Με ανατροπή κινδυνεύει άμεσα η ευνοϊκή για τους εργαζόμενους νομοθεσία αλλά και νομολογία σχετικά με τη μερική απασχόληση και τους κινδύνους καταστρατηγήσεων από την πλευρά του εργοδότη.
Η εργατική νομοθεσία από το 1990 και με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις αργότερα (ν. 2369/98, 2894/00) προέβλεψε τη δυνατότητα να συμφωνούν ο εργοδότης και ο εργαζόμενος για μερική απασχόληση, θέτοντας όμως ως προϋπόθεση να γνωστοποιεί ο εργοδότης αυτές τις συμβάσεις στην Επιθεώρηση Εργασίας, μέσα σε 15 ημέρες από τη σύναψή τους. Αν ο εργοδότης δεν ενημέρωνε εμπρόθεσμα την Επιθεώρηση, τότε προέκυπτε τεκμήριο ότι η εργασία παρεχόταν με πλήρη και όχι μειωμένη απασχόληση και συνεπώς ο εργαζόμενος δικαιούνταν μεγαλύτερες αποδοχές, κάτι που δεχόταν παγίως και η νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.
Τώρα με αφορμή ασφαλιστική διαφορά, το Συμβούλιο της Επικρατείας διαπιστώνει ότι η προστατευτική αυτή νομοθεσία μπορεί να είναι αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο και την οδηγία 97/81, όπως την ερμήνευσε το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Συγκεκριμένα το ΔΕΚ έκρινε ότι δεν είναι συμβατή προς την οδηγία, διάταξη της ιταλικής νομοθεσίας (παρόμοια με την ελληνική) και ότι απαγορεύεται να υπάρχει εθνική ρύθμιση που επιβάλλει να κοινοποιούνται στο κράτος εντός μηνός οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης, γιατί έτσι δημιουργείται ένα εμπόδιο διοικητικής φύσης, ικανό να περιορίσει τις ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχόλησης.
Ωστόσο, η ελληνική ρύθμιση έγινε, για να προστατευθούν οι εργαζόμενοι από εργοδοτικές αυθαιρεσίες, που μπορούσαν εύκολα να οδηγούν σε μείωση αποδοχών ή και σε ανασφάλιστη εργασία, μέσω καταστρατηγήσεων της νομοθεσίας.
Οι εισφορές
Το Α΄ τμήμα ΣτΕ έκρινε ότι η καθυστέρηση γνωστοποίησης από τον εργοδότη για όσους εργάζονται με μερική απασχόληση, δεν σημαίνει ότι πρέπει αυτομάτως να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές για πλήρη απασχόληση.
Η υποχρέωση ενημέρωσης -τονίζει το ΣτΕ- θεσπίζεται από την εργατική νομοθεσία και δεν αποτελεί ουσιώδη τύπο για την παροχή εργασίας σε μερική απασχόληση. Αρα η παράλειψη του εργοδότη δεν οδηγεί υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, το σχετικό τεκμήριο του νόμου είναι μαχητό και ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι πράγματι προσφέρθηκε μερική απασχόληση.
Παράλληλα το τμήμα (319/11) παρέπεμψε σε μείζονα σύνθεση να κριθεί αν η ελληνική ρύθμιση παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το ΙΚΑ σε έλεγχο εταιρείας ειδών ζαχαροπλαστικής – τροφίμων εντόπισε 44 εργαζόμενους ασφαλισμένους με μειωμένη απασχόληση, των οποίων οι συμβάσεις δεν γνωστοποιήθηκαν για μία τριετία στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ετσι επέβαλε στην εταιρεία εισφορές πλήρους απασχόλησης με πρόσθετη επιβάρυνση 96.522 ευρώ και για συμπληρωματική ασφάλιση.
Όμως 23 από τους εργαζόμενους κρίθηκε, με βάση ένορκες βεβαιώσεις, ότι πράγματι παρείχαν μερική απασχόληση, ενώ το ίδιο προτείνεται και για τους υπόλοιπους, γιατί το ΙΚΑ δεν απέδειξε την εικονικότητα των μισθολογικών καταστάσεων, ενώ όφειλε να κάνει έρευνα και να συντάξει έκθεση. [Αλ. Αυλωνίτης, Έθνος]
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου