Η γεωγραφική περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως Αχαΐα, δεν κατελάμβανε την ίδια έκταση στην αρχαιότητα
Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Αχαΐα κατείχε κυρίως την παραλιακή και ημιορεινή ζώνη ανάμεσα στη Σικυώνα ανατολικά και στον Άραξο δυτικά, με τους ποταμούς Σύθα και Λάρισσο να αποτελούν τα σύνορα προς τη Σικυωνία και την Ηλεία αντίστοιχα.
Το ανατολικότερο τμήμα της αρχαίας Αχαΐας μεταξύ Σικυώνος και Αιγείρας ανήκει σήμερα στην Κορινθία και η στενή λωρίδα νότια του Αράξου στην Ηλεία. Στο νότιο ορεινό τμήμα της, η αρχαία Αχαϊα δεν συμπεριελάμβανε την επαρχία Καλαβρύτων που τότε ανήκε στη βόρεια Αρκαδία.
Η Ομηρική Αχαΐα διέφερε ακόμη περισσότερο από τη σημερινή σε σχέση με εκείνη των ιστορικών χρόνων καθώς εκτεινόταν μεταξύ της Πελλήνης ανατολικά κοντά στο σημερινό Ξυλόκαστρο και του Αιγίου δυτικά. Δηλαδή η Ομηρική Αχαΐα ουσιαστικά κατελάμβανε τη ζώνη που αντιστοιχεί στη σημερινή Αιγιάλεια. Η περιοχή του Ξυλοκάστρου που σήμερα ανήκει στην Κορινθία, αποτελούσε τότε το ανατολικότερο τμήμα της.
H ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΧΑΪΑ
Την παλαιότερη μαρτυρία για την Αχαΐα ως ενιαία χώρα των Αχαιών βρίσκουμε στην ιστορία του Ηροδότου (5ος αι. π.Χ.), όπου απαριθμούνται οι Δώδεκα πόλεις της με φορά από ανατολάς προς δυσμάς ως εξής: Πελλήνη, Αίγειρα, Αιγαί, Βούρα, Ελίκη, Αίγιον, Ρύπες, Πατρέες,, Φαρέες, Ώλενος, Δύμη καί Τριταιέες. Είναι ενδιαφέρον ότι οκτώ από αυτές τις δώδεκα πόλεις (Αίγειρα, Βούρα, Κερύνεια, Ελίκη, Αίγιον, Ρύπες, Δύμη και Ώλενος), αναφέρονται σε απόσπασμα κειμένου του Αισχύλου που είναι παλαιότερο της ιστορίας του Ηροδότου κατά μερικές δεκαετίες. Οι πόλεις των Πατρών, Φαρών και Τριταίας αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο. Από αυτές, οι Φαρές ήσαν νωρίτερα γνωστές ως πόλη της Ηλείας ενώ η Τριταία που αναφέρεται σαν Αχαϊκή αλλά και Αρκαδική πόλη, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επανίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας κατά την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (3ος αι. π.Χ.) από κοινού με την Πάτρα, τη Δύμη και τις Φαρές.
Την Ηροδότεια διαίρεση της Αχαΐας σε δώδεκα πόλεις-επικράτειες, ακολουθούν ο γεωγράφος Στράβων (1ος αι. π.Χ.- 1ος αι. μ. Χ.) και ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.). Ο ιστορικός Πολύβιος (3ος-2ος αι. π.Χ.) γνωρίζει την ίδια διοικητική διαίρεση αλλά αναφέρει ότι η Ελίκη και η Ώλενος δεν υπήρχαν στην εποχή του. Η μεν Ελίκη γιατί είχε καταστραφεί από το σεισμό του 373 π.Χ., η δε Ώλενος γιατί είχε παρακμάσει μπροστά στην άνοδο της γειτονικής της Δύμης. Στη θέση τους αναφέρονται το Λεόντιον και η Κερύνεια, το πρώτο ΒΑ της Τριταίας και η δεύτερη ΝΑ της Ελίκης.
Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΑΧΑΪΑ
Από την Αχαϊκή Δωδεκάπολη των ιστορικών χρόνων, όπως αυτή αναφέρεται στον κατάλογο του Ηροδότου, μόνο πέντε πόλεις είναι γνωστές στον Όμηρο: η Πελλήνη, η Υπερησίη (η μεταγενέστερη Αίγειρα), οι Αιγές, η Ελίκη και το Αίγιον. Αν και οι Αιγές δεν περιλαμβάνονται στον Κατάλογο των Πλοίων, είναι γνωστές στον Όμηρο ως κέντρο λατρείας του Ποσειδώνα μαζί με το κατεξοχήν κέντρο λατρείας του θεού που βρισκόταν στην Ελίκη (Ιλ. 8.201-204 και 20, 403-405) και όπου ο Ποσειδών λατρευόταν ως Ελικώνιος με την πρωταρχική του ιδιότητα ως θεού των υδάτων και της βλάστησης, όπως έχω δείξει σε δημοσιευμένες μελέτες μου επί του θέματος (1995 και 1999). Η Ελίκη, το Αίγιον, η Πελλήνη και η Υπερησίη (Αίγειρα) απαριθμούνται στον Νηών Κατάλογο (2. 573-575) ως πόλεις του μυκηναϊκού βασιλείου του Αγαμέμνονα που έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας.
Σύμφωνα με το Ομηρικό κείμενο, το βασίλειο του Αγαμέμνονα αποτελείται από ένδεκα πόλεις που βρίσκονται μεταξύ των Μυκηνών και της περιοχής του Αιγίου: Μυκήνες, Κλεωνές, Ορνειές και Αραιθυρέα στην Αργολίδα, Κόρινθος, Σικυών και Γονόεσσα στην Κορινθία, Πελλήνη, Υπερησία, Ελίκη και Αίγιον στην Αχαΐα. Το βασίλειο αυτό, ο Αιγιαλός όπως δηλώνεται στον καταληκτικό στίχο 575, δεν περιλαμβάνει καμία από τις Αχαϊκές πόλεις δυτικά του Αιγίου και διαφέρει σημαντικά από την ιστορική Αχαΐα που εκτείνεται δυτικά ως τα σύνορα με την Ηλεία. Εξάλλου η Ώλενος, οι Φαρές και η Δύμη, όλες πόλεις της δυτικής ιστορικής Αχαΐας ανήκουν, σύμφωνα με την Ομηρική γεωγραφία, στην Ηλεία. Ο πυρήνας, επομένως, της χώρας που μετεξελίχθηκε στη μετέπειτα γνωστή Αχαΐα βρίσκεται στον Ομηρικό Αιγιαλό (Αιγιάλεια) και στις παλαιές μυκηναϊκές πόλεις.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Αχαϊκό αποικισμό της Δύσης στον οποίο πήραν μέρος μόνον πόλεις της ανατολικής Αχαΐας. Πρώτη η Ελίκη το 730 π.Χ., ηγήθηκε του αποικισμού στην Κάτω Ιταλία με την ίδρυση της διάσημης αποικίας της Συβάρεως. Σε αυτή την πρωτοβουλία συμμετείχαν και άποικοι των Αιγών και της Βούρας. Το παράδειγμα της Ελίκης ακολούθησαν οι Ρύπες και το Αίγιον που ίδρυσαν τις αποικίες του Κρότωνα και της Καυλωνίας πριν από το τέλος του 8ου αι. π.Χ. Αλλά ακόμη και αργότερα, τις τελευταίες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ., μόνον Αχαιοί από τις πόλεις της ανατολικής Αχαΐας συμμετείχαν στην ίδρυση του Μεταποντίου και της Ποσειδωνίας που ήσαν θυγατρικές αποικίες της Συβάρεως στο Ιόνιο και στο Τυρρηνικό πέλαγος αντίστοιχα. Σε αυτές τις κινήσεις, καμία πόλη της δυτικής Αχαΐας δεν συμμετείχε.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και όταν επιχειρήσουμε επισκόπηση των ιστορικών γεγονότων στην Πελοπόννησο κατά τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ. Στις εξελίξεις με πρωτοβουλία του Αργους, ηγεμονικής πόλης στην Πελοπόννησο του 8ου αιώνα, μόνον οι πόλεις της ανατολικής Αχαϊας συμμετείχαν. Οι ίδιες αυτές πόλεις έστειλαν τις αποικίες στη Δύση, ακολουθώντας το παράδειγμα της Κορίνθου που ίδρυσε την Κέρκυρα και τις Συρακούσες, και επιχείρησαν να αποκτήσουν ηγεμονική θέση στην Πελοπόννησο. Το Αίγιον, για παράδειγμα, πολέμησε εναντίον των Αιτωλών για να επιτύχει τον έλεγχο του Κορινθιακού κόλπου. Η Πελλήνη και η Αίγειρα πολέμησαν κατά των Σικυωνίων. Η Αίγειρα μάλιστα που πριν ονομαζόταν Υπερησία, πήρε το νέο της όνομα μετά τη νίκη που επέτυχε κατά των Σικυωνίων το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ., χάρη στο τέχνασμα με τις αίγες, όπως διηγείται ο Παυσανίας (7.26.2-3).
Μια εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι στην περιοχή που ταυτίζεται ως Ομηρικός Αιγιαλός και εκτείνεται ανάμεσα στο Αργος και το Αίγιον, επικρατούν ονόματα πόλεων, περιοχών και προσώπων με την ίδια ρίζα αιγ. Για παράδειγμα, ο Αιγιαλεύς από τον οποίο πήρε το όνομά της η παράλια ζώνη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου είναι ο αυτόχθων βασιλιάς της Σικυώνας, της οποίας το αρχαιότατο όνομα ήταν Αιγιάλη ή Αιγιαλοί (Παυσ. 2.6.5, Στρ. 8.6.25). Αιγιάλη ή Αιγιάλεια ονομαζόταν η κόρη του Αδράστου, πρώτου βασιλιά του Άργους που υπήρξε για μικρό διάστημα και βασιλιάς της Σικυώνας. Τρεις από τις πόλεις του Αιγιαλού φέρουν τα ονόματα Αίγιον, Αίγειρα και Αιγές. Το παλαιό όνομα Αιγιαλός, παρέμενε σε χρήση στην Αχαΐα ακόμη και κατά την ύστερη αρχαιότητα, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίες πηγές (Παυσ. 2.5.6 και 7.1.4, Στρ. 8.7.1), δηλαδή πολλούς αιώνες μετά την εγκατάσταση των Αχαιών στον Αιγιαλό υπό την ηγεσία του Τισαμενού γιου του Ορέστη στα τέλη της Μυκηναϊκής περιόδου (12ος αι. π.Χ.) και τη μετονομασία της χώρας σε Αχαΐα.
Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΧΑΪΚΟ ΑΙΓΙΟΝ
Παρά το γεγονός ότι οι επήλυδες Αχαιοί υπό τονΤισαμενό εγκαταστάθηκαν στον Ιωνικό Αιγιαλό μετά τη σύγκρουση με τους Ίωνες Αιγιαλείς και έζησαν μαζί, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους παρέμεινε ισχυρός. Η πλέον χαρακτηριστική ένδειξη αυτής της έχθρας υποδηλώνεται, πιστεύω, από τον ανταγωνισμό που παρατηρείται ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα ιερά της περιοχής, του Αχαϊκού Δία στο Αίγιον και του Ιωνικού Ποσειδώνα στην Ελίκη.
Το Αίγιον είχε ισχυρούς δεσμούς με το βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα και τον βασιλικό οίκο των Ατρειδών που έλκει την καταγωγή του από τον Δία. Σύμφωνα με την παράδοση ο Δίας είναι πατέρας του Ταντάλου, πατέρα του Πέλοπα, πατέρα του Ατρέα ιδρυτή του οίκου των Ατρειδών και πατέρα του Αγαμέμνονα. Στο ιερό του Δία στο Αίγιον συγκέντρωσε ο Αγαμέμνων τους αρχηγούς των Ελλήνων για να συσκεφθούν προ της εκστρατείας κατά της Τροίας, ένδειξη της σπουδαιότητάς του ως Αχαϊκού ιερού στην περιοχή κατά την Υστερη Μυκηναϊκή περίοδο. Η απόφαση επομένως του εγγονού του Αγαμέμνονα Τισαμενού στα τέλη του 12ου αι. π.Χ. να αναζητήσει για τους διωγμένους Αχαιούς του καταφύγιο στον Αιγιαλό που εξουσιαζόταν από τους Ίωνες, πρέπει σε μεγάλο βαθμό να οφείλεται στο γεγονός ότι στην περιοχή του Αιγίου κατοικούσαν από παλιά ομόεθνοι Αχαιοί. Την ενωμένη δύναμη των παλαιών και νέων Αχαιών που κάτω από την ηγεμονία του ένδοξου απογόνου του Αγαμέμνονα θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυριαρχία του Αιγιαλού, φαίνεται πως φοβήθηκαν οι Ίωνες και γι' αυτό δεν επέτρεψαν στους Αχαιούς την εγκατάσταση στην περιοχή τους. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Αχαιοί νίκησαν και εγκαταστάθηκαν στον Ιωνικό Αιγιαλό διατηρώντας την ισχυρή πρωτεύουσα των Ιώνων, την Ελίκη, ως πρωτεύουσα πόλη και της νέας διοίκησης. Όμως ένα νέο στοιχείο σίγουρα προστέθηκε ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας στον Αιγιαλό: η συσπείρωση των Αχαιών γύρω από το ιερό του Δία στο Αίγιον και των Ιώνων γύρω από το ιερό του Ποσειδώνα στην Ελίκη.
Σε αντίθεση με τον Δία, ο Ποσειδών ήταν ο πανίσχυρος θεός των Ιώνων, πατέρας του Νηλέα και του Σελινούντα, βασιλιά των Αιγιαλέων και πατέρα της Ελίκης, συζύγου του Ίωνα. Το ιερό του στην Ελίκη ήδη από τους Μυκηναϊκούς χρόνους ήταν το κέντρο της Ιωνικής ομοσπονδίας και είχε πανελλαδική σπουδαιότητα την οποία φαίνεται πως διατήρησε μέχρι περίπου τον 6ο αι. π.Χ., οπότε με την ανάδυση της ενιαίας Αχαΐας η σημασία του περιορίστηκε πιθανότατα γύρω από την περιοχή της Ελίκης και από τους Ίωνες. Αυτή η ερμηνεία, θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει και τα γεγονότα που παραδίδονται γύρω από την καταστροφή της Ελίκης τον 4ο αι. π.Χ. σε σχέση με το ιερό του Ποσειδώνα και τους Ίωνες πρεσβευτές από τη Μικρά Ασία. Όπως γνωρίζουμε από τις αρχαίες πηγές (Παυσανίας, Διόδωρος, Στράβων), όταν ήρθαν στην Ελίκη πρεσβευτές από την Ιωνία για να θυσιάσουν στο βωμό του Ποσειδώνα, οι Ελικείς δεν τους επέτρεψαν ή κατά άλλη εκδοχή τους συνέλαβαν μετά τη θυσία μέσα στο ιερό και τους κακομεταχειρίστηκαν προκαλώντας έτσι τη μήνι του θεού που τιμώρησε αργότερα την πόλη με καταστροφή από σεισμό και τσουνάμι. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι οι Ελικείς δεν επέτρεψαν τη θυσία, παρότι οι πρέσβεις από την Ιωνία είχαν ζητήσει και λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Κοινού των Αχαιών, με το επιχείρημα ότι το ιερό ανήκε σε εκείνους μόνον και όχι στο Κοινό των Αχαιών. Το περιστατικό της αποστολής των πρέσβεων που φαίνεται να έχει ιστορική βάση και συνέβη πιθανότατα κάπου στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., όπως δείχνουν ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα από την Ιωνία, καταδεικνύει τη σθεναρή ένωση των Ιώνων γύρω από την Ελίκη και το ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα που αντιπροσώπευε ακόμη στον 4ο αιώνα το προγονικό ιερό για τη φυλή των Ιώνων. Αντίστοιχη σημασία για τους Αχαιούς πρέπει να είχε το ιερό του Δία στο Αίγιον.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1. Από όσα παρουσίασα πιο πάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής:. Η Ομηρική Αχαΐα εκτεινόταν μεταξύ Πελλήνης (κοντά στο Ξυλόκαστρο) προς ανατολάς και Αιγίου προς δυσμάς, κατελάμβανε δηλαδή την περιοχή που αντιστοιχεί πρωτίστως στη σημερινή Αιγιάλεια η οποία διατηρεί και το αρχαιότατο όνομα της χώρας.
2. Ο σχηματισμός της ενιαίας ιστορικής Αχαΐαςξεκίνησε αρχικάαπό τον Αιγιαλό δηλαδή την Ομηρική Αχαΐα, αμέσως μετά τη λήξη της βασιλείας και την καθιέρωση της αριστοκρατίας γύρω στον 9ο αι. π.Χ. Ο 8ος αιώνας φαίνεται πως υπήρξε η κρίσιμη καμπή για την αυτονομία των Αχαϊκών πόλεων, όπως δείχνουν οι αποικισμοί και οι απόπειρες ηγεμονίας στην Πελοπόννησο, που σταδιακά οδήγησε στην μετεξέλιξη της ενιαίας Αχαΐας.
3. Η ιστορική Αχαΐα φαίνεται πως γεννήθηκε τον 6ο αι. π.Χ., μετά την προσχώρηση και ένωση των πόλεων της δυτικής Αχαΐας. Τότε πρέπει να καθιερώθηκε και η Αχαϊκή Δωδεκάπολις, δηλαδή η Συμπολιτεία των Δώδεκα πόλεων της Αχαΐας που περιελάμβανε τις πόλεις του παλαιού Ομηρικού Αιγιαλού και τη νεότερη ένωση των πόλεων της δυτικής Αχαΐας. Μπορούμε να ορίσουμε ως terminus post για αυτή τη διαδικασία τον αποικισμό στη Δύση (8ος αι. π.Χ.) και ως terminus ante την αναφορά των πρώτων Αχαϊκών πόλεων στο απόσπασμα του Αισχύλου κατά τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ.
4. Το ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα στην Ελίκη που είναι και το αρχαιότερο ιερό της περιοχής, λειτούργησε ως πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Αχαΐας για πολλούς αιώνες από την ίδρυση της Ελίκης κατά την προϊστορική περίοδο (14ος αι. π.Χ.) μέχρι τον 6ο αι. π.Χ. Από αυτή την εποχή και μετά φαίνεται πως αναπτύχθηκε έντονος ανταγωνισμός με το ιερό του Δία στο Αίγιον σε σχέση με την πρωτοκαθεδρία στην Αχαϊκή Ομοσπονδία. Κατά την Κλασσική περίοδο και μέχρι την καταστροφή του 373 π.Χ., η σημασία του ιερού του Ποσειδώνα είχε πιθανότατα περιορισθεί σε αυτήν του Ιωνικού ιερού γύρω από την Ελίκη αντί του ομοσπονδιακού ιερού, όπως παλαιότερα. H καταστροφή του διοικητικού κέντρου της Ελίκης το 373 π.Χ. μαζί και του ιερού, έδωσε τη δυνατότητα στο γειτονικό Αίγιον να αναδειχθεί ως η νέα πρωτεύουσα πόλη της Αχαϊας στη θέση της Ελίκης με την ανασύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας γύρω στο 280 π.Χ.
* Το παρόν άρθρο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση
ευρύτερης μελέτης της Ντόρας Κατσωνοπούλου για τη δημιουργία της Αχαΐας στην αρχαιότητα και το ρόλο των πόλεων της Ελίκης και του Αιγίου.
Ντόρα Κατσωνοπούλου
Αρχαιολόγος, Δρ. Πανεπιστημίου Cornell Ν . Υόρκης -Διευθύντριας Ερευνητικού Προγράμματος Αρχαίας Ελίκης
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου