὸν παρεξήγησις γύρω ἀπὸ τὴν λέξι “μαθηταὶ” (οἱ ταύτης μαθηταὶ γεγόνασι διδάσκαλοι τῶν ἂλλων) διευκρινίζομε ὃτι οἱ μαθηταὶ οἱ ὁποίοι συνέρρεον εἰς τὶς Σχολὲς τῶν Ἀθηνῶν δὲν ἦσαν μόνον Ἓλληνες, ἀλλὰ καὶ ξένοι ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Αὐτοὶ, γυρίζοντας στὶς πατρίδες των, ἐδίδασκον ἑλληνικὰ ὡς “Ἓλληνες διδάσκαλοι” καὶ μετέπειτα “ἑλληνοδιδάσκαλοι”.
(Απόσπασμα επιστολής τής εξαιρέτου φιλολόγου Άννας Τζιροπούλου – Ευσταθίου, πρός τόν πρόεδρον τής Δημοκρατίας κ. Κων. Στεφανόπουλο, τήν 6η Νοεμβρίου τού 2000, η οποία εδημοσιεύθη σέ τεύχος τού περιοδικού “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ”)
Ἡ ρῆσις αὐτὴ, τὴν ὁποίαν κατά κόρον ἐξεμεταλεύθησαν τὰ Μ.Μ.Ε., εἶναι χαλκευμένη, παράφρασις, παρερμηνεία, διαστρεύλωσις τοῦ 50οῦ ἐδαφίου απὸ τὸν “Πανηγυρικὸν” τοῦ Ἰσοκράτους, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν πραγματικότητα διατυπώνει, σαφῶς, τελείως αντίθετη ἒννοια. (Γι’ αὐτὸ δὲν ἐπιθυμοῦν κάποιοι νὰ διδάσκωνται τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ εις τὰ σχολεῖα: γιὰ νὰ μποροῦν διάφοροι ἐπιτήδειοι, νὰ ἐρμηνεύουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα ὃπως τοὺς βολεύει).
Ὁ Ἰσοκράτης, λοιπὸν, πλέκων τὸ ἐγκώμιον τῆς πνευματικῆς αἲγλης τῶν Ἀθηνῶν, γράφει ἐπὶ λέξει: “…. ΤΟΣΟΥΤΟΝ Δ’ ΑΠΟΛΕΛΟΙΠΕΝ Η ΠΟΛΙΣ ΗΜΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟ ΦΡΟΝΕΙΝ ΚΑΙ ΛΕΓΕΙΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΩΣΘ΄ ΟΙ ΤΑΥΤΗΣ ΜΑΘΗΤΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΓΕΓΟΝΑΣΙΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΝΟΜΑ ΠΕΠΟΙΗΚΕ ΜΗΚΕΤΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΔΟΚΕΙΝ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΛΕΙΣΘΑΙ ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ Η ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΜΕΤΕΧΟΝΤΑΣ.”
Τὸ ρῆμα “πεποίηκε” καὶ τὸ τὸ ἀπαρὲμφατον “δοκεῖν”, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰσοκράτης, δὲν ἒχουν τεθῆ τυχαίως.
Ὃπως παρατηρεῖ καὶ ὁ σχολιογράφος τῶν Κωδίκων, ὁ Ἰσοκράτης πάντοτε “σαφεῖ τῇ λέξει κέχρηται” (vita 1.10).
Σημειωτέον δὲ, ὃτι συνεπλήρωνε καὶ ἐτελειοποιοῦσε τὸν “Πανηγυρικὸ” περισσότερο ἀπὸ δέκα ἒτη, προκειμένου νὰ τὸν ἀπαγγείλη κατὰ τὴν ἑκατοστὴν Ὀλυμπιάδα – τὸ 380 π.ν.χ.-, ὃπου, ὡς γνωστὸν, συμμετεῖχον ΜΟΝΟΝ Ἓλληνες.
Τὸ ρῆμα “ποιῶ” σημαίνει κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργῶ.
Τό μέσον (μέση φωνὴ) “ποιούμαι” σημαίνει ὑπολαμβάνω, νομίζω: “συμφορὰν ποιοῦμαι” = θεωρῶ ὡς συμφορὰν (ἀνάλογες σημερινὲς ἐκφράσεις: “περιποιημένη συμπεριφορὰ”, “κατασκευασμεύνη ὑπόθεσις”, “φτιαχτὸ ζήτημα”.
Τὸ δὲ ρῆμα “δοκῶ” σημαίνει ὑποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι: δοκεῖ = φαίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πραγματικότητα. “Τά δοκούντα –μόνον – τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ” τονίζει ὁ Πλάτων εἰς τὸν διάλογον “Θεαίτητος” (158 Ε).
Ὁ Ἰσοκράτης λοιπὸν ἁπλῶς διαπιστώνει:
“Ἡ πόλις μας (δηλαδή αἱ Ἀθῆναι, ἡ Ἑλλὰς Ἑλλάδος κατὰ τὸν Θυκυδίδη), τόσον ἒχει ἀφήσει πίσω της (“ἀπολέλοιπε”, “ἐξεπέρασε”) ὡς πρὸς τὴν φρόνησιν τοὺς ἂλλους ἂνθρώπους, ὣστε οἱ μαθηταὶ αύτῆς ἒγιναν διδάσκαλοι ἂλλων καὶ τὸ ὂνομα τῶν Ἑλλήνων πεποίηκε ( = ἐδημιούργησε τὴν πεποιημένην, πλαστὴν ὲντύπωσιν) δοκεῖν εἶναι ( =νὰ φαίνεται ὃτι εἶναι –δίχως ὃμως νὰ εἶναι) χαρακτηριστικὸν ὂχι πιὰ τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται Ἓλληνες (δὲν τοὺς ἀποκαλοῦμε ἐμεῖς) μᾶλλον οἱ μετέχοντες τής ἡμετέρας ἐκπαιδεύσεως παρὰ (οἱ μετέχοντες) τῆς κοινῆς φύσεως ( =γεννήσεως, καταγωγῆς).
Δηλαδὴ, κάτι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα μὲ τοὺς καθηγητὲς ξένων γλωσσῶν.
Οἱ μαθηταὶ λένε: “ἡ γαλλίδα”, “ἡ γερμανίδα”, “ὁ ἂγγλος”, κ.ο.κ., ἐννοώντας τοὺς -Ἓλληνες- καθηγητὰς, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν αὐτὲς τὶς γλῶσσες.
Γι’αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐτακτοποίησε τὸ ἀνεφυὲν πρόβλημα, καθορίζοντας ὡς “ἑλληνίζοντας” (καὶ ὂχι “Ἓλληνας”) τοὺς ξένους τοὺς διδάσκοντας ἑλληνικὰ.
Ἒτσι ἒχομε τοὺς “ἑλληνίζοντας” Ἰουδαίους, δηλαδὴ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν Ἑλληνικὴν, καὶ γενικῶς τοὺς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ κράτη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Δύσεως, ὡμιλοῦσαν, ἒγγραφον καὶ ἐδίδασκον τὰ Ἑλληνικὰ.
“Ἑλληνιστὴς” μέχρι σήμερα, εἶναι ὁ ἑλληνόγλωσσος ἀλλοδαπὸς, ὁ καθηγητὴς τῶν Ἑλληνικῶν.
Λόγου χάριν, ἡ Γαλλίδα ἑλληνίστρια Ζακλὶν ντὲ Ρομιγὺ, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Φεδερίκο Σαγρέδο, ὁ Ἱσπανὸς ἑλληνιστὴς Χουὰν Κοντὲρχ, καθηγητὴς εἰς τὸ πανεπισήμιο st. Andrews τῆς Σκωτίας, ὁ ὁποῖος ἀναγράφει εἰδήσεις στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα, στὸν ἱστοχῶρο του http://www.akwn.net/ κ.ἂ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξη τυχὸν παρεξήγησις γύρω ἀπὸ τὴν λέξι “μαθηταὶ” (οἱ ταύτης μαθηταὶ γεγόνασι διδάσκαλοι τῶν ἂλλων) διευκρινίζομε ὃτι οἱ μαθηταὶ οἱ ὁποίοι συνέρρεον εἰς τὶς Σχολὲς τῶν Ἀθηνῶν δὲν ἦσαν μόνον Ἓλληνες, ἀλλὰ καὶ ξένοι ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Αὐτοὶ, γυρίζοντας στὶς πατρίδες των, ἐδίδασκον ἑλληνικὰ ὡς “Ἓλληνες διδάσκαλοι” καὶ μετέπειτα “ἑλληνοδιδάσκαλοι”.
(Απόσπασμα επιστολής τής εξαιρέτου φιλολόγου Άννας Τζιροπούλου – Ευσταθίου, πρός τόν πρόεδρον τής Δημοκρατίας κ. Κων. Στεφανόπουλο, τήν 6η Νοεμβρίου τού 2000, η οποία εδημοσιεύθη σέ τεύχος τού περιοδικού “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ”)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου