ΕΛΛΑΔΑ

ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Δ;

Μπροστά σε μια μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη πιθανόν να βρίσκονται τα συνεργεία της ΚΗ’ Εφορείας Κλασσικών Αρχαιοτήτων Σερρών..... Μετά από έρευνες ετών και αξιοποιώντας την ιστοριογραφία και τις προφορικές παραδόσεις της περιοχής, οι αρχαιολόγοι κατέληξαν σε μία «τούμπα» σε αγροτική περιοχή του Δήμου Αμφίπολης.

ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Πολλοί φίλοι και φίλες μου έχουν ζητήσει να γράψω ένα αρθρο με "Οδηγίες Επιβίωσης",γιατί μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις που να οφείλονται σε διάφορους λόγους,όπως πτώχευση και στάση πληρωμών,περίεργα και πρωτόγνωρα γεωφυσικά φαινόμενα και εγώ δεν ξέρω τι άλλο.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ 16/10/1912

Το έργο της απελευθέρωσης της Κατερίνης ανατέθηκε στην 7η Μεραρχία του Στρατού Θεσσαλονίκης, που είχε διοικητή το Συνταγματάρχη (ΠΒ) Κλεομένη Κλεομένους. Στις.. 15 Οκτωβρίου 1912 εκδόθηκε η Διαταγή των Επιχειρήσεων.

ΠΛΑΝΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι 8. Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός και Ποσειδώνας. Και έχουνε όλοι αρχαία ελληνικά ονόματα προς τιμήν των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων που θεμελίωσαν την αστρονομία. Ας γνωρίσουμε λοιπόν τα μυθικά πρόσωπα των οποίων τα ονόματα πήραν οι πλανήτες.

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Αν καλούσαμε στις μέρες μας σ’ ένα γεύμα κάποιους αρχαίους Έλληνες όπως τον... Ηρόδοτο, τον Ηρακλή ή τον Αριστοφάνη..

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

O AΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ



Κατ’ αρχάς να αναφέρουμε ότι, στην αρχαιότητα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την πρόνοια για τη δημιουργία κενοταφίου αφιερωμένου στον Άγνωστο Στρατιώτη, όπως αναφέρεται από τον αρχαίο Θουκυδίδη στο έργο του, «Επιτάφιος του Περικλέους»: μία δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν εις αναίρεσιν (Θουκ.2,34,3). Εξάλλου, η λατρεία των μη ενταφιασθέντων νεκρών του πολέμου εντοπίζεται και στην Ελένη του Ευριπίδη (στ. 1241): Έλλησιν έστι δε νόμος, ος αν πόντω θάνη κενοίσι θάπτειν εν πέπλω υφάσμασι.
Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι το κατεξοχήν μνημείο στο οποίο σε κάθε εθνική εορτή γίνεται απόδοση τιμών, υπό τον ήχο των παιανίζοντων μπάντων και υπό τα τιμημένα ξίφη των γυαλιστερών και επισήμων στολών των κατώτερων, ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και από παλαίμαχους αγωνιστές, προέδρους, βασιλείς, πρωθυπουργούς, υπουργούς, βουλευτές και πρεσβευτές. Όλοι ανεξαιρέτως, αφού καταθέσουν το στεφάνι τους, σκύβουν το κεφάλι και λαμβάνουν τη στάση μιας βλοσυρής, ατάραχης και συνάμα άδειας προσοχής, όπου και παραμένουν για κάποια απροσδιόριστη χρονική διάρκεια. Όλοι τους προσπαθούν να αποδώσουν τη νενομισμένη και δέουσα μεταθανάτια τιμή στον κάθε στρατιώτη, ναύτη ή σμηνίτη που παρέδωσε τη ζωή του στο πεδίο της μάχης, λάφυρο στο βωμό της πατρίδος, αλλά και σε κάθε άλλη, ειρηνική ή/και πολεμική στιγμή της πατρίδας, αλλά και να δώσουν θάρρος στους πολίτες της χώρας, θυμίζοντάς τους τις θυσίες που έγιναν, για να μπορούν να ζουν αυτοί ελεύθερα.
Ο θάνατος του στρατιώτη, ναύτη ή σμηνίτη είναι ο μόνος θάνατος που στη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία που ζούμε αναγνωρίζεται ως ο μόνος αποδεκτός θάνατος, αφού πηγάζει όχι από τη θέληση του καθενός (εγκληματική ή αμελή) ή την θεϊκή βουλή, αλλά από την υπόσταση του ίδιου του Κράτους, αφού το ίδιο το σύνταγμα προνοεί την υποχρεωτική στράτευση όλων των ικανών ανδρών, αν όχι σε καιρό ειρήνης, σε καιρό εμπόλεμης κατάστασης. Ίσως μάλιστα να είναι η μόνη παραδεκτή, εκ μέρους των πολιτών μιας χώρας, μη θρησκευτική, ταφική τελετή.

Στον «Ύμνο εις την ελευθερία», ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός (1823) αρχίζει το ποίημα του με ένα δίστιχο του ιταλού ποιητή Τη λευτεριά θα ψάλω, που είναι τόσο αγαπημένη, καθώς το ξέρει εκείνος που γι’ αυτήν τη ζωή απαρνιέται). Ακριβώς λόγω όλων αυτών των εννοιών, η μορφή του Αγνώστου Στρατιώτη (πρέπει να) είναι επιβλητική, ρωμαλέα, ακατάβλητη, τιμημένη και, κυρίως, ιδανική. Το σίγουρο είναι πως ελάχιστοι φαντάροι έχουν την απεικονιζόμενη μορφή, αλλά επειδή ακριβώς οι άνθρωποι χρειαζόμαστε να «λατρεύουμε» το ιδανικό, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινή ζωή, έτσι και πρέπει να προβάλλεται, αποκρυσταλλώνοντας όλα εκείνα τα συναισθήματα που εκπηγάζουν από τα μύχια της ψυχής μας γι’ αυτόν το μακρινό και άγνωστο, αλλά τιμημένο φαντάρο.
Ο ελληνικός Άγνωστος Στρατιώτης είναι γυμνός, παρουσιαζόμενος ως ένα ρωμαλέο, δυνατό, καλλίγραμμο και απροστάτευτο παλικάρι (εξ’ ου και η γύμνια του), μαρμάρινος και αρχαιοπρεπής, θυμίζοντάς μας περισσότερο ένα σπαρτιάτη, αθηναίο, μακεδόνα ή μαραθωνομάχο, παρά ένα χριστιανό φαντάρο, με αποτέλεσμα στη συνείδηση του λαού να έχει χωνευθεί πως ήταν πάντοτε εκεί που βρίσκεται, δημιούργημα ενός αρχαϊκού και άγνωστου καλλιτέχνη, κρύβοντας το μικρό παρελθόν (μόλις 69 χρόνια) του και την τόσο περίεργη, σκανδαλώδη και όχι τόσο τιμητική του ιστορία, την οποία, λόγω στενότητας χώρου, δεν μπορούμε να αναλύσουμε. 

Στο ποίημα του, «Άγνωστος Στρατιώτης», ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης (1962) με 9 απλοϊκούς και μικρούς στίχους εκφράζει όλα αυτά τα ερωτήματα του κόσμου αναφορικά με τη μορφή του Αγνώστου Στρατιώτη, δίνοντάς μας μια νέα προοπτικής σκέψεως και αντίληψης:
Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής    
ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;
Υπάρχουν κι άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι
με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα
με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο
με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ τη σκανδάλη.
Δε μας κάνουν αυτοί
δε γίνονται αγάλματα αυτοί;

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Οίον ο τωπόλλωνος εσείσατο δάφνινος όρπηξ,
οία δ' όλον τό μέλαθρον: εκάς εκάς όστις αλιτρός.
καί δή που τά θύρετρα καλώ ποδί Φοίβος αράσσει:
ουχ οράας; επένευσεν ο Δήλιος ηδύ τι φοίνιξ
εξαπίνης, ο δέ κύκνος εν ηέρι καλόν αείδει.
αυτοί νύν κατοχήες ανακλίνασθε πυλάων,
αυταί δέ κληίδες: ο γάρ θεός ουκέτι μακρήν:
οι δέ νέοι μολπήν τε καί ες χορόν εντύνασθε.
ωπόλλων ου παντί φαείνεται, αλλ' ότις εσθλός:
ός μιν ίδη, μέγας ούτος, ός ουκ ίδε, λιτός εκείνος.
οψόμεθ', ώ `Εκάεργε, καί εσσόμεθ' ούποτε λιτοί.
μήτε σιωπηλήν κίθαριν μήτ' άψοφον ίχνος
τού Φοίβου τούς παίδας έχειν επιδημήσαντος,
ει τελέειν μέλλουσι γάμον πολιήν τε κερείσθαι,
εστήξειν δέ τό τείχος επ' αρχαίοισι θεμέθλοις.
ηγασάμην τούς παίδας, επεί χέλυς ουκέτ' αεργός.
ευφημείτ' αίοντες επ' 'Απόλλωνος αοιδή.
ευφημεί καί πόντος, ότε κλείουσιν αοιδοί
ή κίθαριν ή τόξα, Λυκωρέος έντεα Φοίβου.
ουδέ Θέτις 'Αχιλήα κινύρεται αίλινα μήτηρ,
οππόθ' ιή παιήον ιή παιήον ακούση.
καί μέν ο δακρυόεις αναβάλλεται άλγεα πέτρος,
όστις ενί Φρυγίη διερός λίθος εστήρικται,
μάρμαρον αντί γυναικός οϊζυρόν τι χανούσης.
ιή ιή φθέγγεσθε: κακόν μακάρεσσιν ερίζειν.
ός μάχεται μακάρεσσιν, εμώ βασιλήι μάχοιτο:
όστις εμώ βασιλήι, καί 'Απόλλωνι μάχοιτο.
τόν χορόν ωπόλλων, ό τι οι κατά θυμόν αείδει,
τιμήσει: δύναται γάρ, επεί Διί δεξιός ήσται.
ουδ' ο χορός τόν Φοίβον εφ' έν μόνον ήμαρ αείσει,
έστι γάρ εύυμνος: τίς άν ου ρέα Φοίβον αείδοι;
χρύσεα τωπόλλωνι τό τ' ενδυτόν ή τ' επιπορπίς
ή τε λύρη τό τ' άεμμα τό Λύκτιον ή τε φαρέτρη,
χρύσεα καί τά πέδιλα: πολύχρυσος γάρ 'Απόλλων
καί πουλυκτέανος: Πυθώνί κε τεκμήραιο.
καί μέν αεί καλός καί αεί νέος: ούποτε Φοίβου
θηλείαις ουδ' όσσον επί χνόος ήλθε παρειαίς,
αι δέ κόμαι θυόεντα πέδω λείβουσιν έλαια:
ου λίπος 'Απόλλωνος αποστάζουσιν έθειραι,
αλλ' αυτήν πανάκειαν: εν άστεϊ δ' ώ κεν εκείναι
πρώκες έραζε πέσωσιν, ακήρια πάντ' εγένοντο.
τέχνη δ' αμφιλαφής ούτις τόσον όσσον 'Απόλλων:
κείνος οϊστευτήν έλαχ' ανέρα, κείνος αοιδόν
(Φοίβω γάρ καί τόξον επιτρέπεται καί αοιδή),
κείνου δέ θριαί καί μάντιες: εκ δέ νυ Φοίβου
ιητροί δεδάασιν ανάβλησιν θανάτοιο.
Φοίβον καί Νόμιον κικλήσκομεν εξέτι κείνου,
εξότ' επ' 'Αμφρυσσώ ζευγίτιδας έτρεφεν ίππους
ηιθέου υπ' έρωτι κεκαυμένος 'Αδμήτοιο.
ρείά κε βουβόσιον τελέθοι πλέον, ουδέ κεν αίγες
δεύοιντο βρεφέων επιμηλάδες, ήσιν 'Απόλλων
βοσκομένησ' οφθαλμόν επήγαγεν: ουδ' αγάλακτες
οίιες ουδ' άκυθοι, πάσαι δέ κεν είεν ύπαρνοι,
η δέ κε μουνοτόκος διδυμητόκος αίψα γένοιτο.
Φοίβω δ' εσπόμενοι πόλιας διεμετρήσαντο
άνθρωποι: Φοίβος γάρ αεί πολίεσσι φιληδεί
κτιζομένησ', αυτός δέ θεμείλια Φοίβος υφαίνει.
τετραέτης τά πρώτα θεμείλια Φοίβος έπηξε
καλή εν 'Ορτυγίη περιηγέος εγγύθι λίμνης.
''Αρτεμις αγρώσσουσα καρήατα συνεχές αιγών
Κυνθιάδων φορέεσκεν, ο δ' έπλεκε βωμόν 'Απόλλων,
δείματο μέν κεράεσσιν εδέθλια, πήξε δέ βωμόν
εκ κεράων, κεραούς δέ πέριξ υπεβάλλετο τοίχους.
ώδ' έμαθεν τά πρώτα θεμείλια Φοίβος εγείρειν.
Φοίβος καί βαθύγειον εμήν πόλιν έφρασε Βάττω
καί Λιβύην εσιόντι κόραξ ηγήσατο λαώ,
δεξιός οικιστήρι, καί ώμοσε τείχεα δώσειν
ημετέροις βασιλεύσιν: αεί δ' εύορκος 'Απόλλων.
ώπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι,
πολλοί δέ Κλάριον, πάντη δέ τοι ούνομα πουλύ:
αυτάρ εγώ Καρνείον: εμοί πατρώιον ούτω.
Σπάρτη τοι, Καρνείε, τόδε πρώτιστον έδεθλον,
δεύτερον αύ Θήρη, τρίτατόν γε μέν άστυ Κυρήνης.
εκ μέν σε Σπάρτης έκτον γένος Οιδιπόδαο
ήγαγε Θηραίην ες απόκτισιν: εκ δέ σε Θήρης
ούλος 'Αριστοτέλης 'Ασβυστίδι πάρθετο γαίη,
δείμε δέ τοι μάλα καλόν ανάκτορον, εν δέ πόληι
θήκε τελεσφορίην επετήσιον, ή ένι πολλοί
υστάτιον πίπτουσιν επ' ισχίον, ώ άνα, ταύροι.
ιή ιή Καρνείε πολύλλιτε, σείο δέ βωμοί
άνθεα μέν φορέουσιν εν είαρι τόσσα περ '~Ωραι
ποικίλ' αγινεύσι ζεφύρου πνείοντος εέρσην,
χείματι δέ κρόκον ηδύν: αεί δέ τοι αέναον πύρ,
ουδέ ποτε χθιζόν περιβόσκεται άνθρακα τέφρη.
ή ρ' εχάρη μέγα Φοίβος, ότε ζωστήρες 'Ενυούς
ανέρες ωρχήσαντο μετά ξανθήσι Λιβύσσης,
τέθμιαι εύτέ σφιν Καρνειάδες ήλυθον ώραι.
οι δ' ούπω πηγήσι Κύρης εδύναντο πελάσσαι
Δωριέες, πυκινήν δέ νάπησ' ''Αζιλιν έναιον.
τούς μέν άναξ ίδεν αυτός, εή δ' επεδείξατο νύμφη
στάς επί Μυρτούσσης κερατώδεος, ήχι λέοντα
`Υψηίς κατέπεφνε βοών σίνιν Ευρυπύλοιο.
ου κείνου χορόν είδε θεώτερον άλλον 'Απόλλων,
ουδέ πόλει τόσ' ένειμεν οφέλσιμα, τόσσα Κυρήνη,
μνωόμενος προτέρης αρπακτύος. ουδέ μέν αυτοί
Βαττιάδαι Φοίβοιο πλέον θεόν άλλον έτισαν.
ιή ιή παιήον ακούομεν, ούνεκα τούτο
Δελφός τοι πρώτιστον εφύμνιον εύρετο λαός,
ήμος εκηβολίην χρυσέων επεδείκνυσο τόξων.
Πυθώ τοι κατιόντι συνήντετο δαιμόνιος θήρ,
αινός όφις. τόν μέν σύ κατήναρες άλλον επ' άλλω
βάλλων ωκύν οϊστόν, επηΰτησε δέ λαός:
‘ιή ιή παιήον, ίει βέλος, ευθύ σε μήτηρ
γείνατ' αοσσητήρα’: τό δ' εξέτι κείθεν αείδη.
ο Φθόνος 'Απόλλωνος επ' ούατα λάθριος είπεν:
‘ουκ άγαμαι τόν αοιδόν ός ουδ' όσα πόντος αείδει.’
τόν Φθόνον ωπόλλων ποδί τ' ήλασεν ώδέ τ' έειπεν:
‘'Ασσυρίου ποταμοίο μέγας ρόος, αλλά τά πολλά
λύματα γής καί πολλόν εφ' ύδατι συρφετόν έλκει.
Δηοί δ' ουκ από παντός ύδωρ φορέουσι μέλισσαι,
αλλ' ήτις καθαρή τε καί αχράαντος ανέρπει
πίδακος εξ ιερής ολίγη λιβάς άκρον άωτον.’
χαίρε, άναξ: ο δέ Μώμος, ίν' ο Φθόνος, ένθα νέοιτο.

ΔΙΕΔΩΣΕ ΤΟ

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More