ΕΛΛΑΔΑ

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Η ΚΥΠΡΟΣ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΠΟΤΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ


Ένθερμη υποστηρικτής του Σχεδίου Ανάν, η Δρ Σεβντά Αλανκούς, Κοσμήτορας του Τμήματος Επικοινωνίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Σμύρνης, θεωρεί ότι το 2004 χάθηκε μία πολύτιμη ευκαιρία για τον κυπριακό λαό και ρίχνει τις ευθύνες στα τουρκοκυπριακά ΜΜΕ και τη στάση που κράτησαν σε όλη την περίοδο των διαπραγματεύσεων.

«Το Κυπριακό δεν θα λυθεί σύντομα» μας λέει με σιγουριά, ωστόσο «οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν σε μία νέα εποχή χάρη στις «κοινότητες» του Ίντερνετ που γεννήθηκαν με τα νέα μέσα ενημέρωσης και προσφέρουν χώρους ώστε να αναπτυχθεί ένας υγιής διάλογος ανάμεσα στους δύο λαούς».

Πρόσφατα επισκέφθηκε την Ελλάδα για να συμμετέχει σε ένα πάνελ συζήτησης με θέμα: «Πανεπιστήμιο και ΜΜΕ. Προοπτικές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» που διοργάνωσαν το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Επικοινωνίας και το Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών για έκτη χρονιά, στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων «Ζητήματα Επικοινωνίας». Με αφορμή το θέμα της διάλεξης στην οποία ήταν μία εκ των βασικών ομιλητών, ξεκινήσαμε την κουβέντα μας.

κ. Αλανκούς, πιστεύετε πραγματικά ότι μπορούμε να μιλάμε για προοπτικές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Ναι. Κατά τη γνώμη μου, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα από το 1999 και πιστεύω ότι δεν θα επιστρέψουμε στις παλιές κακές εποχές. Πάντα θα υπάρχουν τα «πάνω» και τα «κάτω» στις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά δεν θεωρώ ότι θα ξαναζήσουμε κρίσεις όπως η «κρίση της σημαίας» του 1996 στα Ίμια. Αυτό το χρωστάμε πρωτίστως στις ειλικρινείς πολιτικές πρωτοβουλίες των τότε Υπουργών Εξωτερικών των δύο κρατών, του Γιώργου Παπανδρέου και του Ισμαήλ Τζεμ, καθώς και στην ανθρωπιστική βοήθεια που ήρθε άμεσα από την Ελλάδα μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Τουρκία το 1999.

Υπάρχουν όμως και μία σειρά άλλοι λόγοι που ενισχύουν τον ισχυρισμό μου αυτό. Οι σχέσεις των δυο χωρών έχουν περάσει σε μία νέα εποχή που περιλαμβάνει την επέκταση των οικονομικών συνεργασιών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, τις εμπορικές συναλλαγές, την υποστήριξη της Ελλάδας στην ενταξιακή πολιτική της Τουρκίας στην ΕΕ καθώς αλλά και τα νέα διαδικτυακά μέσα που δίνουν τη δυνατότητα στους ανθρώπους, ιδιαιτέρως στους νέους, να έχουν πρόσβαση σε ένα είδος ενημέρωσης απαγκιστρωμένο από προκατασκευασμένες απόψεις, μύθους και προβοκατόρικες σκοπιμότητες.

Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι τα προβλήματα των δύο χωρών έχουν λυθεί. Αντιθέτως τίποτα δεν έχει λυθεί και δεν είναι εύκολο να λυθεί στο εγγύς μέλλον. Παρόλα αυτά, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι και από τις δύο χώρες, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πόσο ανάγκη έχουμε να γειτνιάζουμε ειρηνικά, να είμαστε καλοί γείτονες. Εμείς στην Τουρκία συνηθίζουμε να λέμε: «Ο γείτονας χρειάζεται το γείτονα ακόμα και για τα βασικά του πράγματα» . Άκουσα ότι έχετε και εσείς οι Έλληνες μία αντίστοιχη παρόμοια που λέει: «Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο». Η ανάγκη μας να ζήσουμε ειρηνικά είναι αυτή που χαράζει και τις προοπτικές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Γιατί ασχοληθήκατε κυρίως με τα τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης;

Στην έρευνά μου, επικρίνω τη στάση τουρκοκυπριακών ΜΜΕ απέναντι στο Σχέδιο Ανάν και εξηγώ πώς αυτή επηρέασε την κοινή γνώμη. Δίδασκα στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, όταν ξεκίνησε ο διάλογος για το Σχέδιο Ανάν, ένα σχέδιο που κατά τη γνώμη μου αποτέλεσε την πρώτη και πολύ φοβάμαι την τελευταία ευκαιρία για τον κυπριακό λαό να αποφασίσει ο ίδιος για το κοινό του μέλλον. Για πρώτη φορά, υπήρχε στην Τουρκία και στο βόρειο τμήμα της Κύπρου μία κοινή πολιτική θέληση για την επίλυση του Κυπριακού. Ο λαός είχε χαράξει μία ενιαία υποστηρικτική γραμμή και χιλιάδες άνθρωποι είχαν κατέβει στους δρόμους ζητώντας, σχεδόν απαιτώντας, την επανένωση της Κύπρου και την ανάδειξή της σε ένα ομοσπονδιακό κράτος – μέλος της ΕΕ. Επίσης για πρώτη φορά, οι εφημερίδες που υποστήριζαν σθεναρά το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο περιθωριοποιήθηκαν, ενώ οι λεγόμενες πιο «ειρηνικές» και «αριστερίζουσες» εδραιώθηκαν και επικράτησαν στο μιντιακό κόσμο. Παρά το θετικό κλίμα, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό.

Γιατί λέτε κάτι τέτοιο;

Γιατί διαπίστωσα αυτό που φοβόμουν: στα τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης υπήρχε μεν η επιθυμία να βρεθεί μία ικανοποιητική λύση και ήταν έκδηλη η «ψήφος εμπιστοσύνης» στο σχέδιο Ανάν, αλλά η έκβαση της υπόθεσης έδειξε ότι επικράτησε τελικά η συντηρητική, η «πολεμική», όπως την αποκαλώ εγώ, δημοσιογραφία. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπήρχε αμεροληψία στην έκθεση των γεγονότων και στην κάλυψη των ειδήσεων. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Στην παρουσίαση του Σχεδίου Ανάν στον κυπριακό λαό, υπήρχε μία τακτική του «πάρε-δώσε» δηλαδή τι θα κερδίσουμε εμείς (Οι Τουρκοκύπριοι) και τι θα χάσουν αυτοί (οι Ελληνοκύπριοι) από την αποδοχή του σχεδίου. Άρα για τι ειρηνική λύση μιλούσανε; Επιπλέον τα τουρκοκυπριακά έντυπα καθ΄ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, απέδιδαν σεξιστικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς στην πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων. Τους αποκαλούσαν «γυναικούλες» στις οποίες δεν μπορείς να βασιστείς, και τους κατηγορούσαν για έλλειψη ανδρισμού, τονίζοντας ότι δεν είναι «πραγματικοί άντρες που μπορείς να τους εμπιστευτείς».

Πώς βλέπετε τα πράγματα από εδώ και πέρα;

Λυπάμαι που τελεσφόρησε αυτή η ευκαιρία που έφερε μαζί του το σχέδιο Ανάν το 2004 για την επίλυση του Κυπριακού. Περισσότερο όμως λυπάμαι για τον κυπριακό λαό και ειδικότερα για εκείνους που αντιστέκονται σθεναρά στο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς της περιοχής αποζητώντας μία δίκαιη και βιώσιμη λύση και αντ΄ αυτού βιώνουν τη μία απογοήτευση μετά την άλλη , ζουν κάτω από οικονομικό εμπάργκο, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, απόλυτα εξαρτημένοι από το τουρκικό κράτος και αδυνατώντας να ξεφύγουν από αυτό, γιατί απλά τους έχουν εγκαταλείψει όλοι.

WHO IS WHO

Η Dr Sevda Alankus, γεννήθηκε το 1958 στην Τουρκία όπου και ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές της σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και στις Θεωρίες Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να κάνει τη διδακτορική της έρευνα πάνω στις «Πολιτισμικές/Εθνοτικές ταυτότητες» στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Leeds.
Έχει διδάξει σε μία σειρά από Πανεπιστήμια ενώ από το 2004, είναι Κοσμήτορας του Τμήματος Επικοινωνίας, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Σμύρνης. Έχει γράψει συνολικά οχτώ βιβλία για τη Δημοσιογραφία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και έχει κάνει αρκετές δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Η τελευταία της έρευνα έχει ως αντικείμενο μελέτης την «ειρηνική δημοσιογραφία» στο Βόρειο τμήμα της Κύπρου

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΕΔΩΣΕ ΤΟ

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More