Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης, ο «Θρύλος του Ακρωτηρίου», έγραψε με τον ηρωισμό του και την αυτοθυσία του, μια από τις πιο ένδοξες στιγμές της Ελλάδος, κατά των Αγώνα των Κρητών, το 1897, για ένωση με την Μητέρα Πατρίδα.
Δυστυχώς τα περισσότερα Ελληνόπουλα, ακόμα ακόμα και τα Κρητικόπουλα αγνοούν την ύπαρξη αυτών των ηρώων...
Ο Σπύρος Καγιαλές γεννήθηκε το 1872.
Ο πατέρας του Δημήτρης, καταγόταν από τη Γραμβούσα και ήλθε νωρίς, μαζί με την οικογένειά του, από τα Καμπιά και εγκαταστάθηκε στην οδό Λάκων, στη Χαλέπα.
Όταν αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί και τα παιδιά του με τις οικογένειές τους, ολόκληρη η γειτονιά αποκλήθηκε «Καγιαλεδιανά».
Η μητέρα του Μαρία, το γένος Ορνεράκη, ήταν από τα Σφακιά. Όλοι οι άνδρες της οικογένειας έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες της εποχής τους για την Ελευθερία και την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο Ακρωτήρι ο Σπύρος Καγιαλές υπηρέτησε από την αρχή της Επανάστασης του 1897 μαζί με τους αδελφούς του Γιώργο, Μανώλη, Αντώνη και Σήφη.
Επίσης, έλαβε μέρος στις μάχες του Δρίσκου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, όπου και πάλι διακρίθηκε για την ανδρεία του και τιμήθηκε με την απονομή ειδικών μεταλλίων και διπλώματος.
Γενναίος πολεμιστής υπήρξε και ο μονάκριβος γιος του Γιώργος, που διακρίθηκε στα πεδία των μαχών στη Μακεδονία, όπου και έπεσε.
Ο χαμός του αγαπημένου του γιου, σημάδεψε την υπόλοιπη ζωή του και υπήρξε η πραγματική αιτία του θανάτου του, αργότερα.
Από τη γυναίκα του Μαρία, το γένος Καπνισάκη, που ήταν από τα Κοντόπουλα των Κεραμειών, απόκτησε εκτός από τον Γιώργο και μία κόρη, την Ειρήνη, που δε ζει πλέον και την οποία είχε παντρέψει στις Η.Π.Α. με ένα άξιο Κρητικόπουλο, τον Παύλο Μαντά.
Από την Ειρήνη, απόκτησε τρία εγγόνια, τον Μάκη (που και αυτός δε ζει πια), τη Μαρία (σύζυγο του Γ. Μακρίδη) και την Κατερίνα (σύζυγο του J. Kentz), που ζουν μεν στις Η.Π.Α. αλλά ποτέ δεν έπαψαν να κλείνουν βαθιά στην καρδιά τους την Κρήτη και την Ελλάδα.
Τι κλίμα της εποχής Οι χριστιανοί της Κρήτης υπέφεραν αφάνταστα από την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί κι έτσι όπως συνέχιζε να εξελίσσεται στις αρχές του 1897.
Στις 20 Ιανουαρίου οι Τούρκοι πυρπολούν πολλές συνοικίες και ιδιοκτησίες χριστιανών στα περίχωρα των Χανίων.
Οι Χριστιανοί αναλαμβάνουν δράση, δημιουργούν προγεφυρώματα και πολιορκούν περιοχές όπου κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο. Στις 22 η κατάσταση χειροτερεύει και την επόμενη ημέρα και από τις 3.30 μ.μ. οι Τούρκοι πυροβολούν αδιάκριτα κατά παντός.
Οι χριστιανοί κλείνονται στα σπίτια και στα μαγαζιά τους που πυρπολούνται, ενώ προηγουμένως παραβιάζονται και λεηλατούνται «εν μέσω πάσης θηριωδίας».
Η κατάσταση είναι φρικτή.
Οι φλόγες φαίνονται από μίλια μακριά.
Μόχθοι 10ετιών εξαφανίζονται. Πυκνός καπνός σκεπάζει ολόκληρη την πόλη.
Διάφορες εύφλεκτες ύλες προκαλούν ισχυρές εκρήξεις, που μαζί με τους κρότους των όπλων και τις «κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών δημιουργούν φρικώδες πανδαιμόνιο». Αυτό το σκηνικό κράτησε 3 περίπου μέρες.
Τα Χανιά και η Χαλέπα ερημώθηκαν και όσοι xριστιανοί διασώθηκαν, κατέφυγαν σε διάφορα σημεία της ελεύθερης Ελλάδας.
Στις 24 Ιανουαρίου γίνεται σύσκεψη στο σπίτι του Έλληνα πρόξενου στη Χαλέπα, Ν. Γενάδη, στην οποία μετέχουν ο ίδιος και οι Κ. Μητσοτάκης, Α. Σήφακας, Ν. Ζουρίδης και Κ. Φούμης.
Αποφασίστηκε να κηρυχθεί η Ένωση και να κληθεί ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος να καταλάβει το νησί. Την επόμενη εκδίδεται ψήφισμα υπέρ της Ένωσης, αναγγέλλεται ότι πρόκειται να καταπλεύσει στο νησί ελληνικός στόλος και καταλαμβάνονται από τους επαναστάτες στρατηγικές θέσεις στο Ακρωτήρι. Στις 26 αποφασίζεται να ανυψωθεί η ελληνική σημαία στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου ( «Ημερολόγιο Ακρωτηρίου» Γ.Σήφακα, έκδοση 1953, σελίδα 23).
Την ίδια ημέρα δημιουργείται προσωρινό στρατόπεδο στον περίβολο του ελληνικού προξενείου και τα μεσάνυχτα, φτάνουν έξω από το λιμάνι των Χανίων τα ελληνικά πολεμικά πλοία «Ύδρα», «Μυκάλη», «Μιαούλης» και «Αλφειός».
Την αυγή επιδίδεται το ψήφισμα στους πρόξενους της Ελλάδας και των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 28 Ιανουαρίου 1897, ο λαός της Επαρχίας Σητείας, ζητά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Την επομένη, με λαϊκό ψήφισμα κηρύσσεται η Ένωση στους Τζερμιάδες Λασιθίου και στην Ιεράπετρα.
Την ίδια ημέρα, αποπλέει με προορισμό την Κρήτη μοίρα του ελληνικού πολεμικού στόλου, υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Γεωργίου που την αποτελούσαν τορπιλοβόλα.
Ο ίδιος επιβιβάζεται στο πλοίο «Σφακτηρία».
Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι Χανίων ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που το αποτελούσαν δύο τάγματα πεζικού, ένας λόχος μηχανικού και μία ορειβατική πυροβολαρχία, συνολικής δύναμης 1.500 περίπου ανδρών.
Επικεφαλής τους ήταν ο συνταγματάρχης και υπασπιστής του βασιλιά, Τιμολέων Βάσσος. Στις 3 Φεβρουαρίου εκδίδει την πρώτη του προκήρυξη ως «αρχηγός του ελληνικού στρατού κατοχής της Κρήτης» από την Ιερά Μονή Γωνιάς και στη συνέχεια ξεκινά για τα Χανιά, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία όσες τουρκικές δυνάμεις συνάντησε στον δρόμο του.
Η προέλασή του όμως εμποδίστηκε από αγήματα του ενωμένου στόλου των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, που διοικούσε ο Ιταλός υποναύαρχος Κανεβάρο.
Τα αγήματα αυτά είχαν αποβιβασθεί από τα πλοία του στόλου για να αποτρέψουν σύγκρουση, να προστατεύσουν την πόλη και να διευκολύνουν διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του νησιού.
Ο Τιμολέων Βάσσος, ζητά και λαμβάνει οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση του Θεόδωρου Δεληγιάννη, να αποφύγει σύγκρουση με τους «ξένους».
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Ελλάδας απορρίπτει απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ζητούσαν να αποσύρει από την Κρήτη το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Η δημιουργία στρατοπέδουΑπό τις 28 μέχρι και 31 Ιανουαρίου διαμορφώνεται και ενισχύεται το στρατόπεδο του Ακρωτηρίου.
Οπλαρχηγοί με περίπου 650 μαχητές άφησαν τα μετερίζια τους και εγκαταστάθηκαν στο Ακρωτήρι.
Παράλληλα το στρατόπεδο εφοδιάζεται με πολεμικό υλικό και άλλα χρήσιμα είδη, που έφθασαν κύρια με το πλοίο «Λαύριο» στην θέση Σταυρός και αποθηκεύτηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος. Αρχηγός των επαναστατών του στρατοπέδου ήταν ο γενναίος οπλαρχηγός Αντώνης Σήφακας, έμπορος και ποιητής, πρώτος μεταξύ ίσων, ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής του επαναστατικού στρατοπέδου, που την αποτελούσαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής οι Ελευθέριος Βενιζέλος, διδάκτορας του Δικαίου, δικηγόρος και π. βουλευτής, Νικόλαος Πιστολάκης, διδάκτορας του Δικαίου και π. εισαγγελέας, Γεώργιος Μυλωνογιαννάκης, διδάκτορας της ιατρικής και οπλαρχηγός, Χαράλαμπος Παπαδάκης, διδάκτορας του Δικαίου, Κωνσταντίνος Φούμης, διδάκτορας του Δικαίου και π. γενικός διοικητικός σύμβουλος της Διοίκησης Κρήτης.
Όλοι τους μιλούσαν ξένες γλώσσες και αργότερα αποτέλεσαν και μέλη της Διοικητικής Επιτροπής Ακρωτηρίου. («Ημερολόγιο Ακρωτηρίου», σελίδες 152, 202, 210).
Οι πρώτες συγκρούσεις Στις 1 και 2 Φεβρουαρίου Έλληνες και Τούρκοι προσπαθούν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους σε διάφορες επίκαιρες θέσεις, ενώ ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, ο τότε γενικός διοικητής Κρήτης Βέροβιτς Πασάς, που αντιτάχθηκε στις εισηγήσεις των Τούρκων μπέηδων κατά των Χριστιανών, υποχρεώνεται σε παραίτηση.
Στις 4 ο τοποτηρητής του γενικού διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Βέης, εκδίδει προκήρυξη για τον αποκλεισμό του νησιού από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων, τον οποίο αποκαλεί «επιχείρηση προστασίας της Κρήτης» και καλεί τους Χριστιανούς να καταθέσουν τα όπλα.
Η προκήρυξη πέφτει στο κενό.
Την ίδια ημέρα, ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ένδοξου ναύαρχου Κανάρη, παραδίδει στους Ελευθέριο Βενιζέλο και Χρύσανθο Τσεπετάκη, μεγάλη πολεμική ελληνική Σημαία με την «κορώνα» στη μέση, για να ανυψωθεί στο στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Στις 7 οι Χαλεπιανοί υπό τους Ε. Βενιζέλο, Γ. Μουντάκη, Μ. Καλορίζικο, Σ. Μουρούζη, Χ. Τσεπετάκη, Ν. Πετρίδη, Κωνσταντίνο, Ιερώνυμο και Ιωάννη Φούμη και 15 οπλίτες από το Γαβαλοχώρι υπό τους Ε. Παπαδάκη και Γ. Κοτζάμπαση, καταλαμβάνουν οριστικά την θέση του Προφήτη Ηλία και σε περίοπτη θέση υψώνουν την Σημαία.
Στις 8 γίνεται συνεννόηση για την ταυτόχρονη προσβολή των τουρκικών θέσεων, από όλες μαζί τις Κρητικές και Ελλαδικές δυνάμεις.
Έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου, αρχίζουν ορισμένες «αψιμαχίες» στην περιοχή μεταξύ Μαλάξας και Ναυστάθμου, που γρήγορα επεκτάθηκαν και από τον Ναύσταθμο μέχρι τις Κορακιές.
Η μάχηΣτις 15.30 της 9ης Φεβρουαρίου 1897, δίδεται το αρχικό σύνθημα για τον βομβαρδισμό από το θωρηκτό «Σικελία», που αποτελούσε την ναυαρχίδα του αρχηγού του ενωμένου στόλου Ιταλού υποναύαρχου Κανεβάρο και που ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι των Χανίων.
Αμέσως τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, αρχίζουν χωρίς προειδοποίηση, ένα σφοδρό βομβαρδισμό του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, όπου ήδη κυμάτιζε η ελληνική πολεμική Σημαία.
Ολόκληρη την περιοχή Ακρωτηρίου «κάλυψε βαριά πολεμική αντάρα που έκανε την γη να σείεται μέσα σε πυκνούς καπνούς, δέσμες φωτιάς, σύννεφα σκόνης και βροχή κατακερματιζόμενων στόχων που τινάζονταν στον αέρα, με την υπόκρουση σφοδρών θορύβων».
Όπως σημειώνεται ειδικότερα στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου»,… «οι ήχοι των ομοβροντιών των πλοίων ήταν εκκωφαντικοί και έμοιαζαν με ισχυρές βροντές που ακούγονται μόνο όταν πέφτουν κεραυνοί.
Οι βολιδοφόρες οβίδες κατά την έκρηξή τους, προκαλούσαν κρότο μεγαλύτερο από τις βολές των πυροβόλων.
Στο πανδαιμόνιο των κρότων προστίθετο και ο κρότος καταιγιστικών πυροβολισμών.
Η ηχώ όλων αυτών, πολλαπλασιαζόταν μέσω των βουνών του Ακρωτηρίου και συγκλόνιζε κυριολεκτικά όλη την ευρύτερη περιοχή, που την μετέβαλε σε πραγματική κόλαση. Το μελανό χρώμα των οβίδων, φαινόταν καθαρά στον αέρα.
Την εικόνα συμπλήρωνε η έκρηξή τους. Άφθονος μαύρος καπνός και βαθυκόκκινες φλόγες, ανακατεύονταν με σύννεφα σκόνης και με βροχή από χώματα, λίθους, βράχους και κομμάτια από ερείπια που προκαλούσε η πρόσκρουση των βλημάτων στο έδαφος».
Με μια μόνο από τις οβίδες αυτές που είχαν διαμετρήματα 21, 27 και 32 εκατοστά, μία κατοικία στις Κορακιές έγινε αμέσως σωρός από ερείπια και ογκώδεις βράχους.
Οι Τούρκοι «αλαλάζοντες» επωφελήθηκαν και επιχείρησαν έφοδο κατά του στρατοπέδου για να το καταλάβουν.
Αλλά οι ηρωικοί αγωνιστές του Ακρωτηρίου πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και τους απώθησαν με επιτυχία. Πεντακόσιοι περίπου Ευρωπαίοι αξιωματικοί και πεζοναύτες, παρακολουθούσαν τις σκηνές φρίκης από τις επάλξεις του φρουρίου Χανίων, όπου είχαν στηθεί μαζί με την τουρκική και οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί του ελληνικού θωρηκτού «Ύδρα», νόμιζαν ότι ο ενωμένος στόλος θα βάλλει και εναντίον τους.
Γι’ αυτό ο κυβερνήτης Βώκος έδωσε από την αρχή εντολή στο πλήρωμα του, να λάβει θέσεις και να είναι έτοιμο για τον «υπέρ πάντων αγώνα», μέχρι και την τελική πτώση-θυσία στο βωμό της πίστης και της πατρίδας.
Όπως σημειώνεται στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου», τα γερμανικά πυρά ήταν τα πρώτα που ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό.
Τα αγγλικά ήταν ιδιαίτερα πυκνά. Τα ρωσικά εξαιρετικά ευθύβολα. Τα αυστριακά προφανώς «επίτηδες» ρίχνονταν, μάλλον, κατά των τουρκικών θέσεων και όχι κατά των χριστιανικών.
Κατά τους Γάλλους τα πολεμικά πλοία τους, δεν έλαβαν μέρος στον βομβαρδισμό, ενώ κατά Ιταλούς πολεμικούς ανταποκριτές που παρακολουθούσαν τα γεγονότα και τα ιταλικά πολεμικά δεν μετείχαν στην «επαίσχυντη αυτή ενέργεια».
Όμως, περισσότερες από 100 οβίδες ρίχτηκαν συνολικά κατά του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου και ήταν αρκετές για τον χαλασμό που ακολούθησε.
Η πτώση της σημαίας και το έπος του Καγιαλέ Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία.
Τότε ο άξιος στρατοπεδάρχης Μιχάλης Καλορίζικος, διατάζει να στηθεί και πάλι στη θέση του ο κομμένος ιστός με τη Σημαία.
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη διαταγή του και πετάγεται σαν ελατήριο από το ταμπούρι του ο ατρόμητος αγωνιστής Σπύρος Καγιαλές.
Με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, έχοντας στα χείλη του -όπως ο ίδιος διηγούταν αργότερα- τους γνωστούς στίχους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία», αρπάζει τον ιστό, αναδιπλώνει την τεράστια Σημαία γύρω από τον ώμο του, ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την Σημαία που κυματίζει και πάλι περήφανη, μέσα σε πανδαιμόνιο ενθουσιασμού των επαναστατών.
Νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό.
Και πάλι ο Σπύρος Καγιαλές πετάγεται και τον ξαναστήνει όπως πριν, ενώ το στρατόπεδο «σείεται από ουρανομήκεις ζητωκραυγές». Προτού όμως κατασιγάσουν οι ζητωκραυγές, τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την Σημαία. Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο:
Ο Σπύρος Καγιαλές, ορμά αμέσως, αρπάζει την σημαία, κάνει το ίδιο του το σώμα ιστό, και ανυψώνει με τα χέρια του τη Σημαία, που συνέχιζε να κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου.
Οι επαναστάτες και τα πληρώματα των ελληνικών πολεμικών πλοίων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του βομβαρδισμού, έγιναν μάρτυρες μίας απρόσμενης έκπληξης, ενός θαύματος που προκάλεσε η τόσο ριψοκίνδυνη όσο και μοναδική ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και εξέφραζε με μοναδικό τρόπο την αμετάκλητη απόφαση των επαναστατημένων Κρητικών για ελευθερία ή θάνατο.
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια, ότι η Σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν επαναστάτη, έναν από τους αγωνιστές που ορθώθηκε κόντρα στα κανόνια τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Θαύμασαν τόσο, που διέταξαν αμέσως παύση πυρός.
Ήταν τότε που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κλαίγοντας αγκάλιασε τον ηγούμενο Ιερόθεο και του είπε: «Ιερόθεε, να για ποιον λαό αγωνιζόμαστε!
Η νίκη και η Ένωση μετά από αυτά είναι βεβαία». (Μαρτυρία του ίδιου του Ιερόθεου στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» 13 Νοεμβρίου 1961) Το στρατόπεδο δονείται από τις ζητωκραυγές και τους πανηγυρισμούς.
Στο θωρηκτό «‘Υδρα» ψέλνεται ο εθνικός ύμνος.
Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!!
Ο απόηχος της ηρωικής πράξης του Σπύρου Καγιαλέ Ο Ιταλός υποναύαρχος τότε, Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του:
Μου έκανε βαθιά εντύπωση η ψυχραιμία των επαναστατών.
Μου έφερε δάκρυα στα μάτια η στάση των.
Μου συγκλονιζόταν η ψυχή όταν μετά από κάθε οβίδα ακουγόταν η ζητωκραυγή: Ζήτω η Ελλάς!
Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ. Η ψυχή μου ήταν απ’ αρχής μαζί τους, όπως και των πληρωμάτων μου, που βομβάρδιζαν με πόνο στην καρδιά και ζητωκραυγάζοντας τους γενναίους. (Εφημερίδα «Ηνωμένος Τύπος» Χανίων, 9 Φεβρουαρίου 1937).
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει τότε, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ’ εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία.
Γιατί όχι μόνο προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. (Εφημερίδες: «Έθνος» 24 Ιουλίου 1929 & «Ηνωμένος Τύπος» Χανίων, 9 Φεβρουαρίου 1937).
Η είδηση για την ηρωική πράξη ταξίδευσε γρήγορα στα πέρατα του κόσμου και προκάλεσε «θύελλα».
Σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί ξένοι έγκριτοι δημοσιογράφοι και πολεμικοί ανταποκριτές, όπως ο Binder της εφημερίδας της Βιέννης «Fremdemblatt», o Dillons, αρχισυντάκτης της «Daily Telegraph»» του Λονδίνου, Decio Graziotti της «Popolo Romano» της Ρώμης, ο ανταποκριτής Καλαποθάκης των «Times» του Λονδίνου, κ.ά.
Ήταν αιτία να οργανωθούν πολλά συλλαλητήρια σε διάφορες χώρες, κατά τα οποία απαίτησαν οι ελεύθεροι λαοί, να βοηθηθεί η Κρήτη και να ζήσει επιτέλους ελεύθερος ο λαός της.
Ο ευρωπαϊκός Τύπος «βάφτισε» τότε τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου ως «αντιναυαρίνο», εκφράζοντας έτσι την αποδοκιμασία του γι’ αυτόν και εξαίρωντας τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Κρητικών.
Η ηρωική πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» προκάλεσε μετά από λίγους μήνες την παραχώρηση αυτονομίας στην Κρήτη (16/28 Οκτωβρίου 1897), που προηγήθηκε της Ένωσης της με την Ελλάδα (1/14 Νοεμβρίου 1913).
Η εξέλιξη αυτή «προαναγγέλθηκε» δύο μέρες μετά την ηρωική και ανεπανάληπτη πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας (11/23 Φεβρουαρίου 1897). Σ’ αυτήν υπογραμμιζόταν, ότι κανένα άλλο σκοπό πια δεν είχε η παρουσία τους, παρά μόνο την εξασφάλιση της ησυχίας και της ειρήνης και την προστασία των κατοίκων της Κρήτης μέχρι να δοθεί ικανοποιητική λύση στο Κρητικό Ζήτημα, μετά από συνεννόηση των δυνάμεων, τις οποίες αντιπροσωπεύουν.
Μετά τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου, οργανώθηκε και στην Αθήνα μεγάλο συλλαλητήριο, όπου χιλιάδες λαού απαίτησε πλήρη ελευθερία για την Κρήτη. Έτσι, η απαράμιλλη ανδρεία και ο ηρωισμός του Σπύρου Καγιαλέ ήταν η πιο βροντερή «κανονιά» των Κρητικών επαναστατών, εναντίον εκείνων που προσπαθούσαν με τη βία, εμφανιζόμενοι ως αυτόκλητοι «προστάτες» να τους στερήσουν την ελευθερία.
Η πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» αποτέλεσε την συνέχεια μιας ατέλειωτης σειράς θυσιών και αμέτρητων ηρωισμών του αδούλωτου Κρητικού λαού.
Ενός λαού η παράδοση και το όραμα του οποίου είναι εμπνευσμένα «από τον αγώνα τον καλό».
Από την πρόγευση ελευθερίας που πηγάζει από τα ιερά κόκαλα των Ελλήνων, που είχαν ανά τους αιώνες γι’ αυτήν θυσιαστεί. Πρώτος σημαντικός σταθμός για την τελική κατάκτηση της ελευθερίας της Κρήτης, ήταν η ανακήρυξη της αυτονομίας της Μεγαλονήσου υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο με 3ετή θητεία.
Μέχρι το τέλος του 1897, η ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, βοήθησε στην αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και της τουρκικής χωροφυλακής από το νησί.
Η ιστορία κατέγραψε στις χρυσές της σελίδες την πράξη του Σπύρου Καγιαλέ.
Η επιλογή του να μετατρέψει το σώμα του σε ιστό στην κορυφή του βράχου μέσα στον «ορυμαγδό και την κόλαση του πυρός», εκεί όπου δύο φορές πριν οι εχθρικές οβίδες είχαν πετύχει τον ιστό και τον σώριασαν καταγής, περιέχει την απόφαση της θυσίας, μπροστά στην ευθυβολία των ρωσικών πυρών.
Εδώ φαίνεται και το μεγαλείο της πράξης του, που έθεσε τους Ευρωπαίους προ των ευθυνών τους. Ιστορικά ντοκουμέντα Αυτή την αξία της πράξης του Σπύρου Καγιαλέ επιβεβαιώνει και η υπ’ αρ. 68/3-10-1897.
Πιστοποίηση της Διοικούσας Επιτροπής του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου. Όπως αναφέρεται στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου» (σελίδες 47 & 97), παρά το σφοδρό και καταιγιστικό πυρ που έπληξε την περιοχή του στρατοπέδου, καμία απώλεια δεν υπήρξε μεταξύ των επαναστατών.
Το απίστευτο και ανεξήγητο φαινόμενο, όλοι το απόδωσαν στην «παντοδύναμη προστασία του Υψίστου».
Επειδή όμως κρίθηκε ότι υπήρχε φόβος η έλλειψη θυμάτων να μειώσει την ευνοϊκή εντύπωση που δημιουργήθηκε γι’ αυτούς διεθνώς από τον απάνθρωπο βομβαρδισμό, αναγγέλθηκε στον ναύαρχο Κανεβάρο, ότι σκοτώθηκαν 3 και τραυματίστηκαν 12 άνδρες και 3 γυναίκες, από τις οποίες η μία ήταν καλόγρια.
Ο θρύλος Σπύρος Καγιαλές , μετά τον Βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου, έγινε γνωστός και ως «τσικι ντάν». Όπως γράφει ο Ν. Β. Πετρουλάκης στην εφημερίδα «Φωνή του Αποκορώνου» (φύλλο Δεκεμβρίου 1995), «το παράξενο αυτό άκουσμα, ήταν ο απόηχος από το σκάσιμο της οβίδας.
Γι’ αυτό και συνήθιζε να απαντά στους άλλους: «Μπόμπα νταν», μιμούμενος τον ήχο από την πρόσκρουση της οβίδας στο έδαφος, που όλα αυτά συμβόλιζαν την ηρωική πράξη στο Ακρωτήρι».
Ο Σπύρος Καγιαλές πέθανε στη Χαλέπα στις 5 Σεπτεμβρίου 1929 και αναπαύεται στον τάφο της οικογένειας στο νεκροταφείο της Αγίας Φωτεινής Χαλέπας.
Μετά τον θάνατό του, ο Σπύρος Καγιαλές τιμήθηκε από τον Δήμο Χανίων, που στις 30 Αυγούστου 1960 έδωσε το όνομά του σε μία γραφική πλατεία κοντά στο σπίτι του, που βρίσκεται στην οδό Γραμβούσης 3 στη Χαλέπα.
Επίσης τιμήθηκε και από την Κοινότητα των Στερνών Ακρωτηρίου , που του έστησε άγαλμα – αναπαράσταση της θρυλικής του πράξης. Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Οι Κρήτες των ΗΠΑ (Παγκρητική Ένωση Αμερικής), χρηματοδότησαν την κατασκευή του μεγάλου αγάλματος του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» Σπύρου Καγιαλέ Καγιαλεδάκη, που φιλοτέχνησε στα Χανιά ο γλύπτης Γιάννης Μαρκαντωνάκης και που τοποθετήθηκε στο σημείο εκείνο, όπου έπεσε η Σημαία από τις οβίδες και την ύψωσε κάνοντας το ίδιο του το κορμί κοντάρι.
Ο ανδριάντας του Σπύρου Καγιαλέ Καγιαλεδάκη βρίσκεται στον Προφήτη Ηλία, παράπλευρα από τους Τάφους των Βενιζέλων.
Τα εγκαίνια του ανδριάντα έγιναν το 1997 , στην επέτειο των 100 χρόνων από την ηρωϊκή πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και την μεγάλη Επανάσταση του 1897, σε μία λαμπρή τελετή. Αυτός ήταν ο ήρωας Σπύρος Καγιαλές, ο «Θρύλος του Ακρωτηρίου», που από ταπεινοφροσύνη δεν ζήτησε να πάρει σύνταξη, από αυτές που έδινε ή δίνει το κράτος στους αγωνιστές, ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς τους.
Ποτέ ο ίδιος δεν κόμπασε για την πράξη του, γιατί απλά θεωρούσε ότι έκανε το χρέος του προς την πατρίδα.
Δυστυχώς τα περισσότερα Ελληνόπουλα, ακόμα ακόμα και τα Κρητικόπουλα αγνοούν την ύπαρξη αυτών των ηρώων...
Ο Σπύρος Καγιαλές γεννήθηκε το 1872.
Ο πατέρας του Δημήτρης, καταγόταν από τη Γραμβούσα και ήλθε νωρίς, μαζί με την οικογένειά του, από τα Καμπιά και εγκαταστάθηκε στην οδό Λάκων, στη Χαλέπα.
Όταν αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί και τα παιδιά του με τις οικογένειές τους, ολόκληρη η γειτονιά αποκλήθηκε «Καγιαλεδιανά».
Η μητέρα του Μαρία, το γένος Ορνεράκη, ήταν από τα Σφακιά. Όλοι οι άνδρες της οικογένειας έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες της εποχής τους για την Ελευθερία και την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο Ακρωτήρι ο Σπύρος Καγιαλές υπηρέτησε από την αρχή της Επανάστασης του 1897 μαζί με τους αδελφούς του Γιώργο, Μανώλη, Αντώνη και Σήφη.
Επίσης, έλαβε μέρος στις μάχες του Δρίσκου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, όπου και πάλι διακρίθηκε για την ανδρεία του και τιμήθηκε με την απονομή ειδικών μεταλλίων και διπλώματος.
Γενναίος πολεμιστής υπήρξε και ο μονάκριβος γιος του Γιώργος, που διακρίθηκε στα πεδία των μαχών στη Μακεδονία, όπου και έπεσε.
Ο χαμός του αγαπημένου του γιου, σημάδεψε την υπόλοιπη ζωή του και υπήρξε η πραγματική αιτία του θανάτου του, αργότερα.
Από τη γυναίκα του Μαρία, το γένος Καπνισάκη, που ήταν από τα Κοντόπουλα των Κεραμειών, απόκτησε εκτός από τον Γιώργο και μία κόρη, την Ειρήνη, που δε ζει πλέον και την οποία είχε παντρέψει στις Η.Π.Α. με ένα άξιο Κρητικόπουλο, τον Παύλο Μαντά.
Από την Ειρήνη, απόκτησε τρία εγγόνια, τον Μάκη (που και αυτός δε ζει πια), τη Μαρία (σύζυγο του Γ. Μακρίδη) και την Κατερίνα (σύζυγο του J. Kentz), που ζουν μεν στις Η.Π.Α. αλλά ποτέ δεν έπαψαν να κλείνουν βαθιά στην καρδιά τους την Κρήτη και την Ελλάδα.
Τι κλίμα της εποχής Οι χριστιανοί της Κρήτης υπέφεραν αφάνταστα από την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί κι έτσι όπως συνέχιζε να εξελίσσεται στις αρχές του 1897.
Στις 20 Ιανουαρίου οι Τούρκοι πυρπολούν πολλές συνοικίες και ιδιοκτησίες χριστιανών στα περίχωρα των Χανίων.
Οι Χριστιανοί αναλαμβάνουν δράση, δημιουργούν προγεφυρώματα και πολιορκούν περιοχές όπου κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο. Στις 22 η κατάσταση χειροτερεύει και την επόμενη ημέρα και από τις 3.30 μ.μ. οι Τούρκοι πυροβολούν αδιάκριτα κατά παντός.
Οι χριστιανοί κλείνονται στα σπίτια και στα μαγαζιά τους που πυρπολούνται, ενώ προηγουμένως παραβιάζονται και λεηλατούνται «εν μέσω πάσης θηριωδίας».
Η κατάσταση είναι φρικτή.
Οι φλόγες φαίνονται από μίλια μακριά.
Μόχθοι 10ετιών εξαφανίζονται. Πυκνός καπνός σκεπάζει ολόκληρη την πόλη.
Διάφορες εύφλεκτες ύλες προκαλούν ισχυρές εκρήξεις, που μαζί με τους κρότους των όπλων και τις «κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών δημιουργούν φρικώδες πανδαιμόνιο». Αυτό το σκηνικό κράτησε 3 περίπου μέρες.
Τα Χανιά και η Χαλέπα ερημώθηκαν και όσοι xριστιανοί διασώθηκαν, κατέφυγαν σε διάφορα σημεία της ελεύθερης Ελλάδας.
Στις 24 Ιανουαρίου γίνεται σύσκεψη στο σπίτι του Έλληνα πρόξενου στη Χαλέπα, Ν. Γενάδη, στην οποία μετέχουν ο ίδιος και οι Κ. Μητσοτάκης, Α. Σήφακας, Ν. Ζουρίδης και Κ. Φούμης.
Αποφασίστηκε να κηρυχθεί η Ένωση και να κληθεί ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος να καταλάβει το νησί. Την επόμενη εκδίδεται ψήφισμα υπέρ της Ένωσης, αναγγέλλεται ότι πρόκειται να καταπλεύσει στο νησί ελληνικός στόλος και καταλαμβάνονται από τους επαναστάτες στρατηγικές θέσεις στο Ακρωτήρι. Στις 26 αποφασίζεται να ανυψωθεί η ελληνική σημαία στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου ( «Ημερολόγιο Ακρωτηρίου» Γ.Σήφακα, έκδοση 1953, σελίδα 23).
Την ίδια ημέρα δημιουργείται προσωρινό στρατόπεδο στον περίβολο του ελληνικού προξενείου και τα μεσάνυχτα, φτάνουν έξω από το λιμάνι των Χανίων τα ελληνικά πολεμικά πλοία «Ύδρα», «Μυκάλη», «Μιαούλης» και «Αλφειός».
Την αυγή επιδίδεται το ψήφισμα στους πρόξενους της Ελλάδας και των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 28 Ιανουαρίου 1897, ο λαός της Επαρχίας Σητείας, ζητά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Την επομένη, με λαϊκό ψήφισμα κηρύσσεται η Ένωση στους Τζερμιάδες Λασιθίου και στην Ιεράπετρα.
Την ίδια ημέρα, αποπλέει με προορισμό την Κρήτη μοίρα του ελληνικού πολεμικού στόλου, υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Γεωργίου που την αποτελούσαν τορπιλοβόλα.
Ο ίδιος επιβιβάζεται στο πλοίο «Σφακτηρία».
Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι Χανίων ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που το αποτελούσαν δύο τάγματα πεζικού, ένας λόχος μηχανικού και μία ορειβατική πυροβολαρχία, συνολικής δύναμης 1.500 περίπου ανδρών.
Επικεφαλής τους ήταν ο συνταγματάρχης και υπασπιστής του βασιλιά, Τιμολέων Βάσσος. Στις 3 Φεβρουαρίου εκδίδει την πρώτη του προκήρυξη ως «αρχηγός του ελληνικού στρατού κατοχής της Κρήτης» από την Ιερά Μονή Γωνιάς και στη συνέχεια ξεκινά για τα Χανιά, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία όσες τουρκικές δυνάμεις συνάντησε στον δρόμο του.
Η προέλασή του όμως εμποδίστηκε από αγήματα του ενωμένου στόλου των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, που διοικούσε ο Ιταλός υποναύαρχος Κανεβάρο.
Τα αγήματα αυτά είχαν αποβιβασθεί από τα πλοία του στόλου για να αποτρέψουν σύγκρουση, να προστατεύσουν την πόλη και να διευκολύνουν διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του νησιού.
Ο Τιμολέων Βάσσος, ζητά και λαμβάνει οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση του Θεόδωρου Δεληγιάννη, να αποφύγει σύγκρουση με τους «ξένους».
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Ελλάδας απορρίπτει απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ζητούσαν να αποσύρει από την Κρήτη το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Η δημιουργία στρατοπέδουΑπό τις 28 μέχρι και 31 Ιανουαρίου διαμορφώνεται και ενισχύεται το στρατόπεδο του Ακρωτηρίου.
Οπλαρχηγοί με περίπου 650 μαχητές άφησαν τα μετερίζια τους και εγκαταστάθηκαν στο Ακρωτήρι.
Παράλληλα το στρατόπεδο εφοδιάζεται με πολεμικό υλικό και άλλα χρήσιμα είδη, που έφθασαν κύρια με το πλοίο «Λαύριο» στην θέση Σταυρός και αποθηκεύτηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος. Αρχηγός των επαναστατών του στρατοπέδου ήταν ο γενναίος οπλαρχηγός Αντώνης Σήφακας, έμπορος και ποιητής, πρώτος μεταξύ ίσων, ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής του επαναστατικού στρατοπέδου, που την αποτελούσαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής οι Ελευθέριος Βενιζέλος, διδάκτορας του Δικαίου, δικηγόρος και π. βουλευτής, Νικόλαος Πιστολάκης, διδάκτορας του Δικαίου και π. εισαγγελέας, Γεώργιος Μυλωνογιαννάκης, διδάκτορας της ιατρικής και οπλαρχηγός, Χαράλαμπος Παπαδάκης, διδάκτορας του Δικαίου, Κωνσταντίνος Φούμης, διδάκτορας του Δικαίου και π. γενικός διοικητικός σύμβουλος της Διοίκησης Κρήτης.
Όλοι τους μιλούσαν ξένες γλώσσες και αργότερα αποτέλεσαν και μέλη της Διοικητικής Επιτροπής Ακρωτηρίου. («Ημερολόγιο Ακρωτηρίου», σελίδες 152, 202, 210).
Οι πρώτες συγκρούσεις Στις 1 και 2 Φεβρουαρίου Έλληνες και Τούρκοι προσπαθούν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους σε διάφορες επίκαιρες θέσεις, ενώ ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, ο τότε γενικός διοικητής Κρήτης Βέροβιτς Πασάς, που αντιτάχθηκε στις εισηγήσεις των Τούρκων μπέηδων κατά των Χριστιανών, υποχρεώνεται σε παραίτηση.
Στις 4 ο τοποτηρητής του γενικού διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Βέης, εκδίδει προκήρυξη για τον αποκλεισμό του νησιού από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων, τον οποίο αποκαλεί «επιχείρηση προστασίας της Κρήτης» και καλεί τους Χριστιανούς να καταθέσουν τα όπλα.
Η προκήρυξη πέφτει στο κενό.
Την ίδια ημέρα, ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ένδοξου ναύαρχου Κανάρη, παραδίδει στους Ελευθέριο Βενιζέλο και Χρύσανθο Τσεπετάκη, μεγάλη πολεμική ελληνική Σημαία με την «κορώνα» στη μέση, για να ανυψωθεί στο στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Στις 7 οι Χαλεπιανοί υπό τους Ε. Βενιζέλο, Γ. Μουντάκη, Μ. Καλορίζικο, Σ. Μουρούζη, Χ. Τσεπετάκη, Ν. Πετρίδη, Κωνσταντίνο, Ιερώνυμο και Ιωάννη Φούμη και 15 οπλίτες από το Γαβαλοχώρι υπό τους Ε. Παπαδάκη και Γ. Κοτζάμπαση, καταλαμβάνουν οριστικά την θέση του Προφήτη Ηλία και σε περίοπτη θέση υψώνουν την Σημαία.
Στις 8 γίνεται συνεννόηση για την ταυτόχρονη προσβολή των τουρκικών θέσεων, από όλες μαζί τις Κρητικές και Ελλαδικές δυνάμεις.
Έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου, αρχίζουν ορισμένες «αψιμαχίες» στην περιοχή μεταξύ Μαλάξας και Ναυστάθμου, που γρήγορα επεκτάθηκαν και από τον Ναύσταθμο μέχρι τις Κορακιές.
Η μάχηΣτις 15.30 της 9ης Φεβρουαρίου 1897, δίδεται το αρχικό σύνθημα για τον βομβαρδισμό από το θωρηκτό «Σικελία», που αποτελούσε την ναυαρχίδα του αρχηγού του ενωμένου στόλου Ιταλού υποναύαρχου Κανεβάρο και που ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι των Χανίων.
Αμέσως τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, αρχίζουν χωρίς προειδοποίηση, ένα σφοδρό βομβαρδισμό του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, όπου ήδη κυμάτιζε η ελληνική πολεμική Σημαία.
Ολόκληρη την περιοχή Ακρωτηρίου «κάλυψε βαριά πολεμική αντάρα που έκανε την γη να σείεται μέσα σε πυκνούς καπνούς, δέσμες φωτιάς, σύννεφα σκόνης και βροχή κατακερματιζόμενων στόχων που τινάζονταν στον αέρα, με την υπόκρουση σφοδρών θορύβων».
Όπως σημειώνεται ειδικότερα στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου»,… «οι ήχοι των ομοβροντιών των πλοίων ήταν εκκωφαντικοί και έμοιαζαν με ισχυρές βροντές που ακούγονται μόνο όταν πέφτουν κεραυνοί.
Οι βολιδοφόρες οβίδες κατά την έκρηξή τους, προκαλούσαν κρότο μεγαλύτερο από τις βολές των πυροβόλων.
Στο πανδαιμόνιο των κρότων προστίθετο και ο κρότος καταιγιστικών πυροβολισμών.
Η ηχώ όλων αυτών, πολλαπλασιαζόταν μέσω των βουνών του Ακρωτηρίου και συγκλόνιζε κυριολεκτικά όλη την ευρύτερη περιοχή, που την μετέβαλε σε πραγματική κόλαση. Το μελανό χρώμα των οβίδων, φαινόταν καθαρά στον αέρα.
Την εικόνα συμπλήρωνε η έκρηξή τους. Άφθονος μαύρος καπνός και βαθυκόκκινες φλόγες, ανακατεύονταν με σύννεφα σκόνης και με βροχή από χώματα, λίθους, βράχους και κομμάτια από ερείπια που προκαλούσε η πρόσκρουση των βλημάτων στο έδαφος».
Με μια μόνο από τις οβίδες αυτές που είχαν διαμετρήματα 21, 27 και 32 εκατοστά, μία κατοικία στις Κορακιές έγινε αμέσως σωρός από ερείπια και ογκώδεις βράχους.
Οι Τούρκοι «αλαλάζοντες» επωφελήθηκαν και επιχείρησαν έφοδο κατά του στρατοπέδου για να το καταλάβουν.
Αλλά οι ηρωικοί αγωνιστές του Ακρωτηρίου πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και τους απώθησαν με επιτυχία. Πεντακόσιοι περίπου Ευρωπαίοι αξιωματικοί και πεζοναύτες, παρακολουθούσαν τις σκηνές φρίκης από τις επάλξεις του φρουρίου Χανίων, όπου είχαν στηθεί μαζί με την τουρκική και οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί του ελληνικού θωρηκτού «Ύδρα», νόμιζαν ότι ο ενωμένος στόλος θα βάλλει και εναντίον τους.
Γι’ αυτό ο κυβερνήτης Βώκος έδωσε από την αρχή εντολή στο πλήρωμα του, να λάβει θέσεις και να είναι έτοιμο για τον «υπέρ πάντων αγώνα», μέχρι και την τελική πτώση-θυσία στο βωμό της πίστης και της πατρίδας.
Όπως σημειώνεται στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου», τα γερμανικά πυρά ήταν τα πρώτα που ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό.
Τα αγγλικά ήταν ιδιαίτερα πυκνά. Τα ρωσικά εξαιρετικά ευθύβολα. Τα αυστριακά προφανώς «επίτηδες» ρίχνονταν, μάλλον, κατά των τουρκικών θέσεων και όχι κατά των χριστιανικών.
Κατά τους Γάλλους τα πολεμικά πλοία τους, δεν έλαβαν μέρος στον βομβαρδισμό, ενώ κατά Ιταλούς πολεμικούς ανταποκριτές που παρακολουθούσαν τα γεγονότα και τα ιταλικά πολεμικά δεν μετείχαν στην «επαίσχυντη αυτή ενέργεια».
Όμως, περισσότερες από 100 οβίδες ρίχτηκαν συνολικά κατά του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου και ήταν αρκετές για τον χαλασμό που ακολούθησε.
Η πτώση της σημαίας και το έπος του Καγιαλέ Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία.
Τότε ο άξιος στρατοπεδάρχης Μιχάλης Καλορίζικος, διατάζει να στηθεί και πάλι στη θέση του ο κομμένος ιστός με τη Σημαία.
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη διαταγή του και πετάγεται σαν ελατήριο από το ταμπούρι του ο ατρόμητος αγωνιστής Σπύρος Καγιαλές.
Με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, έχοντας στα χείλη του -όπως ο ίδιος διηγούταν αργότερα- τους γνωστούς στίχους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία», αρπάζει τον ιστό, αναδιπλώνει την τεράστια Σημαία γύρω από τον ώμο του, ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την Σημαία που κυματίζει και πάλι περήφανη, μέσα σε πανδαιμόνιο ενθουσιασμού των επαναστατών.
Νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό.
Και πάλι ο Σπύρος Καγιαλές πετάγεται και τον ξαναστήνει όπως πριν, ενώ το στρατόπεδο «σείεται από ουρανομήκεις ζητωκραυγές». Προτού όμως κατασιγάσουν οι ζητωκραυγές, τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την Σημαία. Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο:
Ο Σπύρος Καγιαλές, ορμά αμέσως, αρπάζει την σημαία, κάνει το ίδιο του το σώμα ιστό, και ανυψώνει με τα χέρια του τη Σημαία, που συνέχιζε να κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου.
Οι επαναστάτες και τα πληρώματα των ελληνικών πολεμικών πλοίων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του βομβαρδισμού, έγιναν μάρτυρες μίας απρόσμενης έκπληξης, ενός θαύματος που προκάλεσε η τόσο ριψοκίνδυνη όσο και μοναδική ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και εξέφραζε με μοναδικό τρόπο την αμετάκλητη απόφαση των επαναστατημένων Κρητικών για ελευθερία ή θάνατο.
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια, ότι η Σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν επαναστάτη, έναν από τους αγωνιστές που ορθώθηκε κόντρα στα κανόνια τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Θαύμασαν τόσο, που διέταξαν αμέσως παύση πυρός.
Ήταν τότε που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κλαίγοντας αγκάλιασε τον ηγούμενο Ιερόθεο και του είπε: «Ιερόθεε, να για ποιον λαό αγωνιζόμαστε!
Η νίκη και η Ένωση μετά από αυτά είναι βεβαία». (Μαρτυρία του ίδιου του Ιερόθεου στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» 13 Νοεμβρίου 1961) Το στρατόπεδο δονείται από τις ζητωκραυγές και τους πανηγυρισμούς.
Στο θωρηκτό «‘Υδρα» ψέλνεται ο εθνικός ύμνος.
Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!!
Ο απόηχος της ηρωικής πράξης του Σπύρου Καγιαλέ Ο Ιταλός υποναύαρχος τότε, Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του:
Μου έκανε βαθιά εντύπωση η ψυχραιμία των επαναστατών.
Μου έφερε δάκρυα στα μάτια η στάση των.
Μου συγκλονιζόταν η ψυχή όταν μετά από κάθε οβίδα ακουγόταν η ζητωκραυγή: Ζήτω η Ελλάς!
Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ. Η ψυχή μου ήταν απ’ αρχής μαζί τους, όπως και των πληρωμάτων μου, που βομβάρδιζαν με πόνο στην καρδιά και ζητωκραυγάζοντας τους γενναίους. (Εφημερίδα «Ηνωμένος Τύπος» Χανίων, 9 Φεβρουαρίου 1937).
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κανεβάρο του είχε πει τότε, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή και κατ’ εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, που εκείνη ακριβώς την ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία.
Γιατί όχι μόνο προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους. (Εφημερίδες: «Έθνος» 24 Ιουλίου 1929 & «Ηνωμένος Τύπος» Χανίων, 9 Φεβρουαρίου 1937).
Η είδηση για την ηρωική πράξη ταξίδευσε γρήγορα στα πέρατα του κόσμου και προκάλεσε «θύελλα».
Σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί ξένοι έγκριτοι δημοσιογράφοι και πολεμικοί ανταποκριτές, όπως ο Binder της εφημερίδας της Βιέννης «Fremdemblatt», o Dillons, αρχισυντάκτης της «Daily Telegraph»» του Λονδίνου, Decio Graziotti της «Popolo Romano» της Ρώμης, ο ανταποκριτής Καλαποθάκης των «Times» του Λονδίνου, κ.ά.
Ήταν αιτία να οργανωθούν πολλά συλλαλητήρια σε διάφορες χώρες, κατά τα οποία απαίτησαν οι ελεύθεροι λαοί, να βοηθηθεί η Κρήτη και να ζήσει επιτέλους ελεύθερος ο λαός της.
Ο ευρωπαϊκός Τύπος «βάφτισε» τότε τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου ως «αντιναυαρίνο», εκφράζοντας έτσι την αποδοκιμασία του γι’ αυτόν και εξαίρωντας τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Κρητικών.
Η ηρωική πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» προκάλεσε μετά από λίγους μήνες την παραχώρηση αυτονομίας στην Κρήτη (16/28 Οκτωβρίου 1897), που προηγήθηκε της Ένωσης της με την Ελλάδα (1/14 Νοεμβρίου 1913).
Η εξέλιξη αυτή «προαναγγέλθηκε» δύο μέρες μετά την ηρωική και ανεπανάληπτη πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, με την Προκήρυξη των Ναυάρχων του ενωμένου στόλου Ιταλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ρωσίας (11/23 Φεβρουαρίου 1897). Σ’ αυτήν υπογραμμιζόταν, ότι κανένα άλλο σκοπό πια δεν είχε η παρουσία τους, παρά μόνο την εξασφάλιση της ησυχίας και της ειρήνης και την προστασία των κατοίκων της Κρήτης μέχρι να δοθεί ικανοποιητική λύση στο Κρητικό Ζήτημα, μετά από συνεννόηση των δυνάμεων, τις οποίες αντιπροσωπεύουν.
Μετά τον βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου, οργανώθηκε και στην Αθήνα μεγάλο συλλαλητήριο, όπου χιλιάδες λαού απαίτησε πλήρη ελευθερία για την Κρήτη. Έτσι, η απαράμιλλη ανδρεία και ο ηρωισμός του Σπύρου Καγιαλέ ήταν η πιο βροντερή «κανονιά» των Κρητικών επαναστατών, εναντίον εκείνων που προσπαθούσαν με τη βία, εμφανιζόμενοι ως αυτόκλητοι «προστάτες» να τους στερήσουν την ελευθερία.
Η πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» αποτέλεσε την συνέχεια μιας ατέλειωτης σειράς θυσιών και αμέτρητων ηρωισμών του αδούλωτου Κρητικού λαού.
Ενός λαού η παράδοση και το όραμα του οποίου είναι εμπνευσμένα «από τον αγώνα τον καλό».
Από την πρόγευση ελευθερίας που πηγάζει από τα ιερά κόκαλα των Ελλήνων, που είχαν ανά τους αιώνες γι’ αυτήν θυσιαστεί. Πρώτος σημαντικός σταθμός για την τελική κατάκτηση της ελευθερίας της Κρήτης, ήταν η ανακήρυξη της αυτονομίας της Μεγαλονήσου υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο με 3ετή θητεία.
Μέχρι το τέλος του 1897, η ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, βοήθησε στην αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και της τουρκικής χωροφυλακής από το νησί.
Η ιστορία κατέγραψε στις χρυσές της σελίδες την πράξη του Σπύρου Καγιαλέ.
Η επιλογή του να μετατρέψει το σώμα του σε ιστό στην κορυφή του βράχου μέσα στον «ορυμαγδό και την κόλαση του πυρός», εκεί όπου δύο φορές πριν οι εχθρικές οβίδες είχαν πετύχει τον ιστό και τον σώριασαν καταγής, περιέχει την απόφαση της θυσίας, μπροστά στην ευθυβολία των ρωσικών πυρών.
Εδώ φαίνεται και το μεγαλείο της πράξης του, που έθεσε τους Ευρωπαίους προ των ευθυνών τους. Ιστορικά ντοκουμέντα Αυτή την αξία της πράξης του Σπύρου Καγιαλέ επιβεβαιώνει και η υπ’ αρ. 68/3-10-1897.
Πιστοποίηση της Διοικούσας Επιτροπής του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου. Όπως αναφέρεται στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου» (σελίδες 47 & 97), παρά το σφοδρό και καταιγιστικό πυρ που έπληξε την περιοχή του στρατοπέδου, καμία απώλεια δεν υπήρξε μεταξύ των επαναστατών.
Το απίστευτο και ανεξήγητο φαινόμενο, όλοι το απόδωσαν στην «παντοδύναμη προστασία του Υψίστου».
Επειδή όμως κρίθηκε ότι υπήρχε φόβος η έλλειψη θυμάτων να μειώσει την ευνοϊκή εντύπωση που δημιουργήθηκε γι’ αυτούς διεθνώς από τον απάνθρωπο βομβαρδισμό, αναγγέλθηκε στον ναύαρχο Κανεβάρο, ότι σκοτώθηκαν 3 και τραυματίστηκαν 12 άνδρες και 3 γυναίκες, από τις οποίες η μία ήταν καλόγρια.
Ο θρύλος Σπύρος Καγιαλές , μετά τον Βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου, έγινε γνωστός και ως «τσικι ντάν». Όπως γράφει ο Ν. Β. Πετρουλάκης στην εφημερίδα «Φωνή του Αποκορώνου» (φύλλο Δεκεμβρίου 1995), «το παράξενο αυτό άκουσμα, ήταν ο απόηχος από το σκάσιμο της οβίδας.
Γι’ αυτό και συνήθιζε να απαντά στους άλλους: «Μπόμπα νταν», μιμούμενος τον ήχο από την πρόσκρουση της οβίδας στο έδαφος, που όλα αυτά συμβόλιζαν την ηρωική πράξη στο Ακρωτήρι».
Ο Σπύρος Καγιαλές πέθανε στη Χαλέπα στις 5 Σεπτεμβρίου 1929 και αναπαύεται στον τάφο της οικογένειας στο νεκροταφείο της Αγίας Φωτεινής Χαλέπας.
Μετά τον θάνατό του, ο Σπύρος Καγιαλές τιμήθηκε από τον Δήμο Χανίων, που στις 30 Αυγούστου 1960 έδωσε το όνομά του σε μία γραφική πλατεία κοντά στο σπίτι του, που βρίσκεται στην οδό Γραμβούσης 3 στη Χαλέπα.
Επίσης τιμήθηκε και από την Κοινότητα των Στερνών Ακρωτηρίου , που του έστησε άγαλμα – αναπαράσταση της θρυλικής του πράξης. Ο δήμος Ακρωτηρίου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους Τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Οι Κρήτες των ΗΠΑ (Παγκρητική Ένωση Αμερικής), χρηματοδότησαν την κατασκευή του μεγάλου αγάλματος του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» Σπύρου Καγιαλέ Καγιαλεδάκη, που φιλοτέχνησε στα Χανιά ο γλύπτης Γιάννης Μαρκαντωνάκης και που τοποθετήθηκε στο σημείο εκείνο, όπου έπεσε η Σημαία από τις οβίδες και την ύψωσε κάνοντας το ίδιο του το κορμί κοντάρι.
Ο ανδριάντας του Σπύρου Καγιαλέ Καγιαλεδάκη βρίσκεται στον Προφήτη Ηλία, παράπλευρα από τους Τάφους των Βενιζέλων.
Τα εγκαίνια του ανδριάντα έγιναν το 1997 , στην επέτειο των 100 χρόνων από την ηρωϊκή πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και την μεγάλη Επανάσταση του 1897, σε μία λαμπρή τελετή. Αυτός ήταν ο ήρωας Σπύρος Καγιαλές, ο «Θρύλος του Ακρωτηρίου», που από ταπεινοφροσύνη δεν ζήτησε να πάρει σύνταξη, από αυτές που έδινε ή δίνει το κράτος στους αγωνιστές, ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς τους.
Ποτέ ο ίδιος δεν κόμπασε για την πράξη του, γιατί απλά θεωρούσε ότι έκανε το χρέος του προς την πατρίδα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου