Μερικές φορές, επειδή σε κάποιο θέμα έχουμε δίκιο και, παρ’όλα αυτά, δεν βλέπουμε τό δίκιο μας αυτό να αναγνωρίζεται από τρίτους, καταφεύγουμε στην επίκληση αβασίμων επιχειρημάτων, με μόνο αποτέλεσμα να αποδυναμώνουμε τη θέση μας. Κλασσικό, δυστυχώς, παράδειγμα είναι διάφορες υπερβολές μας στο θέμα της ΗΠΓΔΜ.
Παρενθετικά, γιά όσους απορούν γιά την προσθήκη του γράμματος «Η», υπενθυμίζω ότι η επίσημη επωνυμία στον ΟΗΕ είναι The Former Yugoslav Republic of Macedonia, εξ ου και λόγω του αρχικού «Τ», η θέση στην όποία κάθεται η Αντιπροσωπεία της στην Γενική Συνέλευση του Οργανισμού είναι πλαϊ στην Ταϋλάνδη. Συνεπώς, ΗΠΓΔΜ. Τό θέμα δεν είναι άνευ σημασίας και δεν αποτελεί περιττή σχολαστική αντιμετώπιση. ΄Αν αρχίσουμε να κόβουμε λέξεις από την επίσημη ονομασία, τότε θα καταλήξουμε κάποια στιγμή η επωνυμία αυτή να έχει βαθμιαία διολισθήσει σε «Μacedonia, The Former Yugoslav Republic of» και η Αντιπροσωπεία τους θα μας καθήσει στο «Μ».
Δεν είναι όμως αυτό το βασικό πρόβλημα. Το βασικό είναι το πώς αντιμετωπίζουμε το θέμα του ονόματος, σημείο στο οποίο τα επιχειρήματά μας θα έπρεπε να είναι καταληπτά, πειστικά και ακριβή. Γιατί υποθέτω ότι γιά μας σημασία έχει –ή τουλάχιστον πρέπει να έχει- να αντιλαμβάνονται οι τρίτοι την θέση μας. Το να τα συζητάμε μεταξύ μας, να διαπιστώνουμε ότι έχουμε δίκιο και μετά να γκρινιάζουμε, λέγοντας ότι οι πάντες συνωμοτούν εναντίον μας και κανένας δεν μας καταλαβαίνει και δεν μας αγαπάει, είναι ένδειξη αδυναμίας. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Δεν χρησιμοποιούμε τα επιχειρήματα που είναι σωστά, καταληπτά και πειστικά και λέμε, μερικές φορές, αβάσιμα πράγματα.
Ενα από τα κύρια επιχειρήματά μας είναι ότι η επωνυμία «Μακεδονία» σε ότι αφορά την ΗΠΓΔΜ είναι ένα εφεύρημα της εποχής του Τίτο και ότι, προηγουμένως, οι κάτοικοι της εν λόγω περιοχής την αποκαλούσαν Vardarska banovina (επαρχία του Βαρδάρη).
Παρενθετικά, ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή η εκδοχή μας ικανοποιεί μέχρι σημείου να την προβάλλουμε ως πανάκεια. Ο Βαρδάρης είναι, ως γνωστόν, ο ελληνικός Αξιός. Γιατί να μη θεωρήσουμε λοιπόν ότι και αυτός ο γεωγραφικός προσδιορισμός υποκρύπτει επεκτατικές τάσεις, μιά και ο Αξιός διασχίζει ελληνικό έδαφος μέχρις ότου καταλήξει στο Αιγαίο; Αλλά, τέλος πάντων.
Το κύριο όμως ερώτημα είναι άν πράγματι οι κάτοικοι της περιοχής αυτής την αποκαλούσαν άλλοτε Vardarska –αλλά και γενικώτερα άν ίσχυε αυτή η ονομασία. Η ιστορία είναι σαφής:
Μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκε, ως γνωστόν, απο την συνένωση Σερβίας, Μαυροβουνίου και των περιοχών της Αυστρο-Ουγγρικής Μοναρχίας στα Βαλκάνια που κατοικούντο από Σλάβους (Σλοβενία, Κροατία κλπ), ένα νέο κράτος, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Το νέο αυτό κράτος αντιμετώπισε από τις πρώτες ημέρες του σοβαρά εσωτερικά προβλήματα που ωφείλοντο τόσο στην ανομοιογένειά του, όσο και στις συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψε η σύμφωνος γνώμη των συστατικών του στοιχείων γιά την ένωσή τους και, τέλος, στην μετέπειτα προσπάθεια της Σερβίας να επιβληθή επί των λοιπών εθνοτήτων.
Η πολιτική κρίση και η κυβερνητική αστάθεια που επακολούθησε κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, σε συνδυασμό με την βία που είχε αρχίσει να επεκτείνεται λόγω των αυξανομένων εθνικιστικών τάσεων μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων, ωδήγησαν στην επιβολή δικτατορίας το 1929 από τον Βασιλέα Αλέξανδρο. Γιά να αντιμετωπισθούν οι εθνικο-αποσχιστικές τάσεις που ταλάνιζαν τη χώρα, με το Σύνταγμα του 1931 κατηργήθησαν όλες οι παλαιές, βασιζόμενες κατά πολύ στην εθνότητα αλλά και στην ιστορία, διοικητικές υποδιαιρέσεις της χώρας και επεβλήθη μία νέα, τεχνητή, αναδιάρθρωση των διοικητικών περιοχών με νέα ονόματα, στηριζόμενα ως επί το πλείστον στη φυσική γεωγραφία. Σύμφωνα με το άρθρο 83 του Συντάγματος αυτού, το Βασίλειο της Νοτιοσλαυϊας (και όχι πλέον των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων) περιλάμβανε τις εξής εννέα επαρχίες, με τις συνακόλουθες (εντός παρενθέσεων) τοπικές πρωτεύουσές τους:
- Την επαρχία του Ντράβα (Λιουμπλιάνα)
- Την επαρχία του Σάβα (Ζάγκρεμπ)
- Την επαρχία Βρμπάς (Μπάνια Λούκα)
- Την Παραλιακή επαρχία (Σπλίτ)
- Την επαρχία του Ντρίνα (Σεράγεβο)
- Την επαρχία του Ζέτα (Κετίνη)
- Την επαρχία του Δούναβεως (Νόβι Σαντ)
- Την επαρχία του Μοράβα (Νις)
- Τη επαρχία του Βαρδάρη (Σκόπια)
Οι υπόλοιπες παράγραφοι του άρθρου αυτού περιγράφουν λεπτομερώς τα διοικητικά όρια κάθε μιάς επαρχίας.
Εξαφανίζονται, λοιπόν, όλες οι ιστορικά και γεωγραφικά γνωστές επωνυμίες –Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Μαυροβούνιο, Βοσνία, Βοϊβοδίνα κλπ- και αντικαθίστανται από τις άχρωμες και άοσμες αλλά και, ταυτόχρονα, πολιτικά ακίνδυνες ονομασίες ουδετέρων γωγραφικών όρων. Δηλαδή, με το Σύνταγμα αυτό, εντόνως ενωτικού και συγκεντρωτικού χαρακτήρος, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να πατάξει τις χωριστικές- εθνικιστικές τάσεις των συστατικών στοιχείων της χώρας. Προσπάθησε, δηλαδή, να εξαφανίσει κάθε τοπικιστικό συναίσθημα, καταργώντας τις ιστορικές ονομασίες των διαφόρων περιοχών και επιβάλλοντας νέες, ουδέτερες και άσχετες με το παρελθόν π.χ. της κροατικής ιστορίας. Η προσπάθεια αυτή αντιμετωπίσεως των τοπικιστικών αισθημάτων δεν είχε καμμία επιτυχία και, ως γνωστον, ο ίδιος ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε από κροάτες εθνικιστες λίγα χρόνια αργότερα στην Μασσαλία.
Αν αναφέρθηκαν τα ανωτέρω με κάποιες λεπτομέρειες, είναι γιά να καταστεί σαφές ότι η ονομασία «Βαρντάρσκα» που με αυταρέσκεια ωρισμένοι, ως εάν είχαν ανακαλύψει το αυγό του Κολόμβου, παρουσιάζουν σαν ιστορικό προηγούμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν δυνατή λύση του θέματος του ονόματος, δεν έχει κανένα ουσιαστικό ιστορικό παρελθόν και συνεπώς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθει σαν αξιοποιήσιμο προηγούμενο.
Πώς απεκαλείτο λοιπόν η περιοχή αυτή από τους τρίτους, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Απ’ ότι μπορεί κανείς να συναγάγει από τις αναφορές σε διάφορα ιστορικά βιβλία προκύπτουν διάφορες ονομασίες: Νότιος Σερβία, Σερβική Μακεδονία, Μακεδονία κλπ. Η χρήση αυτή δεν ενείχε κανένα εθνοτικό υπονοούμενο και αποτελούσε απλώς γεωγραφικό χαρακτηρισμό. ΄Αν οι κάτοικοί της τύχαινε να αποκληθούν από τρίτους «Μακεδόνες» αυτό είχε την ίδια σημασία που θα είχε στην Ελλάδα η αναφορά σε «Θεσσαλούς», «Θράκες» κλπ.
Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι ότι ο Χίτλερ, μιλώντας ενώπιον του γερμανικού Reichstag στις 4 Μαϊου 1941 και εκθέτοντας τα της Βαλκανικής εκστρατείας και καταλήψεως της Γιουγκοσλαυϊας και της Ελλάδος («Deutschland im Kampf» , έκδοση Υπουργείου Προπαγάνδας του Ραϊχ και της Βέρμαχτ, Τεύχος 41-42, σελ. 88) είπε ότι, από τους αιχμαλωτισθέντες στρατιωτικούς στην Γιουγκοσλαυϊα, «οι στρατιώτες γερμανικής εθνικής προελεύσεως καθώς και οι Κροάτες και Μακεδόνες, αφέθησαν, ως επί το πλείστον αμέσως, ελεύθεροι».
Στη συνέχεια αναφέρεται στους αιχμαλωτισθέντες ΄Ελληνες, προσθέτοντας ότι, «λάμβανομένης υπ’ όψιν της γενναίας στάσεως τους», αφέθησαν αμέσως ελεύθεροι.
Η αντιδιαστολή αυτή μεταξύ των δύο περιπτώσεων και η επεξήγηση των λόγων γιά τους οποίους οι ΄Ελληνες στρατιωτικοί αφέθησαν ελεύθεροι, εξηγεί, νομίζω, και τον λόγο γιά τον οποίο ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τον όρο «Μακεδόνες». Οι ΄Ελληνες πολέμησαν γενναία, εξ ου και, ως χειρονομία προς τον ηττηθέντα άξιο αντίπαλο, ελευθερώθησαν. Οι άλλοι όμως, οι εκ της Γιουγκοσλαυϊας προερχόμενοι; Η εξήγηση είναι, νομίζω, ευχερής. Οι γερμανικής εθνικής προελεύσεως είναι ομοεθνείς, οι Κροάτες είναι δυνάμει σύμμαχοι (και, πάντως εχθροί των Σέρβων). Και οι Μακεδόνες που μνημονεύει; Ας μη ξεχνάμε ότι η Βουλγαρία ήταν σύμμαχος του Χίτλερ, ότι είχε συμμετάσχει στην εναντίον τής Γιουγκοσλαυϊας εκστρατεία, ότι ήθελε να ενώσει τη «Μακεδονία του Βαρδάρη» με τη «Μακεδονία του Πιρίν» -όπερ και έκανε κατά τη διάρκεια του Πολέμου- και ευκόλως συμπεραίνουμε ότι η ενέργεια αυτή του Χίτλερ είναι μία χειρονομία προς τον σύμμαχό του. Δεν μπορούσε να αποκαλέσει τους εν λόγω «Βουλγάρους», γιατί δεν είχαν τη βουλγαρική υπηκοότητα, οπότε τους αποκαλεί «Μακεδόνες», με την γεωγραφική του όρου έννοια.
Παρενθετικά, γιά όσους απορούν γιά τη παράλειψη της μνείας των Σλοβένων, υπενθυμίζω ότι η Σλοβενία κατα τη διάρκεια του Πολέμου είχε, τύποις τουλάχιστον, ενσωματωθεί στο «Μεγάλο Γερμανικό Ραϊχ», προφανώς λόγω της αυστριακής μειονότητος που κατοικούσε, οπότε πιθανώς οι κάτοικοί της να ενέπιπταν στην κατηγορία των γερμανικής εθνικής προελεύσεως.
Αν τα γράφω αυτά, είναι γιατί νομίζω ότι ωρισμένα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε καθαρά. Το πρόβλημα με την ΗΠΓΔΜ υπάρχει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. ΄Οχι όμως με τον τρόπο τον σπασμωδικό και τον ασυνεπή που χρησιμοποιούμε εν πολλοίς. Ούτε προσπαθώντας να αντλήσουμε ανύπαρκτα επιχειρήματα όπως το περί δήθεν «Βαρντάρσκα» που έδωσε το έναυσμα για το άρθρο αυτό. Τα επιχειρήματά μας ξεκινούν από την εποχή μετά τον Β΄. Παγκόσμιο. Πόλεμο, όχι από την πριν εποχή. Τα επιχειρήματα μας προκύπτουν από την συμπεριφορά της ΗΠΓΔΜ, την επέκταση της που πρεσβεύει –προς Θεού, να μη γίνεται λόγος γιά «αλυτρωτική» πολιτική της, εκτός αν όντως πιστεύουμε ότι έχει κάποια περιοχή προς «λύτρωση». Τα επιχειρήματα μας είναι ότι το κράτος αυτό, με την πολιτική που ακολουθεί, αποτελεί παράγοντα ασταθείας στη περιοχή. Αυτό είναι το πρόβλημα, αυτό είναι που πρέπει να τονίζουμε. Δοξα τω Θεώ, η συμπεριφορά των γειτόνων μας μάς έχει παράσχει ουκ ολίγα σοβαρά επιχειρήματα. Αυτά να αξιοποιήσουμε.
Η Σλαβική επιβουλή κατά της ιστορίας και του πολιτισμού της Μακεδονίας παρ’ όλον ότι δεν έχει απολέσει τον δυναμισμό της από πλευράς Σλάβων των Σκοπίων δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο δυναμισμό και ενδιαφέρον από Ελληνικής πλευράς. Ελάχιστα Μ.Μ.Ε. ασχολούνται με το θέμα και οι πολιτικοί έχοντας αποδεχθεί το 2008 την σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι πάντων θεωρούν ότι εκπλήρωσαν το καθήκον τους.
Η συνάντηση της 9ης Φεβρουαρίου στην Νέα Υόρκη που συγκάλεσε ο διεθνής Διαπραγματευτής κ .Μ. Νίμιτς για να ανταλλάξει σκέψεις και απόψεις και ενδεχομένως να υποβάλλει προτάσεις στους δύο εθνικούς Διαπραγματευτές προκάλεσε το σχετικό ενδιαφέρον και ερωτηματικά ως προς την δυνατότητα εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα που ταλανίζει τις δύο χώρες από εικοσαετίας περίπου, καθ’ όσον η πρώτη διμερής συνάντησης μεταξύ του υπογράφοντος και του τότε Προέδρου των Σκοπίων για την επίλυση των διμερών διαφορών έλαβε χώρα στις 5 Δεκεμβρίου του 1991.
Η Ελληνική πολιτική ηγεσία , ενώ υιοθέτησε με την απόφαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών τον Απρίλιο του 1991 την άποψη ότι δεν δέχεται την συμπερίληψη του όρου Μακεδονία στην ονομασία των Σκοπίων ,την οποίαν ασπάστηκε και η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην Λισαβώνα τον Ιούνιο του 1992 , άρχισε να διολισθαίνει με την αποδοχή σύνθετης ή διπλής ονομασίας καταλήγοντας στην ως άνω απόφαση του 2008.
Η Σκοπιανή πλευρά παρέμεινε αταλάντευτη στην θέση της που είναι η αναγνώριση της «μακεδονικής» ταυτότητας , εθνικότητας και γλώσσας των Σλάβων των Σκοπίων. Η μόνη δήθεν υποχώρηση που έκαναν είναι να δεχτούν την διπλή ονομασία με την μορφή όμως της διατήρησης της «συνταγματικής» τους ονομασίας ως «Μακεδόνων» και όσων Κρατών τους αναγνωρίζουν ως τέτοιους και η χώρα μας να τους αποκαλέσει με σύνθετη ονομασία.
Ο διεθνής Διαμεσολαβητής κ.Μ.Νίμιτς ,από το 1997 που αντικατέστησε τον εκλιπόντα Σάϊρους Βάνς , υπέβαλε διάφορες προτάσεις . Οι Σκοπιανοί τις απέρριψαν όλες ενώ η Ελληνική πλευρά αποδέχτηκε το 2008 την ονομασία « Βόρεια Μακεδονία» ως βάση όμως διαπραγμάτευσης.
Από τις αρχές του 2010 άρχισε μία παράλληλη διαπραγμάτευση , αφ’ ενός μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών Ελλάδος και Σκοπίων που συναντήθηκαν πέντε φορές με ευκαιρία διαφόρων διεθνών συνόδων, αφ’ ετέρου μεταξύ εκπροσώπων τους. Αμφότερες οι προσπάθειες πέραν του φιλικού κλίματος που δημιουργήθηκε , ουδέν το ουσιαστικό ,φαίνεται, να απέδωσαν ,καθ’ όσον η Σκοπιανή πλευρά εμμένει στις ως άνω θέσεις της τουτέστιν της αναγνώρισης των ως « Μακεδόνων» επιδιδόμενη μάλιστα τελευταία και σε προσπάθεια αρχαιομακεδονισμού τους.
Είναι προφανές ότι η αδιαλλαξία των Σλάβων των Σκοπίων δεν προμηνύει θετικές εξελίξεις στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος και κατά πάσα πιθανότητα η συνάντηση της 9ης Φεβρουαρίου θα αποτελέσει επανάληψη προηγουμένων συναντήσεων που δεν κατέληξαν σε λύση.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου