Η Μάχη των Θερμοπυλών, που περιγράφεται αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 480 π.Χ., μεταξύ συμμαχίας Ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας που εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας, με επικεφαλής τον βασιλιά της, Ξέρξη Α'. Η μάχη έγινε στο Στενό των Θερμοπυλών, στην Φθιώτιδα. Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.
Αυτή, λοιπόν, ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες. Εκεί βρίσκονταν τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, από τα οποία το ένα είχε τον έλεγχο όλης της περιοχής βόρεια από την Τραχίνα και το άλλο όλων των εκτάσεων προς το νότο. Η ελληνική δύναμη που περίμενε την άφιξη του Ξέρξη απαρτιζόταν από τα εξής τμήματα: τριακόσιους πεζούς με βαρύ οπλισμό από τη Σπάρτη, πεντακόσιους από την Τεγέα κι άλλους τόσους από τη Μαντίνεια, εκατόν είκοσι από τον Ορχομενό της Αρκαδίας και χίλιους από την υπόλοιπη Αρκαδία· από την Κόρινθο υπήρχαν τετρακόσιοι άνδρες, από τον Φλειούντα άλλοι διακόσιοι και από τις Μυκήνες οδόντα. Εκτός απ’ αυτά τα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, υπήρχαν ακόμα τμήματα από τη Βοιωτία, με επτακόσιους άνδρες από τις Θεσπιές κι άλλους τετρακόσιους από τη Θήβα. Οι Οπούντιοι Λοκροί και Οι Φωκείς υπάκουσαν επίσης στο πολεμικό κάλεσμα· οι πρώτοι έστειλαν όλους τους μάχιμους άνδρες που είχαν και οι τελευταίοι χίλιους. Οι Έλληνες είχαν πείσει τις δυο αυτές πόλεις να συμμετάσχουν στην επιχείρηση στέλνοντας μήνυμα ότι αυτοί ήταν απλώς η εμπροσθοφυλακή κι ότι το κύριο σώμα του συμμαχικού στρατού αναμενόταν από μέρα σε μέρα. Η θάλασσα, από την άλλη μεριά, φυλασσόταν καλά από τον στόλο των Αθηναίων, των Αιγινητών και άλλων ναυτικών δυνάμεων. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται, γιατί δεν ήταν θεός αυτός που απειλούσε την Ελλάδα αλλά θνητός και δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άνθρωπος που να έχει γεννηθεί απαλλαγμένος από την πιθανότητα να αντιμετωπίσει κακοτυχίες στη ζωή του· και μάλιστα, όσο σπουδαιότερος ο άνδρας, τόσο μεγαλύτερη η κακοτυχία. Ο τωρινός εχθρός τους δεν αποτελούσε εξαίρεση· ήταν κι αυτός θνητός και, αργά ή γρήγορα, οι προσδοκίες του θα διαψεύδονταν. Η έκκληση έφερε αποτέλεσμα και Οπούντιοι Λοκροί και οι Φωκείς έστειλαν τα στρατεύματά τους στην Τραχίνα. Τα τμήματα των διάφορων εθνών διοικούνταν το καθένα από δικούς του αξιωματικούς, αλλά γενικός διοικητής του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας που απέλαυε και του θαυμασμού όλων. [...] Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους. Πήρε επίσης μαζί του τους Θηβαίους που ανέφερα, κάτω από τις διαταγές του Λεοντιάδη, γιου του Ευρύμαχου. Ο λόγος που αποφάσισε να πάρει στρατό από τη Θήβα και μόνο απ αυτήν, ήταν ότι οι Θηβαίοι είχαν δημιουργήσει υποψίες για φιλικά αισθήματα προς την Περσία· έτσι, τους κάλεσε να πάνε στις Θερμοπύλες για να δει αν θα ανταποκρίνονταν ή θα αρνούνταν ανοιχτά να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Εκείνοι έστειλαν πράγματι στρατό, αλλά δεν έπαψαν να τρέφουν κρυφή συμπάθεια για τον εχθρό.
Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι άνδρες του ξεκίνησαν από τη Σπάρτη πριν το κύριο σώμα του στρατού, για να ενθαρρύνουν με την εμφάνισή τους τους άλλους συμμάχους να πολεμήσουν και να τους εμποδίσουν να αυτομολήσουν στον εχθρό, πράγμα που ήταν ικανοί να κάνουν, αν έβλεπαν ότι οι Σπαρτιάτες δίσταζαν· είχαν σκοπό, όταν θα τελείωναν τα Κάρνεια (αυτή η γιορτή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να πάνε στο πεδίο της μάχης), να αφήσουν μια φρουρά ασφαλείας στην πόλη και να ξεκινήσουν με όλο το διαθέσιμο στρατό τους. Τα άλλα συμμαχικά κράτη αποφάσισαν να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο, αφού την ίδια ακριβώς εποχή έτυχε να γίνονται οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κανείς τους δεν περίμενε ότι η μάχη των Θερμοπυλών θα κρινόταν τόσο γρήγορα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έστειλαν μόνο μια εμπροσθοφυλακή. Έτσι είχαν σκεφτεί να πράξουν. Ο Περσικός στρατός είχε πλησιάσει τώρα στο πέρασμα κι οι Έλληνες, αμφιβάλλοντας ξαφνικά για το αν είχαν τη δύναμη αντισταθούν, έκαναν συμβούλιο για να συζητήσουν την προοπτική υποχώρησης. Οι Πελοποννήσιοι υποστήριξαν την άποψη ότι ο στρατός έπρεπε να αποσυρθεί στην Πελοπόννησο και να οργανώσει την αντίστασή του στον Ισθμό. Όταν όμως οι Φωκείς και οι Λοκροί εξέφρασαν την αγανάκτησή τους γι’ αυτή την αλλαγή του σχεδίου, ο Λεωνίδας πήρε το μέρος τους κι είπε ότι θα έμεναν εκεί όπου βρίσκονταν, στέλνοντας έκκληση για βοήθεια σε όλα τα συμμαχικά κράτη, αφού ο αριθμός τους ήταν πολύ μικρός για να αποκρούσει τον Περσικό στρατό. Όσο γινόταν αυτό το συμβούλιο, ο Ξέρξης έστειλε έναν ιππέα να υπολογίσει τη δύναμη του Ελληνικού στρατού και να παρατηρήσει τι έκαναν οι άνδρες. Προτού ακόμα φύγει από τη Θεσσαλία, είχε μάθει ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί ένα μικρό σώμα στρατού, οδηγημένο από τους Λακεδαιμονίους με αρχηγό τον Λεωνίδα, απόγονο του Ηρακλή. Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε το στρατόπεδο κι έκανε μια προσεκτική επιθεώρηση σε ό,τι μπορούσε να δει —που δεν ήταν, φυσικά, όλος ο στρατός, αφού οι άνδρες στη μέσα πλευρά του τείχους, που το φρουρούσαν μετά την ανοικοδόμηση του, δεν φαίνονταν από κείνο το σημείο. Αυτός, πάντως, περιεργάστηκε αυτούς που είχαν καταλύσει έξω από το τείχος. Εκείνη τη στιγμή, έτυχε να βρίσκονται εκεί οι Σπαρτιάτες και μερικοί απ’ αυτούς γυμνάζονταν, ενώ άλλοι χτένιζαν τα μαλλιά τους Ο Πέρσης κατάσκοπος τους κοίταζε κατάπληκτος· παρ’ όλα αυτά, τους μέτρησε, παρατήρησε ό,τι άλλο έπρεπε να ξέρει και γύρισε με ηρεμία στο στρατόπεδό του. Κανείς δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον πιάσει ούτε του έδωσαν καμία σημασία. Εκεί, είπε στον Ξέρξη ό,τι είχε δει.
Όταν ο Ξέρξης άκουσε αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ότι δηλαδή οι Σπαρτιάτες προετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσους μπορούσαν· αυτό του φαινόταν γελοίο. Έτσι, κάλεσε τον Δημάρατο, γιο του Αρίστωνα, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, και του επανέλαβε την αναφορά του κατάσκοπου, με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτε τι σήμαινε η συμπεριφορά αυτή των Σπαρτιατών. Ο Δημάρατος απάντησε: «Κάποτε άλλοτε, όταν ξεκινούσαμε αυτή την εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, σου είχα μιλήσει γι’ αυτούς τους άνδρες. Σου είπα τότε πώς προέβλεπα ότι θα κατέληγε αυτή η επιχείρηση κι εσύ με περιγέλασες. Δεν πασχίζω για τίποτα, βασιλιά, περισσότερο από το να σου αποκαλύψω την αλήθεια· γι’ αυτό, άκουσέ με και τώρα. Αυτοί οι άνδρες βρίσκονται εδώ για να υπερασπιστούν το πέρασμα κι ετοιμάζονται για τη μάχη. Είναι συνήθεια των Σπαρτιατών να περιποιούνται σχολαστικά τα μαλλιά τους, όταν πρόκειται να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Σε διαβεβαιώ, όμως, ότι αν νικήσεις αυτούς τους άνδρες και τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες που βρίσκονται ακόμα στην πατρίδα τους, δεν υπάρχει άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμούσε να σου αντισταθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση εναντίον σου. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το καλύτερο βασίλειο της Ελλάδας, αυτό που έχει τους γενναιότερους άνδρες». Ο Ξέρξης, ανίκανος να πιστέψει τα λόγια του Δημάρατου, αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να αντισταθεί ένας τόσο μικρός στρατός στη δική του δύναμη. Τότε του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν δεν γίνει αυτό που προέβλεψα».
Παρ’ όλα αυτά, ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε. Περίμενε, μάλιστα, τέσσερις μέρες, σίγουρος ότι οι Έλληνες θα το έβαζαν στα πόδια· την πέμπτη, όταν αυτοί δεν είχαν κάνει ακόμα καμία κίνηση να αποχωρήσουν και η παρατεινόμενη παρουσία τους του φαινόταν καθαρή αναίδεια και παράτολμη τρέλα, κυριεύτηκε από οργή κι έστειλε τους Μήδους και τους Κισσίους με διαταγή να τους συλλάβουν ζωντανούς και να τους οδηγήσουν μπροστά του. Οι Μήδοι υπάκουσαν και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί· τους αντικαθιστούσαν όμως διαρκώς άλλοι και, παρά τις φοβερές απώλειες, αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα τους. Αυτό απέδειξε σε όλους και, κυρίως, στον ίδιο τον βασιλιά, ότι μπορεί να είχε πολλούς άνδρες στον στρατό του αλλά διέθετε ελάχιστους πολεμιστές. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα. Οι Μήδοι, μετά την πανωλεθρία που υπέστησαν, υποχώρησαν και τη θέση τους κατέλαβε ο Υδάρνης με τους επιλεγμένους Πέρσες στρατιώτες, που ο βασιλιάς αποκαλούσε Αθάνατους, που εξαπέλυσαν επίθεση απόλυτα σίγουροι ότι θα έδιναν σ’ αυτή την ιστορία ένα γρήγορο κι εύκολο τέλος. Όμως, όταν άρχισε η σύγκρουση, δεν είχαν καλύτερη τύχη από τους Μήδους· όλα ήταν ακριβώς όπως και πριν, αφού η μάχη γινόταν σε περιορισμένο χώρο κι οι Πέρσες πολεμούσαν με πιο κοντά δόρατα από τους Έλληνες και δεν είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής τους. Από την πλευρά των Σπαρτιατών, ήταν μια αξιομνημόνευτη μάχη· είχαν καταλάβει ότι πολεμούσαν ενάντια σε έναν άπειρο εχθρό κι ένα από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν να κάνουν όλοι μαζί μεταβολή και να προσποιούνται ότι υποχωρούσαν έντρομοι, όποτε οι εχθροί τους καταδίωκαν με ποδοβολητό και ιαχές. Αυτοί, όμως, τη στιγμή που τους προλάβαιναν οι Πέρσες, γύριζαν και τους αντιμετώπιζαν, προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες στη νέα μάχη που ξεσπούσε. Φυσικά, είχαν κι αυτοί απώλειες αλλά όχι πολλές. Οι Πέρσες βλέποντας ότι οι επιθέσεις τους για την κατάληψη του περάσματος, είτε κατά τμήματα είτε με όποιον άλλο τρόπο μπορούσαν να σκεφτούν, ήταν μάταιες, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες κι υποχώρησανΟ Ξέρξης παρακολουθούσε τη μάχη από εκεί που καθόταν. Λέγεται, μάλιστα, ότι στη διάρκεια των επιθέσεων, πετάχτηκε τρεις φορές όρθιος από φόβο για την τύχη του στρατού του. Την επόμενη μέρα, η μάχη άρχισε ξανά αλλά χωρίς μεγαλύτερη επιτυχία για τους Πέρσες, που επανέλαβαν τις εχθροπραξίες με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, που ήταν τόσο λίγοι, θα είχαν αρκετούς τραυματίες για να μην μπορούν πλέον να προβάλλουν αντίσταση. Μα οι Έλληνες ήταν ανυποχώρητοι· τα στρατεύματά τους χωρίστηκαν σε τμήματα κατά έθνη, τα οποία έμπαιναν με τη σειρά στην πρώτη γραμμή, εκτός από τους Φωκείς, που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του ορεινού μονοπατιού. Έτσι, όταν οι Πέρσες ανακάλυψαν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη μέρα, υποχώρησαν γι’ άλλη μια φορά.
Ο Ξέρξης δεν είχε ιδέα πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένας άνδρας από τη Μηλίδα, ο Εφιάλτης, γιος του Ευρύδημου, ελπίζοντας μια γενναιόδωρη ανταμοιβή, ήρθε να πει στον βασιλιά τα σχετικά με το μονοπάτι που οδηγούσε πάνω από τα βουνά στις Θερμοπύλες, προκαλώντας έτσι τον όλεθρο των Ελλήνων που κρατούσαν το πέρασμα. Αργότερα ο Εφιάλτης, από φόβο για τους Σπαρτιάτες, απέδρασε στη Θεσσαλία και στο διάστημα της απουσίας του, ορίστηκε αμοιβή για το κεφάλι του από τους Πυλαγόρες τους Αμφικτύονες που ήταν συγκεντρωμένοι στην Πυλαία. Λίγο καιρό αργότερα, επέστρεψε στην Αντίκυρα, όπου φονεύτηκε από τον Αθηνάδη τον Τραχίνιο. Αυτός δεν τον σκότωσε για την προδοσία του αλλά για έναν άλλο λόγο, που θα εξηγήσω πιο κάτω. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, τον αντάμειψαν ανάλογα. Έτσι πέθανε αργότερα ο Εφιάλτης. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν ο Ονήτης, γιος του Φαναγόρα από την Κάρυστο κι ο Κορυδαλλός από την Αντίκυρα αυτοί που αποκάλυψαν στους Πέρσες το ορεινό μονοπάτι. Αυτό, πάντως, δεν είναι διόλου πειστικό, αφενός γιατί οι Αμφικτύονες, ασφαλώς μετά από επισταμένες έρευνες, όρισαν αμοιβή όχι για τον φόνο των δυο αυτών αλλά του Εφιάλτη του Τραχίνιου και δεύτερον, γιατί ήταν αναμφίβολα η κατηγορία της προδοσίας αυτή που ώθησε τον Εφιάλτη να το σκάσει. Σίγουρα ο Ονήτης, μολονότι δεν ήταν από τη Μηλίδα, θα μπορούσε να ξέρει το μονοπάτι, αν είχε μείνει καιρό στην περιοχή. Όμως, ήταν ο Εφιάλτης και κανείς άλλος αυτός που έδειξε το δρόμο στους Πέρσες· αυτόν θεωρώ ένοχο. Ο Ξέρξης ενθουσιάστηκε με την αποκάλυψη του Εφιάλτη. Ανέθεσε αμέσως την αποστολή στον Υδάρνη με τα στρατεύματα που αυτός διοικούσε. Αυτοί έφυγαν λίγο πριν την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια. Το μονοπάτι αυτό ανακαλύφθηκε από τους ντόπιους Μηλιείς· αργότερα το χρησιμοποίησαν για να βοηθήσουν τους Θεσσαλούς, περνώντας τους από κει στη Φωκίδα, την εποχή που ο λαός της είχε χτίσει το τείχος στο πέρασμα για προστασία. Από τόσα παλιά, λοιπόν, ήταν γνωστή στους Μηλιείς η προδοτική χρησιμότητά του. Το μονοπάτι αυτό είναι ως εξής· αρχίζει στον Ασωπό, το ποτάμι που διασχίζει το στενό φαράγγι, και προχωρώντας κατά μήκος της κορυφής του βουνού —το οποίο, όπως και το ίδιο το μονοπάτι, λέγεται Ανόπαια— καταλήγει στην Αλπηνό, την πρώτη πόλη της Λοκρίδας που συναντά κανείς ερχόμενος από τη Μηλίδα, κοντά στον βράχο, που είναι γνωστός ως Μελάμπυγας, και την κατοικία των Κερκώπων. Εκεί ακριβώς είναι και το στενότερο σημείο του περάσματος. Αυτό, λοιπόν, ήταν το ορεινό μονοπάτι που ακολούθησαν οι Πέρσες, αφού διέσχισαν τον Ασωπό. Βάδιζαν όλη τη νύχτα, με τα βουνά των Οιταίων στο δεξί τους χέρι αυτά της Τραχίνας στο αριστερό. Νωρίς τα ξημερώματα βρίσκονταν στην κορυφή της ράχης, κοντά στο σημείο που, όπως ανέφερα και πριν, οι Φωκείς φρουρούσαν το μονοπάτι με χίλιους άνδρες. Οι Φωκείς είχαν προσφερθεί εθελοντικά στον Λεωνίδα ν’ αναλάβουν αυτή τη θέση, ενώ το κάτω πέρασμα φυλασσόταν απ’ αυτούς που ανέφερα ήδηΗ ανάβαση των Περσών έγινε με τον εξής τρόπο· καλύπτονταν από τα δάση από βελανιδιές που πνίγουν όλα αυτά τα βουνά και μόνο όταν έφτασαν αρκετά ψηλά αντιλήφθηκαν οι Φωκείς την παρουσία τους, αφού δεν φυσούσε καθόλου και ακούγονταν τα βήματα των στρατιωτών και τριξίματα των ξερών φύλλων. Οι Φωκείς πετάχτηκαν όρθιοι κι άρπαξαν τα όπλα τους τη στιγμή που έφτασε ο εχθρός. Οι Πέρσες ξαφνιάστηκαν όταν αντίκρισαν στρατιώτες να ετοιμάζονται να υπερασπιστούν το πέρασμα· ενώ δεν περίμεναν καμιά αντίσταση, ο δρόμος τους ήταν κλειστός από οπλισμένους άνδρες. Ο Υδάρνης ρώτησε τον Εφιάλτη ποιοι ήταν, γιατί ανησυχούσε μήπως ήταν Σπαρτιάτες· όταν, όμως, έμαθε την εθνικότητά τους, ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί. Τα Περσικά βέλη έπεφταν πυκνά και οι Φωκείς, νομίζοντας ότι αυτοί ήταν ο στόχος της επίθεσης, βιάστηκαν να υποχωρήσουν στο ψηλότερο σημείο του βουνού, όπου ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν το θάνατο. Οι Πέρσες, όμως, πάντα μαζί με τον Εφιάλτη, δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί τους, αλλά πήραν το κατηφορικό μονοπάτι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Οι Έλληνες στις Θερμοπύλες είχαν την πρώτη προειδοποίηση για τον όλεθρο που θα ερχόταν με τη γη από τον μάντη Μεγιστία, που διάβασε την καταδίκη τους στα ζώα που θυσίασαν· ακόμα, λιποτάκτες που είχαν έρθει τη νύχτα από το εχθρικό στρατόπεδο, ανέφεραν σχέδιο των Περσών για πλευρική επίθεση και, τέλος, την ώρα που ξημέρωνε, οι σκοποί κατέβηκαν τρέχοντας από τα βουνά. Στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε αμέσως, οι απόψεις διχάστηκαν, αφού άλλοι υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τη θέση τους κι άλλοι το αντίθετο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο στρατός διαιρέθηκε· μερικοί σκορπίστηκαν και πολλά τμήματα έφυγαν για τις πόλεις τους, ενώ άλλοι ετοιμάζονταν να σταθούν στο πλευρό του Λεωνίδα. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε, για να τους σώσει τη ζωή, αλλά το θεώρησε ανάρμοστο για τους Σπαρτιάτες που είχε κάτω από τις διαταγές του να εγκαταλείψουν το σημείο που είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν. Προσωπικά, τείνω να πιστέψω ότι τους έδιωξε, όταν κατάλαβε ότι δεν είχαν το θάρρος να πολεμήσουν και δεν ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν· ταυτόχρονα, το αίσθημα τιμής του απαγόρευε να φύγει. Πράγματι, μένοντας στη θέση του, δόξασε το όνομά του και η Σπάρτη, δεν έχασε την ευημερία της, όπως θα συνέβαινε στην αντίθετη περίπτωση. Γιατί στο ξεκίνημα αυτού του πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν πάρει χρησμό από τους Δελφούς που έλεγε ότι ή θα χανόταν η πόλη τους από έναν ξένο ή θα σκοτωνόταν ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς. Η προφητεία ήταν σε εξάμετρο στίχο κι έλεγε τα εξής:
είτε η ένδοξη, τιμημένη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα
ή, αν δεν γίνει αυτό, ολόκληρη η γη του Λακεδαίμονα
θα θρηνήσει το θάνατο ενός βασιλιά του οίκου του Ηρακλή.
Η δύναμη των λιονταριών ή των ταύρων δε θα τον συγκρατήσει,
αν έρθει εναντίον του, γιατί έχει τη δύναμη του Δία.
Και λέγω ότι δε θα σταματήσει, ώσπου να καταστρέψει το ένα απ’ τα δυο.
Έτσι, με διαταγές του Λεωνίδα, τα συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη θέση τους κι έφυγαν όλοι, εκτός από τους Θεσπιείς και τους Θηβαίους, που έμειναν πίσω με τους Σπαρτιάτες. Οι Θηβαίοι κρατήθηκαν από τον Λεωνίδα ως όμηροι, οπωσδήποτε ενάντια στη θέλησή τους· οι Θεσπιείς όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν τη διαταγή και να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους άνδρες του· έμειναν και πέθαναν μαζί τους. Ήταν κάτω από τις διαταγές του Δημόφιλου, γιου του Διαδρόμου. Το πρωί ο Ξέρξης έκανε μια σπονδή στον ανατέλλοντα ήλιο και περίμενε μέχρι την ώρα που συνήθως γεμίζει η αγορά, προτού αρχίσει την προέλασή του. Ακολουθούσε απλώς τις οδηγίες του Εφιάλτη, αφού η κάθοδος από την κορυφή είναι πολύ πιο σύντομη και ευθεία από τη μακριά και γεμάτη στροφές άνοδο. Όταν ο περσικός στρατός άρχισε την επίθεση, οι Έλληνες κάτω από τις διαταγές του Λεωνίδα, ξέροντας ότι βάδιζαν σε σίγουρο θάνατο, βγήκαν στο πλατύτερο σημείο του περάσματος, πολύ πιο μπροστά από κει που πολεμούσαν νωρίτερα· πράγματι, στις μάχες των προηγούμενων ημερών υπερασπίζονταν το τείχος κι έκαναν ξαφνικές εξόδους στα στενότερα σημεία του περάσματος. Τώρα, πάντως, εγκατέλειψαν αυτή την τακτική. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν εκεί· πίσω τους, οι διοικητές του σώματος χτυπούσαν χωρίς διάκριση τα μαστίγιά τους, σπρώχνοντας τους άνδρες μπροστά. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν κι ακόμα περισσότεροι ποδοπατήθηκαν ζωντανοί από τους δικούς τους. Κανείς δεν έδινε σημασία στους νεκρούς. Οι Έλληνες, που ήξεραν ότι ο εχθρός ερχόταν από το ορεινό μονοπάτι, άρα δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας, επιστράτευσαν όλο τους το θάρρος και πολέμησαν με μανία και απόγνωση. Στο μεταξύ, τα δόρατά τους είχαν σπάσει και σκότωναν τους Πέρσες με τα ξίφη τους. Στη διάρκεια αυτής της μάχης έπεσε ο Λεωνίδας, πολεμώντας ηρωικά, και μαζί του πολλοί διακεκριμένοι Σπαρτιάτες· έμαθα ονόματά τους, ονόματα ανδρών που αξίζουν πραγματικά να μείνουν αλησμόνητοι· για την ακρίβεια, έχω τα ονόματα και των τριακοσίων. Ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρχαν επίσης πολλοί σπουδαίοι άνδρες ανάμεσά τους ήταν και ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης, γιοι του Δαρείου από την κόρη του Αρτάνη τη Φραταγούνη. Ο Αρτάνης, γιος του Υστάσπη κι εγγονός του Αρσάμη, ήταν αδελφός του Δαρείου· μια και η Φραταγούνη ήταν το μόνο παιδί του, δίνοντάς τη στον Δαρείο ήταν σαν να του δίνει ολόκληρη την περιουσία του. Έτσι, τα δύο αδέλφια του Ξέρξη έπεσαν εκεί πολεμώντας. Ακολούθησε άγρια μάχη πάνω από το πτώμα του Λεωνίδα· οι Έλληνες απώθησαν τέσσερις φορές τον εχθρό και, τελικά, το έσωσαν χάρη στην ανδρεία τους. Έτσι συνέχισαν να αγωνίζονται, ώσπου ο στρατός που είχε ακολουθήσει τον Εφιάλτη έφτασε στο πεδίο της μάχης· όταν οι Έλληνες τους είδαν, άλλαξαν πάλι τακτική. Επέστρεψαν στο στενότερο σημείο του περάσματος, πίσω από το τείχος και παρατάχτηκαν σ ένα ενιαίο σώμα — όλοι εκτός από τους Θηβαίους — στο λόφο που υπάρχει στην είσοδο του περάσματος, εκεί όπου σήμερα στέκεται το πέτρινο λιοντάρι στη μνήμη του Λεωνίδα και εκεί αντιστάθηκαν μέχρι τον τελευταίο, με τα ξίφη τους όσοι τύχαινε να τα έχουν ακόμη και με τα χέρια και τα δόντια τους όσοι δεν είχαν ξίφη, ώσπου οι Πέρσες, προχωρώντας από μπροστά αφού σώριασαν το οχύρωμα σε ερείπια και κλείνοντάς τους από πίσω, με κυκλωτική κίνηση τους κατέκλυσαν τελικά χτυπώντας τους. Απ’ όλους τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς που πολέμησαν τόσο ηρωικά το πιο εκπληκτικό δείγμα θάρρους δόθηκε από τον Σπαρτιάτη Διηνέκη. Λέγεται ότι πριν από τη μάχη ένας ντόπιος από την Τραχίνα του είπε πως, όταν οι Πέρσες ρίχνουν βέλη, είναι τόσο πολλά ώστε κρύβουν τον ήλιο. Ο Διηνέκης τότε εντελώς ατάραχος μπροστά στο μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι ήταν ευχάριστη η είδηση που τους έφερνε ο ξένος από την Τραχίνα, γιατί αν οι Πέρσες έκρυβαν τον ήλιο, θα πολεμούσαν με σκιά. Λέγεται ότι διατύπωσε κι άλλες παρόμοιες φράσεις, χάρη στις οποίες θα μείνει αλησμόνητος. Μετά τον Διηνέκη, τη μεγαλύτερη διάκριση κέρδισαν δύο Σπαρτιάτες αδελφοί, ο Αλφεός κι ο Μάρωνας, γιοι του Ορσιφάντη. Από τους Θεσπιείς, αυτός που κατέκτησε τη μεγαλύτερη δόξα ήταν κάποιος Διθύραμβος, γιος του Αρματίδη.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου