Καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας εφαρμόζονταν μεθοδικά και σαρωτικά η γενοκτονία των Ελλήνων και των Αρμενίων, αλλά και των άλλων Χριστιανών των Βαλκανικών χωρών. Αν δεν ασπάζονταν οι άπιστοι οι γκιαούρηδες την ισλαμική πίστη υφίσταντο διώξεις πρωτοφανείς.
Ευτυχώς που το δουλωμένο γένος μας ζούσε κοντά στην Εκκλησία του και το παράδειγμα και η θυσία της μεγάλης στρατιάς των νεομαρτύρων του θέρμαινε την πίστη και την ελπίδα για την Ανάστασή του. Η προσφορά των νεομαρτύρων στη διατήρηση του Ελληνισμού υπήρξε τεράστια. Στις πιο κρίσιμες στιγμές τότε που ο εξαθλιωμένος λαός μας γονάτιζε από τις αφόρητες πιέσεις του Τούρκου και τον εγκατέλειπε η δύναμη αντίστασής του, εμφανίζονταν κάποιοι μάρτυρες της πίστεώς μας και οι καταταλαιπωρημένοι από το ζυγό Έλληνες έπαιρναν θάρρος και ζωντάνευε η πίστη τους ξανά για να υπομείνουν τη σκλαβιά και να ελπίζουν στην απελευθέρωση του γένους.
Χάθηκαν όμως μεγάλες Ελληνικές περιφέρειες όπως η Μ. Ασία αυτή η μεγάλη δεξαμενή του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Αυτά δεν πρέπει να τα αποσιωπούμε για να μην ξεχνιόμαστε.
Υπάρχουν όμως και γεγονότα που συνέβησαν πολύ κοντά σε μας και συγκεκριμένα πριν από σαρανταοχτώ χρόνια που δεν δικαιολογούμαστε να μην τα γνωρίζουμε.
Την 6η και 7η Σεπτεμβρίου του 1955 έζησαν οι Έλληνες της Πόλης ένα ανθελληνικό πογκρόμ που έχει μείνει στην ιστορία σαν Η νύχτα των Κρυστάλλων του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για μια από τις χειρότερες σελίδες της ιστορίας μας μετά την άλωση. Τούρκοι Λαζοί που μεταφέρθηκαν στην Πόλη δωρεάν με πλοία ναυλωμένα από την κυβέρνηση ξεχύθηκαν, μαινόμενος όχλος, ενισχυμένοι και με πάρα πολλούς Τούρκους της Πόλης, στις Ελληνικές συνοικίες και κατέστρεψαν τα πάντα. Δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Οι Έλληνες της Πόλης δεν θα μπορέσουν να ξεχάσουν ποτέ τα φοβερά εκείνα γεγονότα που έζησαν τις 48 ώρες που συγκλόνισαν την Πόλη.
Η ομογένεια των Κωνσταντινοπολιτών αναφέρει με αριθμούς τις απώλειές της κατά το τρομερό εκείνο διήμερο. Ο όχλος σκότωσε 16 Έλληνες, βίασε 200 Ελληνίδες και κατέστρεψε 1.004 κατοικίες, 4.348 καταστήματα, 21 εργοστάσια, 110 ξενοδοχεία και εστιατόρια, 75 εκκλησίες, 8 αγιάσματα, 26 σχολεία, 5 Αθλητικούς συλλόγους και 2 μοναστήρια. Η Πόλη βάφτηκε με το αίμα των Ελλήνων και αφανίστηκε η ελληνική παρουσία σ’ αυτήν. Οι Έλληνες χριστιανοί έζησαν μια μεγάλη τραγωδία τις ημέρες του πογκρόμ παρόμοια με εκείνη της Άλωσης της Πόλης από τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή.
Και όλα αυτά συνέβησαν προμελετημένα και προαποφασισμένα.
Προηγήθηκε μία ημέρα ενωρίτερα (5 Σεπτεμβρίου 1955) μία προβοκάτσια η οποία έδωσε την αφορμή ν’ ανοίξει ο ασκός της βίας και των καταστροφών. Ένας μουσουλμάνος φοιτητής ο Οκτάι Εγκίν που συνελήφθη από τις Ελληνικές Αρχές και φυλακίστηκε για 9 μόνο μήνες στις φυλακές της Θεσσαλονίκης τοποθέτησε μία βόμβα στο προαύλιο του Τουρκικού Προξενείου που θεωρείται πατρικό σπίτι του Κεμάλ. Η έκρηξη της βόμβας δεν προξένησε ζημιές, προκάλεσε όμως έκρηξη προμελετημένης οργής του τουρκικού όχλου με επακόλουθο τα φοβερά γεγονότα των δύο επόμενων ήμερων που έχουν περάσει στην ιστορία ως Σεπτεμβριανά και που αποτέλεσαν την αντίστροφη μέτρηση για την εξαφάνιση του Ελληνισμού της Πόλης και άλλων περιοχών. Για την ιστορία ο Εγκίν μετά την αποφυλάκισή του επήγε στην Τουρκία και έτυχε μεγάλων τιμών. Αποτέλεσε σημαίνον στέλεχος της τουρκικής Υπηρεσίας Ασφαλείας και τελικά διορίστηκε Νομάρχης στο Νέβ Σεχήρ.
Τέτοια η παρόμοια πράγματα συνέβαιναν πάντοτε εναντίον των μειονοτήτων και κυρίως της Ελληνικής στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα μας. Το 1942 π.χ. (δεν μπορούμε να τα’ αναφέρουμε όλα σ ένα σχόλιο) η Τουρκία επέβαλε τον κεφαλικό φόρο (βαρλίκ βεργισί) που για τους Έλληνες κυρίως ήταν δυσβάστακτος και τους ανάγκαζε σε εθελουσία προσφυγιά στην ελεύθερη πατρίδα με όλες τις συνέπειες που έχει ένας ξεσηκωμός από τις περιουσίες και τα σπίτια τους, αφού δεν επιτρέπονταν να πάρουν τίποτα άλλο μαζί τους εκτός από ορισμένα αναγκαία ρούχα. Γι’ αυτό φορούσαν από 5 εσώρουχα κάθε μέλος για να μπορούν να τα περάσουν στα άγρια τουρκικά τελωνεία. Το 1964 (πολύ κοντύτερα σε μας) απαγόρευσε το δικαίωμα των Κωνσταντινοπολιτών να ασκούν εμπορικές δραστηριότητες στην Πόλη και δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορεί οποιοδήποτε Ελληνικό εγχειρίδιο στα Ελληνικά μειονοτικά σχολεία. Πάντοτε η τουρκική πολιτική στα θέματα των άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων και ιδίως των Ελλήνων, είχε ως σκοπό αυτό που είπε ο Ισμέτ Ινονού τρεις μέρες μετά τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955: ...Οι εκδηλώσεις αυτές ήταν πολύ καλά οργανωμένη εθνική ενέργεια και ωφέλιμη για να καθαρίσει η χώρα μας από το Ελληνικό στοιχείο που είναι ένας βραχνάς.
Τέτοιες δηλώσεις προξενούν εκρήξεις μίσους από φανατισμένους μουσουλμάνους και προκαλούν φρικτές πράξεις που τις ζούμε τον τελευταίο καιρό. Οι δυτικές χώρες παρατηρούν με δέος την συνεχή εξάπλωση του ισλαμισμού και αναζητούν τρόπους για να τη σταματήσουν. Είναι όμως πολύ δύσκολο ν’ αντιμετωπίσουν ακραία θρησκευτικά φαινόμενα όπου οι πιστοί αποκηρύσσουν ακόμη και την δια τους τη ζωή. Μισούν τον άλλο κόσμο που δεν ανήκει στο Ισλάμ. Το σύγχρονο σύνθημά τους είναι: Το Ισλάμ είναι η λύση. Σύνταγμα για μας είναι το Κοράνι.
Αυτά κι ας είμαστε προσεκτικοί σε ό,τι λέμε και ό,τι γράφομε. Η καλή γειτονία δεν πρέπει να οδηγεί μονομερώς την Ελλάδα ν’ αποσιωπά το χθες και να διαγράφει μελλοντικούς χειρισμούς εθνικών συμφερόντων.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΥΤΟΠΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ
Ο κ. Λεωνίδας Κουμάκης έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο «Το θαύμα: Μια πραγματική ιστορία». Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα του βιβλίου για τη φοβερή νύχτα των Κρυστάλλων που αναφέρονται στις τραγικές ώρες των Σεπτεμβριανών που έζησαν οι Έλληνες και που συγκλόνισαν τον Ελληνισμό της Πόλης και όχι μόνον. Λίγα μόνο αποσπάσματα για να ενισχύσουμε την ιστορική μας μνήμη:
…Το να μιλάς ελληνικά στο δρόμο ή σε δημόσιους χώρους στην Τουρκία ισοδυναμούσε περίπου με ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ήταν σαν να διασχίζεις με τα πόδια μια Εθνική οδό χωρίς να κοιτάς ούτε δεξιά ούτε Αριστερά. Γιατί στην Τουρκία υπάρχει ένας Νόμος του 1932 περί εξυβρίσεως του Τουρκισμού.
Ο Νόμος αυτός ψηφίστηκε για την τρομοκράτηση και την καταπίεση των μη Τουρκικών πληθυσμών. Αρκούσε η ψευδομαρτυρία δύο ατόμων που θα έλεγαν αορίστως πως, τάχα, έβρισες την Τουρκία ή τους Τούρκους. Η καταδίκη που ακολουθούσε σήμαινε φυλάκιση χωρίς επιστροφή. Έτσι φοβόμασταν να αρθρώσουμε στον δρόμο ακόμα και μία λέξη ελληνική, γιατί κινδυνεύαμε να κατηγορηθούμε ότι βρίζαμε την Τουρκία.
Το πάθημα του θείου Σιδερή, πριν από 4 χρόνια περίπου, που γλύτωσε τη ζωή του παρά τρίχα, πληρώνοντας στα κατάλληλα πρόσωπα όλα όσα είχε συγκεντρώσει μια ζωή, ήταν πραγματικά πολύ χαρακτηριστικό.
Στην Ασφάλεια:
Ισίδωρος Βαφέας, ένας βρωμερός γκιαούρης που τόλμησε να βρίσει την ιερή Τουρκική σημαία. Κανονικά έπρεπε να σ’ εκτελέσουμε επί τόπου για το έγκλημά σου αυτό, αλλά ούτως ή άλλως η ζωή σου τελείωσε. Πρέπει επιτέλους αυτά τα σκουλήκια οι Ρωμιοί να μάθουν πως εδώ είναι Τουρκία και δεν μπορούν να βρίζουν τους Τούρκους και τη σημαία τους χωρίς να το πληρώσουν με την ζωή τους!
Ζείτε στη γη μας, που είναι πια ιδιοκτησία μας και δεν λέτε να το χωνέψετε! Και σαν να μην έφτανε αυτό, βρίζετε και τους Τούρκους! Όπως εσύ, βρωμερέ γκιαούρη, τόλμησες να βρίσεις την ιερή Τουρκική σημαία!
Όχι, όχι! Δεν έβρισα την τουρκική σημαία! τραύλισε ο θείος Σιδερής. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για...
Οι λέξεις του διακόπηκαν απότομα, όταν όρμησαν πάνω του δύο απ’ τους τρεις Τούρκους και άρχισαν να τον κτυπούν στα τυφλά. Ανυπεράσπιστος και χωρίς την παραμικρή αντίσταση έχασε τις αισθήσεις του.
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 όλα φαινόταν ήρεμα. Μια μικρή ομάδα φοιτητών ήταν συγκεντρωμένοι στην Πλατεία του Ταξίμ, στην κορυφή του Πέρα, διαδηλώνοντας εναντίον της Ελλάδος. Η Ελλάδα ήταν πάντα ο συντηρούμενος από τις Τουρκικές αρχές στόχος του όχλου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 50 η Τουρκία είχε βρει την καινούρια πηγή ανανέωσης της ανθελληνικής μανίας της. Ήταν το Κυπριακό, που κυριολεκτικά της το χάρισαν οι Άγγλοι για να αποκτήσουν διαιτητική ιδιότητα και να εξασφαλίσουν ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους.
Καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, ήταν τα μηνύματα που περνούσαν.
Οι έκτακτες εκδόσεις των δύο εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την ώρα του συλλαλητηρίου ήταν το σύνθημα.
Οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που οδηγούσαν στην Πλατεία Ταξίμ γέμισαν ξαφνικά με ένα μαινόμενο όχλο οπλισμένο με τσεκούρια, φτυάρια, ρόπαλα, σκεπάρνια, σφυριά και σιδερένιους λοστούς, που φώναζε Kahrolsun giavourlar! (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και Yikin, kirin, giavourdur! (Σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης!).
Η αστυνομία και οι Κρατικές δυνάμεις καταστολής υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκαν. Δεν πήραν καμμιά απολύτως εντολή να επιβάλουν την τάξη και περιορίστηκαν σε μια απαθή παρακολούθηση των γεγονότων.
Όταν μαζεύτηκαν 50.000 περίπου άτομα, αλαλάζοντος όχλου, μπήκε σε εφαρμογή η επόμενη φάση του σχεδίου: Καταστροφή όλων των ελληνικών περιουσιών και βεβήλωση όλων των Ιερών και Οσίων του Ελληνισμού της Πόλης. Οι οδηγίες που είχαν δοθεί ήταν να μη μείνει τίποτα όρθιο.
Ακολούθησαν ώρες πραγματικής κόλασης.
Ένα μέρος του όχλου κινήθηκε στο Istiklal Caddesi, το περίφημο Πέρα, που στο ένα χιλιόμετρο της διαδρομής του είχε, σαν το πιο φημισμένο εμπορικό κέντρο της Πόλης, 700 περίπου μαγαζιά που το συντριπτικό τους ποσοστό ανήκε σε Έλληνες.
Το πρώτο κατάστημα που δέχθηκε επίθεση ήταν το καφενείο Επτάλοφος στην Πλατεία Ταξίμ. Ο όχλος εισέβαλε στο καφενείο σαν αγέλη μαινόμενων ταύρων και ισοπέδωσε τα πάντα: τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, μπουφέδες, ποτήρια, φλυντζάνια.
Στην συνέχεια δέχτηκε επίθεση ένα κατάστημα υφασμάτων ελληνικής ιδιοκτησίας.
Τέσσερις διαδηλωτές ξήλωσαν μία ράγα του τράμ, που χρησιμοποιήθηκε για να σπάσει τις πόρτα και τις βιτρίνες του καταστήματος. Σε λίγα λεπτά το μαγαζί είχε την όψη βομβαρδισμένου τοπίου. Τα υφάσματα και τα ράφια βρέθηκαν στο δρόμο ενώ μια ραπτομηχανή καταστρεφόταν στο δρόμο μπροστά στα μάτια του αλαλάζοντος όχλου. Ο επόμενος στόχος ήταν ένα κατάστημα ηλεκτρολογικών ειδών που σκορπίστηκαν στο δρόμο με μια εφιαλτική μανία του όχλου.
Λίγο παρακάτω ένα μπακάλικο με ιδιοκτήτες δύο Έλληνες ηλικιωμένους. Ο γέρος με ένα εκπληκτικό κουράγιο στάθηκε μπροστά στο μαγαζί του λέγοντας στον όχλο:
Φύγετε απ’ εδώ! Εμείς ζούμε ο αυτό το μέρος έξη γενεές και δεν μπορείτε να μας πειράξετε.
Ήταν τα τελευταία λόγια της ζωής του. Ο όχλος όρμησε επάνω του, σε λίγα λεπτά το μαγαζί του είχε διαλυθεί και ο γέρος ήταν το πρώτο θύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας. Η γυναίκα του διασώθηκε κουρνιασμένη σε μια γωνιά, για να πεθάνει λίγο αργότερα από το σοκ που δέχθηκε εκείνο το βράδυ.
Με τον ίδιο τρόπο ο όχλος συνέχισε το έργο του βήμα προς βήμα σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά του Πέρα. Στα φημισμένα ζαχαροπλαστεία Κερβάν του Δημήτρη Πηλαβίδη, Μπαιλάν των Λέτα και Κυρίτση, Σεχίρ του Γιάννη Τσούλη. Στα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα ρούχων και υποδημάτων. Εκεί οι διαδηλωτές έβγαζαν ρούχα και παπούτσια, διάλεγαν μεταξωτά πουκάμισα, κοστούμια, καινούργια παπούτσια και τα φορούσαν επί τόπου πριν συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο.
Στο περίφημο κοσμηματοπωλείο του Φραγκούλη ο όχλος εισέβαλε με μια εμφύλια, πραγματική μάχη, για το ποιος θ’ αρπάξει τα πολυτιμότερα κοομήματα.
Χρυσαφικά μεγάλης αξίας λεηλατήθηκαν μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τους συμπλεκόμενους μεταξύ τους διαδηλωτές. Όταν ο όχλος έφθασε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, δίστασε προς στιγμήν. Οι δισταγμοί ξεπεράστηκαν όταν ακούστηκαν οι κραυγές Ανάθεμα στους άπιστους!, Ανάθεμα στους άπιστους! και ο όχλος εισέβαλε στην εκκλησία. Ό,τι κινητό υπήρχε στον ναό καταστράφηκε ή βεβηλώθηκε.
Εικόνες, άγια σκεύη, ράσα ήταν ο στόχος του μανιασμένου όχλου.
Τα στασίδια και ο θρόνος της εκκλησίας καταστράφηκαν όταν μια καινούρια ομάδα εισέβαλε στο Ναό μεταφέροντας πετρέλαιο για να τον κάψει. Τελικά ο Ναός της Αγίας Τριάδας του Πέρα δεν κάηκε και θα παραμείνουν για πάντα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τον κάψουν.
Το Πέρα μέσα σε λίγες ώρες άρχισε να αλλάζει όψη. Ο δρόμος αποκτούσε ένα περίεργο υπόστρωμα, που ήταν ένα μίγμα άπ’ τα πράγματα που καταστρεφόταν: μηχανήματα, γούνες, ρολόγια, παπούτσια, λάδια, τυριά, υφάσματα, πιατικά, ρούχα, διάφορα άλλα είδη τροφίμων και ένδυσης, ανακατεμένα, κάτω άπ’ το βάρος του όχλου που κινιόταν συνεχώς, δημιούργησαν σιγά-σιγά μια υπερυψωμένη μάζα λαοπώδη και λιγδερή.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΥΤΟΠΤΟΥ...(Β)
Ο πατέρας μου παρατήρησε ότι: τα ρολά ή οι τοίχοι των Χριστιανικών καταστημάτων και σπιτιών είχαν γεμίσει ξαφνικά με παράξενα διακριτικά ρημάδια ή τουρκικά γράμματα. Πολλά σπίτια και καταστήματα Τουρκικής ιδιοκτησίας είχαν πλημμυρίσει σημαίες σαν να ήθελαν να μεταδώσουν ένα, ανεξήγητο για τον πατέρα μου, μήνυμα. Στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες μέρες Λαζοί και διάφορα άλλα άτομα από φυλές που προερχόταν άπ’ τα βάθη της Ανατολής, ρακένδυτοι και πεινασμένοι.
Που να φανταστεί ό πατέρας μου ότι αυτοί οι άνθρωποι θα υποδύονταν σε λίγες ώρες τους αγανακτισμένους πολίτες για να βεβηλώσουν, να ληστέψουν, να βιάσουν και να καταστρέψουν;
Ο πατέρας μου τελικά, παρ’ ότι προβληματίστηκε σοβαρά, δεν αξιολόγησε σωστα όλα αυτά. Δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε και τώρα που ακουγόταν καθαρά οι φωνές του όχλου Kahrolsun Giavourlar! (Ανάθεμα στους γκιαούρηδες!) και Yikin, kirin Giavourdur! (Γκρεμίστε, σπάστε είναι γκιαούρης!), τάβαζε με τον εαυτό του.
Έσβησε γρήγορα-γρήγορα τα φώτα του μαγαζιού του και γλίστρησε έξω. Τη στιγμή εκείνη τον πλησίασαν 5 άτομα που είχαν αποσπαστεί άπ’ το κυρίως σώμα του όχλου.
Γιατί ρε γκιαούρη δεν έχεις στο μαγαζί σου Τούρκικη σημαία; τον ρώτηοε ό ένας.
Ήταν το σύνθημα. Αμέσως και οι πέντε του ρίχτηκαν με γροθιές και κλωτσιές.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από την σειρήνα ενός ασθενοφόρου που διέσχιζε το στενό δρόμο με ταχύτητα. Η συμπλοκή μέσα στη μέση του δρόμου σταμάτησε για να περάσει το ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να σώσει τη ζωή του. Αιμόφυρτος και ζαλισμένος απ’ τα χτυπήματα, άρχισε με όση δύναμη του είχε απομείνει να τρέχει. Όταν το ασθενοφόρο πέρασε, ο πατέρας μου είχε εξαφανιστεί και ο στόχος πλέον ήταν το μαγαζί του που κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Εκείνος όμως περπατώντας 2 ώρες, για μια διαδρομή είκοσι λεπτών, έφθασε στο σπίτι σωστό ράκος.
Στο μεταξύ το σχέδιο της καταστροφής όλων των ελληνικών περιουσιών της Πόλης βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη: Εκατό ομάδες εκτελούσαν το φρικιαστικό τους έργο σε μια τεράστια έκταση απ’ τον Βόσπορο ως τη θάλασσα του Μαρμαρά.
Οι επικεφαλείς των διαδηλωτών με καταλόγους σπιτιών και καταστημάτων των Ελλήνων, διεύθυναν τις ομάδες του όχλου.
Ήταν ένας οργανωμένος τυφώνας που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Δεκάδες Έλληνες πολίτες και κληρικοί κακοποιήθηκαν, Λεηλατήθηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες 73 ελληνικές έκκλησίες. Καταστράφηκαν εικόνες, αγιογραφίες και σκεύη ανεκτίμητης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας. Καταστράφηκαν ολοσχερώς και τα 26 Ελληνικά σχολεία. Η Πατριαρχική Σχολή του Φαναρίου που ιδρύθηκε το 1453 και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης υπέστησαν το μένος του όχλου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το Ζάππειο Λύκειο δέχτηκε την επιδρομή του όχλου που κατρακύλησε απ’ τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες το άγαλμα του ευεργέτου του Σχολείου Κωνσταντίνου Ζάππα και κατέστρεψε όχι μόνο θρανία, πιάνο, αίθουσα τελετών, αλλά έκανε και τεράστια ζημιά στις τοιχογραφίες που κοσμούσαν το εσωτερικό του σχολείου.
4.340 ελληνικά καταστήματα λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. 2.600 σπίτια Ελλήνων βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα και παραδόθηκαν στο μένος και την πρωτοφανή λύσσα του όχλου. Ρημάχτηκαν κυριολεκτικά και καταστράφηκαν τα γραφεία και τα πιεστήρια των τριών μεγάλων ελληνικών εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης.
Στο Ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί μία ομάδα τυφλωμένων απ’ το μίσος διαδηλωτών επί δύο ολόκληρες ώρες κατέστρεφε τάφους και σταυρούς, έσκαβε τους πιο πρόσφατους και έβγαζε έξω τα πτώματα μαχαιρώνοντας και κομματιάζοντάς τα.
Στην Παναγία των Βλαχερνών, που χτίστηκε πάνω στα θεμέλια Βυζαντινού ναού του 470 μ.Χ., ο όχλος των διαδηλωτών κατέστρεψε με απίστευτη μανία ό,τι οι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν για χίλια τετρακόσια ογδόντα πέντε χρόνια.
Στον Άγιο Γεώργιο στα Ψωμαθιά, μια εκκλησία χτισμένη τον 13ο αιώνα που οι Τούρκοι ονόμαζαν kanli kilise (ματωμένη εκκλησία) απ’ το αίμα που έχυσαν στο σημείο εκείνο την ημέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, η μανία των διαδηλωτών μετέτρεψε την ιστορική εκκλησία σε σωρό ερειπίων.
Στον Βόσπορο ο αλαλάζων όχλος υποχρέωσε ένα ιερωμένο να φωνάζει ρυθμικά Η Κύπρος είναι Τουρκική, βάζοντας στα χέρια του μια Τούρκικη σημαία και καλώντας τον να βάλει δύναμη στη φωνή του για να τον ακούσει ο Μακάριος. Ο δύστυχος παπάς από την ταραχή και τον τρόμο του δεν μπορούσε να φωνάζει δυνατά, με αποτέλεσμα ο όχλος να τον ξυλοκοπήσει άγρια, να τον ποδοπατήσει και να τον εγκαταλείψει αιμόφυρτο στο δρόμο.
Στο Βυζαντινό Πικρίδιο, γνωστό σαν Χάσκοϊ, το σκήνωμα της νεομάρτυρος Αγίας Αργυρής, που βρισκόταν σε αργυρή λάρνακα, σκορπίστηκε στους δρόμους και δεν Απέμεινε τίποτα παρά μόνο λίγα πυρίκαυστα τεμάχια.
Στα Θεραπιά η Μητρόπολη Θεραπίων-Δέρκων παραδόθηκε στις φλόγες μαζί με την σπάνια και ανεκτίμητης αξίας βιβλιοθήκη της. Το ιστορικό κτίριο της Μητρόπολης, στο οποίο πριν από την επανάσταση του 1821 γινόταν μυστικές συσκέψεις με προύχοντες της Πόλης και τον Παπαφλέσσα που σαν μέλος της Φιλικής Εταιρίας σταματούσε στην Κωνσταντινούπολη καθ’ οδό προς την Οδησσό, καταστράφηκε τελείως. Ο διος ο Μητροπολίτης Δέρκων Ιάκωβος φυγαδεύτηκε την τελευταία στιγμή και σώθηκε χάρις στη βοήθεια που του πρόσφεραν ο Δημήτρης Κουτσόπουλος και ο μαίτρ του Τούριγκ-κλάμπ Γιάννης.
Στο Μέγα Ρέμα, βρισκόταν το σπίτι του Μητροπολίτη Ηλιούπολης Γενναδίου που ήταν ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει το Φανάρι: Κοινωνιολόγος, ιστορικός, θεολόγος και πολυγραφότατος μια πνευματική προσωπικότητα που μιλούσε 7 διαφορετικές γλώσσες και ακτινοβολούσε όχι μόνο στον Ελληνισμό της Πόλης αλλά σ’ ολόκληρο το χριστιανισμό οπουδήποτε κι αν βρισκόταν. Γι’ αυτήν ακριβώς την αξία του ήταν ένας προκαθορισμένος στόχος. Ο όχλος μπήκε στο σπίτι του και όταν τον εντόπισε στον επάνω όροφο τον κακοποίησε βάναυσα και τον έριξε απ’ τις σκάλες μέχρι, κουτρουβαλώντας, να βρεθεί στο ισόγειο. Ο όχλος κατέστρεψε με μανία ό,τι υπήρχε μέσα στο σπίτι μαζί με μια πλούσια βιβλιοθήκη που είχε δημιουργήσει ο Γεννάδιος. Στη συνέχεια τον έσυραν στο δρόμο συνεχίζοντας την κακοποίησή του ώσπου τον εγκατέλειψαν αναίσθητο. Ο Μητροπολίτης Ηλιούπολης Γεννάδιος πέθανε τρία εικοσιτετράωρα μετά τα γεγονότα.
Στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, γνωστή σαν Βαλουκλιώτισσα, οι αστυνομικοί και ο νυχτοφύλακας που υποτίθεται ότι την φύλαγαν, καθοδήγησαν τον όχλο στην καταστροφή και στην λεηλασία του ιστορικού Μοναστηριού. Και οι τρεις μοναχοί που βρισκόταν τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου στο Μοναστήρι είτε θανατώθηκαν είτε βασανίστηκαν.
Ο 90χρονος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στις φλόγες της φωτιάς που άναψαν για να τον κάψουν. Ο 60χρονος ηγούμενος επίσκοπος Παμφιλίου Γεράσιμος βασανίστηκε και τραυματίστηκε βαρειά στο κεφάλι. Ο 35χρονος ιερέας Ευάγγελος χτυπήθηκε και βασανίστηκε. Ο όχλος απαιτούσε τη σταύρωσή του που τελικά δεν έγινε, γιατί οι διαδηλωτές ήθελαν να απολαύσουν μια αργή και σαδιστική σταύρωση, αλλά καθυστέρησαν πολύ, τους πρόλαβε ο Στρατιωτικός Νόμος που κηρύχτηκε τα μεσάνυχτα και φοβήθηκαν τις συνέπειές του.
Οι Πατριαρχικοί Τάφοι και τα σκηνώματα των μεγάλων ευεργετών του Γένους που από το 1850 και μετά τοποθετούντο στον αυλόγυρο της Ιεράς Μονής, καταστράφηκαν με κανιβαλική μανία. Οι Πατριαρχικοί Τάφοι ανοίχτηκαν και τα οστά των νεκρών σκορπίστηκαν στους δρόμους.
Ενώ το ανθελληνικό κλίμα προετοιμαζόταν καιρό πριν μέσω του Τύπου, ημερήσιου και περιοδικού, με πρωτοστατούσα και πάλι την εφημερίδα «Χιουριέτ» στο πλαίσιο κυρίως του Κυπριακού Ζητήματος, στις 16 Μαρτίου του 1964, η Άγκυρα κατήγγειλε μονομερώς την Ελληνοτουρκική Σύμβαση Εγκαταστάσεως, Εμπορίας και Ναυσιπλοΐας της 30ής Οκτωβρίου του 1930. Αμέσως μετά την καταγγελία οι τουρκικές αρχές άρχισαν να ανακοινώνουν ονόματα Ελλήνων υπηκόων, οι οποίοι έπρεπε, για λόγους «εθνικής ασφαλείας», όπως επικαλούνταν, να εγκαταλείψουν το τουρκικό έδαφος εντός 24 ωρών. Οι πρώτοι που έμπαιναν στο τουρκικό στόχαστρο για να άπελαθούν ήταν οι παράγοντες της ελληνικής κοινότητος, οι οικονομικές και πνευματικές, δηλαδή, κεφαλές του ελληνικού στοιχείου. Οι αναφερόμενοι στους καταλόγους απελαυνομένων όφειλαν να παρουσιαστούν στο 4ο Τμήμα της Αστυνομικής Διευθύνσεως Κωνσταντινουπόλεως, όπου αφού υποβάλλονταν σε διαφόρων ειδών εξευτελισμούς, δακτυλοσκοπούνταν, φωτογραφίζονταν και υποχρεώνονταν να υπογράψουν την... «ομολογία» τους για τη «δράση τους εναντίον του τουρκικού κράτους». Κατά την έξοδό τους από την Τουρκία επιτρεπόταν να φέρουν μαζί τους δύο χειραποσκευές συνολικού βάρους 25 κιλών και χρηματικό ποσό μέχρι 30 δολλάρια. Παράλληλα η κυβέρνηση εξέδωσε το γνωστό πλέον μυστικό νομοδιάταγμα, το οποίο στη συνέχεια συμπληρώθηκε με επόμενα μυστικά διατάγματα και αποσκοπούσε στην οικονομική εξόντωση και δήμευση ουσιαστικά των περιουσιακών στοιχείων των απελαυνομένων. Το μέτρο έπληττε φυσικά και τους οικείους τους, μιας και πολλοί εξ αυτών ήταν Τούρκοι υπήκοοι και ως εκ τούτου παρέμεναν στη Τουρκία. Η Πολιτική Ρωμιοσύνη ζούσε ακόμη μία φορά στο πετσί της τη βαρβαρότητα του κεμαλικού κράτους˙ οικογένειες χωρίζονταν, περιουσίες από κόπους δεκαετιών εξανεμίζονταν, σχέσεις ζωής μεταξύ ανθρώπων, πολλές ακόμη και μεταξύ φίλων Ελλήνων και Τούρκων διαλύονταν, τραγικές φιγούρες γερόντων, ανέστιων πλέον, υποχρεώνονταν να ξεκινήσουν από το μηδέν το υπόλοιπο της ζωής τους. Μεταξύ των απελαθέντων που κρίθηκαν ως επικίνδυνοι για την «εθνική ασφάλεια» της Τουρκίας περιλαμβάνονταν οκτώ ημιπληγικοί, που ήρθαν στην Ελλάδα με αναπηρικές καρέκλες ή φορεία, τρεις τυφλοί, δύο ανάπηροι, ένας κωφάλαλος, τέσσερις ψυχοπαθείς και εννέα βαριά άσθενείς... Κατάλογοι των απελαυνομένων συνέχισαν να δημοσιεύονται μέχρι το καλοκαίρι του 1964. Συνολικά υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία περί τις 13.000 Έλληνες υπήκοοι, αριθμός προσώπων ο οποίος σε βάθος χρόνου υπερτριπλασιάσθηκε λόγω του γεγονότος ότι οι Τούρκοι υπήκοοι συγγενείς τους (γυναίκες, παιδιά, γονείς, αδελφοί, κ.α.) υποχρεώθηκαν να τους ακολουθήσουν στην εξορία, ενώ ως αποτέλεσμα του ξεριζωμού ή της οικονομικής καταστροφής κατεγράφησαν και περί τα 450 περιστατικά αυτοκτονιών. Το κεμαλικό κατεστημένο μπορούσε να καυχάται ότι είχε κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της εθνοκαθάρσεως. Μια εικοσαετία, η τελευταία του 20ού αιώνα κύλησε με την ελληνική παρουσία (φυσική και πολιτισμική) να συρρικνώνεται διαρκώς στην Ανατολή. Η μειονότητα, σκιά σήμερα του λαμπρού της παρελθόντος, συνεχίζει να φυλλοροεί ασταμάτητα, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της τελευταίας, τηλεκατευθυνόμενης, μετασεισμικής ελληνοτουρκικής «προσεγγίσεως»... (από άρθρο του ιστορικού αναλυτού Δρ. Ιακώβου Ζ. Ακτσόγλου λέκτορος Δ. Π. Θ.) |
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΥΤΟΠΤΟΥ...(Γ)
21 ελληνικά εργοστάσια καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Σε όσα βρισκόταν στα παράλια του Βοσπόρου οι μηχανές και τα εργαλεία πετάχτηκαν στην θάλασσα. 110 ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν ή παραδόθηκαν στις φλόγες. Και τα 27 ελληνικά φαρμακεία λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν.
Οι βιασμοί γυναικών, ανεξάρτητα άπ’ την ηλικία τους, υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τους 200 τη νύχτα εκείνη, ενώ παρέμεινε άγνωστος ο τελικός αριθμός των νεκρών, που ξεπέρασε τους 20, παρ’ όλο που οι οδηγίες που είχαν δοθεί απαγόρευαν τις δολοφονίες.
Από τα εκατοντάδες περιστατικά βιασμών μερικά είχαν κυριολεκτικά συγκλονίσει την Ελληνική μειονότητα.
Στο Ορτάκιοϊ μια ομάδα διαδηλωτών συνέλαβε μια μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε την ατυχία να πέσει στο δρόμο τους. Αφού διασκέδασαν διαδοχικά πολλοί άπ’ αυτούς με την άτυχη γυναίκα, την εγκατέλειψαν αιμόφυρτη και αναίσθητη. Όταν την επομένη την βρήκαν ζωντανή και την πήγαν στο Νοσοκομείο, διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα είχε παραφρονήσει.
Στα Ταταύλα σε ένα σπίτι χριστιανών δύο ορφανά κορίτσια περίμεναν τον πατέρα τους γεμάτα αγωνία. Αντί του πατέρα τους που δούλευε στο Βόσπορο και δεν μπόρεσε να γυρίσει εγκαίρως εμφανίστηκαν οι ορδές των διαδηλωτών που αφού τα βίασαν τα εγκατέλειψαν αιμόφυρτα. Όταν ο ατυχής πατέρας επέτρεψε στο σπίτι ένοιωθε τόσο ισχυρό σοκ ώστε αυτοκτόνησε με απαγχονισμό.
Στο Γενή Σεχίρ, ο πασίγνωστος χαμάλης που τον αποκαλούσαν Γορίλλα από το αποκρουστικό του πρόσωπο στο οποίο ήταν αποτυπωμένη η σύφιλη που είχε, βίασε ένα 8χρονο κοριτσάκι μέσα στους ενθαρρυντικούς αλαλαγμούς του πλήθους. Το κοριτσάκι που επέζησε φέρει για το υπόλοιπο της ζωής του το τραύμα της εφιαλτικής εκείνης νύχτας.
Δύο γυναίκες, η Ζηνοβία Χαριτωνίδου και η Ασημένια Παραπαντοπούλου πέθαναν σαν συνέπεια του βιασμού τους τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Από τους υπόλοιπους νεκρούς του Σεπτεμβριανού πογκρόμ μερικά από τα ονόματα που έγιναν γνωστά ήταν εκείνα της Όλγας Κιμιόγλου, 80 ετών, που ποδοπατήθηκε από τον όχλο στο Κεράτιο Κόλπο, του Γεωργίου Κορπόβα, του Εμμανουήλ Τζανετή, του Αβραάμ Ανάβα και του Νικολάου Καραμάνογλου.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΥΤΟΠΤΟΥ...(Δ)
Θυμάμαι, σα να ναι τώρα, τη νύχτα αυτή της κόλασης και του τρόμου, στριμωγμένοι στην ταράτσα του σπιτιού μας να περιμένουμε με αγωνία τη σειρά μας. Πράγματι, κατά τις 11 η ώρα το τοπίο με τους καπνούς και τις φωτιές που αντίκριζαν τα μάτια μας σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα συμπληρώθηκε με τρομακτικές κραυγές θάνατος στους γκιαούρηδες!, θάνατος στους γκιαούρηδες!.
Οι κραυγές πλησίαζαν επικίνδυνα.
Ο θόρυβος των ειδών που καταστρεφόταν μαζί με τις κραυγές του πλήθους δημιουργούσαν εικόνα και ατμόσφαιρα εφιαλτική. Οι καταστροφές συνοδευόταν με τις κραυγές Σήμερα το βιός σας, αύριο το κεφάλι σας!.
Τα σπίτια των Ελλήνων που ζούσαν στις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης υπέστησαν τις μεγαλύτερες ζημιές τη νύχτα εκείνη σε σχέση με τις ζημιές που έγιναν στα σπίτια των Ελλήνων που βρισκόταν στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Δύο συνοικίες που η μανία των Τούρκων ξέσπασε με ιδιαίτερη σφοδρότητα ήταν το Χρυσοκέραμο (Τσεγκέλκοϊ) στις ακτές του Βοσπόρου και το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ).
Το νοικοκυριό κάθε ελληνικού σπιτιού βρισκόταν σιγά-σιγά σκορπισμένο στους δρόμους και στα πεζοδρόμια μέσα σε ένα εφιαλτικό θόρυβο που δημιουργούσε ο όχλος και τα είδη που καταστρέφονταν.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας του χωριού είχαν ισοπεδωθεί τα πάντα, οι δε πίνακες του Ελληνικού σχολείου, γραμμένοι με κιμωλία με το τελευταίο μάθημα της μέρας, βρισκόνταν ήδη πεταγμένοι στους δρόμους.
Το οργανωμένο σχέδιο της ολοκληρωτικής καταστροφής των περιουσιών των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης διήρκεσε 6 ώρες περίπου.
Το σχέδιό τους σημείωσε καταπληκτική επιτυχία. Το σύνολο σχεδόν των ελληνικών περιουσιών καταστράφηκε. Ο ελληνικός πληθυσμός τρομοκρατήθηκε. Οι απειλές για τη ζωή όσων είχαν επιβιώσει ήταν διάχυτες στην ατμόσφαιρα. Ο στόχος τους λαβώθηκε θανάσιμα. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης δεν επρόκειτο να συνέλθει ποτέ από το χτύπημα της νύχτας αυτής. Σιγά-σιγά καραβάνια ολόκληρα από Έλληνες εγκατέλειπαν την Βασιλεύουσα για να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τη ζωή τους.
Η φυγή των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη πήρε διαστάσεις επιδημίας. Χωριά ολόκληρα, συνοικίες πυκνοκατοικημένες από Έλληνες άρχισαν να αραιώνουν. Οι εκκλησίες που πλημμύριζαν όχι μόνο στο εσωτερικό τους, αλλά και σ’ ολόκληρο τον αυλόγυρο, άρχισαν να ερημώνουν. Τα σχολεία βρέθηκαν σταδιακά χωρίς μαθητές και άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο.
Λίγο μετά τα Σεπτεμβριανά ο Τούρκος φοιτητής Οκτάϊ Εγκίν, που μετέφερε τη βόμβα στο Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, συνελήφθη από την Ελληνική Αστυνομία.
Όταν στις 15/6/1956 αφέθηκε ελεύθερος, διέφυγε στην Τουρκία όπου του έγινε υποδοχή Εθνικού Ήρωα. Η δήθεν σοβαρή Τουρκική εφημερίδα Τζουμχουριέτ τον προσλαμβάνει για να μεταφράζει ειδήσεις και σχόλια του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Αθηνών, ενώ αργότερα γίνεται Διευθυντής της αστυνομίας στην Άγκυρα.
Το πρωί της 16ης Ιουλίου 1964 ο πατέρας μου απελάθηκε από την Τουρκία. Τις βδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι τον Σεπτέμβρη περιμέναμε με αγωνία τα νέα που μας έστελνε.
Μετράγαμε τις μέρες μέχρι να πάρουμε ειδοποίηση για να ξεκινήσουμε.
Γύρω μας ο ξεσηκωμός της φυγής. Οικογενειακοί γνωστοί, παιδικοί φίλοι σκορπούσανε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο Κυριάκος και η Άννα φίλοι στενοί των γονιών μου, μαζί με τα δύο τους κορίτσια, την Ευταλία και την Ευαγγελία, θα φεύγανε για το Βανκούβερ του Καναδά. Τι κλάμα έκανε, τι στεναχώρια πήρε η αδελφή μου που έχανε την καλύτερή της φίλη, την Ευταλία.
Άλλοι πάλι γνωστοί ετοιμαζόταν για την Αυστραλία. Οι περισσότεροι βέβαια για την Ελλάδα, που ήταν ο πιο φυσιολογικός και φιλόξενος προορισμός.
Από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχος 33
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου