Ο Αντώνης Μπουντούρης έστειλε δύο συγκλονιστικές ιστορίες, οι οποίες φυσικά δεν πρόκειται να συμπεριληφθούν στα επίσημα βιβλία ιστορίας του Υπουργείου Παιδείας ή να δοθούν ως θέμα έκθεσης των πανελλαδικών εξετάσεων.
1.) Συνάδελφός μου στο γραφείο, με ποντιακή καταγωγή και καρδιά μου διηγήθηκε πως κατά τη δεκαετία του ’90 παρακολουθούσε αργά το βράδυ κρατικό κανάλι. Παρουσιαζόταν ένα ντοκυμαντέρ για τη γενοκτονία των ποντίων και με αυτή την αφορμή διάφοροι άνθρωποι κατέθεταν τις μαρτυρίες τους. Κάποια στιγμή μίλησε ένας γηραιός κύριος ποντιακής καταγωγής με κατάλευκα μαλλιά. Ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Αυτός με πολύ συγκίνηση είπε τα εξής: ......
«Αρκετά χρόνια πρίν, όταν ήμουν πενηντάρης μιλούσα με μια θεία μου που ήταν γιαγιά πια. Μου μιλούσε με μεγάλο παράπονο για την πατρίδα μας τον πόντο και για τους προγόνους μας. Πάνω στην κουβέντα της είπα πως σύντομα θα έκανα ταξίδι – προσκύνημα στον πόντο. Κρεμάστηκε πάνω μου και με παρακάλεσε με λυγμούς, όταν πάω να της κάνω ένα χατίρι. Μου διηγήθηκε επακριβώς που βρισκόταν το πατρικό της σε χωριό του πόντου. Μου εξήγησε με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του χωριού, τους δρόμους και μου προσδιόρισε με ακρίβεια τη θέση του σπιτιού. Μου είπε μόλις το βρω να ζητήσω απ’ τους Τούρκους που θα έμεναν πια εκεί να βρουν ένα κασελάκι, που είχε κρύψει σε συγκεκριμένο σημείο του παλιού αρχοντικού. Μου περιέγραψε πλήρως το κασελάκι και το τι περιείχε μέσα. Ασημικά, παλιά κοσμήματα, λίρες κλπ, ένα μικρό θησαυρό δλδ. Μου είπε να τα αφήσω στους Τούρκους για αμοιβή με προϋπόθεση να μου δώσουν ένα κρεμαστό σταυρό που είχε μέσα το κασελάκι. Αυτός ο σταυρός ήταν ο βαφτιστικός του μικρού παιδιού της που το έχασε κατά τη γενοκτονία. Αυτή είχε γλιτώσει. Είχε γλιτώσει μόνο τη ζωή της γιατί η χαροκαμένη ψυχή της μόνο ο Θεός γνωρίζει πως πέρασε μέσα στις πικρές αναμνήσεις εδώ στην Ελλάδα.
Έσβησε τα παρακαλητά της μέσα στα δάκρυα και της υποσχέθηκα να κάνω ότι θα περνούσε απ’ το χέρι μου, αλλά μέσα μου δεν είχα πολλές ελπίδες. Πράγματι έκανα το ταξίδι, έκανα ότι επιθυμούσα για τον εαυτό μου και μετά κατευθύνθηκα για το χωριό της θείας μου. Η περιγραφή του ήταν τόσο λεπτομερής που βρήκα το σπίτι πολύ εύκολα. Παλιό λιθόκτιστο δίπατο αρχοντικό. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε ένας Τούρκος λίγο μικρότερος σε ηλικία από εμένα. Ευτυχώς ήξερε άπταιστα αγγλικά γιατί ετύγχανε σεβαστό πρόσωπο της δημόσιας διοίκησης της περιοχής με μεγάλο αξίωμα (Νομάρχης;) και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε πολύ άνετα. Του διηγήθηκα με λεπτομέρεια ότι μου είχε πει η θεία μου. Για μια στιγμή ταράχθηκε και μετά μου είπε αποφασιστικά. Κοίτα να δεις, τώρα καλύτερα να φύγεις γιατί υπάρχουν και άλλοι ομοεθνείς μου στο σπίτι και δε μπορώ να μιλήσω ελεύθερα. Ξαναέλα το απόγευμα την τάδε ώρα που θα είμαι μόνος να τα πούμε καλύτερα. Πράγματι έκανα όπως μου είπε και όταν ξαναπήγα με υποδέχθηκε μέσα στο σπίτι πια. Αφού ήπιαμε τον καφέ χωρίς να μιλήσει έφυγε απ΄ το δωμάτιο υποδοχής και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στα χέρια του το κασελάκι της θείας μου. Κυριολεκτικά μου έπεσε το φλιτζάνι του καφέ απ’ τα χέρια
-Ώστε το βρήκατε ήδη, ψέλλισα σαστισμένος.
-Ναι, εδώ και πολλά χρόνια από τότε που είμαι σε αυτό το σπίτι. Πάρε το. Πιστεύω ότι σου ανήκει, πρόσθεσε.
-Μα δεν το θέλω, είπα διστακτικά. Μόνο το σταυρουδάκι θέλω. Αυτό μόνο ζήτησε η θεία μου. Σας παρακαλώ κρατήστε όλα τα υπόλοιπα.
-Κοίτα να δεις, είπε θυμωμένα. Θα κάνεις αυτό που σου λέω. ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Τόσα χρόνια τα φύλαγα μέχρι που ήρθες εσύ. Στη θεία σου ανήκουν. Να της τα πάς.
-Μα, το σταυρουδάκι…ψέλλισα φοβισμένα
Τότε με μια κίνηση άνοιξε το πουκάμισό του και φάνηκε κρεμασμένο στο λαιμό του το…σταυρουδάκι.
-Αυτό δε μπορώ να στο δώσω. Δε μπορώ, γιατί είναι δικό μου
Πραγματικά ζαλίστηκα. Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.
-Είναι δικό μου. Ακούς; Είπε δυνατά.
Είναι δικό μου, γιατί εγώ είμαι το παιδί που έχασε η θεία σου πριν σαράντα χρόνια.
Έμεινα να τον κοιτώ με ανοιχτό το στόμα. Βούρκωσα. Ήταν ο χαμένος μου ξάδερφος. Έπεσα στην αγκαλιά του και τον έσφιξα. Έκλαιγα με αναφιλητά. Το ίδιο και αυτός.
Όταν συνήλθαμε μου είπε. Δεν ήξερα ότι η μητέρα μου έζησε. Έμεινα πίσω. Άλλοι Τούρκοι πήρανε το σπίτι και με μεγαλώσανε σαν παιδί τους. Τώρα είναι πεθαμένοι. Έχω την δικιά μου οικογένεια εδώ πια.
Του ζήτησα να με ακολουθήσει στην Ελλάδα. Να δει τη μάνα του.
Αρνήθηκε
-Δε μπορώ να γυρίσω πια. Τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει. Είναι αξιωματικοί στον τουρκικό στρατό. Και σε υψηλές θέσεις. ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. (σημ απ’ τη συνέχεια της διήγησης θα φανεί ότι σε αυτό το σημείο ψευδόταν για να προφυλάξει τα παιδιά του)
Αν φύγω στην Ελλάδα τα παιδιά μου μπορεί να πάθουν κακό εδώ. Δεν πρέπει να έχω καμία σχέση με την Ελλάδα.
Επέμενα και τον παρακάλεσα να έρθει τουλάχιστον ένα ταξίδι σαν τουρίστας και να επωφεληθεί για να δει τη μάνα του και του άλλους συγγενείς του.
-Δε γίνεται, μου απάντησε. Για να καταλάβεις εδώ έχω μεγάλη δημόσια θέση. ΣΑΝ ΕΜΕΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΕΔΩ. ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΕΧΩ. ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ. Αν πάω στην Ελλάδα θα δώσω στόχο ότι κάτι συμβαίνει και θα κινδυνέψουν και άλλοι. (Σημ. Από αυτό το σημείο φαίνεται, ότι ταυτόχρονα με το αξίωμα που κατείχε στα Τούρκος ήταν και τοπικός ηγέτης των ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. Το πιθανότερο ήταν και τα παιδιά του να το γνωρίζανε αλλά προφυλαγόντουσαν εξαιρετικά)
-Να δώσεις πολλά φιλιά στη μάνα μου. Να μη λυγίσει. Να κάνει υπομονή. Να της πεις ότι θα συναντηθούμε στην άνω Ιερουσαλήμ.
Αγκαλιαστήκαμε και πάλι και χωρίσαμε δακρυσμένοι.
Επέστρεψα στην Ελλάδα και έτρεξα αμέσως με το κασελάκι στη θεία μου για να της το δείξω και να της πω τα φοβερά νέα.
Αλλά τι δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Οι συγγενείς μου, μου διηγηθήκανε, πως λίγο μετά την αναχώρησή μου για την Τουρκία η θεία μου άφησε την τελευταία της πνοή.
Ίσως ο καλός Θεός την πήρε κοντά του για να μην ακούσει ότι τόσα χρόνια ζούσε το παιδάκι της και αυτή δε μπορούσε να το έχει στην αγκαλιά της. Με αρκετά δάκρυα είχε ματώσει την καρδιά της, τόσο καιρό. Δε θα άντεχε να ακούσει κάτι τέτοιο…
2.) Ο ίδιος συνάδελφος μου διηγήθηκε και την παρακάτω μικρή ιστοριούλα:
Πριν λίγα χρόνια ένα γκρουπ απ’ το χωριό του (Μεσοποταμία Καστοριάς – προσφυγικό χωριό Ποντίων) πήγε ταξίδι – προσκύνημα στον Πόντο. Όταν έφτασαν με το λεωφορείο, έκαναν στάση σε ένα κεφαλοχώρι και πεζοί περιηγούνταν σε διάφορα σημεία, πλατείες με παλιά σπίτια, εκκλησίες κλπ. Φοβήθηκαν λίγο γιατί τους ακολουθούσε συνέχεια ένας γηραιός Τούρκος. Μάλιστα τους φώναζε κάτι στα Τουρκικά. Δεν καταλάβαιναν και υπέθεσαν πως τους προκαλούσε. Δεν απαντούσαν για να μη γίνει τίποτε. Πολλά μάτια ήταν καρφωμένα συνέχεια πάνω τους απ’ τα γύρω καφενεία.. Όταν πήγαν σε μια ερειπωμένη εκκλησία ο γέρο Τούρκος τους ακολούθησε, αλλά στεκόταν με σεβασμό τουλάχιστον μέσα στο ναό. Όταν βγήκαν τους ακολούθησε και συνέχιζε να τους επιτιμά δημόσια. Είχε και μια άγρια φυσιογνωμία που τους τρόμαζε πολύ. Έμειναν συνέχεια όλοι μαζί και μερικές γιαγιάδες σταυροκοπήθηκαν να μη χειροτερέψει η κατάσταση. Μα μόλις έγινε αυτό έμειναν έκπληκτοι, γιατί ο Τούρκος μετά μόνο τους ακολουθούσε χωρίς να φωνάζει πια. Αλλά η έκπληξη κορυφώθηκε και μετατράπηκε σε συγκίνηση όταν μπήκαν ξανά στο λεωφορείο για να φύγουν. Λίγο προτού κλείσει η πόρτα πετάχτηκε ξαφνικά μέσα ο γερο Τούρκος και τους είπε δακρυσμένος με γνήσια ποντιακή προφορά:
«ΕΣ ΤΗΝ ΕΥΚΗΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΪΑΣ» Μετά κατέβηκε γρήγορα. Το λεωφορείο έφυγε με τους συγκλονισμένους επιβάτες να κοιτούν προς τα πίσω καθώς χανόταν μέσα στη σκόνη η ηρωϊκή φιγούρα του γερο Πόντιου…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου