Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, καθώς και εκείνα που τα ακολούθησαν και που καθιερώθηκαν ως «Ιουλιανά», ήταν από τα πιο σημαντικά της περιόδου μετά το 1950 και μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας του 1967-1974.
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.
Ταυτόχρονα, τα «Ιουλιανά» προσφέρουν επίκαιρα διδάγματα ως προς το...
ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της περιόδου, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.
ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της περιόδου, από την άποψη του βαθμού συνειδητοποίησης.
Τα «Ιουλιανά» δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος μιας αλυσίδας, που η μια άκρη της θα μπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της 10ετίας του '50 (αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φθάνει μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη «χούντα» το Δεκέμβρη του 1967 και, από μια συνολικότερη οπτική, μέχρι το 1974, όταν η χούντα κατέρρευσε.
ΣΥΝΟΨΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950
Η ανάγκη της αστικής τάξης, από τη μια να ασκήσει πολιτική σκληρής καταστολής, αλλά και ευέλικτης τακτικής απέναντι στο λαϊκό κίνημα, διαπλεκόταν με τις στοχεύσεις της στη γύρω περιοχή (Κύπρος - Νότια Αλβανία), ενώ είχε ήδη προβάλλει με αξιώσεις ο έτερος ανταγωνιστής, η Τουρκική αστική τάξη, στο πλαίσιο βεβαίως του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Τα παραπάνω καθόριζαν τις βασικές παραμέτρους, μέσα στις οποίες η αστική τάξη προσπαθούσε μεταπολεμικά να ανασυγκροτήσει το κράτος της και να το προσαρμόσει στις νέες απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτή η πορεία συντελέστηκε μέσα από σκληρές συγκρούσεις μεταξύ φορέων των αστικών συμφερόντων, που εκφράζονταν στο Παλάτι, στο Στρατό και στην κυβέρνηση. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση, όχι μόνο δεν απέκλειε, αλλά και περιλάμβανε προσωρινές συμμαχίες, πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στη «Δεξιά» κατά του «Κέντρου», πότε ανάμεσα στο Παλάτι και στο «Κέντρο» κατά της «Δεξιάς», πότε αποσκιρτήσεις από τα αστικά κόμματα και διαιρέσεις, ενώ «μήλο της έριδος» ήταν ο Στρατός. Παρότι ο Στρατός θεωρούνταν «φέουδο» των Ανακτόρων, στις γραμμές του αποτελούσε ιδιαίτερη οργάνωση ο ΙΔΕΑ, που είχε τους «αυτοτελείς» στόχους του και διέθετε μεγάλη δύναμη. Ισχυρή επιρροή, βεβαίως, ασκούσαν και τα κόμματα της «Δεξιάς», ενώ διείσδυση στο στρατό επιχειρούσε και το «Κέντρο», προκειμένου να ενισχύσει τις σχετικά αδύνατες προσβάσεις του. Φυσικά, όλα τα παραπάνω διαδραματίζονταν στη σκιά της ισχυρότατης παρουσίας των ΗΠΑ, αλλά παρεισέφρυε και η παρουσία του Βρετανικού παράγοντα, που ναι μεν ήταν εξαιρετικά συρρικνωμένη, όμως διευρυνόταν λόγω του ρόλου της Βρετανίας στο Κυπριακό και των επιπτώσεων που είχε αυτό στην Ελλάδα. Το βαρύ πέλμα των ΗΠΑ στον έλεγχο των εξελίξεων, ακόμη και στη λήψη επιμέρους πολιτικών αποφάσεων, ήταν απαραίτητο, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, αφού τότε η εγχώρια αστική τάξη δε διέθετε ακόμη την οικονομική και πολιτική δύναμη, ούτε όλους τους μηχανισμούς που επέβαλαν οι αστικές ανάγκες, εξαιτίας του ισχυρού κλονισμού που είχε υποστεί το κράτος στα χρόνια της Κατοχής και της ένοπλης λαϊκής πάλης 1946-1949. Διαφορετικές προσεγγίσεις υπήρχαν ως προς τη μέθοδο με την οποία θα αντιμετωπιζόταν το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ. Από τμήματα του αστικού πολιτικού κόσμου ο αντικομμουνισμός του «κονσερβοκουτιού» και η συνέχιση των εκτελέσεων και άλλων διώξεων θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ, ενώ στιγματιζόταν ως «συνοδοιπορία» και η εκλογική συνεργασία με την Αριστερά, που σε διάφορες φάσεις είχαν πραγματοποιήσει κόμματα του «κεντρώου - σοσιαλδημοκρατικού» χώρου. Ενας από τους πιο αυθεντικούς και εξέχοντες πολιτικούς και πνευματικούς παράγοντες της πλουτοκρατίας και της παράταξής του, της «Δεξιάς», ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, έγραψε ανάμεσα σε άλλα: «Το Κέντρον, είτε θέλει, είτε δεν θέλει, για να μείνει πιστό στην επιδίωξη του σήμερα πρωταρχικού σκοπού, που είναι η καταπολέμηση του κομμουνισμού, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί πια μια τρίτη παράταξη. Αποτελεί μια μερίδα, την πιο προοδευτική, την πιο συγχρονισμένη μέσα στο πλαίσιο της εθνικής παράταξης. Μέσα στην οξύτητα του σημερινού αντικομμουνιστικού αγώνα μόνο δύο παρατάξεις χωρούν. Το Κέντρον μπορεί και πρέπει να υπάρχει ως τμήμα της μιας παράταξης, της αντικομμουνιστικής. Διότι στην άλλη βέβαια ούτε τμήματα, ούτε διαφορισμοί επιτρέπονται από τον κομμουνισμό. Μόνο λοιπόν μέσα στην αντικομμουνιστική παράταξη και με αυτούς τους περιορισμένους διαφορισμούς από τα άλλα τμήματα της παράταξης αυτής νοείται σήμερα το Κέντρον. Υπό άλλην έννοιαν είναι είτε λογικά, είτε πολιτικά, αδιανόητο»1. Υπήρχε, ωστόσο, και η εξής επιλογή, όπως εκφράστηκε από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» στις 5 του Φλεβάρη 1952: «...το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να τεθεί εκτός νόμου η άκρα Αριστερά. Από αυτάς τας σκέψεις και όχι από προσήλωσιν εις αφελείς ή πονηρούς δογματισμούς περί... υποχρεώσεων της Δημοκρατίας φθάνει κανείς εις αυτό το συμπέρασμα... θα επιτευχθούν πολύ θετικότερα αποτελέσματα από τον ασύνετον γενικόν διωγμόν και την παραπομπήν της συνωμοσίας εις το σκότος που είναι το κλίμα της. Επιβάλλεται δηλαδή να τεθεί ο κομμουνισμός όχι εκτός νόμου, αλλά εντός νόμου».Υπέρ της νομιμοποίησης του ΚΚΕ είχε ταχθεί από τη 10ετία του 1950 και ο Κ. Μητσοτάκης, ενώ ο Νίκος Κιτσίκης σημείωνε: «Ο Βενιζέλος και άλλα κόμματα υποστηρίζουν τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, για να περιοριστεί το ΚΚΕ στις πραγματικές του διαστάσεις... Εβαζαν τη θέση να αποκλεισθούν αυτοί που τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια και να χωριστούν οι μέσα στην Ελλάδα απ' τους έξω»2. Τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν την απέρριπταν ούτε ο Ν. Πλαστήρας ούτε ο Εμμ. Μπακλατζής, εφόσον το ΚΚΕ δεχόταν να τηρεί τους νόμους του κράτους... Αυτή η διαφοροποιημένη τακτική είχε στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού ΚΚΕ», δηλαδή ενός Κόμματος «απαλλαγμένου» από διεθνιστικά «βαρίδια». Επιχειρούσε να αξιοποιήσει σε αυτή την κατεύθυνση και την ΕΔΑ, άλλοτε με απειλές διάλυσής της, αν δεν κόψει το δεσμό της με το ΚΚΕ, άλλοτε με θετικές δημόσιες τοποθετήσεις για το ρόλο της ίδιας και του ΕΑΜ... Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και ο Ηλίας Τσιριμώκος.
ΚΕΝΤΡΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Ηδη, από το 1946, το Παλάτι αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας στο πλαίσιο του αστικού κράτους. Η «αναβάπτισή» του στη λαϊκή ψήφο (δημοψήφισμα 1946), η νίκη της αντίδρασης, η στήριξή του από ΗΠΑ - Βρετανία, καθώς και τα ερείσματα που διέθετε στο Στρατό, το καθιστούσαν σύμβολο της αστικής κυριαρχίας, ενώ είχε και σημαντική παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Η Μοναρχία, δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, αλλά που είχε επιβιώσει για ιστορικούς λόγους, ως τμήμα του αστικού πολιτικού συστήματος, ήταν φυσικό να συνδέει την πολιτική ισχύ της με τον αυξημένο ρόλο της στη συνδιαμόρφωση των κυβερνήσεων και με την επιρροή της στα αστικά κόμματα. Ομως, αυτό την έφερνε πολλές φορές αντιμέτωπη με τα πολιτικά κόμματα ή με μερίδες τους. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1951, αν και ήρθε πρώτο το κόμμα του Παπάγου, το Παλάτι ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Πλαστήρα. Επρόκειτο και για αίτημα των ΗΠΑ, προκειμένου να υλοποιηθούν, από κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατικής και «κεντρώας» χροιάς, αποφάσεις όπως η ένταξη της Ελλάδας στο NATO, η αποστολή στρατού στην Κορέα, η σύσφιξη των σχέσεων με τον Τίτο, η εκτέλεση του Μπελογιάννη κ.ά. Το γεγονός όξυνε τις σχέσεις Ανακτόρων - Παπάγου, που είχαν ήδη ενταθεί περισσότερο από το 1950, όταν τα Ανάκτορα ήθελαν τον Παπάγο πρωθυπουργό σε μεταβατική κυβέρνηση, ο Παπάγος συμφώνησε, όμως ανακάλεσε, γιατί: «Ηθέλησαν να μου στείλουν έτοιμο τον κατάλογο των υπουργών και να αναλάβω ευθύνας για υπουργούς που δεν επέλεξα. Επ' ουδενί λόγω εδέχθην να συζητήσω μιαν τέτοια λύσιν»3.Το θέμα, λοιπόν, ήταν ο έλεγχος του Στρατού. Μέχρι και απόπειρα πραξικοπήματος, που σκόπιμα δεν επικράτησε, πραγματοποίησε ο ΙΔΕΑ (με την καθοδήγηση του Παπάγου όπως λέγεται), το οποίο ο Παπάγος «κατέστειλε», διατάσσοντας (!) τους πραξικοπηματίες να αποσυρθούν από τους χώρους που είχαν καταλάβει (30 προς 31 Μάη 1951), δείχνοντας ότι εκείνος - και όχι το Παλάτι - έχει τη δύναμη στο Στρατό. Ετσι, όταν ο Παπάγος αποφάσισε να κατεβεί στην πολιτική, δίχως να συνεννοηθεί με το βασιλιά Παύλο, ο τελευταίος διέταξε τη σύλληψη του Παπάγου, που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε. Πρόσχημα αποτέλεσε η στρατιωτική ακόμη ιδιότητα του Παπάγου, που η κάθοδός του στην πολιτική παραβίαζε το στρατιωτικό κανονισμό. Εμεινε παροιμιώδες το: «συλλάβατε τον Στρατάρχην». Η ύπαρξη του ΙΔΕΑ είχε οδηγήσει σε συγκρούσεις τα Ανάκτορα και αστούς πολιτικούς με τον Παπάγο από το 1949 ακόμη. Οπως είχε δημοσιευτεί στον Τύπο, «τρεις φορές ο βασιλεύς επέστησε την προσοχή του Αρχιστρατήγου για την ύπαρξη του ΙΔΕΑ, αλλά ο Παπάγος αρνιόταν να πάρει οποιοδήποτε μέτρο»4. Στο πλαίσιο της διαπάλης για τον έλεγχο στο Στρατό, ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε το 1958 από τον Καραμανλή να παραιτηθεί από υπουργός Αμυνας (θέση που είχε μαζί με την πρωθυπουργία) και στη θέση του να τοποθετηθεί ο Σπ. Θεοτόκης, άνθρωπος των Ανακτόρων. Ενώ ο Κ. Καραμανλής άλλαξε το Νοέμβρη του 1959 την ηγεσία του Στρατού, που ήταν ακραιφνώς βασιλική. Κι ας μην ξεχνάμε ότι εξαιτίας της σύγκρουσης με το Παλάτι ο Κ. Καραμανλής, λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, εγκατέλειψε το 1963 την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχαν προηγηθεί, επιπλέον, οξύτατες διαφωνίες για τις συνταγματικές αλλαγές που ήθελε να επιφέρει ο Καραμανλής, αλλαγές ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης). Από τις αρχές ακόμη της 10ετίας του '50, πρόκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με τις ίδιες ακριβώς δομές και μεθόδους που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης και αργότερα; Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, διεκδικώντας μάλιστα να έχει το πάνω χέρι; Ο «Ελληνικός Συναγερμός» - και στη συνέχεια η ΕΡΕ - αποτέλεσε τη βασική πολιτική δύναμη της αστικής τάξης, όταν από το Νοέμβρη του 1952 τελείωσε ο κυβερνητικός ρόλος του «Κέντρου» και ήρθε η ώρα της «Δεξιάς». Το νέο σχήμα που συσπείρωσε το σύνολο των δεξιών κομμάτων, ανέλαβε την ανασυγκρότηση και την ηγεμονία στην κούρσα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, που υπήρξε γοργή. Διεύρυνε τις συμμαχίες της αστικής τάξης, «τραβώντας» μαζί του μεγάλο ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων της αγροτιάς, καθώς και των νέων μεσαίων στρωμάτων που διαμορφώθηκαν στις ειδικές συνθήκες της Κατοχής και μετά (μαυραγορίτες κ.ά.) και από τις ξένες βοήθειες (σχέδιο Μάρσαλ κ.ά.). Επιπλέον, η μεγάλη διεύρυνση του δημόσιου τομέα και ο οικονομικός ρόλος του δημιούργησαν ένα εκτεταμένο στρώμα, που είχε συμβολή στη στήριξη της ΕΡΕ. Ετσι εξασφαλίστηκε η 11ετής αυτοδύναμη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβερνητική εξουσία (1952 - 1963), φυσικά και με τη βοήθεια των νόθων εκλογικών συστημάτων και της νοθείας και τρομοκρατίας, όπως το 1961.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ «ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ»
Το ίδιο διάστημα, η «κεντρώα» παράταξη ήταν διασπασμένη και περνούσε κρίση στρατηγικής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτελέσει εκλογικά αυτοδύναμο εναλλακτικό πόλο για την κυβερνητική εξουσία. Αυτή η αδυναμία έγινε κραυγαλέα στις εκλογές του 1958, από τις οποίες η ΕΔΑ, συμμαχώντας με τμήματα του «Κέντρου», αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,42% και 79 βουλευτές. Στην επιφάνεια της κρίσης ήταν διακριτή η διαμάχη Γ. Παπανδρέου - Σοφ. Βενιζέλου, που εμφανιζόταν ως προσωπική. Ορισμένοι νεότεροι (Μητσοτάκης, Μαύρος κ.ά.) είχαν αποστασιοποιηθεί και από τους δύο προηγούμενους, ενώ ο Τσιριμώκος και άλλοι συνεργάζονταν και με την ΕΔΑ. Ο Βενιζέλος εξέφραζε την άποψη ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για δύο «εθνικόφρονας παρατάξεις» και ότι πρέπει να υπάρξουν συμμαχικές κυβερνήσεις με τη «Δεξιά». Ετσι, βλέπουμε ηγετικές του μερίδες, ενώ διακήρυσσαν την πίστη τους στην ενότητα του Κέντρου, ταυτόχρονα επιδίωκαν το σχηματισμό κεντροδεξιών κυβερνήσεων, θέση που παρέπεμπε ευθέως στη συμμαχία του 1947 -1949, τότε δηλαδή που συνεργαζόμενα και σε κυβερνητικό επίπεδο τα αστικά κόμματα πολεμούσαν κατά του ΔΣΕ. Ομως, αυτή η τακτική δεν είχε προοπτική και όξυνε ακόμη περισσότερο την κρίση στρατηγικής του «Κέντρου». Αντίθετα, ο Γ. Παπανδρέου και άλλοι επέμεναν στην ανάγκη να συγκροτηθεί ενιαίο κόμμα του «Κέντρου», που θα κάλυπτε το χώρο μεταξύ ΕΡΕ και ΕΔΑ. Να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση ενός δεύτερου ισχυρού πόλου, που να μπορεί να αντικαταστήσει αυτοδύναμα σε κάποια στιγμή τη «Δεξιά» στην κυβέρνηση, απασχολούσε και την ΕΡΕ και τον αμερικανικό παράγοντα, όπως αποδείχτηκε πολλές φορές τότε και αργότερα. Το 1961 είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στην εσωτερική και στη διεθνή κατάσταση. Η Ελλάδα είχε συνδεθεί με την ΕΟΚ. Παράλληλα, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε σημαδευτεί από το νέο κύμα των χιλιάδων μεταναστών, από το μαράζωμα νέων ζωνών της υπαίθρου και τη συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, όπου «άνθισε» η αντιπαροχή γης και διαμορφώθηκαν οι νέες στρατιές των προλετάριων. Την ίδια περίοδο, η φτώχεια και η ανεργία «έσπαζαν κόκαλα». Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και την πιο συμπαγή σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Την 19η του Σεπτέμβρη 1961 ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά και ενσωματώνοντας στις διακηρύξεις της αιτήματα της σοσιαλδημοκρατίας για το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας», υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη, τότε, παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, καυχούμενη, ταυτόχρονα, ότι εκείνη αποτελεί το ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, με τη φιλοδοξία να το βάλει στο περιθώριο.
ΤΟ «ΚΕΝΤΡΟ» ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Στις εκλογές της 3ης του Νοέμβρη 1963 η «Ενωση Κέντρου» επιβλήθηκε της ΕΡΕ, κερδίζοντας τις 138 έδρες από τις 300 της Βουλής. Η ΕΡΕ πήρε τις 132. Μην μπορώντας να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η «Ενωση Κέντρου» επιδίωξε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Στις εκλογές που έγιναν την 16η του Φλεβάρη 1964, κέρδισε 171 έδρες, η ΕΡΕ μαζί με το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπύρου Μαρκεζίνη 107 έδρες (99 και 8) και η ΕΔΑ 22. (Να σημειωθεί ότι τότε η ΕΔΑ δεν κατάρτισε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε οι ψηφοφόροι της να ψηφίσουν την «Ενωση Κέντρου», για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, όπως και έγινε)... Η πολιτική της «Ενωσης Κέντρου» έχει εξυμνηθεί από τους πολιτικούς και άλλους κύκλους του «κεντρώου» χώρου και σε συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Εχει μάλιστα χαρακτηριστεί ως μικρό φωτεινό διάλειμμα μιας μακριάς σκοτεινής πολιτικής περιόδου. Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» αύξησε μισθούς και μεροκάματα, ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, κατάργησε μια σειρά ψηφίσματα του εμφυλίου πολέμου, έβαλε σε αχρησία τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων στο μεγαλύτερο βαθμό (εξαιρέθηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι) και απέλυσε τους περισσότερους από τους εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους. Προώθησε ορισμένους εκσυγχρονισμούς και στην εκπαίδευση.
Αυτή ήταν η μια όψη του νομίσματος. Γιατί:
Η «Ενωση Κέντρου» αρνήθηκε να απελευθερώσει όσους πολιτικούς κρατούμενους είχαν καταδικαστεί με το νόμο 375/1936 για κατασκοπία. Αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, το 1966, από την κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου (κυβέρνηση της... «αποστασίας»)! Στο ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων, η «Ενωση Κέντρου» ακολούθησε την ίδια τακτική με της ΕΡΕ: Την κατά περίπτωση έγκριση των αιτήσεων επαναπατρισμού. Και βεβαίως δεν κατάργησε τους νόμους 375 και 509/1947 (που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ), ενώ δε θέλησε να αναγνωρίσει ούτε την ΕΑΜική Αντίσταση!
Παράλληλα, η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» επιχείρησε με την περιβόητη εγκύκλιο 1010 να διαλύσει τη «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη» στα σχολεία, ενώ απειλούσε προοδευτικούς καθηγητές με απόλυση και τους καλούσε να γίνουν χαφιέδες! Κατά μαρτυρία του Π. Κανελλόπουλου, που δε διαψεύσθηκε, ο Γ. Παπανδρέου του είχε πει πως εξέταζε το ενδεχόμενο διάλυσης με νόμο γενικά της «Δ. Ν. Λαμπράκη».
Το αίτημα «15% για την Παιδεία», για το οποίο είχαν προηγηθεί σκληροί αγώνες, παραπέμφθηκε από το «Κέντρο» στις καλένδες. Και ο στόχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εξυπηρετούσε τα εξής: «Η στρατηγική της οικονομικής απογείωσης και της διαδικασίας εκβιομηχάνισης, με άμεσες επιπτώσεις στις συνθήκες της αγοράς εργασίας, αλλά και οι κοινωνικές μεταβολές που είχαν επέλθει και που διαγράφονταν ραγδαίες, απαιτούσαν αναπροσαρμογή της οργάνωσης της εκπαίδευσης. Η μεταρρύθμιση στην οργάνωση και το περιεχόμενο της Παιδείας ανταποκρινόταν δειλά στις απαραίτητες πια ανάγκες του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Η ανάγκη ύπαρξης τεχνικοεπαγγελματικής παιδείας και ένταξης της μάζας των μαθητών σε αυτή, ήταν λειτουργική ανάγκη του καπιταλισμού. Ο περιορισμός της πρόσβασης στην Ανώτατη Παιδεία ήταν λογική και απαραίτητη συνέπειά της. Για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν αποτελεί η Παιδεία γενικό αγαθό και ανάγκη για όλους, αλλά μηχανισμό αναπαραγωγής και σταθεροποίησης των ταξικών σχέσεων. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του '64 αποσκοπούσε στην αναπροσαρμογή αυτού του μηχανισμού στις σύγχρονες ανάγκες του καπιταλισμού»5. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτά ακριβώς κατηγορήθηκαν, δημαγωγικά, από την ΕΡΕ και τον Τύπο της, ως «κομμουνιστική διείσδυση» στα σχολεία.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας προστεθεί ακόμη, όσον αφορά στα πεπραγμένα της «Ενωσης Κέντρου», ότι την προβοκάτσια στο Γοργοπόταμο, όπου βρήκαν το θάνατο 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 39, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα!!
Αλλά εκεί που η «Ενωση Κέντρου» κυριολεκτικά αθέτησε κάθε προεκλογική υπόσχεση, ήταν ο Στρατός και τα Σώματα Ασφαλείας. Στην ουσία δεν αποτόλμησε ούτε πέτρα να κινήσει. Ο ΙΔΕΑ και οι φιλοβασιλικοί παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους συνωμοτώντας και προκαλώντας ανοιχτά.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, μιλώντας στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου την 3η του Απρίλη 1964, έλεγε: «...ερρίφθησαν ωρισμένα συνθήματα και αιτήματα και από τα συνθήματα αυτά ανεμένοντο μέτρα, αλλά δυστυχώς είδομεν ημίμετρα και άλλα από τα συνθήματα αυτά εγκαταλείπονται και άλλα κολοβώνονται. Εφθάσαμεν εις έναν μηρυκασμόν του παρελθόντος»6. Περίμενε περισσότερα από την κυβέρνηση, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
ΣΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Το βράδυ της Πέμπτης 15 του Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Είχε προηγηθεί η γνωστή προβοκάτσια στον Εβρο με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούντο από το ΚΚΕ! Ο Παπανδρέου έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο Αρχείο!.. Μετά την προβοκάτσια του Παπαδόπουλου, ο Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε! «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο το γραφείο του στο υπουργείο»7. Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός. Το επιχείρημα που προβλήθηκε από το Παλάτι, ως αιτιολόγηση της άρνησης, ήταν πως ο πρωθυπουργός κινδύνευε να εκτεθεί από ηθική άποψη, επειδή θα αναλάμβανε προϊστάμενος ενός υπουργείου, στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν η επόπτευση των ανακρίσεων για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Και όπως είναι γνωστό, στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» είχε εμπλακεί το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, και μάλιστα ως επικεφαλής αυτής της κίνησης στο Στρατό. Στην ουσία, ο Κωνσταντίνος υπαινισσόταν ότι ο πατέρας Παπανδρέου θα κουκούλωνε την υπόθεση. Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε. Ετσι ο λαός είδε να παραιτείται ο πρωθυπουργός - μαζί και η κυβέρνησή του - επειδή ο Κωνσταντίνος δε δεχόταν να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!.. Την ίδια ώρα, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Νόβα ψήφισαν 131 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, 24 «αποστάτες» του «Κέντρου», ο Γαρουφαλιάς που είχε διαγραφτεί από το «Κέντρο» και 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών»). Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 (145 του «Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ). Είχαν προηγηθεί μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Σε εκείνη της 21ης του Ιούλη δολοφονήθηκε από την Αστυνομία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυματίες. Το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου 1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά, η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Τσιριμώκου ψήφισαν 135 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, ο Γαρουφαλιάς και 36 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Κατά ψήφισαν 159 (134 του «Κέντρου», οι 22 της ΕΔΑ και 3 του «Κόμματος Προοδευτικών»). Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά, ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966. Την αντικατέστησε, στις 22 του μήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη8 και Ελένης Βλάχου9. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967. Την ψήφισε και η «ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου», παρότι διαφωνούσε με τις συγκεκριμένες επαφές και αποφάσεις του πατέρα του. Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν έγιναν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 -1974).
ΑΙΤΙΕΣ
Εχουν υποστηριχτεί διάφορες απόψεις για τις αιτίες που οδήγησαν στα «Ιουλιανά», ενώ ορισμένοι μελετητές δικαίως υπογραμμίζουν πως το θέμα δεν έχει ερευνηθεί ακόμη ολοκληρωμένα και ότι είναι πιθανό νέα άγνωστα στοιχεία να προσθέσουν στο μέλλον και άλλες πλευρές. Ωστόσο, με τα δεδομένα που υπάρχουν μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια σειρά βασικά συμπεράσματα. Το διεθνές πολιτικό κλίμα σφραγιζόταν από τη συνολική αντιπαράθεση σοσιαλισμού - καπιταλισμού, με αιχμές το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και το Βιετνάμ. Τα ενδιαφέροντα και των δύο πλευρών στην περιοχή μας εστιάζονταν ιδιαίτερα στην Κύπρο και στις σχέσεις Αραβικών κρατών - Ισραήλ, που είχαν ενταθεί εξαιρετικά και δύο χρόνια αργότερα οδήγησαν στον πόλεμο των 6 ημερών μεταξύ Αιγύπτου - Ισραήλ. Στο εσωτερικό συνεχίζονταν έντονα οι πιο ακραίες αντικομμουνιστικές φωνές, που κυρίως εκπορεύονταν από το Παλάτι, την ΕΡΕ και το φιλικό της Τύπο, από την Πρεσβεία των ΗΠΑ και τις υπηρεσίες τους, βεβαίως και από το χώρο του Στρατού. Η υπερβολή και οι φανερές προβοκάτσιες οργίαζαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριζόταν ως «ο νέος Κερένσκι»! Στους «Λαμπράκηδες» και γενικά στην ΕΔΑ αποδίδονταν σχέδια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας! Ο «από Βορράν κίνδυνος» βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ομάδες «αντιφρονούντων πολιτών» έκαναν τακτική την παρουσία τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ εκείνο το διάστημα είχαν ειδικούς λόγους αυτό το κλίμα να διατηρείται και να φουντώνει. Από τα κύρια προβλήματα (αν όχι το κύριο) που τις απασχολούσε να λυθούν ήταν το Κυπριακό. Η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» είχε έρθει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ για το Κυπριακό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση ερχόταν σε προστριβή με τις ΗΠΑ για το ανοιχτό αυτό θέμα. Από ένα σημείο και έπειτα οι ΗΠΑ είχαν αλλάξει τα σχέδιά τους για την Κύπρο. Δεν υιοθετούσαν πια το αίτημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για «ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Ηθελαν λύση ΝΑΤΟική. Κατά τη συνάντηση με τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον, που απειλούσε και με ελληνοτουρκικό πόλεμο, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχθεί συνομιλίες με την Τουρκία στη βάση του αμερικανικού «σχεδίου Ατσεσον», που πρόβλεπε μορφή διχοτόμησης της Κύπρου. Το «σχέδιο Ατσεσον» ο Γ. Παπανδρέου αρχικά το είχε αποδεχθεί, όπως είχε αποδεχθεί και τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του Μακάριου. Η στάση, που τότε κρατούσε ο Μακάριος, σε συνδυασμό με τη στενή συνεργασία του με τη σοβιετική κυβέρνηση, που τον υποστήριζε, αποτελούσε έκφραση των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Κύπρου να ασκήσει αυτόνομη πολιτική στην περιοχή μέσω της ισχυροποίησης και ανεξαρτητοποίησης του κυπριακού έθνους. Αυτό ακριβώς οδηγούσε και στην απόρριψη και της ΝΑΤΟικής λύσης της κυπριακής «ανεξαρτησίας» και στη λύση της διπλής ένωσης. Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου ότι η αποδοχή του «σχεδίου» θα σήμαινε πολιτική αυτοκτονία, άλλαξε θέση. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Παπανδρέου έστειλε στην Κύπρο μια μεραρχία στρατού, γεγονός που όξυνε περισσότερο τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ - Τουρκία. Από την άλλη, δεν ήταν αρεστές και ορισμένες θέσεις που εξέφραζε ο Α. Παπανδρέου, οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ προχωρημένες για τα τότε δεδομένα, κυρίως τα διεθνή («η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» κ.ά.). (Δεν είχε φτάσει η στιγμή που η αστική τάξη θα επέβαλε την αναβάθμισή της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, «απολακτίζοντάς» την από τον εμφύλιο αναγκαστική «κηδεμονία» των ΗΠΑ στην από κοινού χάραξη της αστικής πολιτικής. Αυτός ακριβώς ο στόχος, μέσα από διαπάλη, ήταν το περιεχόμενο του «αντιαμερικανισμού» του Α. Παπανδρέου, που αργότερα υλοποιήθηκε πρωταρχικά από τον Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Και ναι μεν η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε κατά πολύ υποδεέστερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, με όσες συνέπειες είχε και έχει αυτό, ωστόσο η εγχώρια αστική τάξη σαφώς αυτονομήθηκε και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ). Κατά συνέπεια οι εξελίξεις υποχρέωναν και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εγκαταλείψει την τακτική υποστήριξης του «Κέντρου», επιστρέφοντας στην τακτική της υπονόμευσής του και της υποστήριξης της «Δεξιάς». Αλλά τώρα έβγαινε στην επιφάνεια και μια ακόμη εφεδρεία, για την περίπτωση που τα πράγματα δε θα έπαιρναν τον καλύτερο δρόμο για τα αστικά συμφέροντα: Ο Στρατός. Ο Γ. Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις συνήθειές του. Και, εξάλλου, ο ίδιος είχε διορίσει υπουργό Αμυνας τον Γαρουφαλιά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή ήταν η επιθυμία των Ανακτόρων.
Βεβαίως, ας μη θεωρηθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τα «σπάσει» με το Παλάτι. Και μόνο το γεγονός ότι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και δεν έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι στη βασιλική πρόκληση, έδειχνε τις προθέσεις και το βαθμό της αντίθεσής του. Επίσης, και τα γεγονότα που ακολούθησαν καταρρίπτουν την εκδοχή της σύγκρουσης μέχρι το τέλος. Γιατί λίγο καιρό αργότερα ο Γ. Παπανδρέου τα βρήκε και με τον Κωνσταντίνο και με τον Κανελλόπουλο, όπως προαναφέρθηκε.
Από την άλλη, προχωρώντας στη ρήξη, ασφαλώς και γνώριζε ότι τα Ανάκτορα θα έδιναν τη μάχη από θέση ισχύος. Τα Ανάκτορα αντλούσαν ένα μεγάλο μέρος της δύναμής τους από το γεγονός ότι κανένα κόμμα στην περίοδο των συγκρούσεων δεν έθετε πολιτειακό ζήτημα, ενώ ήταν γνωστό ότι η «Ενωση Κέντρου» κάθε άλλο παρά είχε ομοιογένεια. Ενας αριθμός στελεχών της έβλεπε θετικά το βασιλικό θεσμό και αρκετούς χαρακτήριζαν οι δεσμοί μαζί του, ενώ δεν έλειπαν και οι καιροσκόποι.
Γνώριζε ακόμη ο Γ. Παπανδρέου πως και ο Καραμανλής ακόμη δεν είχε κατορθώσει να υπερισχύσει. Η σύγκρουση του Καραμανλή με τα Ανάκτορα για τις βασιλικές σπατάλες ήταν η πρόφαση. Το ουσιώδες ήταν εκείνο που εκφράστηκε με τη φράση «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο»; (αν ειπώθηκε κατά λέξη ή όχι, δεν έχει σημασία, ισχύει το πνεύμα της φράσης).
Πρόφαση ήταν, επίσης, και η άρνηση του Καραμανλή να ταξιδέψει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, για να παρευρεθεί στο γάμο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ. Πρόβαλε ως λόγο το να αποφύγει εκδηλώσεις εναντίον της, όπως το προηγούμενο περιστατικό με την Μπέττυ Αμπατιέλου. (Πρόκειται για διαδήλωση στο Λονδίνο, όπου οι διαδηλωτές περίμεναν τη Φρειδερίκη και την αιφνιδίασαν έξω από το ξενοδοχείο «Κλάριτζ», για να της δώσουν υπόμνημα για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα).
Οπως και να είναι, οι εξελίξεις έκαναν καθαρό πως η κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» δεν μπορούσε πια να πορευθεί έχοντας επικεφαλής του τόσο νευραλγικού υπουργείου έναν άνθρωπο που υπονόμευε την κυβερνητική πολιτική.
Το καίριο ζήτημα επομένως ήταν και πάλι ο Στρατός. Ποιος θα τον ελέγχει. Στις επιστολές που απέστειλαν (3 ο Κωνσταντίνος προς Γ. Παπανδρέου και 2 ο δεύτερος προς τον πρώτο), το θέμα «Στρατός» τίθεται καθαρά. Εγραψε ο Γ. Παπανδρέου στην πρώτη απαντητική επιστολή του προς τον Γκλύξμπουργκ: «9. Καθώς εκ των ανωτέρω συνάγεται, υφίσταται πράγματι θέμα λειτουργίας του δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του Κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα, εξαιρούμενον της εξουσίας της Κυβερνήσεως» 10.
Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Από την άλλη, ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ενωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγμα. Ηρθαν σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά πάντα μέσα στα όρια του πολιτεύματος. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκαναν ένα βήμα μπροστά και ένα πίσω.
Στα «Ιουλιανά» ο Γ. Παπανδρέου εξέφραζε επιγραμματικά τον πυρήνα της σύγκρουσης: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπον; Ο βασιλεύς ή ο λαός; Στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά μέσω των νομίμως εκλεγομένων εκπροσώπων του». Και στη συνέχεια επικαλούνταν το Σύνταγμα, που όριζε «το ανεύθυνον του Ανωτάτου Αρχοντος».
Οι «αποστάτες» από την πλευρά τους ισχυρίστηκαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Οπως έλεγαν, εκεί οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου με το Παλάτι.
Δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη ότι για την «αποστασία» χρησιμοποιήθηκαν και άφθονο χρήμα και προσφορά αξιωμάτων. Οπως και δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πράξη τους ερμηνεύθηκε ως πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του.
Οι «αποστάτες» ενεργήσανε με συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά από το «Κέντρο» και το ΠΑΣΟΚ και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης των «αποστατών», για να κρυφτεί ο εξίσου βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου» και η πολιτική της, όπως και του ΠΑΣΟΚ αργότερα.
Τόσο το «Κέντρο» όσο και το ΠΑΣΟΚ αποσιώπησαν ότι το φαινόμενο της λεγόμενης «αποστασίας» κάθε άλλο παρά πρωτοφανές ήταν. Και μάλιστα, ότι από τους πρώτους διδάξαντες μετά τον πόλεμο ήταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Παπάγου, παίρνοντας μαζί του και άλλους φίλους του βουλευτές.
Η μεταπήδησή τους δεν ήταν η μόνη. Τότε ακριβώς 35 πρώην υπουργοί και βουλευτές του «φιλελεύθερου» χώρου τάχθηκαν με τον Παπάγο. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το Συγκρότημα Λαμπράκη, που ταυτόχρονα επιτίθονταν στο «Κέντρο», επειδή δεχόταν στους συνδυασμούς του παράγοντες της «Δεξιάς»... Ενώ το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, μαζί με άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ «έριξαν» την κυβέρνηση Καραμανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Ωστόσο, τα τότε γεγονότα φρόντισαν όλοι οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και του «Κέντρου» να ξεχαστούν...
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ 70 ΗΜΕΡΩΝ - Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΔΑ
Οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπημα με την πάροδο των ημερών έφθιναν και σε κάποια στιγμή σταμάτησαν, όταν η κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε.Το κίνημα των 70 ημερών (16/7 - 25/9) ήταν μια λαϊκή έξαρση, που, αν και χρωματίστηκε από την ηρωική και επίμονη δράση πλατιών μαζών, δεν έβγαινε από τα Συνταγματικώς οριζόμενα. Το ζήτημα πρέπει να εξετασθεί αντικειμενικά, παραμερίζοντας από το οπτικό πεδίο της έρευνας τη συναισθηματική αχλύ που δημιούργησε το χυμένο αίμα και η αυταπάρνηση, και που περιβάλλει εξ αντικειμένου γεγονότα τα οποία σημάδεψαν μια ιστορική στιγμή. Το πολιτικό στίγμα της σύγκρουσης δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τα συνθήματα που κυριάρχησαν στις συνεχείς μεγάλες και μικρές διαδηλώσεις της εποχής, καθώς και έξω από τις επιδιώξεις των πολιτικών κομμάτων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις και συμμετείχαν σε αυτές (ΕΔΑ, «Ενωση Κέντρου»). Τη σφραγίδα σε εκείνα τα γεγονότα την έβαλαν τα κυρίαρχα συνθήματα: «114», «Κάτω οι αυλόδουλοι», «Δημοκρατία», «Παπανδρέου», «Προδότες», «Μητσοτάκη κάθαρμα», «αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα, που έβγαλε πολύ γέλιο, στη σκιτσογραφία και στις επιθεωρήσεις. Σε αυτή τη βάση ο Γ. Παπανδρέου χρησιμοποίησε το λαϊκό κίνημα: «Ο Ανσουτζ ρώτησε τον Παπανδρέου αν θα συνέχιζε να ασκεί πίεση εναντίον της κυβέρνησης Στεφανόπουλου και να επιδιώκει την ανατροπή της. Ο Γ. Παπανδρέου τον διέκοψε, λέγοντας πως δεν ασκεί πίεση, απλώς καλεί τον κόσμο να διαδηλώσει»11!... Υπήρχαν, βεβαίως, και συνθήματα, όπως «έξω οι Αμερικανοί», «Κάτω η μοναρχία», «παρ' τη μάνα σου και μπρος», σαφώς πιο προωθημένα από τα προηγούμενα, που φωνάζονταν κυρίως από δυνάμεις της «νεολαίας Λαμπράκη». Η ηγεσία της ΕΔΑ δεν έβλεπε άλλη διέξοδο για το λαό από την αναφανδόν υποστήριξη της «Ενωσης Κέντρου». Συμπαρατάχθηκε μαζί της σε όλα τα επίπεδα. Οπως γράφτηκε: «Οσο για την ΕΔΑ, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει τις είκοσι δύο βουλευτικές ψήφους της από την ίδια μεριά της πλάστιγγας με τους βουλευτές που έμεναν πιστοί στον Γ. Παπανδρέου»12. Την 16η του Φλεβάρη 1964 η ηγεσία της ΕΔΑ τη θεωρούσε μια μεγάλη χρονολογία στη ζωή του τόπου, που «μπορούσε να ανοίξει το δρόμο προς την αλλαγή, προς την πρόοδο και το μεγαλείο της πατρίδος και του λαού»13. Ο ίδιος έγραψε στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά», Αύγουστος 1965: «Αντίθετα από τους εχθρούς και τους υβριστές της λαϊκής κυριαρχίας, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τη δημοκρατία θεωρούν ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα, χωρίς αυτόματα να διασφαλίζει τις δημοκρατικές λύσεις προς το συμφέρον των πλατειών εργαζομένων μαζών, παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι δυνατή η ανάπτυξη της πάλης για την πραγματική επικράτηση του Λαού και τη δυνατότητα για το ειρηνικό πέρασμα σε κοινωνικά δικαιότερες, σύμφωνες με το συμφέρον του Λαού, μορφές και θεσμούς κρατικής οργανώσεως και λειτουργίας. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση προς τούτο είναι η αναγόρευση του Λαού σε άμεσο ενεργό παράγοντα του πολιτεύματος». Στρατηγική γραμμή της ΕΔΑ ήταν η πολιτική της συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων, για το προχώρημα της οποίας απωθούνταν σε δεύτερη μοίρα ακόμη και η κριτική προς το «Κέντρο» για τη μη τήρηση των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Επιπλέον, για να μη... δυσκολεύει τα πράγματα, η ηγεσία της ΕΔΑ έθετε τελείως απαλά το θέμα της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, δεν το πάλευε, ενώ θεωρούσε «μαξιμαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νομιμοποίησης του ΚΚΕ. Ετσι, η μόνη «προοπτική» που απέμενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισμούς της ηγεσίας του «Κέντρου». Στο ίδιο θέμα τοποθετήθηκε αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εγραψε: «Η ΕΔΑ, που έπρεπε να είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση του κόμματός μας, δεν ωφελήθηκε καθόλου. Αντίθετα, έχασε μερικούς από τους οπαδούς της, που εντάχθηκαν στις αναπτυσσόμενες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στα πλαίσια της Ενωσης Κέντρου. Η ηγεσία της ΕΔΑ ήταν απόλυτα ενήμερη γι' αυτή τη διάβρωση που είχε υποστεί το κόμμα της και η γνώση αυτή επηρέασε την τακτική της. Το πολιτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ, μετά από λεπτομερειακή επεξεργασία, ήταν στην ουσία του σχεδόν απαράλλαχτο με το δικό μας. Η μόνη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα προγράμματά μας αναφερόταν στη συμμετοχή μας στο NATO. Αλλά και σ' αυτό το θέμα η ΕΔΑ υιοθέτησε μαλακή, προσεκτικά διατυπωμένη γραμμή. ...Η απροθυμία μας να αποτελέσομε μαζί της λαϊκό μέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαμε ανάγκη να συνεργασθούμε με την ΕΔΑ, ούτε με κανένα άλλο κόμμα για να πετύχουμε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές»14. Πολιτικός στόχος της ΕΔΑ ήταν η «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που θα πραγματοποιούνταν «μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας»15. Στις δυνάμεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάμβανε και την «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόμενο «της αλλαγής» προσδιόριζε «μέτρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εμπρός σύμφωνα με τη θέληση της πλειοψηφίας του Λαού»16. Η απόφαση του Συνεδρίου συνέχιζε: «Αυτή η σαφής προοπτική της ΕΔΑ επιβεβαιώνει την πίστη της στις δημοκρατικές μεθόδους. Υπογραμμίζει - όπως εξάλλου όλη η ιστορία της - το σεβασμό και την εμμονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, εναντίον των οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές»17. Βεβαίως, αυτή η γραμμή δεν ήταν μόνο της ΕΔΑ. Ηταν πρωταρχικά του ΚΚΕ. Παράλληλα το ΚΚΕ είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δημιουργίας κομματικών οργανώσεων, αφού προηγουμένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα μέλη τους είχαν ενταχθεί στην ΕΔΑ (Απόφαση 8ης ολομέλειας της ΚΕ - 1958). Παράλληλα η ΕΔΑ έπαψε να αποτελεί συνασπισμό κομμάτων και μετατράπηκε σε ενιαίο κόμμα, στην πράξη από το 1956. Συγκεκριμένα η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Οι κομμουνιστές και οι συμπαθούντες πρέπει να μπουν στην ΕΔΑ για να δουλέψουν μέσα στις γραμμές της, για να τη μετατρέψουν σε μαζικό κόμμα, ικανό να οργανώσει τις δυνάμεις και να καθοδηγήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, και των άλλων εργαζομένων στρωμάτων. Δεν πρέπει να επιδιώξουμε να οργανωθούνε οι κομμουνιστές ιδιαίτερα μέσα στην ΕΔΑ, γιατί αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει τα χτυπήματα της Ασφάλειας ενάντια στους κομμουνιστές και θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια τη νόμιμη ύπαρξη της ΕΔΑ (...). Η ΕΔΑ είναι ενιαίο κόμμα, με πλατύ όμως χαρακτήρα»18. Μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι και τα πιο προχωρημένα συνθήματα και διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε αργότερα με τη συμβολή της ΝΔ και των «Κέντρου» - ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει να επισημάνουμε, ότι η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα, τότε δηλαδή που: Οι Παπανδρέου λατρεύτηκαν και πλατιές λαϊκές μάζες, σε αυτές και ένα τμήμα της Αριστεράς, είδαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά στον αστικό εκσυγχρονισμό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόμο στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του διακεκριμένου, θεωρητικού της Σάββα Κωνσταντόπουλου στο «Χίλτον», το Μάρτη του 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιμαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξη έλεγε: «Είναι η στιγμή να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η Δημοκρατία, δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα είμαστε όλοι ηττημένοι. Θα έχουμε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είμαστε άξιοι και ώριμοι για Δημοκρατία»19. Σαφής... Το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο Στρατό, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, καταργώντας για περισσότερα από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε στην κυριαρχία της μια άλλη, που συνεχίζεται.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κωνσταντίνου Τσάτσου: «Ελληνική Πορεία», σελ. 182-183. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
2. Σταύρου Κασιμάτη: «ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ», σελ. 310, εκδόσεις «ΦΙΛΙΣΤΩΡ».
3. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α', σελ. 150, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ».
4. Σπύρου Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα», τ. Α', σελ. 278, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ».
5. Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και πολιτική εξουσία στην Ελλάδα», σελ. 165-166, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ».
6. Ηλ. Ηλιού: «Η κρίση εξουσίας», σελ. 54-55, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ».
7. Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152, εκδόσεις «ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ».
8. Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ».
9. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».
10. Σπ. Β. Μαρκεζίνης: «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 3ος, σελ. 123, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ».
11. Αλ. Παπαχελά: «Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας», σελ. 219, εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».
12. Ζαν Μεϋνώ: «Η βασιλική εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό του Ιουλίου του 1965», σελ 67, εκδόσεις «ΜΠΑΫΡΟΝ».
13. Η. Ηλιού: «Η κρίση εξουσίας», σελ. 305, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ».
14. Ανδρέα Παπανδρέου: «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 212, εκδόσεις «ΚΑΡΑΝΑΣΗΣ».
15. «Το Α' Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ». «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 56.
16. «Το Α' Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ». «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 77.
17. «Το Α' Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ». «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», σελ. 78.
18. Αρχείο ΚΚΕ: «Η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ», σελ. 60. (Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).
19. Σ. Κωνσταντόπουλου: «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 149, Αθήναι 1966.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου