Μετά την Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο εθελοντισμός εμφανίζεται για άλλη μια φορά με τον ίδιο δυναμισμό στην εποποιία του 1912-13 και το έπος του Μπιζανίου. Ήταν η εποχή που άρχιζαν νέοι τιτάνιοι αγώνες, για να απελευθερωθούν τα αλύτρωτα εδάφη και οι ελληνικοί πληθυσμοί τους.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στη νέα αυτή εποποιΐα ήσαν πολλοί. Η συμμαχία των Βαλκανικών κρατών, οι διεθνείς συγκυρίες, η άριστη στρατιωτική προπαρασκευή, ο σωστός επιτελικός σχεδιασμός και ασφαλώς η πολεμική αρετή των Ελλήνων. Σε όλα όμως τα παραπάνω κινητήρια δύναμη και κοινός παρονομαστής, ήταν η επιθυμία να απελευθερωθούν τόσα ελληνικά εδάφη, που παρέμεναν ακόμη υπόδουλα, η επιθυμία για ενσωμάτωση των σκλαβωμένων πατρίδων στον εθνικό κορμό.
Ως εθελοντές, εννοούμε τους πολίτες του επισήμου ελληνικού κράτους, που δεν εκαλούντο στα όπλα λόγω ηλικίας, αλλά και τους Έλληνες που κατοικούσαν σε περιοχές που δεν είχαν ακόμα ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος, συνεπώς δεν μπορούσαν επισήμως να κληθούν να υπηρετήσουν (Μακεδόνες, Κύπριοι, Κρήτες, κ.α.). Ακόμη πιο αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι Έλληνες ομογενείς του Εξωτερικού (Αίγυπτος, Αμερική, Ευρώπη, κ.α.), άφησαν τις δουλιές τους και ήρθαν να πολεμήσουν για την Ελλάδα.
Οι άνθρωποι που αυτοβούλως προσήλθαν στα πεδία των μαχών αποτελούσαν πραγματικά ένα ιδιότυπο «μωσαϊκό».
Από κάθε γωνιά που κατοικούσαν Έλληνες, κατέφθαναν εθελοντές, έτοιμοι να απαρνηθούν την προσωπική τους γαλήνη για χάρη των εθνικών ιδανικών.
Πρωτοπόροι οι Κρητικοί. Συνολικά 3.500 εθελοντές έτρεξαν στην πρώτη γραμμή, την ώρα που το νησί τους δεν είχε αποκτήσει ακόμη την ελευθερία του. Είχε όμως αυτόνομη διοίκηση. Για τους Κρητικούς υπήρχε και ένας ακόμη λόγος να σπεύσουν εθελοντές να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ηπείρου.
Το 1828 ο Ηπειρώτης Χατζημιχάλης Νταλιάνης με τους 350 ιππείς τους άφησαν παρακαταθήκη, όταν έπεσαν μαχόμενοι στο Φραγκοκάστελλο στις 18 Μαΐου 1828. Από τότε οι Κρητικοί αισθάνονταν ευγνώμονες στην Ήπειρο και τώρα ήρθε η ώρα να ανταποδώσουν το χρέος τους. Άλλωστε, από τότε και μέχρι σήμερα κάθε χρόνο το Μάιο μήνα τους υπενθυμίζουν το γεγονός οι Δροσουλίτες που εμφανίζονται στο Φραγκοκάστελλο. Λίγα λεπτά πριν από την ανατολή του ηλίου, διακρίνονται ευκρινέστατα στη θέση Θυμέ – Κάμπος πλήθος στρατιωτών, πεζών και ιππέων, που φέρουν περικεφαλαίες και ξίφη, και παρελαύνουν προς το Φραγκοκάστελλο. Είναι οι αγωνιστές του ήρωα της Κρήτης και υπερασπιστή του Φραγκοκάστελλου, Χατζημιχάλη Νταλιάνη από την Ήπειρο.
Με την έναρξη του πολέμου οι Κρητικοί εθελοντές έδωσαν το «παρών». Άλλωστε τους πρώτους μήνες διοικητής της στρατιάς ήταν ο Κρητικός Κων. Σαπουτζάκης. Τα σώματα της Κρήτης ήρθαν με τους οπλαρχηγούς Κ. Μάνο, Αντώνη και Μάρκο Μάντακα, Μάρκο Δεληγιαννάκη, Γιάννη Δαμιανάκη, Μάνθο Πάσχο, Μάρκο Παπαγιαννάκη, Σταύρο Σταυρουλάκη, Βαγγέλη Γαλατιανό και Νικόλα Μπαλέλη. Πρώτος σταθμός τα βουνά του Σουλίου. Από εκεί μεταφέρθηκαν στο μέτωπο Μπιζανίου – Ιωαννίνων. Οργανώθηκαν σε τρία τάγματα, τα οποία συγκρότησαν το «Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών» (Α.Σ.Κ.) και πολεμούσαν ψυχωμένα μέρα και νύχτα. Η χιλιοτραγουδισμένη πόλη ετοιμάζεται «ύστερα από τριάντα γενιές, που ήρθαν και παρήλθαν» γράφει ο Χρηστοβασίλης, να τα ιδούν ελευθερωμένα.
Η ανδρεία των Κρητικών ήταν υποδειγματική. Φημολογείται ότι από τους άνδρες του Α.Σ.Κ. ακούσθηκε για πρώτη φορά η πολεμική κραυγή «ΑΕΡΑ» κατά την επίθεση εναντίον των τούρκων στο οχυρό του Μπιζανίου.
Το τέταρτο τάγμα εθελοντών Κρητικών, με διοικητή τον ταγματάρχη Γεώργιο Κολοκοτρώνη (εγγονό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη), διατέθηκε στη Στρατιά Θεσσαλίας για το μέτωπο Μακεδονίας.
Εντυπωσιακή ήταν και η προσέλευση των Κυπρίων αδελφών μας. Σε αντίθεση με την σημερινή εποχή, που «η Κύπρος είναι μακριά», για τους τότε κατοίκους του νησιού της Αφροδίτης, «η Ελλάς ήταν κοντά». Συγκεντρώθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ενίσχυση του αγώνος και σχεδόν 2.000 Κύπριοι εδήλωσαν εθελοντές. Η προσφορά ξεπέρασε την ζήτηση και ο Ελευθ. Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάμει έκκληση να μην προσέλθουν τόσοι εθελοντές! Τελικά, παρά την επίσημη αποτροπή, 1.000 Κύπριοι έφθασαν στο μέτωπο, μέσω Αλεξανδρείας.
Αλλά και από την ίδια την Ήπειρο, παρά τον φόβο των Τούρκων, μόλις άκουσαν τα ελληνικά κανόνια να χτυπούνε το Μπιζάνι συγκρότησαν 9 ανταρτικά σώματα και βοηθούσαν με τον τρόπο τους τον στρατό μας.
Τέλος, Έλληνες που προσδοκώντας ένα καλύτερο αύριο είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική, στην Αίγυπτο και αλλού, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των όπλων. Η προσφορά τους υπήρξε ύψιστο δείγμα εθελοντισμού, καθώς εκείνη την εποχή και μόνον το ταξίδι από την Αμερική στην Ελλάδα ήταν ένας μικρός άθλος.
Υπήρξαν, όμως, και οι μικροί ήρωες: Έχοντας τους μεγαλύτερους ως λαμπρό παράδειγμα, ακόμα και παιδιά έλαβαν μέρος στον εθνικό αγώνα του 1912-13. Μάλιστα, ορισμένα από αυτά έφθασαν στο σημείο να αποκαλούνται «μικροί ήρωες» από τον τύπο της εποχής. Το νεαρό της ηλικίας τους δεν τους εμπόδισε να διακριθούν πολλές φορές για την τόλμη και τον ζήλο τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ο Κύπριος Γλαύκος Αλιθέρης (νεαρός τότε μαθητής), που αργότερα εξελίχθηκε σε διακεκριμένο ποιητή. Εξέχουσα περίπτωση ήταν και αυτή του 15ετούς Ραυτόπουλου, ο οποίος μάλιστα κέρδισε και δύο βαθμούς («προαγωγές») μαχόμενος στην πρώτη γραμμή!
Οι επώνυμοι πρωτοστατούν: Σε κάθε ιστορική περίοδο, η στάση των εκάστοτε «επωνύμων» είναι ενδεικτική του κοινωνικού κλίματος που επικρατεί. Σε αντίθεση με τα σημερινά κηρύγματα, που ζητούν την άρνηση της στρατεύσεως για την λεγομένη «κοινωνική ελίτ», την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, οι επώνυμοι πολίτες της χώρας ήσαν πρωτοστάτες στους εθνικούς αγώνες.
Ακόμη και Ανώτατοι κληρικοί, Δήμαρχοι και βουλευτές πολέμησαν εθελοντικά, ως απλοί στρατιώτες. Αξίζει να αναφέρουμε τους δύο γιους του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή Βενιζέλο που πήραν μέρος σε όλη την διάρκεια του πολέμου ως εθελοντές. Ο Δήμαρχος Λεμεσού της Κύπρου Χριστόδουλος Σώζος πολέμησε στις μάχες γύρω από το Μπιζάνι, όπου και έπεσε μαχόμενος.
Ενθουσιώδης υπήρξε και ο εθελοντισμός του πνευματικού κόσμου. Φιλόσοφοι, συγγραφείς και ερευνητές, προσήλθαν εθελοντικά και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Αποκορύφωμα της προσφοράς του πνευματικού κόσμου στον αγώνα του Ελληνισμού για την απελευθέρωση των αλυτρώτων ελληνικών εδαφών, υπήρξε η θυσία του λογοτέχνη – ποιητή Λορέντζου Μαβίλη, ο οποίος έπεσε μαχόμενος στη μάχη του Δρίσκου έξω από τα Γιάννινα σε ηλικία 53 ετών.
Ο Λορέντζος Μαβίλης, έχοντας εκλεγεί βουλευτής, μιλώντας 5 γλώσσες, διακεκριμένος πεζογράφος, ποιητής, μεταφραστής και διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Βαυαρίας, ήταν κάτι περισσότερο από ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Πίσω από τον πνευματικό άνθρωπο κρυβόταν ένας φλογερός πατριώτης. Κάποτε είχε πει: «Τα λυρικά ποιήματα, τα σονέτα, τα πεζογραφήματα και οι μεταφράσεις δεν έχουν καμιά αξία, όταν η πατρίδα είναι δουλωμένη».
Κάθε φορά που το έθνος ζητούσε θυσίες, ο Μαβίλης πετούσε την πέννα και έπιανε το ντουφέκι. Άλλοτε μόνος του και άλλοτε σχημάτιζε αντάρτικο σώμα με δικά του χρήματα, δίνοντας το παρών σε κάθε αγώνα του Ελληνισμού. Στην εξέγερση της Κρήτης το 1986 έτρεξε πρόθυμος να πολεμήσει. Στον ατυχή πόλεμο του 1897 ήρθε στην Ήπειρο με ένα φίλο του Άγγλο και πολέμησαν στα Πέντε Πηγάδια. Εκεί σκοτώθηκε ο φίλος του Cl. Hattis και για να υμνήσει τη θυσία του έγραψε το σονέτο «ΧΑΡΡΙΣ».
Με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων 1912 ήρθε στο μέτωπο της Ηπείρου. Ήταν τότε 53 ετών. Λόγω ηλικίας δεν μπορούσε να γίνει δεκτός στον στρατό. Χρήματα δεν είχε για να εξοπλίσει δικό του σώμα. Έτσι, εντάχτηκε στις τάξεις των Γαριβαλδινών εθελοντών. Έλαβε μέρος στην φονική μάχη του Δρίσκου (28-29 Νοεμβρίου 1912), αντιμετωπίζοντας πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, χτυπημένος δύο φορές από εχθρικά πυρά στο πρόσωπο. Την στιγμή που ξεψυχούσε, πρόλαβε και είπε: «Περίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω την ζωή μου για την Ελλάδα μου».
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έδωσε την καλύτερη περιγραφή για την ηρωική και συνάμα τραγική μορφή του Λορέντζου Μαβίλη: «Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπανίους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους».
Είδαμε πιο πάνω ότι ο Μαβίλης εντάχθηκε στις τάξεις των Γαριβαλδινών. Εμπνευστής και δημιουργός του εθελοντικού αυτού σώματος ήταν ο Ιταλός Τζιουζέπε Γκαριμπάλδι. Ιδρύθηκε το 1860 με σκοπό να βοηθάει «κάθε λαό που μάχονταν για την ελευθερία του». Στην Ελλάδα ήρθε όσες φορές χρειάστηκε. Το 1912 (Δρίσκος) αρχηγός των Γαριβαλδινών ήταν ο επιφανής Αλέξανδρος Ρώμας. Τα μέλη του αποσπάσματος ονομαζότανε και «Ερυθροχίτωνες», λόγω του κόκκινου μανδύα που αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της στρατιωτικής τους περιβολής. Οι Γαριβαλδινοί ήταν άξιοι συνεχιστές της παράδοσης που άφησαν οι Φιλέλληνες, οι οποίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την Ελλάδα κατά την επανάσταση 1821.
Γενικά για την συνεισφορά των εθελοντών έχουμε να πούμε τα εξής: Οι Έλληνες εθελοντές συνέβαλαν τα μέγιστα στη μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1912-13. Οι εθελοντές χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα σε βοηθητικούς ρόλους, ενώ στην συντριπτική τους πλειοψηφία, διψώντας για δράση, πήραν μέρος στις φονικότερες μάχες, όπως των Πέντε Πηγαδιών των Ιωαννίνων και αλλού.
Πολλοί από αυτούς, μετά την επίσημη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και πήραν μέρος στο Βορειοηπειρωτικό αντάρτικο του 1914 για την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου.
Πρέπει, όμως, να εξάρουμε ένα πράγμα. Σε αντίθεση με αρκετά μεταγενέστερους αγωνιστές, που αξιοποίησαν την όποια πολεμική τους δράση για να εισπράξουν συντάξεις, οι εθελοντές του 1912-13 ήσαν κάτι περισσότερο από ανιδιοτελείς. Το 1962 το ελληνικό δημόσιο θέλησε να δώσει τιμητική σύνταξη σε ορισμένους παλαίμαχους Κυπρίους των Βαλκανικών πολέμων, εκείνοι έδωσαν στον Έλληνα πρέσβη την εξής απάντηση: «Εμείς καταταγήκαμε ως εθελοντές πολεμιστές για να υπερασπιστούμε τα δίκαια της Μεγάλης Μάνας Ελλάδας. Δεν θέλουμε καμιά ανταμοιβή».
Στην εποχή μας ο εθελοντισμός φαντάζει σαν μακρινή ανάμνηση. Και το χειρότερο η στάση των σημερινών νέων είναι αγνωμοσύνη προς εκείνους, που θυσίασαν τη ζωή τους για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Καθημερινά ακούγονται κραυγές «Να καταργηθούν οι παρελάσεις». Πολλές φορές δεν καταθέτουν οι φοιτητές μας ούτε ένα στεφάνι στη μνήμη των πεσόντων. Η παρέλαση και το στεφάνι είναι τα ελάχιστα δείγματα τιμής στους πεσόντες ήρωες.
Πολλή θλίψη προκαλεί η στάση των φοιτητών του Πανεπιστημίου, που δεν σκέπτονται ότι για να μπορούν αυτοί σήμερα να σκέπτονται ελεύθερα κάποιοι Έλληνες νυχτοξημέρωναν μέσα στα χιόνια και τις τότε μεγάλες παγωνιές του Γενάρη και Φλεβάρη 1913 πολεμώντας και δεν σκέφτηκαν αν ήσαν πολύ νέοι για να πεθάνουν…Αλλά, και τα τοπικά κανάλια αγνοούν σχεδόν τελείως την μεγάλη τοπική αυτή επέτειο. Δείχνουν ασυγχώρητη αδιαφορία και δεν δίνουν την ατμόσφαιρα της υπέροχης εκείνης εποποιίας. Μόνον στο δελτίο ειδήσεων δείχνουν κάποια αποσπάσματα από την παρέλαση και αυτό είναι όλο. Κρίμα!..
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου