Πριν ξεκινήσουμε το κείμενο μας για την Ελληνική χρεοκοπία του 1932, ας ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει ο όρος χρεοκοπία για μια εθνική οικονομία. Χρεοκοπία λοιπόν σημαίνει όταν το κράτος κηρύσσει παύση πληρωμών και δηλώνει στους πιστωτές του πως αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σε αυτούς. Στην συνέχεια είτε η κυβέρνηση έρχεται σε διαπραγμάτευση με τους πιστωτές της προτείνοντας να γίνει η εξόφληση σε μικρότερα ποσά, η αν τα χρέη είναι δυσβάστακτα (και αυτό είναι το χειρότερο), αναλαμβάνει το Δ. Ν. Τ. και εκχωρεί σημαντικούς πόρους της πτωχευμένης χώρας απ΄ ευθείας στους πιστωτές της.
Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται δεκτός ως μεσσίας από τον Ελληνικό λαό. Μετά από πολλή σκέψη και πιέσεις από το περιβάλλον του ανακαλεί την απόφαση του προ τετραετίας για παραίτηση από την πολιτική και επανέρχεται σε αυτή ως αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων στις 23 Μαΐου 1928. Το μέγεθος του εκλογικού θριάμβου των Βενιζελικών στις εκλογές της 19ης Αυγούστου ήταν απρόσμενο ακόμη και για τον αρχηγό του: οι Βενιζελικοί εξέλεξαν 223 βουλευτές έχοντας μια συντριπτική πλειοψηφία στην βουλή.
Η Ελληνική οικονομία είχε κάνει βήματα σταθεροποίησης την διετία 1926-1928. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς υποτίμησης. Έτσι, το 1928 η δραχμή εντάχθηκε στον περίφημο "κανόνα του χρυσού". Ο "κανόνας του χρυσού" ήταν ένας μηχανισμός μετατροπής των νομισμάτων μέσω μιας ισοτιμίας σε σχέση με τις τιμή του χρυσού.
Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρουσίασε ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που χρειάζονταν για να μπει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά και να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες από την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο εκτεταμένος αυτός δανεισμός θα καλυπτόταν κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους που ήδη μετά το 1922 είχαν επενδύσει μικρά κεφάλαια, αλλά τώρα ήταν πρόθυμοι να μεγαλώσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποδόθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος που ιδρύθηκε τότε ακριβώς για τον σκοπό αυτό με πρώτο πρόεδρο τον Αλέξανδρο Διομήδη.
Ως το 1931 τίποτα δεν προμήνυε την χιονοστιβάδα αρνητικών γεγονότων που θα ακολουθούσε. Η Ελλάδα είχε τρεις συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, όμως το εξωτερικό της χρέος είχε διογκωθεί από δάνεια που είχε συνάψει η κυβέρνηση Βενιζέλου κυρίως στο Σίτυ της Αγγλίας. Συγκεκριμένα το εξωτερικό χρέος την τετραετία 1928-1932 αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια.
Η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε με την αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάσταχτες οικονομικές τις υποχρεώσεις από τον Ά παγκόσμιο πόλεμο και εντάθηκε με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο Αμερικάνικο Χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ. Η οικονομία της Ελλάδας βρέθηκε αμέσως υπό πίεση, καθώς μειώθηκαν δραστικά οι εξαγωγές της (καπνά και άλλα γεωργικά προϊόντα), όπως επίσης και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της Αμερικής που εκείνη την εποχή ήταν σημαντικός οικονομικός παράγοντας για την χώρα. Οι δύο αυτές δυσμενείς εξελίξεις επιδείνωσαν το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών, ασκώντας αφόρητες πιέσεις στην δραχμή. Ο Βενιζέλος αποφάσισε να δώσει την μάχη της δραχμής: αν η δραχμή δεν παρέμενε ισχυρή έναντι της στερλίνας και των άλλων νομισμάτων, θα του ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει το ήδη διογκωμένο δημόσιο χρέος. Αν δηλαδή γινόταν η υποτίμηση της δραχμής, τότε το εξωτερικό χρέος σχεδόν θα διπλασιαζόταν. Ο συνεπέστερος επικριτής της κυβερνητικής πολιτικής, εκτός από τον Δ. Μάξιμο, ήταν τότε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, ειδικός σύμβουλος της τράπεζας της Ελλάδος και ένας από τους κορυφαίους Έλληνες οικονομολόγους του Μεσοπολέμου.
Η Βενιζελική πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζαν την Τράπεζα της Ελλάδος να χρησιμοποιεί τα αποθέματα της σε χρυσό και συνάλλαγμα για να στηρίζει την δραχμή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξανεμιστούν πολύ σύντομα τα μικρά αποθεματικά της, φέρνοντας το οικονομικό επιτελείο της Ελλάδας στις αρχές του 1932 σε πολύ δύσκολη θέση. Παράλληλα το κράτος φορολογούσε τις εισαγωγές και μείωνε τις δραχμές στην Αγορά, προσπαθώντας να ελέγξει τις συνεχείς κερδοσκοπικές πιέσεις που δεχόταν η Ελλάδα. Η μόνη πιθανή λύση από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, ήταν ο εξωτερικός δανεισμός, όχι πια για χρηματοδότηση έργων, αλλά για την στήριξη της δραχμής με ξένο συνάλλαγμα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να χειριστεί το θέμα προσωπικά και να εξασφαλίσει τα εξωτερικά δάνεια που θα στήριζαν την νομισματική του πολιτική. Ταξίδεψε τον Ιανουάριο του 1932 διαδοχικά σε Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο ζητώντας ένα δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλιώς η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τον νόμο του χρυσού και θα βυθιζόταν στην αναξιοπιστία και στην κοινωνική αναταραχή. Τον Μάρτιο συνεδρίασε στο Παρίσι η Δημοσιονομική Επιτροπή όπου ανάμεσα στα άλλα, θα συζητιόταν και το θέμα της Ελλάδας. Στο τρίμηνο που είχε περάσει ουσιαστικά όλες οι εξαγωγές της Ελλάδας είχαν "παγώσει" και η τράπεζα της Ελλάδος είχε δώσει το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα στο κράτος έτσι ώστε αυτό να ανταπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του.
Ο τρόπος παρουσίασης των Ελληνικών προβλημάτων και αναγκών από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο δεν έπεισε την Δημοσιονομική Επιτροπή, που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία, αντιθέτως ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματα της στους πιστωτές της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνέχισε να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια τον Απρίλιο του 1932 στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών από τους υπουργούς Εξωτερικών της Αγγλίας και της Γαλλίας, χωρίς όμως κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα, εκτός από αόριστες υποσχέσεις και ευχολόγια. Δεν υπήρχε πλέον χρόνος για διαπραγματεύσεις και αναμονή.
Την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως τον "κανόνα του χρυσού". Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και στις 5 Μαΐου η ισοτιμία της με την στερλίνα έπεσε από τις 456 δραχμές στις 539. Τον ίδιο μήνα το κράτος επισημοποίησε την χρεοκοπία του κηρύσσοντας παύση πληρωμών. Το κύρος του Βενιζέλου είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα στην λαϊκή συνείδηση, ενώ ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα παρέλυε την Χώρα. Στις 21 Μαΐου 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός δηλώνοντας δημοσίως πως δεν θα επέστρεφε αν δεν ενισχυόταν η εκτελεστική εξουσία και δεν περιοριζόταν η ελευθεροτυπία.
Όπως είναι πολύ φανερό, η επιλογή του θέματος της χρεοκοπίας του 1932 δεν είναι άσχετη με την τρέχουσα επικαιρότητα, η οποία με προβληματίζει όπως και κάθε πολίτη της Χώρας. Η σύγκριση βέβαια των δύο περιπτώσεων δεν έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Το μόνο που εντοπίζω εγώ είναι ότι ο (αλόγιστος) εξωτερικός δανεισμός αποτελεί ένα επικίνδυνο μονοπάτι για κάθε κράτος. Κατά τα άλλα, το κράτος τότε δεν είχε υπερβολικές εσωτερικές υποχρεώσεις σε μισθούς και συντάξεις ούτε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς Άλλωστε η ανάκαμψη ήρθε αμέσως σχεδόν μετά την υποτίμηση της δραχμής, χωρίς οι κυβερνήσεις του λαϊκού κόμματος που ακολούθησαν, να λάβουν σοβαρές πρωτοβουλίες. Η υποτίμηση της δραχμής κατέστησε ξανά τα Ελληνικά προϊόντα φτηνά άρα ελκυστικά, το κράτος απέφυγε προσωρινά τα δυσβάσταχτα βάρη των δόσεων των δανείων, ενώ η κρίση σταδιακά ξεπερνιόταν στην Ευρώπη. Σύντομα το ισοζύγιο των εξωτερικών πληρωμών είχε ισορροπήσει και η εισροή χρημάτων από το εξωτερικό είχε αποκατασταθεί. Το 1937 ο Μεταξάς ήρθε σε τελική συμφωνία με τους διεθνείς οίκους που είχαν δανείσει την Ελλάδα για την καταβολή σε δόσεις των οφειλόμενων χρημάτων, τερματίζοντας την τελευταία εκκρεμότητα που παρέμενε από την χρεοκοπία του 1932.
Προφανώς κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, καθώς η διεθνής κρίση ήταν πρωτόγνωρη, μεγάλης έντασης, διάρκειας και εμβέλειας. Οι προσωπικές ευθύνες του Βενιζέλου επικεντρώνονται σε δύο θέματα άνισης βαρύτητας. Το πρώτο ήταν ότι αύξησε υπέρμετρα τον εξωτερικό δανεισμό, με μια υπεραισιοδοξία που ίσως ήταν υπερβολική. Το δεύτερο, και ομολογουμένως πολύ σημαντικό, είναι ότι ενώ έβλεπε την αδυναμία της δραχμής να κρατηθεί σε υψηλή ισοτιμία, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει μια απελπισμένη προσπάθεια συντήρησης της. Η πολιτική αυτή όμως εξάντλησε τα συναλλαγματικά αποθεματικά του κράτους, ενώ εμπόδιζε την αναθέρμανση των εξαγωγών που φάνηκε στην συνέχεια ότι ήταν το κλειδί για την ανάκαμψη.
ΠΗΓΕΣ
- Μαρκ Μαζάουερ, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, εκδ. ΜΙΕΤ
- Κωνσταντίνος Βεργόπουλος (από Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ ΙΕ), Η Ελληνική οικονομία από το 1926 έως το 1935, εκδόσεις "εκδοτική Αθηνών"
- Αλέξης Φραγκιαδής, Ελληνική Οικονομία 19ος - 20ος αιώνας, εκδόσεις Νεφέλη
- http://kapodistriako.uoa.gr/stories/115_sy_01/ (μικρή αναφορά για τον Κυριάκο Βαρβαρέσο και τις θέσεις του για την νομισματική πολιτική την επίμαχη περίοδο)
- http://www.bankofgreece.gr/Pages/el/Bank/History/foundation.aspx (πολύ μικρή αναφορά για την Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος)
- http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=638&tsz=0&act=mMainView (το σχετικό επεισόδιο της καταπληκτικής σειράς ιστορικών ντοκιμαντέρ "ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ". Παρά την ολοφάνερα μονομερή τοποθέτηση των αφηγήσεων και επεξηγήσεων, αποτελεί πολύτιμη οπτικοακουστική πηγή)
- http://users.hol.gr/~kokkonis/courses/interwar/depression.htm (για τα αίτια της οικονομικής κρίσης)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου