Αριθ. 68, 1836, Εν Αθήναις, 3 Νοεμβρίου
ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΩΝ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Διάταγμα. Περί Εμπορικής Ναυτιλίας.
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δια να παρέξωμεν πλειοτέρας ευκολίας εις την ελληνικήν εμπορικήν ναυτιλίαν, και να συντελέσωμεν, όσον το εφ’ ημίν εις την πρόοδον και την ανάπτυξιν αυτής, και πεισθέντες εκ της πείρας, ότι τινές όροι του από 15 (27) Οκτωβρίου 1833 Διατάγματος περί εμπορικής ναυτιλίας είναι δυσεφάρμοστοι, απεφασίσαμιν, προσλαβόντες και την γνώμην του Ημετέρου Συμβουλίου της Επικρατείας, και επί τη προτάσει της επί των Ναυτικών Γραμματείας, να ακυρώσωμεν το ρηθέν Διάταγμα, και ν’ αντικαταστήσωμεν αυτό δια του παρόντος.
Διατάττομεν όθεν τα εφεξής·
Άρθρ. 1.
Όλα τα ελληνικά εμπορικά πλοία οφείλουν να φέρωσι την εθνικήν σημαίαν.
Άρθρ. 2.
Ως ελληνικά πλοία αναγνωρίζονται μόνον·
α΄. Τα ναυπηγούμενα εις την Ελλάδα.
β΄. Τα κυριευόμενα από ναυτικούς Έλληνας εις αγώνας υπέρ πατρίδος, ή εις κατά πειρατών συμπλοκάς, και αναγνωριζόμενα ως καλή λεία.
γ΄. Τα δημευόμενα δια παράβασιν των νόμων του Βασιλείου.
δ΄. Τα ναυαγούντα εις ελληνικά παράλια, και ως ανίκανα προς παραιτέρω πλουν πωλούμενα και επισκευαζόμενα εντός του Βασιλείου.
ε΄. Τα ανήκοντα εις Έλληνα, όστις μεταναστεύων από ξένην εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, συμπεριλαμβάνει αυτά εις τον νέον τόπον της κατοικίας του.
στ΄. Όσα, χωρίς να υπάγωνται εις μίαν των ανωτέρω κατηγοριών, ευρέθησαν εις την ημέραν της δημοσιεύσεως του από 15 (27) Οκτωβρίου 1833 Διατάγματος ανήκοντα εις υπηκόους Έλληνας.
ζ΄. Τα αγοραζόμενα εντός ή εκτός της Ελλάδας ξένα πλοία από Έλληνες παρακινουμένους εις την αγοράν ταύτην από λόγους ουσιώδους συμφέροντως.
Άρθρ. 3.
Τα εντόπια πλοία έχουσιν αποκλειστικώς το δικαίωμα να μετακωμίζωσι τα προϊόντα του τόπου από ένα είς άλλον λιμένα του Βασιλείου, καθόσον δεν είναι προσδιοωρισμένον, ή δεν προσδιορισθή άλλως πως δια συνθηκών του Κράτους, και μάλιστα επί τη βάσει της αμοιβαιότητος.
Άρθρ. 4.
Δεν συγχωρείται εις ξένους να γίνωνται μέτοχοι εις εθνικά ελληνικά πλοία, πλέον του ημίσεως αυτών· εάν δε εις ξένην Επικράτειαν απαγορεύεται εις τους Έλληνας ή εις τα εμπορικά αυτής πλοία μετοχή, τότε επιφυλαττόμεθα να τροποποιήσωμεν και Ημείς τον ανωτέρω ορισμόν.
Άρθρ. 5.
Όλοι οι αξιωματικοί, και τουλάχιστον τα ¾ του πληρώματος ενός πλοίου πρέπει να ήναι υπήκοοι Έλληνες.
Άρθρ. 6.
Πας Έλλην ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου, οφείλη να παρουσιαθή εις την ναυτικήν Αρχήν του λιμένος, εις ον θέλη να κατατάξη το πλοίον του, και να ζητήση την αναγώρισίν του, ως εθνικού, και την καταχώρησιν αυτού εις το νηϊολόγιον, παραδίδων ενταυτώ την περιγραφήν του πλοίου και το επίσημον έγγραφον, δι’ ου αποδεικνύονται οι τίτλοι της ιδιοκτησίας του. Οφείλη δε να αναφέρη συγχρόνως εις ποίαν των εις το άρθρ. 2 κατηγοριών υπάγεται το περί ου ο λόγος πλοίον.
Αν εις την του §. α’. παρουσιάζει μαρτυρικόν της δημοτικής Αρχής του τόπου όπου εναυπηγήθη το πλοίον.
Αν εις την του §΄. β’. την περί καλής λείας απόφασιν του αρμοδίου δικαστηρίου εις πρωτότυπον ή εις επικυρωμένον αντίγραφον.
Αν εις την του §΄. γ’. την περί δημεύσεως απόφασιν του αρμοδίου δικαστηρίου εις πρωτότυπον ή εις επικυρωμένον αντίγραφον.
Αν εις την του §΄. δ’. μαρτυρικόν της δημοτικής Αρχής του μέρους όπου το πλοίον εναυάγησε, και απόδειξιν της επισκευής επικυρωμένην από το δήμαρχο του μέρους όπου επεσκευάσθη.
Αν εις την του §΄. ε’. μαρτυρικόν της δημοτικής Αρχής του μέρους, όπου αποκατεστάθη σταθερώς.
Αν εις την του §΄. στ’. απόδειξιν της αρμοδίας Αρχής ομού με τα έγγραφα της ιδιοκτησίας, ότι το πλοίον ευρέθη κατά την ημέραν της δημοσιεύσεως του από 15 (27) Οκτωβρίου 1833 Διατάγματος ιδιοκκτησία ελληνική.
Και τέλος εις περίπτωσιν του §΄. ζ’. παρουσιάζει την εις πρωτότυπον ή εις εις επικυρωμένον αντίγραφον πράξιν του αρμοδίου Ελληνικού Προξενείου ή της αρμοδίας Ελληνικής Αρχής φανερόνουσαν την κατά νομίμους τόπους αγοράν, και προ πάντων ότι ο αγοραστής παρεκινήθη εις τούτο από ουσιώδες συμφέρον.
Ο ιδιοκτήτης διαβεβαιεί ενόρκως ενώπιον του Ειρηνοδικείου του τόπου όπου κατοικεί ή προσωρινώς διαμένει, ότι το πλοίον είναι τελεία ιδιοκτησία του, ή ότι έχει συμμετόχους Έλληνας ή ξένους, (ούτοι δε καθώς και εκείνοι πρέπει να φανερόνωνται ακριβώς, ως και πόσον έκαστος μετέχει), και ότι κανείς άλλος εκτός αυτών δεν είναι συμμέτοχος του πλοίου ή ενέχεται καθ’ οποιονδήποτε τρόπον εις αυτό.
Άρθρ. 7.
Αφού αι παρουσιασθείσαι αποδείξεις αναγνωρισθώσιν ισχυραί, και αφού δοθή ο απαιτούμενος όρκος, ο προϊστάμενος της ναυτικής Αρχής υπάλληλος μεταβαίνει επί του πλοίου και εξετάζη ακριβώς, ποία η ποιότης του, αν η κατασκευή αυτού ήναι καλή και ασφαλής, και είς ποίον είδος πλοίον ανάγεται· εν ταυτώ δε μετράται το πλοίον και προσδιορίζεται η χωρητικότης του.
Άρθρ. 8.
Γενομένης της εξετάσεως και της καταμετρήσεως σημαδεύοντα και καταχωρούντα εις τα νηολόγια εκείνα τα πλοία, τα οποία ευρέθησαν καθώς απαιτεί το άρθρ. 2 και εις καλήν κατάστασιν.
Άρθρ. 9.
Δεν συγχωρείται εις κανέν πλοίον μη αναγνωρισθέν ως εθνικόν, και μη καταχωρηθέν εις το νηϊολόγιον ενός λιμένος του Βασιλείου, να φέρει την ελληνικήν σημαίαν, ή να απολαμβάνη τα εκ τούτου προνόμια και τας ωφελείας.
Άρθρ. 10.
Όλα εν γένει τα εμπορικά πλοία καθώς και τα μετερχόμενα την ακτοπλοΐαν και αλιείαν μικροτέρα πλοιάρια, διαιρούνται εις δύο κλάσεις, εξ ων τα μεν από 30 τόνων και κατωτέρω ανάγονται εις την α’. τα δε επέκεινα των 30 τόνων εις την β’ κλάσιν. Εκτός των πλοίων τούτων λαμβάνει ειδικόν όνομα. Το όνομα τούτο, ως και το του λιμένος εις τον οποίον ανάγονται, και ο αριθμός της εις τα νηϊολόγια καταχωρήσεως σημειούνται εις την πρύμνην.
Η ως ανωτέρω σημείωσις των αριθμών και στοιχείων γίνεται και εις τα της α’ και εις τα β’ κλάσεως πλοία, δια λευκού ελαιοτρίπτου χρώματος και επί μέλανος δαπέδου· τα δε στοιχεία πρέπει να έχωσιν ύψος ενός δεκαμέτρου.
Δια πάσαν αυτογνώμονα αλλαγήν, επίχρισιν ή απόσβεσιν των παρά της Αρχής τεθέντων εις το πλοίον σημείων, επιβάλλεται εις μεν τα πλοία α’. κλάσεως πρόστιμον 500 δραχ. Εις δε τα της β’. 1000 δραχμών.
Άρθρ. 11
Είς έκαστον λιμένα του Βασιλείου υπάρχουν δύο νηϊολόγια προς καταγραφήν των εις αυτών αναγομένων πλοίων αμφοτέρων κλάσεων.
Εις έκαστον αυτών των νηϊολογίων πρέπει να σημειούται·
α΄. Η ημέρα της καταχωρήσεως του πλοίου.
β΄. Ο αύξων αριθμός υπό τον οποίον κατεχωρήθη.
γ΄. Το όνομα, το επάγγελμα και η διαμονή του ιδιοκτήτη του.
δ΄. Η ένορκος διαβεβαίωσις του ιδιοκτήτου, ότι το πλοίον είναι μοναδική αυτού ιδιοκτησία, ή ότι έχει και συμμετόχους Έλληνας ή ξένους, τα οποία τα ονόματα και το μερίδιον προσεπισημειούνται.
ε΄. Το όνομα του πλοίου
στ΄. Εις ποίαν εκ των επτά κατηγοριών του άρθρ. 2 ανάγεται.
ζ΄. Η ακριβής περιγραφή του πλοίου, εις ην προστίθεται ο αριθμός των ιστών και των καταστρωμάτων, το μήκος της τρόπιδος από το έμπροσθεν έως εις το όπισθεν κοράκιον, το μήκος του άνω καταστρώματος από την μίαν άκραν μέχρι της άλλης, το μέγιστον βάθος, το μέγιστον πλάτος του κύτους (αμπαρίου) και του διαφράγματος (μεσαίου καταστρώματος) ή αν το πλοίον έχη εν μόνον κατάστρωμα, το μέγιστον βάθος από το κατάστρωμα μέχρι του εσωτροπίου.
η΄. Η κατά τόνους χωρητικότης.
θ΄. Το είδος του πλοίου, αν π.χ. ήναι Βρίκιον κτλ., αν έχη παραπέτασμα (galerie) ή όχι.
Άρθρο 12.
Άμα καταχωρηθή εν πλοίον εις το νηϊολόγιον και αναγνωρισθή ως εθνικόν, ο ιδιοκτήτης οφείλει να δώση έγγραφον υπόσχεσιν και αξιόχρεων εγγύησιν.
α΄. Ότι θέλει φυλάξει πιστώς και ακριβώς τους περί εμπορικής ναυτιλίας καθεστώτας Νόμους.
β΄. Ότι θέλει μεταχειρίζεσθαι το περί αναγνωρίσεως του πλοίου του έγγραφον, καθώς και το ναυτιλιακόν δίπλωμα, μόνον δια το πλοίον δια το οποίον εξεδόθησαν· και ότι αν ήθελε πωλήση το πλοίον του ή όλον ή μέρος αυτού εις ξένον, ή αν ήθελε συμβή απολεσθή αυτό, ή να κασχεθή από τον εχθρόν, ή από πειρατάς, θέλει αποδώσει αμφότερα τα έγγραφα εις την εκδόσασαν αυτό Αρχήν· ή εάν συμβώσιν όλα ταύτα εκτός της Ελλάδος, εις τον αρμόδιον ελληνικόν Πρόξενον, δια ν’ αποσταλώσι παρ’ αυτού προς την επί των Ναυτικών Γραμματεία της Επικρατείας· εάν δε το έγγραφον της ιδιοκτησίας ή το δίπλωμα απολεσθώσιν αναγγέλλει αμέσως τούτο εις την αρμοδίαν Αρχήν.
Άρθρ. 13.
Η διδομένη εγγύησις πρέπει να ισοδυναμή, εις μεν τα πλοία κατωτέρας των 30 τόνων χωρηκότητος με το εν τρίτον της αξίας του πλοίου, εις δε τα ανωτέρας των 30 μέχρι των 200 τόνων με 20 δραχ. δι’ έκαστον τόνον· εις δε τα 200 και επέκεινα με 30 δρ. κατά τόνον. Η εγγύησις αύτη δίδεται ή δια καταθέσεως της απαιτουμένης ποσότητος εις μετρητά, ή εις ελληνικά μετά την 20 Ιανουαρίου (1 Φεβρουαρίου) 1833 εκδοθέντα γραμμάτια της Επικρατείας, ή δι’ υποθήκης ακινήτου κτήματος, του οποίου η αξία να υπερβαίνη την ποσότητα της εγγυήσεως κατά εν τρίτον, ή δια παρουσιάσεως αξιοχρέων εγγυητών και πληρωτών, οίτινες πρέπει να ήναι πολίται κατοικούντες εις την Ελλάδα.
Άρθρ. 14.
Η δοθείσα εγγύησις εξασφαλίζει το δημόσιον εις πάσαν παράβασιν των περί ναυτιλίας νόμων του Βασιλείου δια τα δικαστικά έξοδα, όσων οι απόδοσις απόκειται εις τον παραβάτην, και δια την πληρωμήν του επιβαλλομένου προστίμου.
Η δοθείσα εγγύησις μένει εξ’ ολοκλήρου δια λογαριασμόν της Κυβερνήσεως, εάν γενή παράβασις των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρ. 12 §. β’. υποχρεώσεων.
Άρθρ. 15.
Δοθείσης της εγγυήσεως χορηγείται εις τον ιδιοκτήτην του πλοίου έγγραφον περί περί της αναγνωρίσεως του πλοίου του, ως ελληνικού εθνικού, κατά τον επισυναπτόμενον υπό στοιχ. Α΄ τύπον.
Το έγγραφον τούτο υπογεγραμμένον από τον επί των Ναυτικών Γραμματέα της Επικρατείας, και εσφραγισμένον με την σφραγίδα του Υπουργείου, περιέχει αυτολεξεί όλα, όσα κατά το άρθρ. 11 κατεχωρήσθησαν εις τα νηϊολόγια.
Άρθρ. 16.
Το έγγραφον τούτο υπόκειται εις σταθερόν δικαίωμα πληρωμής 3. Δραχ. Δια ταύτα έγγραφα ιδιοκτησίας πλοίων υπέρ τους 30 τόνους, θέλει πληρόνεσθαι εκτός τούτον και το δικαίωμα 10 λεπτών δι έκαστον τόνον περιπλέον όντα των τριάκοντα. Το σταθερόν δικαίωμα των τριών δραχμών εισπράττεται, γραφομένου του εγγράφου της ιδιοκτησίας, ευθύς επί χαρτοσήμου της έκτης τάξεως τριών δραχμών, και της ποσότητος ταύτης απλώς καταβαλλομένης.
Η χορήγησις του εγγράφου τούτου γίνεται δια της τελωνειακής Αρχής του λιμένος, εις του οποίου τα νηϊολόγια κατεχωρήθη το πλοίον, αφού προηγουμένως πληρωθή εις αυτήν το διατεταγμένον δικαίωμα.
Άρθρ. 17.
Αν απωλεσθή το περί αναγνωρίσεως τινός πλοίου ως εθνικού έγγραφον, ο ιδιοκτήτης οφείλη να αποδείξη ή να διαβεβαιώση ενόρκως, ότι απωλέσθη, και τότε δίδεται προς αυτόν νέον έγγραφον, αφού πληρώση το διατεταγμένον παρά του άρθρου 16 δικαίωμα. Εις το νέον τούτο έγγραφον προστίθεται ρητώς, ότι η έκδοσις αυτού έγινε προς αναπλήρωσιν του απολεσθέντος, του οποίου η ημερομηνία και ο αριθμός πρέπει να αναφέρονται εις το νέον ρητώς.
Άρθρ. 18.
Αν το πλοίον μετά την έκδοσιν του εγγράφου, δι’ ου αναγνωρίζεται ως εθνικόν εμπορικόν, αλλαχθή κατά το σχήμα, την χωρητικότητα, ή κατ’ άλλον τινά τρόπον, ο ιδιοκτήτης οφείλη να ζητήση αμέσως νέον έγγραφον· άλλως ζημιούται την εγγυηθείσαν ποσότητα.
Άρθρ. 19.
Οσάκις ελληνικόν εθνικόν πλοίον πωληθή κατά μέρος ή εξολοκλήρου εις άλλον Έλληνα, πρέπει να ειδοποιήται περί τούτου η ναυτική Αρχή, εις της οποίας τα νηϊολόγια είναι καταχωρημένον. Η Αρχή αύτη σημειοί εις τα νηϊολόγιά της καθώς και όπισθεν του περί αναγνωρίσεως εγγράφου την γενομένην πώλησιν.
Η παραμέλησις του όρου τούτου τιμωρείται, εις μεν τα πλοία α΄. κλάσεως, με πρόστιμον 200 δραχ. εις δε τα της β΄. 400 δραχμών.
Άρθρ. 20.
Τα ναυτιλιακά ταύτα διπλώματα εκδίδονται δι εν έτος, κατά το υπό στοιχ. Β΄. επισυναπτόμενον τύπον, υπογράφοντα παρά του επί των Ναυτικών Γραμματέως της Επικρατείας, και σφραγίζονται με την σφραγίδα του Υπουργείου· υπόκεινται δε εις δικαίωμα χαρτοσήμου, μιας μεν δραχ. δια τα πλοία τα μικρότερα των 30 τόνων χωρητικότητος, τριών δε δια τα 30 –100, και δια τα μεγαλύτερα των 100 τόνων, 6 δραχ. Εις ιδιαίτερον δικαίωμα δεν υπάγονται πλέον τα διπλώματα ταύτα. Η χορήγησις τούτων γίνεται παρά της τελωνικής Αρχής του λιμένος επί πληρωμή χαρτοσήμου.
Η λιμενική Αρχή οφείλη προ της ανανεώσεως του διπλώματος να εξετάζη το πλοίον, και τότε μόνον εκδίδει το νέον, όταν αυτό ήναι εις καλήν κατάστασιν.
Άρθρ. 21.
Όλαι αι ελληνικαί προξενικαί Αρχαί δύναται επί εγγράφω αιτήσει του πλοιάρχου και του ιδιοκτήτου του πλοίου να παρατείνωσι την διάρκειαν του ναυτιλιακού διπλώματος, αφού προηγουμένως εξετάσωσιν ακριβώς και πεισθώσιν ότι ο πλοίαρχος ή ο ιδιοκτήτης προ της παύσεως της ισχύος του διπλώματος, είχε συνδέσει συμφωνίας υποχρεούσαν αυτόν εις επιχείρησιν νέου διάπλου, μη επιτρέποντος εις αυτόν να απέλθη εις τον ανήκοντα ελληνικόν λιμένα προς ανανέωσιν των εγγράφων του, και ότι εκ της τοιαύτης συμφωνίας προκύπτει σημαντικόν όφελος δια τον πλοίαρχον ή τον ιδιοκτήτην.
Η παράτασις αύτη σημειούται όπισθεν του ναυτιλιακού διπλώματος· δίδεται δε δια τόσον καιρόν, όσος απαιτείται δι’ ένα και μόνον διάπλουν, μετά την αποπεράτωσιν του οποίου το πλοίαρχος οφείλει να μεταβή αμέσως εις τον λιμένα, εις ον ανήκει το πλοίον του, δια να ανανεώση εκεί το δίπλωμά του, ότε και θέλει γενεί η είσπραξις των δικαιωμάτων της παρά του Προξένου δοθείσης παρατάσεως, ομού με εκείνην των του νέου διπλώματος.
Μόνον εις πάντη εκτάκτους περιπτώσεις, και εις αποδεδειγμένην ανάγκην δύναται οι Πρόξενοι να ενδίδωσι και εις δευτέραν παράτασιν, ειδοποιούντες εκάστοτε την επί των Ναυτικών Γραμματείαν της Επικρατείας.
Άρθρ. 22.
Όστις εν γνώσει συμπράξει καθ’ οποιονδήποτε τρόπον εις την παράνομον αναγνώρισιν ξένου τινός πλοίου ως ελληνικού, ή εις την παράνομον έκδοσιν ναυτιλιακού διπλώματος δια τοιούτον πλοίον· όστις επιστάτης τελωνείου ειδοποιηθείς περί της τοιαύτης παρανομίας δεν εμποδίσει την έκπλευσιν τοιούτου πλοίου από τον υπό την επιστασία του λιμένα· όστις πλοίαρχος, υποπλοίαρχος, ή ιδιοκτήτης πλοίου αναδεχθή εν γνώσει την διεύθυνσιν τοιούτου πλοίου· και τέλος, όστις μεταχειρισθεί εν γνώσει τοιούτον πλοίον δι’ αποστολήν φορτίου, ή όστις γνωρίζων την γενομένην απάτην δεχθή τας δια τοιούτου πλοίου στελλομένας εις αυτόν πραγματείας, χωρίς να ειδοποιήση περί τούτου εντός 24 ωρών την πλησιεστέραν λιμενικήν Αρχήν, τιμωρείται με πρόστιμον 5000 δραχμ.
Άρθρ. 23.
Πας πλοίαρχος ή ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου οφείλει να έχη πάντοτε επί τούτου το περί αναγνωρίσεως έγγραφον και το ναυτιλιακόν δίπλωμα, και να φυλάττη ακριβώς όλας τας περί εμπορικής ναυτιλίας εκδοθείσας και εκδοθησομένας διατάξεις, και όσας ο εμπορικός νόμος επιβάλλει εις αυτόν υποχρεώσεις.
Η παράβασις του παρόντος όρου τιμωρείται, εις μεν τα πλοία της α’. κλάσεως με πρόστιμον 100 δραχμών εις δε τα της β’. 300 Δραχμών.
Άρθρ. 24.
Αι παραβάσεις του παρόντος διατάγματος δικάζονται δια των τακτικών Δικαστηρίων.
Η δε διαδικασία γίνεται απαραλλάκτως κατά τους γενικούς περί ποινικών υποθέσεων κανονισμούς.
Άρθρ. 25.
Από της δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως ακυρούνται όλοι οι ορισμοί του από 15/27 Οκτωβρίου 1833 Διατάγματος περί εμπορικής ναυτιλίας.
Άρθρ. 26.
Οι επί των Ναυτικών, των Οικονομικών και της Δικαιοσύνης Γραμματείς της Επικρατείας επιφορτίζονται, καθ’ όσον εις έκαστον αυτών ανήκει, την εκτέλεσίν του παρόντος Διατάγματος, το οποίον θέλει δημοσιευθεί δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, λαμβάνον δια τούτου ισχύν προσωρινού νόμου.
Εν Αθήναις την 14η Νοεμβρ. 1836.
Εν ονόματι και κατ’ ιδιαιτέραν διαταγήν της,
Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως,
Το Υπουργικόν Συμβούλιον,
ΑΡΜΑΝΣΠΕΡ, Ι. ΡΙΖΟΣ, ΣΜΑΑΤΣ, ΑΡ. ΜΑΝΣΟΛΑΣ,
Α. Γ. ΚΡΙΕΖΗΣ, Γ. ΛΑΣΣΑΝΗΣ.