Κατ’ αρχάς να αναφέρουμε ότι, στην αρχαιότητα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την πρόνοια για τη δημιουργία κενοταφίου αφιερωμένου στον Άγνωστο Στρατιώτη, όπως αναφέρεται από τον αρχαίο Θουκυδίδη στο έργο του, «Επιτάφιος του Περικλέους»: μία δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν εις αναίρεσιν (Θουκ.2,34,3). Εξάλλου, η λατρεία των μη ενταφιασθέντων νεκρών του πολέμου εντοπίζεται και στην Ελένη του Ευριπίδη (στ. 1241): Έλλησιν έστι δε νόμος, ος αν πόντω θάνη κενοίσι θάπτειν εν πέπλω υφάσμασι.
Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη είναι το κατεξοχήν μνημείο στο οποίο σε κάθε εθνική εορτή γίνεται απόδοση τιμών, υπό τον ήχο των παιανίζοντων μπάντων και υπό τα τιμημένα ξίφη των γυαλιστερών και επισήμων στολών των κατώτερων, ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και από παλαίμαχους αγωνιστές, προέδρους, βασιλείς, πρωθυπουργούς, υπουργούς, βουλευτές και πρεσβευτές. Όλοι ανεξαιρέτως, αφού καταθέσουν το στεφάνι τους, σκύβουν το κεφάλι και λαμβάνουν τη στάση μιας βλοσυρής, ατάραχης και συνάμα άδειας προσοχής, όπου και παραμένουν για κάποια απροσδιόριστη χρονική διάρκεια. Όλοι τους προσπαθούν να αποδώσουν τη νενομισμένη και δέουσα μεταθανάτια τιμή στον κάθε στρατιώτη, ναύτη ή σμηνίτη που παρέδωσε τη ζωή του στο πεδίο της μάχης, λάφυρο στο βωμό της πατρίδος, αλλά και σε κάθε άλλη, ειρηνική ή/και πολεμική στιγμή της πατρίδας, αλλά και να δώσουν θάρρος στους πολίτες της χώρας, θυμίζοντάς τους τις θυσίες που έγιναν, για να μπορούν να ζουν αυτοί ελεύθερα.
Ο θάνατος του στρατιώτη, ναύτη ή σμηνίτη είναι ο μόνος θάνατος που στη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία που ζούμε αναγνωρίζεται ως ο μόνος αποδεκτός θάνατος, αφού πηγάζει όχι από τη θέληση του καθενός (εγκληματική ή αμελή) ή την θεϊκή βουλή, αλλά από την υπόσταση του ίδιου του Κράτους, αφού το ίδιο το σύνταγμα προνοεί την υποχρεωτική στράτευση όλων των ικανών ανδρών, αν όχι σε καιρό ειρήνης, σε καιρό εμπόλεμης κατάστασης. Ίσως μάλιστα να είναι η μόνη παραδεκτή, εκ μέρους των πολιτών μιας χώρας, μη θρησκευτική, ταφική τελετή.
Στον «Ύμνο εις την ελευθερία», ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός (1823) αρχίζει το ποίημα του με ένα δίστιχο του ιταλού ποιητή Τη λευτεριά θα ψάλω, που είναι τόσο αγαπημένη, καθώς το ξέρει εκείνος που γι’ αυτήν τη ζωή απαρνιέται). Ακριβώς λόγω όλων αυτών των εννοιών, η μορφή του Αγνώστου Στρατιώτη (πρέπει να) είναι επιβλητική, ρωμαλέα, ακατάβλητη, τιμημένη και, κυρίως, ιδανική. Το σίγουρο είναι πως ελάχιστοι φαντάροι έχουν την απεικονιζόμενη μορφή, αλλά επειδή ακριβώς οι άνθρωποι χρειαζόμαστε να «λατρεύουμε» το ιδανικό, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινή ζωή, έτσι και πρέπει να προβάλλεται, αποκρυσταλλώνοντας όλα εκείνα τα συναισθήματα που εκπηγάζουν από τα μύχια της ψυχής μας γι’ αυτόν το μακρινό και άγνωστο, αλλά τιμημένο φαντάρο.
Ο ελληνικός Άγνωστος Στρατιώτης είναι γυμνός, παρουσιαζόμενος ως ένα ρωμαλέο, δυνατό, καλλίγραμμο και απροστάτευτο παλικάρι (εξ’ ου και η γύμνια του), μαρμάρινος και αρχαιοπρεπής, θυμίζοντάς μας περισσότερο ένα σπαρτιάτη, αθηναίο, μακεδόνα ή μαραθωνομάχο, παρά ένα χριστιανό φαντάρο, με αποτέλεσμα στη συνείδηση του λαού να έχει χωνευθεί πως ήταν πάντοτε εκεί που βρίσκεται, δημιούργημα ενός αρχαϊκού και άγνωστου καλλιτέχνη, κρύβοντας το μικρό παρελθόν (μόλις 69 χρόνια) του και την τόσο περίεργη, σκανδαλώδη και όχι τόσο τιμητική του ιστορία, την οποία, λόγω στενότητας χώρου, δεν μπορούμε να αναλύσουμε.
Στο ποίημα του, «Άγνωστος Στρατιώτης», ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης (1962) με 9 απλοϊκούς και μικρούς στίχους εκφράζει όλα αυτά τα ερωτήματα του κόσμου αναφορικά με τη μορφή του Αγνώστου Στρατιώτη, δίνοντάς μας μια νέα προοπτικής σκέψεως και αντίληψης:
Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής
ν’ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;
Υπάρχουν κι άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι
με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα
με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο
με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ’ τη σκανδάλη.
Δε μας κάνουν αυτοί
δε γίνονται αγάλματα αυτοί;