Από τις 18 έως τις 24 Νοεμβρίου του 1826 συντελέστηκε στην Αράχοβα ένα από τα κορυφαία γεγονότα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ο "αετός της Ρούμελης" στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, επικεφαλής πολλών εμπειροπόλεμων καπεταναίων και ανδρειωμένων αγωνιστών της επαναστατημένης Ρούμελης κυρίως, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας και με τη συνδρομή 300 περίπου Αραχοβιτών κατανίκησε και σχεδόν εξολόθρευσε εκστρατευτικό σώμα 2.200 επίλεκτων Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία του περιβόητου Μουσταφάμπεη Κιαφεζέζη.
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Η Ακρόπολη των Αθηνών πολιορκείται απ' τον Κιουταχή και ο Καραϊσκάκης εκστρατεύει στη Ρούμελη για να κάμει αντιπερισπασμό, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές της περιοχής και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις, ώστε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού και ενίσχυσης του Κιουταχή.
Η στρατιωτική ιδιοφυΐα του είχε προδιαγράψει το καλύτερο δυνατό για την περίσταση σχέδιο. Ίσως ένας άλλος στη θέση του, μόλις έπαιρνε την είδηση πως ο εχθρός θα τράβαγε την άλλη μέρα για την Αράχοβα, να ξεκινούσε αμέσως μ' όλο το στρατό του να πιάσει τα στενά για να την προστατέψει. Εκείνος, αντίθετα, έστελνε μια μικρή μονάχα δύναμη και παράγγελνε στους άλλους καπεταναίους να κυκλώσουν την Αράχοβα δυτικά κι ανατολικά. Ό ίδιος θα' παιρνε από πίσω τον τούρκικο στρατό που θα πέρναγε από το Ζεμενό.
Δε γύρευε δηλαδή να προστατέψει την Αράχοβα, παρά να κλείσει μέσα και γύρω από αυτή τους εχθρούς και να τους εξοντώσει. Και, καθώς θα δούμε, οι δυο πιο ξακουστοί στρατηγοί του Κιουταχή, ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, οδηγώντας το πιο διαλεχτό ασκέρι της τούρκικης στρατιάς, θα πέσουν στην παγίδα που τους έστησε.
Έπειτα από τούτη τη γλήγορη πορεία ο Καραϊσκάκης λογάριαζε να ξεκουράσει κάπως το στρατό του στο Δίστομο, ώσπου να μάθει τις κινήσεις του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη που είχαν σμίξει πια τ' ασκέρια τους και δρούσαν ενωμένα. Το ίδιο κείνο βράδυ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σιμά στην παραστιά ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού. του φέρανε το μερδικό του από το κοκορέτσι που είχανε ψήσει τα παλικάρια κι άρχισε να το τρώει έχοντας για ψωμί μια λειψοκουλούρα φτιαγμένη από κριθαρένιο ακοσκίνιστο αλεύρι. Εκείνη την ώρα φτάνει κάποιος αγωνιστής και λέει στον αρχηγό πώς στα καραούλια μας παρουσιάστηκε ένας νιός καλόγερος και γύρευε να τον δει για κάτι το σπουδαίο.
Είπε να τον φέρουν. Ερχόταν από το μοναστήρι Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στη Δαύλεια του Παρνασσού.
- Μ' έστειλε, λέει στον Καραϊσκάκη, ο ηγούμενος να σου πω πώς ο Κεχαγιάμπεης κι ο Μουστάμπεης, με δυόμισι ως τρεις χιλιάδες ασκέρι, βρίσκονται στο μοναστήρι μας και στα γύρω μέρη. Λογαριάζουν να διαβούν αύριο από την Αράχοβα και να τραβήξουν στα Σάλωνα, να χτυπήσουν τους δικούς μας που πολιορκούνε τους Τούρκους στο κάστρο.
- πως, ορέ, τα' μαθε αυτά ο ηγούμενος; ρωτάει ο Καραϊσκάκης.
- Ένας από τους υποταχτικούς μας που ξέρει τα τούρκικα, υπηρετώντας τους μπέηδες που φάγανε στο μοναστήρι, άκουσε τον Μουστάμπεη να ξηγάει το σχέδιο στον Κεχαγιάμπεη.
- Και ποίο είν' αυτό;
-Πως πεντακόσιοι Αρβανίτες θα σηκωθούν αξημέρωτα και θα τραβήξουν από τον Παρνασσό για τη Ράχοβα. Το αποδέλοιπο ασκέρι του θα περάσει από το Ζεμενό. Aν στο στενό βρουν αντίσταση, οι άλλοι που θά' χουν φτάσει πρωτύτερα στην Αράχοβα θα χτυπήσουν πισώπλατα τους Έλληνες.
- Ξέρουν πώς είμαστε εμείς εδώ;
- Oχι, θαρρούνε πώς βρισκόσαστε ακόμα στη Ντομπραίνα.
- Γύρνα δίχως να χασομερήσεις και πες στον ηγούμενο πώς του χρωστάω μεγάλη χάρη για το μαντάτο που μoύ' στειλε.
Ο Καραϊσκάκης πετιέται πάνω είχε ξυπνήσει μέσα του ο πολεμάρχης. άστραψε στο νου του ευθύς το σχέδιο, που θα οδηγούσε σε μια από τις πιο λαμπρές νίκες του Εικοσιένα. Παραγγέλνει ναρθούν δίχως την παραμικρή άργητα να τον βρουν ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο Γιώργης Βάγιας κι ο Χατζηπέτρος.
- Εσείς οι δύο, λέει στον Γαρδικιώτη και Βάγια, θα ξεκινήσετε αμέσως για την 'Αράχοβα, με πεντακόσια παλικάρια. Σα θα φτάσετε σ' αυτή θα ταμπουρωθείτε στην εκκλησία και στα πιο γερά σπίτια, για να χτυπήσετε τους Τούρκους που θα κατεβαίνουν από τον Παρνασσό να μπούνε στο χωριό. Εσύ, Χατζηπέτρο, θα φύγεις λίγο πριν ξημερώσει και θα διαβείς από τα βουνά ανάμεσα Δίστομο κι 'Αράχοβα. Φτάνοντας αντίκρυ απ' αυτή θα σταθείς για να συντρέξεις τον Γαρδικιώτη και τον Βάγια. Τ' αποδέλοιπα είναι δικά μου.
Έπειτα φώναξε όλους τους καπεταναίους και τους πρόσταξε να παραγγείλουν στα παλικάρια τους να φτιάξουν ψωμί, γιατί μόλις θα πρόβελνε ο ήλιος θα ξεκινούσαν. Σύγκαιρα κάλεσε τον γραμματικό του Αινιάνα και του υπαγόρεψε γράμματα, τόσο στους καπεταναίους που πολιορκούσαν τα Σάλωνα όσο και σ' εκείνους που βρίσκονταν στα γύρω μέρη, να τρέξουν στην Αράχοβα.
Ώσπoυ να δώσει ο Καραϊσκάκης τις διαταγές, να υπαγορέψει τα γράμματα και να τα στείλει, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τότε πια κουκουλώθηκε με την κάπα του και ξάπλωσε για να ξεκουράσει κάπως τ' άρρωστο κορμί του. Σε λίγο σηκώθηκε και βγήκε έξω να δει τι καιρό κάνει. άστραφταν όλα τ' αστέρια στον ουρανό. Τα πάντα προμηνούσαν πώς ή μέρα που ερχόταν θά' ταν μία από τις πιο λαμπρές εκείνου του φθινοπώρου.
- Ξυπνήστε τ' ασκέρι, πρόσταξε, για να ετοιμαστεί να ξεκινήσουμε.
Ο Γαρδικιώτης κι ο Βάγιας φτάσανε στην Αράχοβα πριν ακόμα να ξημερώσει κι έπιασαν την εκκλησιά και τα πιο γερά σπίτια. Μόλις όμως πρόβαλε η μέρα, 19 του Νοέμβρη, φάνηκαν οι Αρβανίτες του Μουστάμπεη να ροβολούν από τον Παρνασσό να μπούνε στην Αράχοβα. Σε λίγο ξεχώρισε κι ο νταϊφάς του Χατζηπέτρου να κατηφορίζει από την αντικρινή πλαγιά του Παρνασσού. Οι Αρβανίτες μόλις είδαν πώς το χωριό βρισκόταν πιασμένο από τους δικούς μας ρίχτηκαν να τους ξεπατώσουν. Οι Έλληνες τους αντιβγήκαν θαρρετά κι άρχισε πεισματικός πόλεμος κι από τα δυο τα μέρη. Ο Χατζηπέτρος πιάνει κάποιο ψήλωμα σιμά στην Αράχοβα, μα λίγη ήταν ή βοήθεια που μπόραγε να δώσει στους κλεισμένους. Και να, αρχίζει να φτάνει από το Ζεμενότο τούρκικο ασκέρι του Κεχαγιάμπεη. Καθώς έρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, ρίχνονταν στη μάχη κι αυτοί ν' αποτελειώσουν τους ταμπουρωμένους στα σπίτια.
Στην κρίσιμη τούτη ώρα ο Καραϊσκάκης μ' οχτακόσια παλικάρια περνά το Ζεμενό, κυνηγώντας τους πιο βραδυπορεμένους Τούρκους. Όταν σίμωσε στέλνει σημαντική δύναμη αγωνιστών δεξιά από το χωριό. Έτσι, σε λίγο, οι εχθροί χτυπιόνταν από τέσσερα μέρη από κείνους που είχαν ταμπουρωθεί στο χωριό, από τον Καραϊσκάκη ανατολικά, από το σώμα που έταξε προς τα δυτικά κι από τον Χατζηπέτρο.
Τούρκοι κι Αρβανίτες τα χάνουν και γυρεύουν να σωθούν με τη φυγή, ροβολώντας κατά τους Δελφούς. Μα καθώς κάνουν να βγουν από την Αράχοβα βρίσκουν το στενό πιασμένο από τον Δυοβουνιώτη, τον Νάκο Πανουργιά και τον Γιαννάκη Πανομάρα, που μόλις πήραν το γράμμα του Καραϊσκάκη ξεκίνησαν από τα Σάλωνα και φτάνανε στην Αράχοβα. Πισωδρομάνε προς το μόνο μέρος όπου τους απόμενε ακόμα ανοιχτό στ' αλώνια πάνω από το χωριό.
Τρέχουν οι δικοί μας, τους κυκλώνουν και σηκώνουν ταμπούρια. Οι εχθροί είχαν πια μαντρωθεί.
Ο πόλεμος κράτησε πεισματικός όλη την άλλη μέρα. Οι τούρκοι βάλανε ολόγυρα τα μουλάρια και τα σαμάρια τους κι απελπισμένα πολεμούσαν προστατευμένοι πίσω απ' αυτά. Το ίδιο κείνο βράδυ δυναμώθηκαν οι Έλληνες με τον ερχομό των νταϊφάδων του Δ. Μακρή, του Γ. Δράκου, του Κ. Καλύβα, του Τρ. Αποκορίτη και του Γ. Γιολδάση,
Την τρίτη μέρα, 21 του Νοέμβρη, τούρκοι από τη Δαύλεια κι από άλλα γύρω μέρη, τρέξανε σε βοήθεια των μπλοκαρισμένων. Όταν φτάσανε - παραπάνω από οχτακόσιοι - ρίχνουν μια μπαταριά στον αέρα να ιδεάσουν τους δικούς τους. Ξεχύνονται οι κλεισμένοι εχθροί να σπάσουν τον κλοιό. Μα ο Καραϊσκάκης, με την εφεδρική δύναμη που είχε κρατήσει κοντά του, κάνει κόντρα γιουρούσι φωνάζοντας:
- που είσαι, Νικηταρά; που είσαι Βάγια; Που είσαι Πανουργιά; που είσαι, Πανομάρα; Έλληνες, προλάβετε μη μας φύγουν οι τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ορέ!
Και οι Έλληνες και τους μπλοκαρισμένους κράτησαν στο μέρος που είχαν πρόχειρα περιχαρακωθεί και τους Τούρκους που ήρθαν σε βοήθεια τους αναγκάζουν, παρατώντας όλα τα ζώα τους και τα εφόδια, να φύγουν κατατσακισμένοι.
Έπειτα από τούτη την ήττα, οι κλεισμένοι μηνάνε την άλλη μέρα στον Καραϊσκάκη, καθώς μάλιστα ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο και δεν είχαν που να προστατευθούν, πως του δίνoυν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια, φτάνει να τους αφήσει να περάσουν. Η απόκρισή του ήταν να του παραδώσουν όχι μονάχα τ' άρματα και τα χρήματά τους, παρά και τα Σάλωνα και τη Λεβαδιά. τους γύρεψε ακόμα, εγγύηση πως θα κρατήσουν τη συμφωνία, όμηρους τον Κεχαγιάμπεη και τον Καρεφίλμπεη, αδελφό του Μουστάμπεη,
Οι εχθροί, που λογαριάζονταν, καθώς είπαμε, το καλύτερο ασκέρι που είχε η Τουρκία στη Ρούμελη, αποφασίζουν να καρτερέψουν με την ελπίδα να τους στείλει βοήθεια ο Κιουταχής.
Τη νύχτα που ακολούθησε και την άλλη μέρα έπεφτε ασταμάτητα χιονόνερο. Κι αδιάκοπα χειροτέρευε ο καιρός. Στις 24 του Νοέμβρη άρχισε να ρίχνει χιόνι, που γινόταν όλο και πιο πυκνό. Οι μπλοκαρισμένοι απελπίστηκαν και οι μπουλουξήδες παρουσιάζονται στον Κεχαγιάμπεη και του λένε να πάρει μια απόφαση γιατί βλέπουν πως χάνονται απο το κρύο και την πείνα.
Ο Κεχαγιάμπεης τους αποκρίνεται πως καταλαβαίνει σε ποιόν κίνδυνο πέσανε και θα πάει, στο τσαντίρι του Μουστάμπεη, να τον βρει ν' αποφασίσουν. Μα ο Μουστάμπεης, που είχε λαβωθεί την προηγούμενη μέρα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Κι ο αδελφός του μηνάει στον Κεχαγιάμπεη:
- Ο Μουστάμπεης είναι του θανατά και να μην τον λογαριάζετε πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Πάρετε μόνοι σας όποια απόφαση θέλετε.
Ένας θεριακωμένος Γκέκας συνάζει γύρω του τους πιο εγκαρδιωμένους πατριώτες του και τους λέει πως δεν τους απόμενε άλλο παρά να κάνουν γιουρούσι κι όσοι σωθούν.
Σαν είπανε στον Καραϊσκάκη πως οι τούρκοι κάνανε γιουρούσι για να φύγουν, παρατά το γιατάκι του, όπου τον κράταγε η φθίση που έτρωγε τα πνευμόνια του, και γυρίζοντας σα δαιμονισμένος το χωριό ξεσηκώνει τους αγωνιστές, όπως οι πιότεροι απ' αυτούς είχανε φύγει από τα ταμπούρια τους και μπήκανε στα σπίτια κάπως να προστατευτούν από το χαλασμό που γινόταν.
Και σε λίγο αρχίζει μάχη βουβή καθώς ο θάνατος, όπως αχρηστεύθηκαν από το χιόνι τα ντουφέκια και οι πιστόλες. Μονάχα τα σπαθιά, τα γιαταγάνια και οι πάλες δούλευαν κι από τα δύο μέρη. Οι Έλληνες κόβουνε στη μέση την τούρκικη φάλαγγα πού είχε ξεχυθεί κι αρχίζει το μακελειό. Ξέχωρα ωσάν μανιασμένοι σκότωναν τούς Αρβανίτες όσοι από τούς δικούς μας ήταν από τη φρουρά του Μεσολογγίου, μια και είχανε τώρα μπροστά τους ίδιους εκείνους εχθρούς πού ξολόθρεψαν στην έξοδο τόσους δικούς μας στη χωσιά πού τους στήσανε όταν τράβαγαν για το μοναστήρι του Αϊ Συμιού.
Από τις δύο χιλιάδες που έφταναν οι εχθροί ίσαμε τρακόσοι μονάχα σώθηκαν, «αλλά και αυτοί κατέστησαν άχρηστοι σχεδόν εις πόλεμον, διότι έπαθον χείρας τε και πόδας από τους πάγους». Πολλοί θάφτηκαν τη νύχτα από τα χιόνια κι όταν ή άνοιξη ήρθε και λιώσανε τους βρήκανε αγκαλιασμένους, καθώς γύρευαν κάπως να ζεσταθούν, κάτω από το λευκό σάβανο που τους σκέπασε. Ανάμεσα στα κεφάλια των σκοτωμένων που έφεραν οι αγωνιστές στον Καραϊσκάκη ήταν και των δύο Τούρκων αρχηγών του Κεχαγιάμπεη και του Μουστάμπεη.
Η νίκη της Αράχοβας γιορτάστηκε όμοια μ' εκείνη στα Δερβενάκια, καθώς κι αυτή ήρθε ν' αναφτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων σε μια από τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης. «Aς πανηγυρίσει λοιπόν το έθνος την λαμπρότατη αυτήν νίκη», γράφανε στην αναφορά που στείλανε οι νικητές στην κυβέρνηση από την Αράχοβα στις 26 του Νοέμβρη. Δεν την υπόγραφε μονάχα ο Καραϊσκάκης παρά κι άλλοι ενενήντα τέσσερις μεγάλοι και μικροί καπεταναίοι, όπως ο μεγαλόψυγος αρχηγός θέλησε όλοι να συμμερισθούν τη δόξα. Ο Παπαρηγόπουλος γράφει: «Οπωσδήποτε δίκαιον είχεν ο Καραϊσκάκης ονομάζων την νίκην ταύτην λαμπροτάτην και υπέγραψαν μεν εν τι εκθέσει εκείνη, παρεκτός αυτού, 94 έτι οπλαρχηγοί, άλλ' εννοείται ότι το κατόρθωμα ωφείλετο κυρίως εις την στρατηγική περίνοιαν, εις την σύνεσιν και την δραστηριότητα ενός και μόνου ανδρός».
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου